Λογοκρισία και οι διαδικασίες εφαρμογής της

Από συντονιστική ομάδα: Στο θέμα “Μινόρε της αυγής”, στο μήνυμα #23, το μέλος smx8 προκειμένου να στηρίξει κάποιαν άποψή του αναφέρθηκε στο χειρόγραφο που είχε κατατεθεί για έγκριση στην αρμόδια επιτροπή λογοκρισίας, με τη φράση

Έτσι ξεκίνησε μία συζήτηση που εκτρέπεται από το θέμα του νήματος και την αυτονομήσαμε. Ακολουθούν τα δύο μηνύματα που αντιγράφηκαν από το άλλο νήμα.

Άσε που, αν βρίσκαμε το πρωτότυπο χειρόγραφο, και πάλι τίποτα δεν θα σήμαινε: τέτοιες ψιλοαλλαγές της τελευταίας στιγμής συχνά συνέβαιναν. Άλλωστε, εκπρόσωπος της υπηρεσίας λογοκρισίας του υπουργείου τύπου ποτέ δεν παρέστη σε ηχογράφηση, να ελέγξει τα νι, τα σίγμα, τα κάπα και τα “μπεμόλια”.

Γιώργο, το απλούστερο και ευκολότερο θα ήταν να προβλέπεται παράσταση μέλους της επιτροπής στις φωνοληψίες. Δεν το θέλησαν, για λόγους που δυστυχώς ποτέ δεν θα μάθουμε και μόνο εικασίες πλέον χωρούν. Ίσως λοιπόν, σκέφτομαι εγώ, να είπαν “Μην το χοντρύνουμε απότομα: ας δούμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα και αν χρειαστεί, εδώ είμαστε να το αλλάξουμε. Έχουμε πάντως και τη δυνατότητα, όποτε θέλουμε, να επεμβαίνουμε στις πρόβες και να απαγορεύουμε τη φωνοληψία, αν έτσι χρειάζεται”.

Και σε ότι μεν αφορά τους στίχους, συνέβη ακριβώς αυτό που λες κι εσύ: κανείς δεν τόλμησε να τους κοροϊδέψει και να αλλάξει κάτι από το στίχο ώστε τελικά το άσμα να θίγει οπωσδήποτε τα δημόσια ήθη, διαφθείρει το καλλιτεχνικόν αίσθημα του κοινού ή νοθεύει και διαστρέφει το γνήσιον πνεύμα της παραδόσεως της ελληνικής μουσικής. Στο σκέλος της μουσικής όμως, δεν ήταν ακριβώς έτσι. Ναι μεν, αμανές δεν ηχογραφήθηκε ούτε μισός. Τα περίφημα όμως “μπεμόλια” αγνοήθηκαν κατά την ηχοληψία (αν πράγματι υπήρξαν): Και χιτζάζ δρόμοι ηχογραφήθηκαν, και σαμπά, γενικά το χρωματικό γένος δεν καταργήθηκε “δια διατάγματος της κυβερνήσεως". Τώρα, αν οι τρίτη και έβδομη βαθμίδες ενός ραστ αποδόθηκαν διαστηματικά σωστές από τον τραγουδιστή / τραγουδίστρια, ή ένα νιχαβέντ αναγκάστηκε να γίνει μινόρε, αυτά θα μπορούσαν να συμβούν και χωρίς την ανάγκη προεγκεκριμένης παρτιτούρας. Εδώ, νομίζω ότι συνειδητά ο Ψαρούδας κατάλαβε αυτό που κάποιοι γραφειοκράτες στρατιωτικοί δεν μπορούσαν, ότι δηλαδή κάποια πράγματα δεν ξεριζώνονται τόσο εύκολα και από την άλλη, ένα τριημιτόνιο από μόνο του δεν φέρνει την καταστροφή όπως (νόμιζε ο Ψαρούδας ότι) τη φέρνει ένας αμανές.

Νίκο, δεν μπορούσε να παραστεί μέλος της Επιτροπής Λογοκρισίας στην τελική φωνοληψία, και διότι δεν προβλεπόταν από τις οικείες κανονιστικές διατάξεις και διότι δεν υπήρχε καν λόγος: δυνάμει του άρθρου 21 του Α.Ν. 1619/1939, στην αίτηση που υπέβαλλαν οι εταιρείες δίσκων προ πάσης φωνοληψίας, συνυπέβαλλαν και αντίγραφο των στίχων και της μουσικής (παρτιτούρα), οπότε ο -προληπτικός- έλεγχος γινόταν σε αυτό το στάδιο. Ποιος θα τολμούσε να ηχογραφήσει έστω και ένα σύμφωνο διαφορετικό ή μια απόκλιση στις νότες; Αλλά όχι μόνο: Η Επιτροπή, για να σχηματίσει πλήρη αντίληψη, πριν δώσει την άδεια, μπορούσε να απαιτήσει «την εκτέλεσιν των προς φωνοληψίαν μουσικών τεμαχίων. Ταύτα δέον να εκτελούνται απαραιτήτως υπʼ αυτών των καλλιτεχνών οι οποίοι θέλουσι συμμετάσχη εις την τελικήν φωνοληψίαν και διά των απαιτουμένων διά την τελικήν φωνοληψίαν μουσικών οργάνων».

Από συντονιστική ομάδα:Αφαιρέθηκε τμήμα του μηνύματος που αναφερόταν σε διαφορετικό θέμα

Πάντως για να ξαναπώ οτι ο στιχος δεν είχε και τόση πολλή σημασία για τον δημιουργό. Επι λογοκρισίας, γνωρίζουμε όλοι μας οτι πολλά τραγούδια χασικλίδικα άλλαξαν τον στίχο τους: Οταν συμβεί στα πέριξ πίνουν οι μάγκες με καημό (και όχι αργιλέ).
Της αγάπης το σκοπό και όχι της μαστούρας το σκοπό…
Ή το άλλο , ακρογιαλιές δειλινά, ο Τσιτσάνης λέει οτι είχε άλλο στίχο και λόγω λογοκρισίας εβαλε τον στιχο που ολοι ξερουμε, και μάλιστα λεει οτι ο στιχος αυτος ειναι αλληγορικός και ότι άλλα λεει και αλλα εννοει. Τωρα τι να σας πω και εγώ; Πιστεύω ότι αν ήταν τοσο φανατικοί με τον στίχο, δεν θα έδιναν καθόλου το τραγούδι για φωνοληψία. Δεν θα έμπαιναν στη διαδικασία να αλλάξουν τελείως τους στίχους και να βγει τραγούδι με τελείως διαφορετικό νόημα. εσείς τι λέτε;

δεν νομίζω ότι τους ήταν αδιάφορος ο στίχος, πώς θα μπορούσε άλλωστε… τόσο δυνατός και άμεσος. απλά κάποιοι πήγαν με τα νερά της εποχής (μάρκος, τσιτσάνης) και άλλοι αρνήθηκαν (παπάζογλου, τσαούς).
η αλήθεια πάντως είναι ότι με την λογοκρισία στερηθήκαμε από ένα σωρό τραγούδια που περιγράφανε τη ζωή στα όμορφα και στα άσχημα, και έμειναν λίγα να ξεφεύγουν από τον “καθώς πρέπει” ερωτικό καϋμό (σε αντιδιαστολή με τις “δύο χήρες” ή το “γίνομαι άντρας”), τη φτώχεια στα πλαίσια της εργασίας (αντίθετα με τους “κοντραμπατζήδες” ή τους “λαχανάδες”), το κρασί ή τις φαντασιώσεις με οριεντάλ χαρέμια. όχι ότι δεν βγήκαν αριστουργήματα επί λογοκρισίας, για έρωτα φτώχεια και ξενιτιά, αλλά ανακόπηκε μια τεράστια δυναμική.

Ενα άλλο μεγάλο θέμα…
Ανάλογα σε ποιον αναφέρεσαι. Όπως έγραψε και liga rosa, ο Παπάζογλου αρνήθηκε να μπει σε αυτήν τη διαδικασία, και ο Τσιτσάνης μπήκε με χαρά.
Γιατί;
Πρώτον γιατί κάτι άλλο κυνηγούσε ο καθένας (καριέρες κ.λ.π), και άλλες αξίες και αντιστάσεις είχανε. Άλλο σθένος είχε ο Παπάζογλου να πει οχι, και άλλο οι υπόλοιποι.
Προφανώς και τους ένοιαζαν οι στίχοι, αλλά το να βγει ο δίσκος τους ένοιαζε πιο πολύ. Αυτοί που δεν το ανέχτηκαν, δεν έβγαλαν και δίσκο. Υπήρχαν άρα και τέτοιοι.
Ίσως συμφωνήσω μαζί σου σ’ ένα βαθμό, σκεπτόμενος το πώς αγόραζαν μετά τους στίχους (έτοιμους για σουξέ-το μόνο κριτήριο)…

Νίκο (Πολίτη), δεν μας προκύπτει από κάπου ότι μπορούσαν όποτε ήθελαν να επεμβαίνουν στις πρόβες κλπ κλπ
Οι υπόψη διατάξεις είναι σαφείς: ενόψει της χορηγηθησομένης αδείας, η Επιτροπή είχε τη διακριτική ευχέρεια να απαιτήσει την ενώπιόν της εκτέλεση του υπό δισκογράφηση μουσικού τεμαχίου. Μέχρι εκεί.
Αλλά και στο σκέλος της μουσικής, τίνι τρόπω τα πράγματα «δεν ήταν ακριβώς έτσι»;
Τα νομοθετημένα τουλάχιστον πράγματα (επί του μουσικού πεδίου) νομίζω είχαν όπως παρακάτω:
Οι αμανέδες εξοστρακίζονται αρκετά πριν από τη δημοσίευση του Α.Ν. 1619/1939, ήδη από τον Νοέμβριο του 1937, όταν διαβάζουμε στον Τύπο ότι απαγορεύονται μεταξύ άλλων και τα «αναχρονιστικά άσματα (αμανέδες)». Στη συνέχεια, στα 1939, επί του μουσικού πεδίου το οικείο εδάφιο του άρθρου 21 του ΑΝ 1619 όριζε ότι η υπόψη Επιτροπή αποφαίνεται και περί «μεταλλαγής ωρισμένων σημείων της μουσικής» εάν κάτι «διαφθείρει το καλλιτεχνικόν αίσθημα του κοινού κλπ κλπ».
Άρα σε επίπεδο νομοθετικής ρύθμισης αυτά τα δεδομένα γνωρίζω εγώ ότι υπάρχουν: δηλ. οι αμανέδες επισήμως πάπαλα και, ό,τι άλλο σε επίπεδο μουσικού εκδόχου, κρίνεται κατά περίπτωσιν από την αρμόδια Επιτροπή, η οποία έχει τη διακριτική ευχέρεια να ερμηνεύει κάθε φορά εάν μουσικώς ένα άσμα εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 21 και να αποφαίνεται αναλόγως (είτε επιτρεπτικώς είτε απορριπτικώς είτε μεταλλακτικώς). Δεν γνωρίζω να έχουν αποτυπωθεί συγκεκριμένες κατευθυντήριες οδηγίες εφαρμογής του νόμου. Δηλ. το εάν κάποια «μπεμόλια» πέρασαν ή δεν πέρασαν, εάν κάποιοι «δρόμοι» δισκογραφήθηκαν κλπ, απλώς το διαπιστώνει κανείς σήμερα, αλλά προσωπικώς επιφυλάσσομαι να εμπλακώ σε πιθανολογήσεις του τύπου «αφού τα κόβαν τα μπεμόλια, γιατί πέρασε τούτο ή εκείνο», διότι δεν έχω ως δεδομένο παρά μόνο το πλέγμα των αορίστων εννοιών που ο νομοθέτης τότε θέλησε να σκιαγραφήσει ως πλαίσιο. Και σε αυτό, ουδείς λόγος γίνεται για «μπεμόλια» και δρόμους «ανάρμοστους»…

Παιδιά νομίζω ότι συμφωνούμε . Λέμε το ίδιο πράμα διαφορετικά. Ο Παπάζογλου αρνήθηκε διότι οντως οπως λες είχε το σθένος να υποστηρίξει τις δημιουργίες του. ο Τσιτσάνης ηθελε οντως να κανει καριερα ε και μπροστα σε αυτο , αρνήθηκε τον στίχο. Τον πέταξε και έβαλε άλλο. Δεν υπερασπίστηκε τον στίχο. Αρα μπορούμε να πούμε (ασχετα αν ηταν αλλες οι συγκυρίες) οτι τον στίχο δεν τον λογαριάσαν όσο την μουσική. Τώρα θα μου πεις οτι την μουσική δεν μπορεις να την λογοκρίνεις όπως τον στίχο. Εντάξει όμως κάποιος που αλλάζει τόσο εύκολα τον στίχο του, σημαινει οτι δεν τον υπολογίζει και τόσο. Και σαφώς υπήρξαν συνθέτες που γι αυτούς ο στίχος ήταν ιερός και συνθέτες που τον άλλαζαν στο πι και φι. Ο Τσιτσάνης ελεγε για ορισμένα τραγούδια του: “έτσι το φαντάστηκα και έτσι το έγραψα”. Και εγω σου λέω οτι αν τον λογοκρίνανε, θα έκανε άλλη φαντασία και θα έγραφε άλλα πράματα.
Δεν λεω οτι ο στίχος είναι κάτι το τελείως αδιάφορο γιατί θέλοντας και μη, είναι αυτό που κάνει το τραγούδι τραγουδίσιμο απο τον κόσμο και το κάνει γνωστό. Ας πουμε τον Ζορμπα δεν μπορεις να τον τραγουδησεις. Μονο να τον παιξεις. (εκτος αν κανεις τιριν τιριν) ΟΜΩΣ τουλάχιστον σε μένα περισσότερο μένει η μουσική και ξεχνάω σε πολλα τραγούδια τον στιχο (αν προκειται για προσφατα κομματια) Και πολλοί συνθέτες το κάναν ολοφάνερο ότι απλά ήθελαν κάποιες λέξεις στη σειρά που να ταιριάζουν με την μελωδία. Και δεν εννοω μονο την μετα-ρεμπέτικη εποχή του 60 και μετά. Αν πάρεις και την Φραγκοσυριανή που είναι διαχρονικότατο τραγούδι λεει: Θα σε πάρω να γυρίσω Φοινικα, Παρακοπή, Γαλισσά και Ντελαγκράτσια και ΑΣ ΜΟΥ ΡΘΕΙ ΣΥΓΚΟΠΗ.
Την συγκοπή την βάζει καθαρά ώστε να ομοιοκαταληκτεί με την λέξη Παρακοπή. Δεν λέω, βγάζει μια χαρά νόημα, αλλά αλίμονο αν πιστεύουμε οτι υπάρχει τόσο τύχη στα τραγούδια ώστε ΚΑΙ να κανεις ομοιοκαταληξία ΚΑΙ να γραφεις ΑΚΡΙΒΩΣ αυτό που θες. Η Ομοικαταληξία που πρέπει να έχει ο στίχος οταν είναι γραμμένος σε μέτρο, σου στερεί την ελευθερία του να εκφράσεις ακριβώς αυτό που θες. Σε περιορίζει. Εκτος και αν ειναι ελεύθερος στίχος.

Δεν είναι τύχη, είναι τέχνη. Μερικούς δεν τους νοιάζει να κάνουν τέχνη όταν γράφουν στίχους.

Η πλάκα είναι ότι ο Παπάζογλου είναι ακριβώς η περίπτωση που συχνά γράφει τραγούδια με ό,τι να ‘ναι λόγια, αρκεί να βγουν οι συλλαβές, οι ρίμες και το ιδιαίτερο λογοπαικτικό του χιούμορ. Για παράδειγμα, θα έχετε παρατηρήσει ότι το «5 χρόνια δικασμένος», ενώ έχει 3 κουπλέ (6 στίχους εκτός από το ρεφρέν), στηρίζεται σε μία ρίμα όλη κι όλη: Γεντί Κουλέ - αργιλέ. Τα επαναλαμβάνουμε, τα αναδιατάσσουμε, και όπου δε βγαίνει με καμία αναδιάταξη κολλάμε ένα “καλέ”. Ανάλογα και στο “Της το βγάλανε” (που στηρίζεται σ’ ένα ατυχές λογοπαίγνιο), στο Αίνιγμα (που δεν είναι ατυχές αλλά είναι ακριβώς η ίδια συνταγή με το Της το βγάλανε), κλπ.

Γιώργο, τι άλλο θα μπορούσε να υπονοεί το κείμενο που και εσύ και εγώ διαβάσαμε στο σχετικό εδάφιο του ΑΝ 1619; Το παραθέτω ολόκληρο, για τους αναγνώστες μας εκείνους που δεν το έχουν εύκολα μπροστά τους:

Η επιτροπή, δια τον σχηματισμόν πλήρους αντιλήψεως και εφ’ όσον κρίνει ότι τα υποβληθέντα αυτήι στοιχεία δεν είναι επαρκή, δύναται να απαιτήση την εκτέλεσιν των προς φωνοληψίαν μουσικών τεμαχίων”.

Δυστυχώς, μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει δυνατό να ερευνήσει κάποιος τα αρχεία της επιτροπής, δεν ξέρουμε καν αν διασώθηκαν. Δεν υπάρχει όμως ούτε μία διαπιστωμένη περίπτωση τέτοιας “αυτοψίας” είτε σε μεταγενέστερες αφηγήσεις παραγόντων της διασκογραφίας, είτε οπουδήποτε αλλού. Η μοναδική περίπτωση είναι αυτή του Τσιτσάνη με το “κάθε βράδυ θα σε περιμένω” όπου όμως, δεν μπορούμε πλέον να είμαστε βέβαιοι ότι ο Τσιτσάνης “συμβούλεψε” το Μάρκο να μην οξύνει εκείνο το “σε”, κάτι που πολύ δύσκολα θα το τόλμαγε. Άλλωστε, η ηχογράφηση έγινε πριν εφαρμοστεί ο Αναγκαστικός Νόμος 1619.

Για τους αμανέδες, δεν χρειάζεται να συζητάμε. Είναι τόσο σαφώς διακριτό το είδος από όλα τα υπόλοιπα, που δεν τίθεται κανένα θέμα ασάφειας. Όμως, σίγουρα ο αόριστος τρόπος με τον οποίο σκιαγραφείται το πλαίσιο για όλα τα υπόλοιπα μουσικά είδη, ήταν συνειδητή επιλογή ώστε η (εκάστοτε ή / και μελλοντική) επιτροπή να έχει ευχέρεια άνετης δράσεως χωρίς δυνατότητες αντίδρασης. Και πάλι όμως, δυστυχώς, δεν μπορούμε να ξέρουμε αν η επιτροπή είχε πράγματι εντοπίσει σημεία κάποιας μελωδίας που έπρεπε να τροποποιηθούν και πώς μεθοδεύτηκε η σχετική ενέργεια ώστε να μπορέσει να ηχογραφηθεί το κομμάτι.

Δεν πήγαν με τα νερά της εποχής Νίκο, νομίζω πως τους αδικείς. Δημιούργησαν εποχή, σε άλλο μουσικό μοτίβο, αυτό νομίζω πως είναι το σωστό.

καταλαβαίνω πώς το λες, αλλά εννοώ ότι προσαρμόστηκαν στο νέο καθεστώς της λογοκρισίας. αυτό τους επέτρεψε να συνεχίσουν να φωνογραφούν, και τελικά να αλλάξουν αρκετά το ύφος.

Φίλε Περικλή εγώ δεν βρίσκω καθόλου ό,τι να 'ναι τα λόγια του Παπάζογλου, το αντίθετο μάλιστα. Επιπλέον, βρίσκω ιδιαίτερα ευρηματικό τον τρόπο που μπορεί και χτίζει τα τραγούδια του. Γιατί τον υποτιμάς τόσο;

Γιατί έχεις υπογραμμίσει το ιδιαίτερο λογοπαικτικό χιούμορ Μπάμπη; Μπορεί αυτό που εγώ βρίσκω αδέξιο εσύ να το βρίσκεις πετυχημένο, αυτά είναι απόψεις, αλλά ότι έχει ένα ιδιαίτερο λογοπαικτικό χιούμορ δε νομίζω να διαφωνείς.

Συμφωνώ απόλυτα με τον Μπάμπη.
Ο Παπάζογλου υπήρξε εξαιρετικός και ως στιχουργός.

Υπήρξε από τους στιχουργούς με τη μοναδική οικονομία του στίχου, όπου δεν περισσεύει ούτε λέξη (π.χ. “Βάλε με στην αγκαλιά σου” ), του οποίου η ευρηματικότητα (“Το αίνιγμα”, “Της το βγάλανε”),
αλλά και το πραγματικό ρεπορτάζ (“Οι Λαχανάδες”)
αποτελούν μνημεία λόγου που μόνο για υποτίμηση δεν προσφέρονται.

Λίγο περισσότερο να προσέξουμε τους στίχους των τραγουδιών του, αρκεί για να σχηματίσουμε άποψη, χωρίς να τον αδικήσουμε.

Για τους Λαχανάδες, το Βάλε με στην αγκαλιά σου και αρκετά άλλα, κι εγώ συμφωνώ μαζί σας. Όμως η Φωνή του αργιλέ, π.χ., είναι τυπικό παράδειγμα κακής οικονομίας του στίχου όπου, ακριβώς, περισσεύει μία λέξη, η λέξη καλέ (δύο φορές). Θα μπορούσε να είναι παράδειγμα προς αποφυγή σε εγχειρίδιο στιχουργίας.

Δεν είναι ευρηματικότητα να χρησιμοποιείς δυο φορές το ίδιο εύρημα. Να σου το λύσω (το αίνιγμα), της το βγάλανε (το όνομα). Χώρια που «της βγάλαν τ’ όνομά της» δε σημαίνει τίποτα: «της βγάλαν τ’ όνομα» λέμε. Να άλλη μια λέξη που περισσεύει.

Ακριβώς.

Φίλε pepe, πιστεύω πως (για πρώτη φορά) βγάζεις και εξαντλείς την “ορθόδοξη φιλολογική αυστηρότητα” πάνω σε κείμενα λαϊκού λόγου, σαν κάτι "μορφωμένους"μουσικούς που λένε “Ο Μάκρος δεν ήξερε αρμονία” λες και πρέπει να ξέρεις αρμονία για να γράψεις χιτζάζ…

Νομίζω πως το “Πέντε χρόνια δικασμένος” είναι ένα τυπικό παράδειγμα μάγκικης ομιλίας, μελοποιημένης. Μάλιστα είναι τόσο πετυχημένο που κανείς -θεωρώ εγώ- όταν το τραγουδάει το τραγούδι, δε σκέφτεται “καλέ;;;;;; περισσεύει η λέξη”.
Χωρίς να είμαι φιλόλογος και να μπορώ να το εξηγήσω, εγώ εκλαμβάνω ότι το “καλέ” δεν είναι άχρηστο συμπλήρωμα, αντίθετα δίνει μια έμφαση, τονίζει, ενισχύει το νόημα από τις προηγούμενες λέξεις/φράσεις… όπως το “μάνα, δεν μπορώ” δεν είναι το ίδιο φορτισμένο με το “καλέ, μάνα, δεν μπορώ”…

Είναι ευρηματικό, όταν χτίζεις για πρώτη φορά (:wink: στο ελληνικό τραγούδι ένα στιχούργημα με τόσες φορές επαναλαμβανόμενο μοτίβο, εν είδει συνθήματος, το οποίο (το αφήνεις λίγο στην απ’ όξω αυτό) έχει διφορούμενη, με ξεκάθαρο σεξουαλικό υπονοούμενο, σημασία.
Να στο λύσω, να στο λύσω, να στο λύσω, το λέει τόσες φορές (όχι μόνο δύο) και κάθε φορά σε βάζει να γελάσεις μέσα σου.
Της το βγάλανε το όνομα οι μάγκες, της το βγάλανε, της το βγάλανε (αλλά εννοεί και το ρούχο, τον κορσέ, το βρακί…)

Εδώ το “της” εγώ το εκλαμβάνω ως “αυτό που της αρμόζει”.

Ευτυχώς, κατ εμέ, 1000 εγχειρίδιο στιχουργίας μαζί δεν μπορούν να κάνουν ούτε ένα τραγούδι του Παπάζογλου.

Μπάμπη, ότι το τραγούδι «Της το βγάλανε» είναι κεφάτο και σκαμπρόζικο, είναι. Κι εγώ χαμογελάω. Όσο για το Αίνιγμα, όταν το πρωτοανακάλυψα σ’ εκείνο το δίσκο με Μητσιά - Μοσχολιού, πολύ πριν ακούσω το ορίτζιναλ (που δε νομίζω να το είχα ακούσει πριν έρθει το ίντερνετ), είχε γίνει από τα προσωπικά μου αγαπημένα. Αυτό δεν άλλαξε έκτοτε.

Όμως άλλο το ένα και άλλο το άλλο. Δεν μπορούμε να έχουμε μια μονοκόμματη γνώμη, μόνο «άσπρο» ή μόνο «μαύρο». Αφού οι στίχοι, έστω και αγαπημένων τραγουδιών, έχουν ελαττώματα, τι να κάνουμε; Και ελαττωματικό και αγαπημένο! Δε σου μιλάει ο φιλόλογος, ούτε (μακριά κι αλάργα) ο λαθοθήρας, αλλά ο απλός ελληνόφωνος. Όπως θα μου χτύπαγε στο αφτί ένα λάθος στη μουσική αν κάποιος που δεν το 'χει με τα ρεμπέτικα έγραφε ένα λάθος χιτζάζ (ή αν καποιανού που το 'χει και το παραέχει του έφευγε μια λάθος πενιά ή ένα σαρδάμ), έτσι μου χτυπάνε κι αυτά. Από την πρώτη φορά. Κάποια στιγμή μέσα στα χρόνια αναρωτήθηκα γιατί μου χτυπάνε, και κατέληξα στην ορθολογική εξήγηση. Δεν ξεκίνησα από αυτήν.

Ατυχώς δε, όταν τέτοια ελαττώματα εμφανίζονται σε λόγια που επιπλέον είναι χιουμοριστικά και πονηρά, τονίζονται περισσότερο. Στη Φωνή του Αργιλέ περνάνε πιο ντούκου.

[Ελένη, Μπάμπη, μήπως νομίζετε ότι δεν είμαστε στο σωστό σημείο γι’ αυτή την κουβέντα;]

'Ωπλες σου μάγκα, αυτό ακριβώς! :088:

Και συμπληρώνω: δεν υπάρχουν «εγχειρίδια στιχουργίας»! Κι αν υπάρχουν, είναι απάτη!

Ο «στιχουργός» δεν είναι επάγγελμα, ούτε ιδιότητα. Δεν υπάρχουν «στιχουργοί»,…απλά: υπάρχουν άνθρωποι που γράφουν στίχους!

Πίκινε, μην είσαι απόλυτος. Φυσικά και δε θα μπορούσε να γράψει κανείς ρεμπέτικα με εγχειρίδιο (περιττό να λέμε τα αυτονόητα). Αυτό δεν σημαίνει ότι η δημιουργία και ο αυθορμητισμός ταυτίζονται με το ό,τι μου καπνίσει. Η συλλογική εμπειρία που οικοδομείται μέσα στις γενιές, είτε αποτυπωθεί σε μορφή κανόνων είτε όχι, υπάρχει.

Έχετε βρεθεί ποτέ σε φάση όπου μια παρέα, πάνω στο χαζοπαζάρεμα και το χαβαλέ, βγάζει στιχάκια της στιγμής; Έχετε παρατηρήσει ότι μερικοί κάπως ξεχωρίζουν; Ε, την επόμενη φορά προσπαθήστε να αναλύσετε (χωρίς φόβο - δεν είναι αμαρτία η ανάλυση) τι φταίει με τους άλλους που υστερούν. Tip: μετρήστε τα βρε, μωρέ και καλέ των δεύτερων.