Είναι λανθασμένη η βάση στην οποία έθεσε το θέμα ο Nikos Forlan. Με απλή καταγραφή του ποσοστού «χασικλίδικων» στο σύνολο των «ρεμπέτικων» ηχογραφήσεων δεν πρόκειται να πάρουμε καμιά ουσιαστική πληροφορία. Για να μην προχωρήσω πάρα πέρα και παρατηρήσω ότι μία εργασία που χρησιμοποιεί την ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ (δηλαδή προσωπικές επιλογές από το corpus του ρεμπέτικου) του Πετρόπουλου δεν μπορεί να σταθεί ως σοβαρή έρευνα για τη σχέση που είχε ο λαϊκός κόσμος με τις ουσίες (αλλά και για οποιαδήποτε άλλα συμπεράσματα). Ούτε ότι ο Παπαϊωάννου και ο Χατζηχρήστος άρχισαν τη δισκογραφική τους καριέρα με το «καλημέρα» της λογοκρισίας άρα, και να ήθελαν, δεν μπορούσαν να γράψουν για ουσίες, ελέχθη ήδη αυτό.
Πρώτον: ότι μεγάλο μέρος των συντελεστών του ρεμπέτικου κάπνιζαν χασίς είναι χιλιοβεβαιωμένο και δεν χρειάζεται καμιά στατιστική. Ούτε και υποθέσεις του τύπου «από 137 (πετάω ένα υποθετικό νούμερο…) συνθέτες του ρεμπέτικου, μόνο 7 (πάλι πετάω ένα υποθετικό νούμερο) ήταν χρήστες ουσιών βοηθούν, αντίθετα συσκοτίζουν. Για την μόρφωση γνώμης σχετικά με τη σχέση της κοινωνίας με τα ναρκωτικά και τις άλλες ουσίες διαβάστε το προτεινόμενο στο θέμα «cannavacio» βιβλίο, να ενημερωθείτε από σοβαρές έρευνες σοβαρών επιστημόνων. Και υπάρχουν και άλλες σοβαρές μελέτες.
Δεύτερον: όταν ο Μάρκος χρησιμοποιεί για πρώτο στίχο σε τραγούδι του το «Θέλω μαστούρης να γενώ, να ρθώ να ΄μαι μαζί σου, γιατί εσέναν αγαπώ κι όχι την αδερφή σου» το τραγούδι ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΧΑΣΙΚΛΙΔΙΚΟ. Το θέμα του είναι καθαρά ερωτικό (με κοινωνικές προεκτάσεις αν θέλετε), γραμμένο όμως από κάποιον που αναπόφευκτα χρησιμοποίησε την εμπειρία του από το κάπνισμα χασισιού, αφού αυτό ήταν τμήμα της ζωής του. Χασικλίδικα είναι εκείνα τα τραγούδια που κεντρικό τους θέμα έχουν τη χρήση και, είτε την εκθειάζουν είτε την καταδικάζουν. Όχι συλλήβδην όσα περιέχουν τη λέξη «χασίς» στο στίχο ή τον τίτλο τους.
Όμως, ποιος σου είπε, φίλε μου Νίκο, ότι το ρεμπέτικο «αυτομάτως έχει καταστεί μουσική των ουσιών»; Κανένας ερευνητής δεν έχει υποστηρίξει κάτι τέτοιο, από την άλλη όμως, όταν ο Μάρκος λέει «Μα εγώ δεν είμαι ποιητής, τραγούδια να ταιριάζω, και μου τα φέρνει ο αργιλές και τα κατασκευάζω» αυτό πρέπει σίγουρα να ληφθεί υπόψη. Και όταν ο Τούντας (που ποτέ δεν έκανε χρήση οποιασδήποτε ουσίας, αλλά μάτια και αυτιά είχε) βάζει την υπογραφή του στο ανατριχιαστικό εκείνο «μου πήρε ό τι είχα και μʼ αφήνει, μου πήρε την καρδιά μου, τα νιάτα, τα λεφτά μου, κι απʼ τον καημό φουμάρω κοκαΐνη», απλά και μόνο έχει καίρια πιάσει ένα καυτό πρόβλημα της εποχής του και το προβάλλει, όπως πολύ σωστά λές και εσύ Νίκο(#7). Και φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάμε και τις αρνητικές αναφορές, όπως αυτήν του Παπάζογλου που σωστά αναφέρει η Ελένη. Δεν έτρωγαν κουτόχορτο οι άνθρωποι και ήξεραν πολύ καλά τι συμβαίνει γύρω τους.
Ότι οι ουσίες ήταν αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής μεγάλου τμήματος των συντελεστών του ρεμπέτικου είναι μεν αδιαμφισβήτητο και έχει ανεξίτηλα αποτυπωθεί στα τραγούδια, αλλά και δεν σημαίνει ότι τα πάντα στο αστικό λαϊκό τραγούδι γυρνούν γύρω απʼ αυτό. Μόνο που η απόδειξη δεν βρίσκεται στις στατιστικές αλλά, απλά και μόνο, στο καθαρό μυαλό με το οποίο θα προσεγγίσουμε το ρεμπέτικο.