Κώστας Ρούκουνας - Ο μεγαλέμπορος

Λοιπόν, ιδού τα νεότερα:

Ρώτησα στο μπλογκ του @Sarant «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία», όπου σε μια ανάρτηση προ 10 ετών είχε γίνει παρουσίαση του «Υμνούμενου» (βλ. λινκ στο παραπάνω μήνυμα). Οι ιστολογικοί φίλοι που έσπευσαν πρόθυμα να δώσουν τα φώτα τους ήταν αρκετοί, και από τα στοιχεία που βρήκαν και από τη σχετική συζήτηση προέκυψαν τα εξής:

Α. Η έκφραση «τι χαμπάρια μάστορα» από μόνη της σήμαινε κάτι σαν «βράσ’ τα», «βράσε ρύζι», «καληνύχτα», «χαιρετίσματα, «χαιρέτα μου τον πλάτανο».

Στο πρόσφατο Λεξικό της λαϊκής και περιθωριακής μας γλώσσας του Γιώργου Κάτου, στο λήμμα «χαμπάρι», αναφέρεται:

[…]
-τι χαμπάρια μάστορα; λέγεται ειρωνικά σε κάποιον, που βρίσκεται ξαφνικά μπροστά σε μια δυσκολία, ιδίως από δική του υπαιτιότητα, και έχει την έννοια τώρα τι θα κάνεις; πώς θα ενεργήσεις; Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα·

Παραδείγματα αυτής της χρήσης εντοπίστηκαν σε προπολεμικές εφημερίδες (Σκριπ 1929, Εμπρός 1929 και 1930), και στο τραγούδι του Δ. Καραμαλή Σούχου μούχου (Χρυσάφη-Μπίνης) του 1951. (Σημειώνω ότι όποιος ανοίξει το λινκ προς το Εμπρός του 1930 θα πέσει σ’ ένα τυπογραφικό λάθος ακριβώς στο επίμαχο σημείο, και για να βγάλει νόημα θα πρέπει να αναδιατάξει νοερά τις αράδες του κειμένου.)

Β. Ο ειδικός συσχετισμός της φράσης «τι χαμπάρια μάστορα» με τους Πατρινούς ήταν διαδεδομένος τουλάχιστον επί τεσσαρακονταετία. Εντοπίστηκαν κατά χρονολογική σειρά τα εξής παραδείγματα:

  • Το 1929, στον Υμνούμενο. Ο Υμνούμενος έκανε αίσθηση στον καιρό του: εκτός από το δημοσίευμα που ανέφερα παραπάνω, υπάρχει επίσης αναφορά σε φυλακισμένους που τον τραγουδάνε κατά τον εορτασμό της Πρωτοχρονιάς του 1930.

  • Το 1931, στην επιθεωρησιακή οπερέτα «Κατεργάρα» (Κίμωνα Καπετανάκη και Μίμη Κατριβάνου - πληροφορίες εδώ) και συγκεκριμένα στο νούμερο «Κοσμογονία», ανάμεσα σ’ έναν ατελείωτο κατάλογο «από αυτό βγήκε εκείνο, από εκεί βγήκε το άλλο», λέει κάπου και «Απ’ του Ψυρρή τα ζάρια κι απ’ την Πάτρα το τι χαμπάρια». Η «Κοσμογονία» υπάρχει και σε λίγο μεταγενέστερη ηχογράφηση (1934), το δε κείμενό της μπορεί κανείς να το διαβάσει ολόκληρο, μαζί και με άλλα από την ίδια επιθεώρηση, εδώ.

  • Το 1933, στο εβδομαδιαίο σατιρικό περιοδικό της Αθήνας «Παπαρούνα» (περί του οποίου πληροφορίες εδώ), η φράση «Αν έζηγε στην Πάτρα θα ’γλεπες δημοτικότη. Όλοι θαν του φωνάζανε “τι χαμπάρια, Μάστορα;”». Το πλήρες κείμενο: http://www.sarantakos.com/asteia/paparouna/orgio.html

  • Το 1958, σε σατιρικό στιχούργημα πατρινής εφημερίδας:

Γιατί ζητούν με ψέματα να πλέξουνε τ΄αχνάρια,
λένε λοιπόν στους Πατρινούς– Μάστορα τι χαμπάρια!
Και διαρκώς μάς κοπανούν το ίδιο το τροπάρι…
Εμείς έχουμε το όνομα κι’ άλλοι έχουν τη χάρι.

  • Το 1968 στον Μεγαλέμπορο του Ρούκουνα.

Γ. Από τα 5 ευρήματα που συσχετίζουν τη φράση με τους Πατρινούς, το μόνο από το οποίο προκύπτει κάποιο νόημα για τη φράση είναι εκείνο του 1958, όπου το νόημα (θα το καταλάβει καλύτερα όποιος ανοίξει το λινκ για να διαβάσει όλο το στιχούργημα) είναι το ίδιο όπως παραπάνω (λεξικό Κάτου κλπ.). Τα άλλα τέσσερα απλώς το κοτσάρουν ως στερεότυπη ατάκα για τους Πατρινούς (ή των Πατρινών), θεωρώντας τόσο αυτονόητο το νόημα ώστε να μην μπαίνουν στον κόπο να εξηγήσουν οτιδήποτε.

Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι προκειμένου για Πατρινούς η έκφραση δε σήμαινε κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι γενικά (δεν ήταν λ.χ. «φράση που λέγεται όταν μιλάς σε κάποιον και αυτός δεν δίνει σημασία στα λεγόμενά σου» όπως αναφέρεται αλλού στο φόρουμ -αλλά και στο Γλωσσάρι- από την @elenh), και ότι ήταν κάτι σαν παρατσούκλι τους -ο ειδικός όρος γι’ αυτά τα παρατσούκλια περιοχών είναι ακλήρημα- που όμως δε σχολίαζε / σατίριζε κάτι από τη συμπεριφορά ή τις συνήθειές τους.

Ποιο είναι λοιπόν τελικά το στερεότυπο;

Αυτό ακόμη εκκρεμεί. Δύο πιθανότητες διακρίνονται: είτε ότι τη συγκεκριμένη έκφραση με τη συγκεκριμένη σημασία τη συνήθιζαν κατεξοχήν οι Πατρινοί, οπότε τους το κόλλησαν όπως στους Αθηναίους το «χαμουτζήδες» επειδή υποτίθεται ότι λένε «χάμω» αντί για «κάτω», είτε από κάποιο ανέκδοτο με Πατρινούς, δημοφιλές τότε αλλά ξεχασμένο σήμερα, που να κατέληγε σ’ αυτή την ατάκα.

5 «Μου αρέσει»