Κώστας Ρούκουνας - Ο μεγαλέμπορος

Όχι, αλλά δε σου κινεί την περιέργεια η διπλή αναφορά; Να 'ταν μόνο αυτή ή μόνο ο Υμνούμενος, θα το προσπερνούσα. Αλλά είναι και τα δύο.

Δηλαδή, να θεωρήσουμε ότι ο «Υμνούμενος» έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση, ώστε να παραπέμψει ο Ρούκουνας σ’ αυτόν; Τραβηγμένο το βλέπω. Διπλή είναι η αναφορά, όχι πενταπλή…

Όχι βέβαια!

Εντύπωση έκανε, είναι αλήθεια:

(Η Ελληνική, 29/6/1929, υπό Σουρίρ)

Η ΠΛΑΚΑ –Ο ΕΔΙΣΣΟΝ…ΚΑΚΟΥΡΓΟΣ

Ο φιλόσοφος άνθρωπος με επήρε από το χέρι
-Έχεις αυτιά; Μου είπε.
-Έχω, εάν δεν μου τα έκλεψαν.
-Και αυτό μπορεί να γίνη. Τόπος που κλέβει «της Παναγίας το μάτι» γιατί να μη σουφρώση του ανθρώπου τ’ αυτί;
-Σωστά και πρόσβαρα. Λοιπόν;
-Λοιπόν άκου:
Ήκουσα. Τι ήκουσα; Μα τι άλλο; Πλάκα φωνογράφου. Ωρύετο εις ήχον βλοσυρόν και φρικαλέον: «Τον υμνούμενον…τον δοξολογούμενον».
-Ήκουσες; Με ηρώτησε ο φιλόσοφος φίλος.
-Ήκουσα.
-Αί λοιπόν, φίλε μου, τι να σου πω; Αυτή η οικτρά και βδελυρή και κακόζηλη πλάκα, είνε σήμερα η φαβορίτα των Αθηναίων. Έχει μεγαλείτερη πέρασι και από τη Ραμόνα. Τι βρίσκουν οι συμπολίται σ’ αυτήν, μυστήριον. Εν τούτοις, ό,τι και να βρίσκουν, ένα είνε το βέβαιον: Ότι είνε απόδειξις εσχάτης αισθητικής καταστάσεως. Χαίρετε.
-Στο καλό…

(Το παρέθεσε το Σπαθόλουρο, δηλαδή ο Κ. Βλησίδης, εκεί.)

Αλλά δεν εννοούσα αυτό. Εννοούσα ότι ένας συνδέει την Πάτρα με τη συγκεκριμένη έκφραση, σαν κάτι το ευκόλως εννοούμενο, κι ένας άλλος επιβεβαιώνει ότι ήταν ευκόλως εννοούμενο κάνοντας ακριβώς το ίδιο. Ανεξάρτητα υποθέτω.

Θα ρωτήσω και αν βρω τίποτα θα ενημερώσω.

Εντάξει, αναμένω με ενδιαφέρον. Αλλά συνεχίζει να ισχύει ότι η Πάτρα συνδέεται με το «Τί χαμπάρια μάστορα;» μόνο σε δύο περιπτώσεις: στον Υμνούμενο και στον Ρούκουνα. Πολύ λίγες.

Λοιπόν, τα ξινά ήταν η πρώτη μου σκέψη όταν άκουσα το στίχο αλλά το απέκλεισα αφού αμέσως μετά λέει για πορτοκάλια που ανήκουν και αυτά στα εσπεριδοειδή. Αλλά έχεις δίκιο, “ξινά” λέει και βλέπω συμφωνούν και οι υπόλοιποι, οπότε δεν τίθεται θέμα (απλώς ότι είναι κακή στιχουργική). Για το Χαρβάτι δεν είχα ιδέα. Δεν νομίζω να μου πήγαινε το μυαλό αν δεν ρωτούσα. Τα γαλιαντράκια όμως πού κολλάνε με τις πατάτες; Θέλω να πω, ο έμπορας ξαφνικά από την πώληση τροφίμων περνά στα ωδικά πτηνά; Θα μου πείτε, τραγούδι είναι, ό,τι θέλει κάνει. Έστω. Αλλά φημιζόταν η Θήβα για τις γαλιάντρες της; Περίεργο μου φαίνεται…

Για τα χαμπάρια του μάστορα πιστεύω πως δεν πρόκειται για σύμπτωση. Στον Υμνούμενο απαριθμούνται στερεότυπα (που φυσικά δεν ισχύουν). Για μένα δεν έχει να κάνει με την ίδια τη φράση αλλά με το τι αντιπροσωπεύει, δηλαδή το να μιλάς σε κάποιον και αυτός να σε έχει γραμμένο. Με το μεγαλέμπορο του Ρούκουνα δείχνεται ότι το στερεότυπο αυτό επιβιώνει μέχρι και εκείνη την εποχή. Η ίδια η φράση μικρή σημασία έχει. Απλώς τυχαίνει να περιγράφει πιο γλαφυρά το στερεότυπο που ο στιχουργός θέλησε να αποδώσει.

1 «Μου αρέσει»

Άρχισαν να μαζεύονται λίγες ακόμη! Ρίχτε μια ματιά εδώ (#63 και κάτω), όπου το θέμα είναι ακόμη εν εξελίξει. Όταν κλείσει, θα μεταφέρω εδώ ό,τι χρειάζεται.

2 «Μου αρέσει»

Λοιπόν, ιδού τα νεότερα:

Ρώτησα στο μπλογκ του @Sarant «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία», όπου σε μια ανάρτηση προ 10 ετών είχε γίνει παρουσίαση του «Υμνούμενου» (βλ. λινκ στο παραπάνω μήνυμα). Οι ιστολογικοί φίλοι που έσπευσαν πρόθυμα να δώσουν τα φώτα τους ήταν αρκετοί, και από τα στοιχεία που βρήκαν και από τη σχετική συζήτηση προέκυψαν τα εξής:

Α. Η έκφραση «τι χαμπάρια μάστορα» από μόνη της σήμαινε κάτι σαν «βράσ’ τα», «βράσε ρύζι», «καληνύχτα», «χαιρετίσματα, «χαιρέτα μου τον πλάτανο».

Στο πρόσφατο Λεξικό της λαϊκής και περιθωριακής μας γλώσσας του Γιώργου Κάτου, στο λήμμα «χαμπάρι», αναφέρεται:

[…]
-τι χαμπάρια μάστορα; λέγεται ειρωνικά σε κάποιον, που βρίσκεται ξαφνικά μπροστά σε μια δυσκολία, ιδίως από δική του υπαιτιότητα, και έχει την έννοια τώρα τι θα κάνεις; πώς θα ενεργήσεις; Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα·

Παραδείγματα αυτής της χρήσης εντοπίστηκαν σε προπολεμικές εφημερίδες (Σκριπ 1929, Εμπρός 1929 και 1930), και στο τραγούδι του Δ. Καραμαλή Σούχου μούχου (Χρυσάφη-Μπίνης) του 1951. (Σημειώνω ότι όποιος ανοίξει το λινκ προς το Εμπρός του 1930 θα πέσει σ’ ένα τυπογραφικό λάθος ακριβώς στο επίμαχο σημείο, και για να βγάλει νόημα θα πρέπει να αναδιατάξει νοερά τις αράδες του κειμένου.)

Β. Ο ειδικός συσχετισμός της φράσης «τι χαμπάρια μάστορα» με τους Πατρινούς ήταν διαδεδομένος τουλάχιστον επί τεσσαρακονταετία. Εντοπίστηκαν κατά χρονολογική σειρά τα εξής παραδείγματα:

  • Το 1929, στον Υμνούμενο. Ο Υμνούμενος έκανε αίσθηση στον καιρό του: εκτός από το δημοσίευμα που ανέφερα παραπάνω, υπάρχει επίσης αναφορά σε φυλακισμένους που τον τραγουδάνε κατά τον εορτασμό της Πρωτοχρονιάς του 1930.

  • Το 1931, στην επιθεωρησιακή οπερέτα «Κατεργάρα» (Κίμωνα Καπετανάκη και Μίμη Κατριβάνου - πληροφορίες εδώ) και συγκεκριμένα στο νούμερο «Κοσμογονία», ανάμεσα σ’ έναν ατελείωτο κατάλογο «από αυτό βγήκε εκείνο, από εκεί βγήκε το άλλο», λέει κάπου και «Απ’ του Ψυρρή τα ζάρια κι απ’ την Πάτρα το τι χαμπάρια». Η «Κοσμογονία» υπάρχει και σε λίγο μεταγενέστερη ηχογράφηση (1934), το δε κείμενό της μπορεί κανείς να το διαβάσει ολόκληρο, μαζί και με άλλα από την ίδια επιθεώρηση, εδώ.

  • Το 1933, στο εβδομαδιαίο σατιρικό περιοδικό της Αθήνας «Παπαρούνα» (περί του οποίου πληροφορίες εδώ), η φράση «Αν έζηγε στην Πάτρα θα ’γλεπες δημοτικότη. Όλοι θαν του φωνάζανε “τι χαμπάρια, Μάστορα;”». Το πλήρες κείμενο: http://www.sarantakos.com/asteia/paparouna/orgio.html

  • Το 1958, σε σατιρικό στιχούργημα πατρινής εφημερίδας:

Γιατί ζητούν με ψέματα να πλέξουνε τ΄αχνάρια,
λένε λοιπόν στους Πατρινούς– Μάστορα τι χαμπάρια!
Και διαρκώς μάς κοπανούν το ίδιο το τροπάρι…
Εμείς έχουμε το όνομα κι’ άλλοι έχουν τη χάρι.

  • Το 1968 στον Μεγαλέμπορο του Ρούκουνα.

Γ. Από τα 5 ευρήματα που συσχετίζουν τη φράση με τους Πατρινούς, το μόνο από το οποίο προκύπτει κάποιο νόημα για τη φράση είναι εκείνο του 1958, όπου το νόημα (θα το καταλάβει καλύτερα όποιος ανοίξει το λινκ για να διαβάσει όλο το στιχούργημα) είναι το ίδιο όπως παραπάνω (λεξικό Κάτου κλπ.). Τα άλλα τέσσερα απλώς το κοτσάρουν ως στερεότυπη ατάκα για τους Πατρινούς (ή των Πατρινών), θεωρώντας τόσο αυτονόητο το νόημα ώστε να μην μπαίνουν στον κόπο να εξηγήσουν οτιδήποτε.

Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι προκειμένου για Πατρινούς η έκφραση δε σήμαινε κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι γενικά (δεν ήταν λ.χ. «φράση που λέγεται όταν μιλάς σε κάποιον και αυτός δεν δίνει σημασία στα λεγόμενά σου» όπως αναφέρεται αλλού στο φόρουμ -αλλά και στο Γλωσσάρι- από την @elenh), και ότι ήταν κάτι σαν παρατσούκλι τους -ο ειδικός όρος γι’ αυτά τα παρατσούκλια περιοχών είναι ακλήρημα- που όμως δε σχολίαζε / σατίριζε κάτι από τη συμπεριφορά ή τις συνήθειές τους.

Ποιο είναι λοιπόν τελικά το στερεότυπο;

Αυτό ακόμη εκκρεμεί. Δύο πιθανότητες διακρίνονται: είτε ότι τη συγκεκριμένη έκφραση με τη συγκεκριμένη σημασία τη συνήθιζαν κατεξοχήν οι Πατρινοί, οπότε τους το κόλλησαν όπως στους Αθηναίους το «χαμουτζήδες» επειδή υποτίθεται ότι λένε «χάμω» αντί για «κάτω», είτε από κάποιο ανέκδοτο με Πατρινούς, δημοφιλές τότε αλλά ξεχασμένο σήμερα, που να κατέληγε σ’ αυτή την ατάκα.

5 «Μου αρέσει»

Η φράση χρησιμοποιείται στην περιοχή της Πάτρας αλλά και στην δική μου και σημαίνει (σήμερα τουλάχιστον): Τι νέα, μάστορα;
Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.

Υπάρχει και το: Δεν πήρε χαμπάρι (Δεν κατάλαβε τίποτα).

Εντάξει, αυτό δεν το λες έκφραση. Σε κάθε περιοχή, όποιος θέλει να ρωτήσει έναν μάστορα για τα χαμπάρια του, θα πει «τι χαμπάρια μάστορα»!

Άρα στην ουσία Δημήτρη καταθέτεις ότι σήμερα στην Πάτρα και στο Μεσολόγγι δεν υπάρχει έκφραση «τι χαμπάρια μάστορα» που να έχει κάποια ειδική σημασία, έτσι; (Ειδική σημασία = κάτι άλλο εκτός από το άθροισμα των σημασιών των επιμέρους λέξεων)


Παρεμπιπτόντως, τι χαμπάρια ρε μάστορα; Καιρό έχεις να φανείς! :slight_smile:

Πάντως γενικότερα, αλλά και ειδικότερα έχοντας διαβάσει όλα τα παραπάνω, αν ήμουν συγγραφέας μυθιστορημάτων παλαιάς εποχής, από 19ο και μέχρι λίγο πριν γεννηθώ, είναι σίγουρο ότι θα απέφευγα να χρησιμοποιήσω τη φράση «τί χαμπάρια μάστορα», είτε μόνη της είτε, ακόμα περισσότερο, σε σχέση με την Πάτρα….

Τι να σας πω ρε παιδιά, εγώ δεν είδα καμία αντίφαση ή ασάφεια. Βρήκαμε ξεκάθαρα τι σήμαινε τότε η έκφραση, και βρήκαμε επίσης ότι την κοτσάρανε συστηματικά στους Πατρινούς (βρέθηκε ακόμη και κείμενο από Πατρινό που λέει «εμείς έχουμε τ’ όνομα»). Και τα δύο αναμφίβολα και καρατεκμηριωμένα.

Το μόνο που δε βρήκαμε είναι το γιατί την κοτσάρανε στους Πατρινούς. Σίγουρα, αν το βρούμε κι αυτό θα είμαστε σοφότεροι, αλλά δε νομίζω ότι ο καθένας που εκείνα τα χρόνια, μόλις άκουγε πάτρα, έλεγε «α, τι χαμπάρια μάστορα, χαχα!» ήξερε και την ιστορία που δεν ξέρουμε εμείς.

Δεν εμφανίζονται όλη την ώρα άρθρα και κειμενάκια (συνήθως τσαπατσούλικα και ανακριβέστατα) για το πώς βγήκε η μία ή η άλλη έκφραση; Τι δείχνει αυτό, αν όχι ότι τόσο καιρό που δεν ξέραμε από πού βγήκε τη χρησιμοποιύσαμε παρά ταύτα χωρίς πρόβλημα.

2 «Μου αρέσει»

Φαντάζεστε τον Ρούκουνα αλλά κι άλλους στιχουργούς της εποχής να μας έβλεπαν 70-90 χρόνια μετά να παλεύουμε να βγάλουμε άκρη με έναν τελείως αδιάφορο στίχο που κάποτε έγραψαν. Θα σκάγανε στα γέλια…!

Μου αρέσει πάντως που με όλα βγάζουμε άκρη αργά ή γρήγορα και το παραπάνω σχόλιο δεν είναι υποτιμητικό για αυτό που κάνουμε. Είναι μια σκέψη. Άλλωστε για αυτό μου αρέσει το φόρουμ εδώ. Γιατί γίνονται τέτοιες συζητήσεις…!

1 «Μου αρέσει»

Σήμερα, υπάρχει; Στο δικό μου τουλάχιστον σακκί, δεν είναι μέσα. Γιαυτό και η παραπάνω δήλωση. Και, ως εδώ από μένα.

Μια στερεότυπη φράση, πιθανόν από το καθημερινό λεξιλόγιο μιας κοινότητας ανθρώπων, ΔΕΝ μπορεί παρά να έχει το πιο ΑΠΛΟ, το πιο καθημερινό, νόημα που γίνεται, μια και απευθύνεται - προφανώς- σε όλη την κοινότητα.

«Τι χαμπάρια, Μάστορα», συνήθιζαν να λένε οι Πατρινοί - όπως προκύπτει - και πολύ απλά εννοούσαν το επίσης πάρα πολύ απλό: «τι νέα;», «τι κάνεις;».

Τίποτε πιο σύνθετο, μια και αφορούσε έναν καθημερινό χαιρετισμό, προφανώς.

Ως εδώ και από μένα.

Απ’ όσο ξέρω, όχι. Πιθανόν βέβαια κάποιοι ηλικιωμένοι ή παλιομοδίτες να την ξέρουν ακόμη, αυτό ποτέ δεν μπορεί να αποκλειστεί, αλλά σε γενικές γραμμές δε χρησιμοποιείται, όπως όλα δείχνουν.

Εδώ να θυμίσω ότι,

Αυτό δεν είναι στερεότυπη φράση.Ούτε μπορεί να είναι χαρακτηριστικό κάποιας περιοχής. Είναι απλά κοινά κυριολεκτικά ελληνικά. Είναι όπως η διαφορά ανάμεσα στα εξής δύο παραδείγματα:

α) -Αυτό έσπασε, να το κολλήσω;
-Κόλλα το. (Δεν είναι έκφραση, σημαίνει ακριβώς αυτό που σημαίνουν οι λέξεις.)

β) -Λοιπόν είμαστε σύμφωνοι;
-Σύμφωνοι, κόλλα το. (Εδώ είναι έκφραση, σημαίνει κάτι άλλο εκτός από το άθροισμα των σημασιών των λέξεων.)

Αφού λοιπόν ξεκαθαρίσαμε τη διαφορά ανάμεσα στην απλή κυριολεκτική χρήση μιας φράσης και στη στερεότυπη έκφραση, ας επιστρέψουμε στα δεδομένα που είχαμε συγκεντρώσει:

Διαπιστώθηκε ότι το «τι χαμπάρια μάστορα», ενώ σ’ εμάς σήμερα είναι απλώς μια φράση χωρίς κανένα άλλο νόημα πέρα από το κυριολεκτικό, παλιότερα λειτουργούσε και ως έκφραση με το ιδιαίτερο νόημα που είδαμε. Υποθέτω ότι, παράλληλα με τη χρήση αυτής της έκφρασης, οι άνθρωποι θα εξακολουθούσαν να ρωτάνε και τους μαστόρους για τα χαμπάρια τους με τις ίδιες λέξεις.

Εσύ Ελένη, αν καταλαβαίνω, βρήκες κάπου ότι ειδικά στην Πάτρα η φράση λεγόταν μόνο σαν απλή κυριολεξία και όχι σαν έκφραση;

Δεν είδαμε να τεκμηριώνεται μια τέτοια υπόθεση. Αντιθέτως, είδαμε ένα παράδειγμα σε πατρινή εφημερίδα (υπενθυμίζω και το λινκ) όπου η έκφραση έχει το ίδιο ιδιαίτερο, μη κυριολεκτικό νόημα όπως και στα αθηναΪκά ή υπερτοπικά παραδείγματα.

Αλλά έστω κι έτσι. Ας υποθέσουμε πως αποδεικνύεται ότι όταν αλλού στην Ελλάδα έλεγαν «τι χαμπάρια μάστορα» και με ειδική ειρωνική έννοια, ειδικά στην Πάτρα αγνοούσαν αυτή την έκφραση και χρησιμοποιούσαν τις λέξεις μόνο ως απλό κυριολεκτικό χαιρετισμό.

Και λοιπόν; Τι μας νοιάζει εμάς ως ρεμπέτικο γλωσσάρι;

Το να μπει η έκφραση αυτή στο ρεμπέτικο γλωσσάρι εξυπηρετεί δύο περιπτώσεις:

α) Κάποιον που θα το συναντήσει ως έκφραση στο τραγούδι του Μπίνη και της Χρυσάφη ή σε τυχόν άλλα τραγούδια που μπορεί να το έχουν (δεν έχουμε εντοπίσει άλλα προς το παρόν) και, επειδή δε λέγεται πλέον, δε θα καταλάβει τι σημαίνει και θα θέλει βοήθεια. Ή θα μαντέψει μόνος του αλλά θα θέλει μια επιβεβαίωση. Ή θα καταλάβει αλλά θα απορεί αν αυτό ήταν έκφραση της εποχής ή άπαξ λεγόμενο του συγκεκριμένου στιχουργού.
β) Κάποιον που θα το συναντήσει στον Υμνούμενο ή στον Μεγαλέμπορο, όπου συνδέεται με τους Πατρινούς, και πάλι θα έχει απορίες. Σ’ αυτή τη δεύτερη περίπτωση, η εξήγηση της απορίας είναι ότι αυτή τη φράση την κολλούσαν στους Πατρινούς.
-Και τι εννοούσαν; Εννοούσαν «τι νέα τεχνίτη» ή «τώρα χαιρέτα μου τον πλάτανο»;
-Δεν εννοούσαν τίποτε, απλώς το έλεγαν έτσι σαν είδος παρατσουκλιού.
-Γιατί; Πώς ξεκίνησε;
-Δεν ξέρω (ακόμα).
-Και αφού δεν ξέρεις, πώς είσαι τόσο σίγουρος ότι το λέγαν όντως για τους Πατρινούς;
-Επειδή το ξαναβρήκαμε σε άλλα 3-4 παραδείγματα εκτός από αυτά τα δύο τραγούδια.

Νομίζω ότι πραγματικά είμαστε πλήρως καλυμμένοι. Όποιος βλέπει κάποιο κενό, ας μου το υποδείξει. Εννοώ, πέρα από αυτό:

…που όντως παραμένει ανοιχτό, αλλά μόνο για να ικανοποιήσουμε την περιέργειά μας κι όχι για να ελέγξουμε τις άλλες μας βεβαιότητες.

1 «Μου αρέσει»

Ας επανέλθω.

Απ’ ό,τι διαφαίνεται, η φράση «τι χαμπάρια, μάστορα» ήταν
[και είναι και σήμερα πια] κοινή : εννοώ πως δεν απευθύνονταν οι Πατρινοί και λοιποί Έλληνες με τη φράση αυτή μόνο σε επαγγελματίες μαστόρους, πέρα από κάποιο αρχικό στάδιο, τουλάχιστον.
Αντί δηλαδή να απευθυνθούν ονομαστικά στο συνομιλητή τους, π.χ.
«Γεια σου, Γιάννη, τι χαμπάρια;» του γνωστού μας τραγουδιού, απευθύνονταν σ’ αυτούς, με την προσφώνηση «μάστορα».

Αυτή η φράση λοιπόν λειτούργησε ως στερεότυπο και με αυτή σατιρίζει ο Ρούκουνας τους Πατρινούς.
Η φράση γενικεύτηκε όπως φαίνεται από τα παραδείγματα, π.χ.
στη «Διαθήκη του μάγκα»:
«…θα ρθει ο χάρος και θα σου πει: τι χαμπάρια, μάστορα;…»

Γιατί να το εντάξουμε στο Γλωσσάρι;
Τι ακριβώς δεν γνωρίζουμε;
Η φράση πια [ολόκληρη] είναι αρκετά γνωστή,
όπως πολυχρησιμοποιημένη είναι επίσης και η λέξη «χαμπάρι».

Αν - στο μεταξύ - εξακριβώσουμε με ποιο τρόπο και πώς πρωτοχρησιμοποιήθηκε η φράση, πριν τη μετέπειτα επέκτασή της, έως τη σύγχρονη εποχή, τότε, ναι, θα επανέλθουμε.
Τώρα, όμως, δεν βρίσκω κανένα λόγο

1 «Μου αρέσει»

Και όταν δεν έλεγαν «τι χαμπάρια» αλλά κάτι άλλο, τότε δεν έβαζαν το «μάστορα»; Σήμερα π.χ. μπορεί να πούμε «μπράβο ρε μάστορα!» ή «πρόσεχε ρε μάστορα» κλπ. Τότε όχι;

Έλεγαν: «τι χαμπάρια, μάστορα;» αντί να πουν π.χ. «τι χαμπάρια, Γιάννη ή Βασίλη ή…».
Το «μάστορας» δηλαδή αντικαθιστούσε το όνομα.

Και αυτό θα ήταν μια πρωτοτυπία, όταν πρωτακούστηκε, η γενικευμένη χρήση της λέξης «μάστορας», δηλαδή, άσχετα από την επαγγελματική ιδιότητα.

Αν λοιπόν – όπως φαίνεται – πρωτοχρησιμοποιήθηκε η προσφώνηση αυτή από τους Πατρινούς προς συντοπίτες τους ή ξένους, τους έμεινε η φράση ως ακλήρημα.

Και φυσικά, η λέξη «μάστορας» είχε ευρεία χρήση, δεν μονοπωλήθηκε στην προσφώνηση αυτή.

Περικλή, όχι δεν έχει καμία ιδιαίτερη σημασία σήμερα. Κατά την ταπεινή μου άποψη, ούτε τότε είχε.
Και όπως σωστά είπε και η Ελένη, το “μάστορα” ήταν αντί για όνομα. Όπως στο Αγρίνιο λένε φούλη μ’-φούλα μ’ αντί για όνομα Π.χ. Τι κάνεις, φούλη μ’;

Επομένως υπήρχε η έκφραση «μάστορα» (όπως υπάρχει και τώρα) για οικείους που δεν είναι μαστόροι. Όπως για παράδειγμα στη Διαθήκη του μάγκα. Άλλη συζήτηση αυτό, κι άλλη συζήτηση όταν το «τι χαμπάρια μάστορα» είναι όλο μαζί μία έκφραση. Γιατί ως ενιαία έκφραση έχει άλλη σημασία.

Από πού φαίνεται;

Επαναλαμβάνω ότι δεν έχουμε καμία ένδειξη (αν έχουμε, ας τη δούμε επιτέλους!) για το πώς έφτασε αυτή η έκφραση να συνδεθεί με τους Πατρινούς. Το αν εννοούσαν τούτο ή εκείνο κι αν ήταν οι πρώτοι ή οι μόνοι που το είπαν κλπ. είναι απλές υποθέσεις, όχι παράλογες βέβαια αλλά πάντως αυθαίρετες.

Αυτό για το οποίο έχουμε χειροπιαστά στοιχεία είναι η πανελλήνια διάδοση -και η σημασία- της άλλης έκφρασης, «τι χαμπάρια μάστορα» όλο μαζί, που δε χρησιμοποιείται πλέον, και που εξαρχής ήταν το θέμα μας. Με την έκφραση «μάστορα» σκέτο, δεν κατάλαβα γιατί ασχολούμαστε.