Κώστας Ρούκουνας - Ο μεγαλέμπορος

Πολλοί θα γνωρίζουν το τραγούδι “Τα νησιά” που τραγούδησε ο Ρούκουνας το 1939, ένα όμορφο συρτό που μέσα σε 3μισι λεπτά γυρνάει με το στίχο του όλο το Αιγαίο. Λιγότερο γνωστό είναι το… sequel που τραγούδησε ο ίδιος, πολλά χρόνια αργότερα, με τίτλο “Ο μεγαλέμπορος”. Σε αυτό το τραγούδι συναντάμε τον ήρωα του πρώτου τραγουδιού να έχει εγκαταλείψει το νησιωτικό εμπόριο και να έχει στραφεί στο στεριανό, ως πιο επικερδές. Μαθαίνοντας το τραγούδι, διαπίστωσα ότι κάποιοι όροι των στίχων μου είναι άγνωστοι (σημειώνονται με ερωτηματικό). Μπορείς κανείς να με διαφωτίσει; Για παράδειγμα, στον 4ο στίχο ακούτε κι εσείς “ξύλα” και αν ναι, φημιζόταν η Πάτρα για την παραγωγή ξυλείας;

Άλλαξα γνώμη που 'λεγα καΐκι για να κάνω
και να γυρίζω τα νησιά, τον έμπορα να κάνω.
Καλύτερο εμπόριο θα βρω στις επαρχίες,
βουνά, λαγκάδια να γυρνώ, χωριά και πολιτείες.

Θ’ αρχίσω απ’ τα Μεσόγεια κρασιά να αγοράζω,
Καρμάτι(;), Σπά[ρ]τα, Λιόπεσι πολλά λεφτά θα βγάζω.
Στα Άνω Λιόσια, βρε παιδιά, στη Μάντρα και στα Βίλια,
Δερβενοχώρια και Χασιά θα βρω πολλά ρετσίνια.

Θα πάρω βόλτα Εύβοια σαν έμπορος με φήμη,
Χαλκίδα, γύρω τα χωριά και σύκα από την Κύμη.
Στης Κωπαΐδας τα χωριά κι εκεί θα βρω βαμβάκια
κι από τη Θήβα, ρε παιδιά, πατάτες χαλιαντράκια(;).

Το Μεσολόγγι, βρε παιδιά, έχει κι εκείνο χάρη,
βγάζει τσιπούρες διαλεχτές και ξακουστό χαβιάρι.
Στην Πάτρα έχει, βρε παιδιά, παραγωγή μεγάλη,
βρε τι χαμπάρια, μάστορα, (ξύλα;) και πορτοκάλι.

Θεσσαλονίκη, βρε παιδιά, Καβάλα, Δράμα, Ξάνθη,
εκεί θα βρω καπνά πολλά, αρώματα σαν άνθη.
Αυτό είναι εμπόριο, αν θέλεις να πλουτίσεις,
να γίνεις μεγαλέμπορας, λεφτά για να κερδίσεις.

Εντάξει, οι στίχοι δεν είναι και οι πιο καλοδουλεμένοι, αφού σε σημεία είναι κάπως άτεχνοι και ανέμπνευστοι (π.χ. ομοιοκαταληξία με την ίδια λέξη στο πρώτο κουπλέ, απουσία κατάλληλου ρήματος εκεί που αναφέρεται στα σύκα από την Κύμη, κ.λπ.) ενώ και το διακύβευμα απογοητεύει (όλα για τα λεφτά). Αλλά έχουν γούστο γιατί δίνουν ωραίες εικόνες και φαντάζομαι ότι υπάρχει πραγματική αντιστοιχία με την παραγωγή για την οποία φημιζόταν ο κάθε τόπος (αν κρίνω από αυτούς για τους οποίους ξέρω ήδη).

2 «Μου αρέσει»

Ίσως ο χειρότερος στίχος που έχω συναντήσει…

χαρβάτι: το κανονικό όνομα (αρβανίτικο) της παλλήνης
γαλιαντράκια: μικρές γαλιάντρες (κορυδαλλοί)
ξινά: εσπεριδοειδή
(επίσης, για κάποιο λόγο λέει όντως σπάρτα αντί σπάτα -δις ιζ σπάρτα;)

2 «Μου αρέσει»

Το Καρμάτι δεν το ξέρω, πιθανώς να είναι σήμερα γνωστό με άλλο όνομα, αλλά αυτό ακούω κι εγώ. Τα Σπάτα είναι εκεί που είναι σήμερα το αεροδρόμιο - χωριό των Μεσογείων.

Και πάλι, δεν ξέρω τι σημαίνει αλλά το ίδιο ακούω.

Νομίζω ότι λέει «ξινά», δηλαδή εσπεριδοειδή. Για το «τι χαμπάρια μάστορα», και πάλι σε σχέση με την Πάτρα, βλ. και τον Υμνούμενο, συζήτηση εδώ.

Τον άλλο Έμπορα του ιδίου σίγουρα τον έχεις ακούσει;


Υ.Γ. Με πρόλαβε ο Νικόλας. Σωστό το Χαρβάτι, αλλά για τις γαλιάντρες είμαι λίγο επιφυλακτικός. Είναι πράγματι ωδικό πουλί που ζει στο κλουβί και γίνεται εμπόρευμα, αλλά …εμπόρευμα είναι αυτό; Εδώ λέμε πάμε για το χοντρό το χρήμα.

2 «Μου αρέσει»

Έβαλα «Ίσως». Αν όμως θεωρήσουμε ότι τα δύο «εμπορικά» του Ρούκουνα είναι τα δύο χειρότερα στιχουργήματα του ρεμπέτικου, τότε βγάζω το ίσως: Τούτο το βλέπω χειρότερο…

Χαρβάτι: Βεβαίως κι εγώ το έλεγα έτσι, πιτσιρικάς, κοροϊδεύοντας τους καλαμαράδες της εξουσίας. Μπράβο Νικόλα. Αλλά από Χαρβάτι - > Καρμάτι; Δεν στέκει γλωσσολογικά, πού να πάει προς τα ΄κεί το μυαλό μου… Ίσως άλλο ένα επιχείρημα, λοιπόν, για κάκιστο στίχο.

Χαλιαντράκια: για πουλί γαλιάντρα, βεβαίως, δεν παίζει, αλλά όταν μου κάνει το Χαρβάτι Καρμάτι, γιατί να μην είναι και τα χαλιαντράκια, κάπως παρεφθαρμένα, κάποια ράτσα πατάτας που σήμερα έχει ξεχαστεί;

Και ξινά, και πορτοκάλια! Εμ, απ’ όλα έχει ο μπαξές. Επιπλέον επιχείρημα για να αφαιρέσω το «ίσως».

Ε, και το τέταρτο επιχείρημα: «Τί χαμπάρια, μάστορα;». Για οποιονδήποτε, με οποιανδήποτε καταγωγή, ισχύει το ερώτημα, που απλά και μόνο ρωτάει «Πώς πάμε, τί νέα;». Γιατί πρέπει να το συνδυάσουμε ειδικά με Πατρινούς;

https://www.car.gr/22914570
φοβερή αγγελία στο γνωστό σάιτ (εγώ μοτοσυκλέτα έψαχνα κύριε πρόεδρε)

1 «Μου αρέσει»

Εδώ πιστεύω ότι κάτι υπάρχει που μας διαφεύγει. Είναι δύο διαφορετικά κομμάτια που κάνουν τον συσχετισμό αυτής της φράσης με την Πάτρα, και στις δύο περιπτώσεις με τόσο λίγα λόγια σαν να είναι βέβαιον ότι ο άλλος θα καταλάβει αμέσως.

Πρέπει να υπήρχε κάποιο παρατσούκλι (όπως Ακανέδες, Παγουράδες κλπ.) ή κάποιος κοινός τόπος (όπως σήμερα η κάθε αναφορά μπουγάτσας, τυρόπιτας, καλαμακίου κλπ. άμεσα παραπέμπει στον γλωσσικό πόλεμο Αθήνας-Θεσσαλονίκης) που σήμερα δεν είναι πια κοινός.

1 «Μου αρέσει»

Ναι αλλά, έχουμε σχετικά στοιχεία; Γιατί αν δεν έχουμε, καλύτερα να μην αναφερθούμε καθόλου σε κάποια τέτοια πιθανή περίπτωση.

Όχι, αλλά δε σου κινεί την περιέργεια η διπλή αναφορά; Να 'ταν μόνο αυτή ή μόνο ο Υμνούμενος, θα το προσπερνούσα. Αλλά είναι και τα δύο.

Δηλαδή, να θεωρήσουμε ότι ο «Υμνούμενος» έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση, ώστε να παραπέμψει ο Ρούκουνας σ’ αυτόν; Τραβηγμένο το βλέπω. Διπλή είναι η αναφορά, όχι πενταπλή…

Όχι βέβαια!

Εντύπωση έκανε, είναι αλήθεια:

(Η Ελληνική, 29/6/1929, υπό Σουρίρ)

Η ΠΛΑΚΑ –Ο ΕΔΙΣΣΟΝ…ΚΑΚΟΥΡΓΟΣ

Ο φιλόσοφος άνθρωπος με επήρε από το χέρι
-Έχεις αυτιά; Μου είπε.
-Έχω, εάν δεν μου τα έκλεψαν.
-Και αυτό μπορεί να γίνη. Τόπος που κλέβει «της Παναγίας το μάτι» γιατί να μη σουφρώση του ανθρώπου τ’ αυτί;
-Σωστά και πρόσβαρα. Λοιπόν;
-Λοιπόν άκου:
Ήκουσα. Τι ήκουσα; Μα τι άλλο; Πλάκα φωνογράφου. Ωρύετο εις ήχον βλοσυρόν και φρικαλέον: «Τον υμνούμενον…τον δοξολογούμενον».
-Ήκουσες; Με ηρώτησε ο φιλόσοφος φίλος.
-Ήκουσα.
-Αί λοιπόν, φίλε μου, τι να σου πω; Αυτή η οικτρά και βδελυρή και κακόζηλη πλάκα, είνε σήμερα η φαβορίτα των Αθηναίων. Έχει μεγαλείτερη πέρασι και από τη Ραμόνα. Τι βρίσκουν οι συμπολίται σ’ αυτήν, μυστήριον. Εν τούτοις, ό,τι και να βρίσκουν, ένα είνε το βέβαιον: Ότι είνε απόδειξις εσχάτης αισθητικής καταστάσεως. Χαίρετε.
-Στο καλό…

(Το παρέθεσε το Σπαθόλουρο, δηλαδή ο Κ. Βλησίδης, εκεί.)

Αλλά δεν εννοούσα αυτό. Εννοούσα ότι ένας συνδέει την Πάτρα με τη συγκεκριμένη έκφραση, σαν κάτι το ευκόλως εννοούμενο, κι ένας άλλος επιβεβαιώνει ότι ήταν ευκόλως εννοούμενο κάνοντας ακριβώς το ίδιο. Ανεξάρτητα υποθέτω.

Θα ρωτήσω και αν βρω τίποτα θα ενημερώσω.

Εντάξει, αναμένω με ενδιαφέρον. Αλλά συνεχίζει να ισχύει ότι η Πάτρα συνδέεται με το «Τί χαμπάρια μάστορα;» μόνο σε δύο περιπτώσεις: στον Υμνούμενο και στον Ρούκουνα. Πολύ λίγες.

Λοιπόν, τα ξινά ήταν η πρώτη μου σκέψη όταν άκουσα το στίχο αλλά το απέκλεισα αφού αμέσως μετά λέει για πορτοκάλια που ανήκουν και αυτά στα εσπεριδοειδή. Αλλά έχεις δίκιο, “ξινά” λέει και βλέπω συμφωνούν και οι υπόλοιποι, οπότε δεν τίθεται θέμα (απλώς ότι είναι κακή στιχουργική). Για το Χαρβάτι δεν είχα ιδέα. Δεν νομίζω να μου πήγαινε το μυαλό αν δεν ρωτούσα. Τα γαλιαντράκια όμως πού κολλάνε με τις πατάτες; Θέλω να πω, ο έμπορας ξαφνικά από την πώληση τροφίμων περνά στα ωδικά πτηνά; Θα μου πείτε, τραγούδι είναι, ό,τι θέλει κάνει. Έστω. Αλλά φημιζόταν η Θήβα για τις γαλιάντρες της; Περίεργο μου φαίνεται…

Για τα χαμπάρια του μάστορα πιστεύω πως δεν πρόκειται για σύμπτωση. Στον Υμνούμενο απαριθμούνται στερεότυπα (που φυσικά δεν ισχύουν). Για μένα δεν έχει να κάνει με την ίδια τη φράση αλλά με το τι αντιπροσωπεύει, δηλαδή το να μιλάς σε κάποιον και αυτός να σε έχει γραμμένο. Με το μεγαλέμπορο του Ρούκουνα δείχνεται ότι το στερεότυπο αυτό επιβιώνει μέχρι και εκείνη την εποχή. Η ίδια η φράση μικρή σημασία έχει. Απλώς τυχαίνει να περιγράφει πιο γλαφυρά το στερεότυπο που ο στιχουργός θέλησε να αποδώσει.

1 «Μου αρέσει»

Άρχισαν να μαζεύονται λίγες ακόμη! Ρίχτε μια ματιά εδώ (#63 και κάτω), όπου το θέμα είναι ακόμη εν εξελίξει. Όταν κλείσει, θα μεταφέρω εδώ ό,τι χρειάζεται.

2 «Μου αρέσει»

Λοιπόν, ιδού τα νεότερα:

Ρώτησα στο μπλογκ του @Sarant «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία», όπου σε μια ανάρτηση προ 10 ετών είχε γίνει παρουσίαση του «Υμνούμενου» (βλ. λινκ στο παραπάνω μήνυμα). Οι ιστολογικοί φίλοι που έσπευσαν πρόθυμα να δώσουν τα φώτα τους ήταν αρκετοί, και από τα στοιχεία που βρήκαν και από τη σχετική συζήτηση προέκυψαν τα εξής:

Α. Η έκφραση «τι χαμπάρια μάστορα» από μόνη της σήμαινε κάτι σαν «βράσ’ τα», «βράσε ρύζι», «καληνύχτα», «χαιρετίσματα, «χαιρέτα μου τον πλάτανο».

Στο πρόσφατο Λεξικό της λαϊκής και περιθωριακής μας γλώσσας του Γιώργου Κάτου, στο λήμμα «χαμπάρι», αναφέρεται:

[…]
-τι χαμπάρια μάστορα; λέγεται ειρωνικά σε κάποιον, που βρίσκεται ξαφνικά μπροστά σε μια δυσκολία, ιδίως από δική του υπαιτιότητα, και έχει την έννοια τώρα τι θα κάνεις; πώς θα ενεργήσεις; Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα·

Παραδείγματα αυτής της χρήσης εντοπίστηκαν σε προπολεμικές εφημερίδες (Σκριπ 1929, Εμπρός 1929 και 1930), και στο τραγούδι του Δ. Καραμαλή Σούχου μούχου (Χρυσάφη-Μπίνης) του 1951. (Σημειώνω ότι όποιος ανοίξει το λινκ προς το Εμπρός του 1930 θα πέσει σ’ ένα τυπογραφικό λάθος ακριβώς στο επίμαχο σημείο, και για να βγάλει νόημα θα πρέπει να αναδιατάξει νοερά τις αράδες του κειμένου.)

Β. Ο ειδικός συσχετισμός της φράσης «τι χαμπάρια μάστορα» με τους Πατρινούς ήταν διαδεδομένος τουλάχιστον επί τεσσαρακονταετία. Εντοπίστηκαν κατά χρονολογική σειρά τα εξής παραδείγματα:

  • Το 1929, στον Υμνούμενο. Ο Υμνούμενος έκανε αίσθηση στον καιρό του: εκτός από το δημοσίευμα που ανέφερα παραπάνω, υπάρχει επίσης αναφορά σε φυλακισμένους που τον τραγουδάνε κατά τον εορτασμό της Πρωτοχρονιάς του 1930.

  • Το 1931, στην επιθεωρησιακή οπερέτα «Κατεργάρα» (Κίμωνα Καπετανάκη και Μίμη Κατριβάνου - πληροφορίες εδώ) και συγκεκριμένα στο νούμερο «Κοσμογονία», ανάμεσα σ’ έναν ατελείωτο κατάλογο «από αυτό βγήκε εκείνο, από εκεί βγήκε το άλλο», λέει κάπου και «Απ’ του Ψυρρή τα ζάρια κι απ’ την Πάτρα το τι χαμπάρια». Η «Κοσμογονία» υπάρχει και σε λίγο μεταγενέστερη ηχογράφηση (1934), το δε κείμενό της μπορεί κανείς να το διαβάσει ολόκληρο, μαζί και με άλλα από την ίδια επιθεώρηση, εδώ.

  • Το 1933, στο εβδομαδιαίο σατιρικό περιοδικό της Αθήνας «Παπαρούνα» (περί του οποίου πληροφορίες εδώ), η φράση «Αν έζηγε στην Πάτρα θα ’γλεπες δημοτικότη. Όλοι θαν του φωνάζανε “τι χαμπάρια, Μάστορα;”». Το πλήρες κείμενο: http://www.sarantakos.com/asteia/paparouna/orgio.html

  • Το 1958, σε σατιρικό στιχούργημα πατρινής εφημερίδας:

Γιατί ζητούν με ψέματα να πλέξουνε τ΄αχνάρια,
λένε λοιπόν στους Πατρινούς– Μάστορα τι χαμπάρια!
Και διαρκώς μάς κοπανούν το ίδιο το τροπάρι…
Εμείς έχουμε το όνομα κι’ άλλοι έχουν τη χάρι.

  • Το 1968 στον Μεγαλέμπορο του Ρούκουνα.

Γ. Από τα 5 ευρήματα που συσχετίζουν τη φράση με τους Πατρινούς, το μόνο από το οποίο προκύπτει κάποιο νόημα για τη φράση είναι εκείνο του 1958, όπου το νόημα (θα το καταλάβει καλύτερα όποιος ανοίξει το λινκ για να διαβάσει όλο το στιχούργημα) είναι το ίδιο όπως παραπάνω (λεξικό Κάτου κλπ.). Τα άλλα τέσσερα απλώς το κοτσάρουν ως στερεότυπη ατάκα για τους Πατρινούς (ή των Πατρινών), θεωρώντας τόσο αυτονόητο το νόημα ώστε να μην μπαίνουν στον κόπο να εξηγήσουν οτιδήποτε.

Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι προκειμένου για Πατρινούς η έκφραση δε σήμαινε κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι γενικά (δεν ήταν λ.χ. «φράση που λέγεται όταν μιλάς σε κάποιον και αυτός δεν δίνει σημασία στα λεγόμενά σου» όπως αναφέρεται αλλού στο φόρουμ -αλλά και στο Γλωσσάρι- από την @elenh), και ότι ήταν κάτι σαν παρατσούκλι τους -ο ειδικός όρος γι’ αυτά τα παρατσούκλια περιοχών είναι ακλήρημα- που όμως δε σχολίαζε / σατίριζε κάτι από τη συμπεριφορά ή τις συνήθειές τους.

Ποιο είναι λοιπόν τελικά το στερεότυπο;

Αυτό ακόμη εκκρεμεί. Δύο πιθανότητες διακρίνονται: είτε ότι τη συγκεκριμένη έκφραση με τη συγκεκριμένη σημασία τη συνήθιζαν κατεξοχήν οι Πατρινοί, οπότε τους το κόλλησαν όπως στους Αθηναίους το «χαμουτζήδες» επειδή υποτίθεται ότι λένε «χάμω» αντί για «κάτω», είτε από κάποιο ανέκδοτο με Πατρινούς, δημοφιλές τότε αλλά ξεχασμένο σήμερα, που να κατέληγε σ’ αυτή την ατάκα.

5 «Μου αρέσει»

Η φράση χρησιμοποιείται στην περιοχή της Πάτρας αλλά και στην δική μου και σημαίνει (σήμερα τουλάχιστον): Τι νέα, μάστορα;
Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.

Υπάρχει και το: Δεν πήρε χαμπάρι (Δεν κατάλαβε τίποτα).

Εντάξει, αυτό δεν το λες έκφραση. Σε κάθε περιοχή, όποιος θέλει να ρωτήσει έναν μάστορα για τα χαμπάρια του, θα πει «τι χαμπάρια μάστορα»!

Άρα στην ουσία Δημήτρη καταθέτεις ότι σήμερα στην Πάτρα και στο Μεσολόγγι δεν υπάρχει έκφραση «τι χαμπάρια μάστορα» που να έχει κάποια ειδική σημασία, έτσι; (Ειδική σημασία = κάτι άλλο εκτός από το άθροισμα των σημασιών των επιμέρους λέξεων)


Παρεμπιπτόντως, τι χαμπάρια ρε μάστορα; Καιρό έχεις να φανείς! :slight_smile:

Πάντως γενικότερα, αλλά και ειδικότερα έχοντας διαβάσει όλα τα παραπάνω, αν ήμουν συγγραφέας μυθιστορημάτων παλαιάς εποχής, από 19ο και μέχρι λίγο πριν γεννηθώ, είναι σίγουρο ότι θα απέφευγα να χρησιμοποιήσω τη φράση «τί χαμπάρια μάστορα», είτε μόνη της είτε, ακόμα περισσότερο, σε σχέση με την Πάτρα….

Τι να σας πω ρε παιδιά, εγώ δεν είδα καμία αντίφαση ή ασάφεια. Βρήκαμε ξεκάθαρα τι σήμαινε τότε η έκφραση, και βρήκαμε επίσης ότι την κοτσάρανε συστηματικά στους Πατρινούς (βρέθηκε ακόμη και κείμενο από Πατρινό που λέει «εμείς έχουμε τ’ όνομα»). Και τα δύο αναμφίβολα και καρατεκμηριωμένα.

Το μόνο που δε βρήκαμε είναι το γιατί την κοτσάρανε στους Πατρινούς. Σίγουρα, αν το βρούμε κι αυτό θα είμαστε σοφότεροι, αλλά δε νομίζω ότι ο καθένας που εκείνα τα χρόνια, μόλις άκουγε πάτρα, έλεγε «α, τι χαμπάρια μάστορα, χαχα!» ήξερε και την ιστορία που δεν ξέρουμε εμείς.

Δεν εμφανίζονται όλη την ώρα άρθρα και κειμενάκια (συνήθως τσαπατσούλικα και ανακριβέστατα) για το πώς βγήκε η μία ή η άλλη έκφραση; Τι δείχνει αυτό, αν όχι ότι τόσο καιρό που δεν ξέραμε από πού βγήκε τη χρησιμοποιύσαμε παρά ταύτα χωρίς πρόβλημα.

2 «Μου αρέσει»

Φαντάζεστε τον Ρούκουνα αλλά κι άλλους στιχουργούς της εποχής να μας έβλεπαν 70-90 χρόνια μετά να παλεύουμε να βγάλουμε άκρη με έναν τελείως αδιάφορο στίχο που κάποτε έγραψαν. Θα σκάγανε στα γέλια…!

Μου αρέσει πάντως που με όλα βγάζουμε άκρη αργά ή γρήγορα και το παραπάνω σχόλιο δεν είναι υποτιμητικό για αυτό που κάνουμε. Είναι μια σκέψη. Άλλωστε για αυτό μου αρέσει το φόρουμ εδώ. Γιατί γίνονται τέτοιες συζητήσεις…!

1 «Μου αρέσει»