Κώστας Μπέζος / Α. Κωστής

Και εκ μέρους μου. Ακούω τώρα το τραγούδι της κας Κούλας -δεν το γνώριζα- και πράγματι το ένα από τα δύο θέματα είναι ίδιο με του Αδυνάτισα. Το δεύτερο είναι άλλο, και το ξέρω από τον Αμερικάνο (Πέντε μάγκες, όχι του Γιοβάν Τσαούς, το άλλο)!! Και την εισαγωγή θαρρώ ότι την ξέρω από κάποιο τρίτο τραγούδι.

Μέσα σ’ αυτό το 100% παραδοσιακό φαινόμενο των κινητικών μοτίβων (μοτίβα είτε μουσικά είτε στιχουργικά που το καθένα το ξανασυναντάμε συνδυασμένο με άλλα κάθε φορά μοτίβα σε διαφορετικά τραγούδια), ο Μπέζος δε φαίνεται να έκανε τίποτε διαφορετικό απ’ ό,τι έκανε η ίδια η ανώνυμη παράδοση. Να ένας λόγος να γίνουν τα τραγούδια του αποδεκτά από το ρεμπέτικο ακροατήριο.

Παρά ταύτα, αν ο ίδιος ήταν άλλου τύπου άνθρωπος απ’ ό,τι ο υποθετικός τύπος του «ανώνυμου λαού», ήταν δηλαδή καλλιτέχνης με συνείδηση της ατομικότητάς του, θεωρώ ότι αυτό αφήνει κάποιο χνάρι πάνω στα τραγούδια. Για παράδειγμα, στο ίδιο το «Αδυνάτισα», η χρωματική κατεβασιά (άκου εδώ στο 0:27’'), όσο κι αν δικαιολογείται από το δρόμο, είναι κάτι που στην πράξη σαφώς δε συνηθίζεται - ακούς την κιθάρα και τινάζεσαι, λες “πω τι έκανε”! Τι έκανε: έκανε κάτι που μόνο ένας εξατομικευμένος καλλιτέχνης θα σκεφτόταν. Ο εξατομικευμένος θέλει την πρωτοτυπία, ο ανώνυμος την αποφεύγει.

Πιθανότατα να πρόκειται για ένα κριτήριο που απασχολεί μόνο κάποιους από εμάς σήμερα, και όχι εκείνους τότε. Ο ρεμπέτης εκείνης της εποχής μπορεί να το άκουγε αυτό και να έλεγε απλώς “μ’ αρέσει - δε μ’ αρέσει”, χωρίς να ψιλοκοσκινίσει αν ο ίδιος θα το έκανε ίδια ή αλλιώτικα. Δεν τους ένοιαζαν και πολύ, νομίζω, οι ταμπέλες (ρεμπέτικο / ρεμπετοφανές / ελαφρό / κλπ.). Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι πρόκειται για διαφορετικά τραγούδια. Το ίδιο γίνεται και όταν στη δημοτική παράδοση εντοπίζονται τραγούδια σε ποίηση επώνυμων ποιητών (π.χ. του Σολωμού), που ο μεν λαϊκός άνθρωπος δεν τα ξεχωρίζει από τα πραγματικά δημοτικά αλλά ωστόσο παραμένουν ξεχωριστά, για λόγους που εκείνον δεν τον απασχολούν.