Κρητική λύρα - Μια βολτά στις γραπτές πηγές

Αναφορές για την Κρητική λύρα

Είναι αλήθεια ότι οι αναφορές από ιστορικούς, λογοτέχνες, περιηγητές και άλλους ντόπιους ή επισκέπτες της Κρήτης για τη λύρα της Κρήτης δεν είναι πολλές. Μία πρώτη προσπάθεια γίνεται εδώ.
Η παλαιότερη από αυτές, που θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική, είναι η αναφορά του Στέφανου Σαχλίκη (περ. 1330 – μετά το 1391) ποιητή του Χάνδακα, από τους προδρόμους της Κρητικής Αναγέννησης :

«Λοιπόν, όποιος ορέγεται να μάθη διά την μοίραν,
το πώς παίζει τον άτυχον, ωσάν παιγνιώτης λύραν
ας έλθη ν’ αναγνώση εδώ τούτο το καταλόγι…»

και

«και ως το ήθελεν η τύχη μου, η άτυχός μου μοίρα
ηύρα την Κουταγιώταινα, την πομπεμένην χήρα
οπού ……… να την ιδώ, εις το πολιτικαρείον
…και να της κρουν την λύραν»
(«Αφήγησις παράξενος…», στ. 25-26 και στ. 100.
Φαίνεται ήταν προσβλητικό να «κρουν» τη λύρα σε μια γυναίκα.)

Όσο για αυτούς που απαξιώνουν την αναφορά του Σαχλίκη και θεωρούν ότι ως αστός μιλάει για τη μεσαιωνική Lira των Ενετών, η εξαίρετη λαογράφος από την ανατολική Κρήτη Ευαγ. Φραγκάκι το 1961 γράφει: «…ο Σαχλίκης μιλεί για τους κατοίκους της υπαίθρου. Ομολογεί όμως πως κι’ ο ίδιος, σαν αστός: “όπου ήσαν γάμοι και χοροί, ήθελα να χορεύω’’»(Αφήγησις παράξενος, έκδ. Συνόδη Παπαδημητρίου, Οδησσός, 1895, στ. 53).
Ο Νέαρχος Γεωργιάδης στο κείμενο του “Η προσχωσιγενής διαστρωμάτωση του αστικού-λαϊκού τραγουδιού” (βλ. www.klika.gr, τευχ.5) αναφέρει: “Ο Σαχλίκης, που είχε ζήσει μια γλεντζέδικη, μποέμικη ζωή, προτού μπει στη φυλακή, δηλώνει ρητά τον θαυμασμό του για τους λαϊκούς τραγουδοποιούς, μουσικούς και τραγουδιστές του δρόμου (ρεμβωδούς)”.
Επίσης για το Σαχλίκη γνωρίζουμε ότι έζησε από κοντά τη λαϊκή ζωή της υπαίθρου, ιδίως αφού κατέφυγε στο Πενταμόδι Ηρακλείου μετά την ολοκληρωτική πτώχευσή του από την άσωτη ζωή που έκανε. Παραπέμπει λοιπόν καταφανώς σε μια εικόνα της λαϊκής ζωής της κρητικής υπαίθρου της εποχής του, με έναν παιγνιώτη που παίζει λύρα, και όχι σε μια εικόνα Ιταλού μουζικάντη ή αρχαίου Έλληνα αρπιστή.
Την ίδια άποψη φαίνεται να έχουν δύο από τους σημαντικότερους νεότερους μελετητές της εποχής εκείνης, ο Φαίδων Κουκουλές και ο Στυλιανός Αλεξίου. Και οι δύο συγκαταλέγουν με βεβαιότητα την κρητική λύρα στα μουσικά όργανα της βενετοκρατούμενης Κρήτης, με αντίστοιχες αναφορές ο μεν Κουκουλές στο άρθρο του «Συμβολή εις την Κρητική λαογραφίαν επί Βενετοκρατίας», στην Επετηρίδα της Εταιρείας Κρητικών Σπουδών, τόμ. 3 (1940), σελ. 21, ο δε Αλεξίου στα Κρητικά Χρονικά του 1965 (τόμος ιθ΄), σελ…… Και οι δύο στηρίζουν την αναφορά τους στο Σαχλίκη.
Ο Γεώργιος Χορτάτζης εξάλλου, στον Κατζούρμπο, ξέρει τη λύρα και άθελά του προσθέτει ένα στοιχείο που μας διαφωτίζει ακόμη περισσότερο: ο Νικολός κάνει καντάδα στην αγαπημένη του παίζοντας λυρόνι! Η ακατάδεχτη Πουλισένα γκρινιάζει, τονίζοντας πως θα του άνοιγε την πόρτα μόνο αν «της κουδούνιζε ένα σακούλι κίτρινα» (=χρυσά νομίσματα), γιατί αυτή «δεν κομπώνεται» (=δεν ξεγελιέται) με καντάδες και μερακλίκια:

Ανίσως κι εκουδούνιζε στο σπίτι μου αποκάτω
μιαν ώρα το σακούλι του με κίτρινα γεμάτο,
δεις ήθελες πώς άνοιγα, με μένα με λυρόνι
μηδέ με το τραγούδι του ποσώς δε με κομπώνει.

(Κατζούρμπος, πράξη Α΄, στ. 195-198)

Πιο κάτω ο Νικολός διεκτραγωδεί τη μοίρα του, καθώς ετοιμάζονται να δώσουν την Πουλισένα σε άλλον, μονολογώντας:

Πήγαινε κι έρχου, Νικολό, μόνο με το λυρόνι,
τραγούδα κι αναστέναζε, κι άλλος ας ξεφαντώνει.

(στο ίδιο, πράξη Β΄, στ. 409-410)

Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι στον Κατζούρμπο φαίνεται να γίνεται σύγχυση ανάμεσα στη λύρα και την κιθάρα. Στην αρχή του έργου, όπου βλέπουμε επί σκηνής την καντάδα του Νικολό, ο νέος δεν αναφέρεται να παίζει λυρόνι, αλλά «κιτάρα». Για τη σύγχυση της λύρας με την κιθάρα μιλάμε παρακάτω. Αρκεί να αναφέρουμε εδώ ότι στο Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης του Σκαρλάτου Βυζάντιου, στο λήμμα κιθαρίζω, παρατίθεται ως παράδειγμα ο στίχος (από αρχαίο συγγραφέα) αναλαμβάνων την λύραν εκιθάριζεν. Λύρα, κιθάρα και φόρμιγξ είναι τρεις όροι που φαίνεται να χρησιμοποιούνται ενίοτε για το ίδιο όργανο. Επίσης όπου λιρόνι= το μουσικό όργανο λύρα (κρητική) [<βεν. liron] σύμφωνα με το Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας του Εμμ. Κριαρά.
Το λυρόνι του Νικολό ωστόσο δεν ήταν κιθάρα, ούτε και αρχαία ελληνική λύρα. Το δεύτερο είναι προφανές από το ότι η υπόθεση του έργου διαδραματίζεται στην εποχή του ποιητή, στη βενετοκρατούμενη Κρήτη, με αναφορές μάλιστα στην τουρκική επιθετικότητα της εποχής. Αλλά το κυριότερο είναι ότι η κιθάρα και η αρχαία λύρα ποτέ δεν αναφέρονται με υποκοριστικό. Αντίθετα, το μουσικό όργανο του Νικολό είναι μικρή λύρα (λυρόνι), σε αντιδιαστολή, προφανώς, με τις «κανονικές» λύρες, που ήταν μεγαλύτερες. Είναι προφανές ότι μόνο σ’ ένα όργανο ταιριάζει αυτό το χαρακτηριστικό: στο γνωστό μας λυράκι, την παλαιότερη μορφή της κρητικής λύρας που ξέρουμε.
Η αναφορά στο λυρόνι του Νικολό, κατά τη γνώμη μου, είναι η πιο αδιαφιλονίκητη μαρτυρία για τη χρήση της λαϊκής κρητικής λύρας την εποχή της Ενετοκρατίας.

Το 1546 ο Pierre Belon στην περιγραφή του για τον ένοπλο χορό των Κρητών κοντά στα Σφακιά, δυστυχώς δεν αναφέρει το ή τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιήθηκαν.

Η Ευαγ. Φραγκάκι μας δίνει μία ακόμα πολύ σημαντική πληροφορία: Ο Φραγκιάς Καλομάτης το 1648 στο «Ζήνωνα» κάνει λόγο για κάποια λύρα, που δεν είναι σαν τη λύρα του Ορφέα:
«Μπορείς εσύ μ’ αυτείνη σου τη λύρα να μερώσης σαν τον Ορφέα τα θεριά;
Τούτο αν εμπόρου νά ’κανα και νά ’χα τέτοια μοίρα
ου Ορφέο το πλήκτρο εκράτουνα και τη δικήν του λύρα».
(«Ζήνων» Αλεξίου, «Κρητική Ανθολογία», σελ. 136, στιχ. 3 και στιχ. 7-8.)

Από το 1734 χρονολογείται η λύρα που εκτίθεται στο Μουσείο Παραδοσιακών Οργάνων - συλλογή Φοίβου Ανωγιαννάκη, η επονομαζόμενη «Ντίβα».

Το 1746 [Κυριάκου Σιμόπουλου, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα., τόμ. Β΄ (1700-1800), Αθήνα 1973, σελ. 213-214 και υποσ. 2 της σελ. 213] έχουμε μια αναφορά που συνδέει τη λύρα με την Κρήτη, θεωρώντας την κατ’ εξοχήν κρητικό μουσικό όργανο: ο Άγγλος περιηγητής Μ. Porter ταξιδεύοντας στην Κωνσταντινούπολη βρίσκει ότι οι Έλληνες «τραγουδούν αδιάκοπα και χορεύουν. Παντού βλέπεις Κρητικές λύρες και του Πανός τη σύριγγα που αποτελείται από εφτά άνισους αυλούς…». Τα όργανα αυτά παίζονταν μόνον από Έλληνες. Οι Τούρκοι, αντίθετα, «αποφεύγουν τους χορούς και δε συμπαθούν τη μουσική: “Όταν είναι υποχρεωμένοι να ζουν ανάμεσα σε Έλληνες ναυτικούς τους βλέπουν πάνω σε καράβι ή στη στεριά να χορεύουν με μουσική ή χωρίς όργανα κι εκείνοι κάθονται παράμερα”»

Ο Claude Ε. Savary το 1779 που επισκέφτηκε το Ρέθυμνο αναφέρει:
«Για να συμπληρωθεί η πανδαισία προσκάλεσαν ένα σπουδαίο ντόπιο οργανοπαίκτη. Ήταν ένας τούρκος που έπαιζε βιολί σ’ όλη τη διάρκεια του δείπνου. Οι άνθρωποι αυτοί, χωρίς να γνωρίζουν ούτε νότα μουσικής, παίζουν από μνήμης και μερικές φορές αυτοσχεδιάζουν, εξαντλώντας όλους τους ρυθμούς και τις ηχητικές αποχρώσεις… Ο μουσικός αυτός με τους αυτοσχεδιασμούς του και την ποικιλία στο παίξιμο του, είχε κάτι το εκπληκτικό. Μερικά από τα κομμάτια του ήταν τόσο τρυφερά ώστε κατά κάποιο τρόπο συνέπαιρναν την καρδιά και υποχρέωναν το αυτί ν’ αφοσιωθεί στις μελωδίες αυτού του μουσικού που είχε μεγάλη φύση στο Ρέθυμνο. Και έχω τη γνώμη πως και στο Παρίσι θα τον άκουγαν με ευχαρίστηση…».
Εδώ έχουμε κατά τη γνώμη μου μία αξιοσημείωτη αναφορά που μας βάζει σε ενδιαφέρουσες σκέψεις με δεδομένη τη σύγχυση αρκετών περιηγητών που δε γνώριζαν τη λύρα και τη συνέδεαν με το βιολί (βλ. Χρύσανθο παρακάτω). Επίσης ο «τούρκος» φαίνεται να είναι παραδοσιακός μουσικός σε μια περιοχή που δεν συνηθιζόταν το βιολί. Δεν μπορούμε πάντως να είμαστε σίγουροι για τίποτα.

Ο παλαιότερος πάντως ονομαστικά καταγεγραμμένος Κρητικός λυράρης θεωρείται ο Θοδωρομανώλης (1778-1818) από το Επανωχώρι Σελίνου του νομού Χανίων. Ο Θοδωρομανώλης, σύμφωνα με τον Αθανάσιο Δεικτάκη, «έπαιζε στη λύρα του τους πολλούς καημούς και τις λίγες χαρές της Κρήτης… Στους ρυθμούς της έβρισκε δρόμους απατηλής διαφυγής, στις μαντινάδες τραγουδούσε αντάρτικα υπονοούμενα. Οι σκοποί θύμιζαν ανάσταση του σκλάβου. Τα συρτά ηρωϊκούς οραματισμούς». Ο Θεοδορομανώλης Ο Θοδωρομανώλης σκότωσε τον άγριο γενίτσαρο του Επανωχωριού Εμίν Βέργερη και εξαιτίας αυτού βρήκε φριχτό θάνατο.

Στο τραγούδι «Ο άγριος Μεχμέτακας και ο Τουρνατζής» που χρονολογείται την περίοδο 1800-1810, βρίσκουμε αναφορά στη λύρα :

«Στη Στεία στα σεράγια μου εκρέμασα τη λύρα.
Παιδιά μου, μένετ’ ορφανά κ’ εσύ χανούμη, χήρα!»,

όπως και στο τραγούδι «Του Χατζή Οσμάν Πασά» που χρονολογείται γύρω στο 1812 :

«Στο παραθύρι πού ’βγαινα και έπαιζα τη λύρα,
βάλε, νενέ μου, χτίσε το γιατ’ ήσουν κακομοίρα.
Θωρείς τα τα δαχτύλια μου τα μακροκονδυλάτα
παιδιά και δεν την έπαιζα(ν) τη λύρα βαγιωνάτα.
Θωρείς τα τα δαχτύλια μου τα κονδυλοσερμένα,
παιδιά και δεν την έπαιζα(ν) τη λύρα χαϊδεμένα…»

Περίπου την ίδια εποχή, στη ρίμα του Γιώργη του Σκατόβεργα, που καταγράφηκε από τον Φοριέλ , συναντούμε τη λύρα στα χέρια του Ηρακλειώτη ριμαδόρου:

«Εγώ λοιπόν την έκαμα αυτή την ιστορία,
και παίζω την στην λύρα μου, διά παρηγορία…»

Ο Αρχιεπίσκοπος Δυρραχίου Χρύσανθος, που έγραψε στα 1820 το «Θεωρητικόν Μέγα της Μουσικής» (Χρύσανθος ο Καράμαλης, Έλλην Ιεράρχης, 1770-1846), με τον όρο «λύρα» αναφέρει τρία είδη εγχόρδων: τρίχορδον λύραν, τετράχορδον και επτάχορδον : «Είδη δε της λύρας καθ’ ημάς τρία· το τρίχορδον, ω μάλιστα χαίρουσιν οι χυδαίοι των νυν Ελλήνων· το τετράχορδον, ω μάλιστα χρώνται ο Ευρωπαίοι, ονομάζοντες αυτό Γαλλιστί violin, και το επτάχορδον, ω καθ’ υπερβολήν ενηδύνονται οι ευγενείς των νυν Ελλήνων και Οθωμανών, ονομάζοντες αυτό τουρκιστί Κεμάν». Η φράση «οι χυδαίοι των Ελλήνων» (σ.σ.: λόγιοι σαν τον Χρύσανθο συχνά θεωρούσαν «χυδαίες» τις συνήθειες του απλού και αγράμματου λαού) επιτρέπει το συλλογισμό ότι οι νεότεροι Έλληνες γνώριζαν και έπαιζαν την τρίχορδη λύρα, αλλά και πάλι προκύπτει το θέμα από πότε και πώς την έπαιζαν.

Ο Γερμανός περιηγητής Loeher που ταξίδεψε στην Κρήτη το 1887 αναφέρει για τους χορούς των Κρητών που χορεύονταν «υπό τους οξείς και φαιδρούς ήχους της φόρμιγγος» (όπου φόρμιγγα=λύρα).

Ο βαθμοφόρος του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος στην Κρήτη Vincent Perreti στο προσωπικό του ημερολόγιο όπου σημειώνει τις εντυπώσεις του από την Κρήτη (και το οποίο έφερε στο φως ο Γ. Π. Εκκεκάκης στην έκδοση του Περιηγητές και περιηγητικά κείμενα για την Κρήτη, Ρέθυμνο 2006) γράφει για μια βραδιά διασκέδασης στα Χανιά:

«Κοντά στον τούρκικο καφέ και το ναργιλέ, στις διασκεδάσεις πρέπει να συνυπολογίσομε και τον κρητικό χορό, με συνοδεία τους οξείς και διαπεραστικούς ήχους του κρητικού βιολιού, ενός απαίσιου ξύλινου κατασκευάσματος με τις τρεις χορδές. Καημένε Στραντιβάρι κάλυψε το πρόσωπο σου καθώς ο ντόπιος βιρτουόζος χρησιμοποιεί το όργανο όπως ένας μάγειρος κόβει το ζαμπόν. Οι μουσικοί είναι ακούραστοι καθώς το μοτίβο παραμένει σταθερό και δεν απαιτεί κόπο και φαντασία. Είναι ακριβώς το όργανο και η μουσική που ταιριάζουν σ’ αυτή την πρωτόγονη ράτσα…». Είναι προφανές ότι ο Perreti είδε για πρώτη φορά στη ζωή του λύρα (γι’ αυτό του έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση ο τρόπος που την κρατούσε ο μουσικός) και φυσικά την μπέρδεψε με βιολί όπως και τόσοι άλλοι νωρίτερα…

Κωστα πολλα και ενδιαφεροντα αυτα που παραθετεις !!!
Οχι τιποτα αλλο … αλλα δεν εκαμα κι εγω τον κοπο να ψαξω στα εκατονταδες βιβλια του πατερα μου μεταξυ των οποιων παρα πολλα απο ξενους περιγητες τση Κρητης και να βρω στοιχεια για τη μουσικη και τα οργανα του νησιου …

Τελος παντων, συμπτωματικα με το σημερινο ποστ σου, μολις επεστρεψα απο ραδιοφωνικη εκπομπη σε σταθμο με κρητικα οπου παιξαμε τα απογευμα και μιλωντας με τον παρουσιαστη της εκπομπης και ερευνητη μελος του Χαρχαλη Αντωνη Μπουζάκη αλλα και την Ολγα και το Μαρινο Τωμαδακη (μητερα και γιος) απο τους υπευθυνους του σταθμου (μαζι τους βεβαια και ο πατηρ ο Νικος Τωμαδακης) εχω πολλα νεα συγκλονιστικα !!!

ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑ

  1. Εχω μειλ απο το γιο του Χαριλαου Πιπερακη που ειναι αξιωματικος του αμερικανικου στρατου στις ΗΠΑ.
  2. Βρεθηκε χειρογραφο του 1890 περιπου με το ιστορικο της οικογενειας του Ναυτη μηνες μετα το θανατο του Ναυτη πραγμα που δεν γνωριζε και ο ιδιος !!
  3. Βρεθηκε λυρα του 1780 !!

Θα τα πουμε και τηλεφωνικα και στην πορεια θα βγουν και στο φορουμ …

επίσης…
Η Χρύσα Μαλτέζου διευθύντρια του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας, στο βʼ κεφάλαιο του βιβλίου Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης αναφέρει:
«Ακόμα και μουσικά όργανα όπως το “κλαδοτούμπανο” (clavicembalo) και οι “τρουμπέτες” ήρθαν από τη Δύση και παίζονταν σε χορούς και γιορτές παράλληλα με την πατροπαράδοτη κρητική λύρα»

Μπραβο!!!
(Που πηγε το ρημαδι το μπραβοκουμπο; )

1 «Μου αρέσει»