Η τράτα που έγινε κουρελού

Είναι ενα όμορφο παραδοσιακό τραγούδι των νησιών του Αιγαίου που μέσα στην διάρκεια του αιώνα, απο την στιγμή που μπήκε στην δισκογραφία και έπειτα, του άλλαξαν στίχους και ύφος.
Λογικά η πιο κοντινή -στην ανώνυμη δημιουργία των νησιών-εκτέλεση είναι η πρώτη. Αυτή του 1927 με τον Σωτήρη Στασινόπουλο στην Αμερική: http://www.youtube.com/watch?v=5F5cJJEZ2Mg
Οι στίχοι της πρώτης εμφάνισης του τραγουδιού στην δισκογραφία ήταν οι εξής:
Απο την Πόλη εφύγαμε και πάμε για την Τούνα
στο δρόμο πο’ πηγαίναμε μας έπιασε φουρτούνα.
Η τράτα μας - γκιόσα
με τα κουπιά εϊβαλά
θέλει πανιά, θέλει κουπιά θέλει και παλικάρια
να πάμε να ψαρέψουμ’ να βγάλουμε ψάρια

Ν’ από ταχιά κινήσαμε και πάμε με την τράτα
λάθε στιγμή σε λαχταρώ γλυκιά μου μαυρομάτα

Να το ‘ξερ’ η μανούλα μου μ’ πως πήγα με την τράτα
να μο’ στελνε τη φέσα μ’ και την καινούργια βράκα

Η τράτα μας - γκίοσα για λέσα
η κουρελού - εϊβαλά
θέλει πανιά θέλει κουπιά,θέλει και παλικάρια
να πάμε να ψαρέψουμ’ αστακούς και καλαμάρια.
Σημαντικό είναι να πούμε οτι σε αυτήν την εκτέλεση παίζουν κλαρίνο και σαντούρι.

Το 1930 ηχογραφήθηκε σύμφωνα με τον Κουνάδη από το Συγκρότημα Καλύμνιων με τον Ιωάννη Φωκίοιυ στην Αθήνα. Δεν βρήκα σχετικό υλικό.

Αργότερα το 1932 ο Δούσας στην Αμερική το ηχογράφησε με σημαντικές αλλαγές με συνοδεία κιθάρας : http://www.youtube.com/watch?v=08xnmm3MgBU&playnext=1&list=PL97F9C8C1B9CA40B0

Να το ξευρε η μάνα μου πως είμαι με την τράτα
να μου στελνε τα ρούχα μου και την παλιά μου βράκα

Ω ρε τη βάρκα μας - γκίοσα
η κουρελού - γκιόσα
βρε πότε δω - γκίοσα
και πότε αλλού - γκιόσα…
Γιαλέλι μ’, γιαλέλι, γιλέλι γιασαλά
γιαλέλι μ’ γιαλέλι γεια χαρά σας βρε παιδιά

Απ’ τ’ Αϊβαλί κινήσαμε και πάμε για την Ντούνα
στο δρόμο που παγαίναμε, βρε μας έπιασε φουρτούνα

Ω ρε η βάρκα μας γκιόσα
η κουρελού, γκιόσα
θέλει κουπιά, γκιόσα
θέλει σκαρμούς, γκιόσα
θέλει πανιά γκιόσα
Γιαλέλι μ’, γιαλέλι, γιλέλι γιασαλά
γιαλέλι μ’ γιαλέλι βρε σ’ αυτό το μαχαλά

Απο τη Σμύρνη φύγαμε μπαρούτι φορτωμένοι
και ο καπετάνιος φώναζε αγάντα μεθυσμένοι

Ω ρε τη βάρκα μας - γκίοσα
η κουρελού - γκιόσα
βρε πότε δω - γκίοσα
και πότε αλλού - γκιόσα…
Γιαλέλι μ’, γιαλέλι, γιλέλι γιασαλά
γιαλέλι μ’ γιαλέλι γεια χαρά σας βρε παιδιά

Κι αν σε ρωτήσει η μάνα μου τι έκανα τη τράτα
να πεις πως την εψείριζα την ωρώμια μου την βράκα.

Απο κει και πέρα αρκετή καλλιτέχνες όπως η Δόμνα Σαμίου, Ο Σόλων Λέκκας, και άλλοι του “έντεχνου” όπως η Αρβανιτάκη, το έχουν τραγουδήσει ο καθένας με δικές του αλλαγές. Κοντά και στα δύο, πιο πολύ όμως σε αυτό του Δούσα. Πλέον όμως το τραγούδι ονομάστηκε πως δεν ξέρω “Η τράτα μας η κουρελού” Δεν ξέρω, δεν μπόρεσα να βρω άλλες ηχογραφήσεις των δεκαετιών απο 1930 και μετά εκτός από ο,τι αναφέρω πιο κάτω.

Δίνω μερικά στοιχεία να ακούσετε τις διαφορές και τις διασκευές:

http://www.youtube.com/watch?v=oEh_JF88kLo Δόμνα Σαμίου

http://www.youtube.com/watch?v=6R-99wk3dC0&feature=related Ονείρου Ελλάς Φέρρης

http://www.youtube.com/watch?v=G_Cc2goynyU&feature=related Σόλων Λέκκας

Και για να μην αναφέρουμε τα πανηγύρια στα νησιά μας και το τι μπορεί να γίνεται εκεί, τελειώνω με την τράτα του Θ.Παπακωσταντίνου: http://www.youtube.com/watch?v=lhNUUCCLQZ4

Λαϊκή άβυσσος!!!

Υπαρχει και μια πανεμορφη οργανικη εκτελεση στα μεσα της δεκ.του '30 με τον Λαμιωτη κλαριτζη ΙΩ.ΜΠΟΛΩΤΑ…

Νίκο, όσο ακόμα ζούσε η προφορική παράδοση, είναι γνωστό ότι τα τραγούδια δεν είχαν “στάνταρ” στίχους. Με την έννοια λοιπόν αυτή, οι δύο στιχουργικές εκδοχές που παραθέτεις είναι δύο παραλλαγές για ένα και το αυτό τραγούδι. Αν στη μία, η μάνα προτρέπεται να στείλει την καινούργια βράκα, ενώ στην άλλη την παλιά, δεν σημαίνει τίποτα απολύτως. Ούτε και το ότι η μία τράτα (μιλάω για το δίχτυ, το σάκο) δεν είναι ούτε κουρελού, ούτε χιλιομπαλωμένη, η άλλη σκέτα κουρελού και οι νεώτερες και τα δύο.

Τις εκδοχές των Σαμίου, Λέκα και Αρβανιτάκη δεν τις άκουσα. Επειδή γνωρίζω τη Δόμνα Σαμίου και τον τρόπο με τον οποίο δούλευε, τους στίχους της θα τους πήρε από μικρασιάτικη εκδοχή που η ίδια κατέγραψε. Ο Σόλων Λέκας προφανώς θα έκανε το ανάλογο με μία Μυτιληναίικη παραλλαγή, της Αρβανιτάκη θα της διάλεξαν (και ενδεχομένως “πείραξαν”) την εκδοχή που κατά την άποψή τους διέθετε τα περισσότερα προσόντα για καλύτερη εμπορική καριέρα του κομματιού. Και επειδή, όπως και πάλι είναι γνωστό, τα παραδοσιακά τραγούδια δεν είχαν και τίτλο, αυτός διαμορφώθηκε κατά το δοκούν κάθε φορά, από τους αρμόδιους παράγοντες της ηχογράφησης (τον παραγωγό, σήμερα), όπως είχε ήδη αρχίσει να γίνεται και από τις πρώτες απαρχές της δισκογραφίας με όλες τις ηχογραφήσεις.

Η κιθάρα συνοδεύει αλλά υπάρχει και ένα μελωδικό όργανο στην ηχογράφηση, τζουράς ή ίσως μπάντζο.
Εγώ ακούω “κι αν σ’ αρωτήσει η μάνα μου”, μορφή του ρήματος που υπάρχει και στην Κύπρο αλλά και στο Αιγαίο (νομίζω τη συνάντησα στα απομνημονεύματα του Βαμβακάρη). Η μελωδία της εισαγωγής συναντάται στο κυπριακό “Ρούλλα μου Μαρούλλα μου” σαν καθαρό μινόρε αλλά και στην υπακοή ενός Nihavent Peşrev του Πετράκη Πελλοπονήσιου (Τσιαμούλης-Ερευνίδης σελ 134 ).

Η μεγαλύτερη επέμβαση δεν είναι ότι του άλλαξαν τους στίχους (επ’ αυτού συμφωνώ πλήρως με τον Νίκο Π., και δε νομίζω να εκπλήσσεται κανείς γι’ αυτό!!). Είναι ότι του έβαλαν χορευτικό ρυθμό και όργανα! Και στο τέλος και εισαγωγή.

Η Τράτα ήταν αρχικά εργατικό τραγούδι, άσχετο από οποιαδήποτε μορφή διασκέδασης ή ακόμη και ψυχαγωγίας. Ήταν ένας πιο ανεπτυγμένος τρόπος να λένε «έι ωπ» σηκώνοντας τα δίχτυα. Αυτό γινόταν κάπως έτσι (βίντεο με άλλο ανάλογο τραγούδι σε virtual-πραγματικές συνθήκες).

Είχα κάνει [COLOR=Blue]μια μικρή έρευνα [/COLOR]για ορισμένα εργατικά τραγούδια, με επίκεντρο το «Ντιρλαντά» αλλά και αναφορά στην «Τράτα», την οποία θεωρούσα ως πιθανότατα εργατικό τραγούδι. Αργότερα επιβεβαίωσα με οδυνηρό τρόπο την υπόθεση αυτή.
Στην Ικαρία, αν όχι και αλλού, χορεύεται ακόμη σήμερα με τρόπο που παραπέμπει στις ερασίες που αρχικά συνόδευε, και που αφίσταται πολύ του συρτού.

Οι αναφωνήσεις “η τράτα μας – γκιόσα, η κουρελού – γκιόσα κλπ.” σαφέστατα παραπέμπουν σε εργατικό τραγούδι πράγματι, τόσο ως στίχοι όσο και ως μουσική / ρυθμός. Είναι λοιπόν πιθανότατο να υπήρξε κάποτε τέτοιο εργατικό τραγούδι και, όταν ατόνησε ή ξεχάστηκε η συγκεκριμένη χρήση να χρησιμοποιήθηκαν οι στίχοι, με την προσθήκη και των δεκαπεντασύλλαβων τύπου “από την Πόλη φύγαμε κλπ.” και (ίσως αργότερα) και η οργανική εισαγωγή, που ωραιότατα μπορεί να προϋπήρχε. Δεν βρήκα μεν την υπακοή για την οποία μιλάει ο emc, μόνο τους τέσσερις οίκους του πεσρεφιού βρήκα, που όμως οι μελωδίες τους είναι αρκετά συγγενικές με την εισαγωγή που ξέρουμε.

Σωστή λοιπόν η επισήμανση του Περικλή. Δεν μένει παρά να δούμε ή να ακούσουμε την καριώτικη εκδοχή και να μας εξηγήσει και που έγκειται το οδυνηρόν της επιβεβαίωσης.

Υπακοή είναι το τεσλίμ;

Βλ. λινκ στις λέξεις μικρή έρευνα και αργότερα, στο #5. Η καριώτικη εκδοχή ακούγεται όπως όλες (αν θυμάμαι καλά ακολουθεί τη σαμπάχ εκδοχή του σκοπού), όσο για τον χορό δεν ξέρω να υπάρχει σε βίντεο. Απευθυνθείτε στον ταξιδιωτικό σας πρακτορα!

Ναι, κόλλησα κι εγώ βυζαντινίτιδα από το Τσιαμούλη. Μ’όποιον δάσκαλο …

αν θυμαμαι καλα, υπακοη λεγετε επειδη επαναλαμβανετε αναμεσα στους οικους, κατι σαν το ευρωπαϊκο ρεφρεν, που στην ανατολη το λεν τεσλιμ.

Τeslim = παράδοση, εκχώρηση, παραχώρηση. Teslimiyet = υποταγή.

Με την ευκαιρία να βάλουμε και το κατεξοχήν εργατικό τραγούδι της Τράτας:

Η τράτα μας η μπελεγρού, σήμερα δω κι αύριο αλλού

γρίπο και μάτσα και μανό, γόπα, σουγλάκι κι αθρινό

Γιαλό γιαλό πηγαίναμε, και για τα σένα λέγαμε

Τσίμα και λάσκα στον καιρό, μεσ’ το γαλάζιο το νερό

ο καπετάνιος πλάτικα, δε μούδωκε, μαράθηκα

δεν πήγε στο μανάβη μας, κι άδειο ‘ναι το καράβι μας

τα δυο βαρέλια φτάσανε, και τα μανά βουλιάξανε

φαίνονται τώρα τα φελά, να κι η σακούλα βρε παιδιά

έχει σουπιές κι αλεθρινό, χταπόδι, χύμα κοκοβιό

πέρκα, μαρίδα και ψιλό, σαργό και χάνο κι αχινό

Δεν πέρασε ο φίλος μας, ο γάτος μας, ο σκύλος μας

ούτε και το ντελφίνι μας, τριγύρω απ’ το ντελίνι μας

Τώρα θα πάμε παρακεί, πουν’ οι μεγάλοι οι αστακοί

πουν’ οι ζαργάνες κι οι κολιοί, και μελανούρια και γοβιοί

Η τράτα η πολυναζού, που πάει σαν πάπια φουντουκλού

Γιαλό γιαλό που πάμε εμείς, έλα κυρά μου να μας δεις

5 «Μου αρέσει»

Πολύ ενδιαφέρον, Άνθιμε! Πηγή; (αν θέλεις, βέβαια)

Οι δικές μου άγνωστες λέξεις:

Μπελεγρού, μάτσα, σουγλάκι (/ σούγλα;), πλάτικα, ντελίνι, φουντουκλού.

«αλεθρινό»: το βλέπω μάλλον για παραφθορά του αθ(ε)ρινού

Θα ήθελα και εγώ την πηγή, πολύ ενδιαφέρον στιχούργημα, πραγματικά.

Όσο για τις λέξεις:

Μπελεγρού: περίπου, «πολιταξιδεμένη» πρέπει να σημαίνει, ταιριάζει και με τα συμφραζόμενα.
[από το λατιν. peregrinus <per +agri = ξένος, ταξιδιώτης]

Μάτσα: η ακρη του διχτυού της τράτας

Πλατίκα: ψάρι λιμνών, γενικά του γλυκού νερού

Ντελίνι: παλιό πολεμικό ιστιοφόρο

Το “φουντουκλή” ήταν τούρκικο χρυσό νόμισμα, μεγάλης σχετικά αξίας.
Δεν ξέρω βέβαια αν εννοεί αυτό, το στιχούργημα, ή κάτι άλλο με το «πάπια φουντουκλού», πηγαίνει δηλαδή σαν πάπια καμαρωτή λόγω της αξίας μεταφερομένων αγαθών, ίσως;

1 «Μου αρέσει»

Το στιχούργημα όντως έχει υποδειγματική εκφραστική δυναμική (και βγαίνει πρώτη φορά στο διαδίκτυο νομίζω)

Πηγές:

  • Π. Κατηφόρης, «Με την τράτα στις ακτές του Σαρωνικού» (εφημ. Η Πρώτη, 8/6/1931)
  • Π. Σπάλα, Το δημοτικό εργατικό τραγούδι, Αθήναι 1947: σελ. 17-18

Όχι.

πλάτικα (τα): προπληρωτέα, η προκαταβολή (από το βουλγ. plata)
(Γλωσσάρι Παπαδιαμάντη, Άπαντα τόμος 5ος, ΔΟΜΟΣ, σελ. 447)

Επίσης,
μανάβης: ο τραπεζίτης τους της ξηράς με τους πάγκους (ερμηνευτική σημείωση Π. Κατηφόρη)

1 «Μου αρέσει»

Να διευκρινίσουμε και τα «μανά»

μανό (το)/μανά (τα): το λεγόμενο «μανωτό/μανωμένο» δίχτυ αποτελείται από 3 κομμάτια. Τα δύο, με όμοια μεγάλα μάτια, μπαίνουν εξωτερικά και ανάμεσά τους τοποθετείται το τρίτο, με μικρό μάτι. Αυτά τα εξωτερικά δίχτυα λέγονται «μανά».

2 «Μου αρέσει»

Και η ετυμολόγηση: μανός = ο αραιός, εξ ού και το μανόμετρο (αραιόμετρο). Αραιοπλεγμένο δίχτυ.

1 «Μου αρέσει»

Αλλά έχω και άλλην απορία:

Δεν πέρασε ο φίλος μας, ο γάτος μας, ο σκύλος μας
Ούτε και το ντελφίνι μας τριγύρω απ’ το ντελίνι μας
:

Δεδομένου ότι το ντελφίνι είναι το μοναδικό θηλαστικό (μαζί με τη φάλαινα) που μπορεί, καταπέλαγα, να κάνει άνετα βόλτες γύρω απ’ το σκάφος (όταν βέβαια θέλει), κάτι που ούτε ο φίλος μας, ούτε ο γάτος ή ο σκύλος μας μπορούν, να υποθέσω ότι ο συντάκτης του στιχουργήματος ανήκε στην πρώιμη σχολή θεάτρου του παραλόγου;

Δεν πέρασε ο φίλος μας. Επίσης, δεν πέρασε ο γάτος μας. Ούτε ο σκύλος μας πέρασε. Τέλος, το ντελφίνι μας δεν πέρασε τριγύρω απ’ το ντελίνι μας.

Πού είναι το περίεργο; Το περίεργο θα ήταν να πέρναγε ο φίλος, ο σκύλος ή -θου Κύριε- ο γάτος τριγύρω απ’ το ντελίνι μας.

Το περίεργο δεν είναι βέβαια αν πέρασε ή δεν πέρασε ποιος και ποια, το περίεργο είναι να αναρωτιέται ο «ποιητής» -Μα γιατί, άραγε δεν πέρασαν; και να αποφασίζει να αλλάξουν ρότα, μπας και κατά αστακοί και μελανούρια μεριά, καταδεχτούν τα ζωντανά να περάσουν.