Παλιό μέλος του φόρουμ μας, ο Γιώργος Βαβουλές, με ρωτούσε για τη λέξη «γιόσα»
Η λέξη ακούγεται στο παραδοσιακό «Η τράτα» που ηχογραφήθηκε στις ΗΠΑ, το 1927, με ερμηνευτή το Σωτήρη Στασινόπουλο:
Και στη συνέχεια, το 1932, στο Σικάγο, με τον ίδιο τίτλο, «Η τράτα», με ερμηνευτή τον Κ. Δούσα που παίζει ο ίδιος και κιθάρα, κατά πάσα πιθανότητα:
Τη λέξη αυτή «γιόσα» δεν την έχουμε συμπεριλάβει στο γλωσσάρι, επειδή είναι μια φράση που έδινε το ρυθμό της εργασίας [εδώ στο συγκεκριμένο] των ψαράδων, όταν σήκωναν την τράτα.
Είναι μια τυχαία λέξη
[όπως αρκετές άλλες, π.χ. «εβίρα»]
δεν έχει νοηματική συνάφεια με τους στίχους και επίσης
και οι λέξεις αυτές αλλά και ο ρυθμός ανταποκρίνονταν στην εκάστοτε εργασία, την οποία συνόδευαν και μελωδικά.
Η «Τράτα» ανήκει στα εργατικά τραγούδια. Τα εργατικά* ήταν τραγούδια που έδιναν τον ρυθμό σε διάφορες χειρωνακτικές δουλειές και ταυτόχρονα βοηθούσαν να ξεχαστεί λίγο κανείς από την επίπονη σωματική προσπάθεια.
Το συγκεκριμένο τραγούδι ξέφυγε από το αρχικό του πλαίσιο και εντάχθηκε και στα «κανονικά» τραγούδια, οπότε ενσωμάτωσε και πολλά δικά τους χαρακτηριστικά: τον ρυθμό συρτού, τη συνοδεία με όργανα κλπ… Αλλά τα ρεφρέν του, «η τράτα μας - γιόσα…» και «εβίρα μια - στα πανιά…» απηχούν ακόμη την αρχική του λειτουργία ως εργατικού.
Τα εργατικά, στην «καθαρή» αρχική τους μορφή, συχνά ήταν σχεδόν πρωτόγονα. Πράγματι, υπάρχουν λέξεις που δε σημαίνουν τίποτε και απλώς δίνουν τον ρυθμό της κίνησης, ή και λέξεις που σημαίνουν μεν κάτι αλλά χωρίς οι στίχοι να βγάζουν ένα στοιχειωδώς ολοκληρωμένο νόημα. Και όταν βγάζουν, συνήθως δεν είναι τίποτε το εξεζητημένο.
Παρά ταύτα, θα ήμουν επιφυλακτικός να πω ότι «γιόσα» είναι μια τέτοια λέξη. Μάνι μάνι, το «όπως αρκετές άλλες όπως π.χ. “εβίρα”» δεν ισχύει: εβίρα είναι κανονική λέξη, προστακτική του ναυτικού ρήματος βιράρω (τραβώ) που προέρχεται από τα ενετικά: βίρα τις άγκυρες / βιράρισα τις άγκυρες. Το ότι προστέθηκε ένα άλογο «ε» στην αρχή δεν αλλάζει το νόημα, το οποίο εδώ είναι άμεσα συνδεδεμένο με την εργασία: τράβα μια, τράβα δυο («τράτα», εκτός από τύπος βάρκας, είναι το τράβηγμα των διχτυών από τη στεριά).
Άρα, ας μείνουμε προς το παρόν στο ότι τη λέξη «γιόσα» δεν την ξέρουμε, δεν την αναγνωρίζουμε, δεν υποψιαζόμαστε τη σημασία και την ετυμολογία της, και μπορεί και να μην υπάρχει τελικά, αλλά μπορεί και να υπάρχει .
Το ρήμα βιράρω και το παράγγελμα (Ε,) βίρα! σημαίνουν σηκώνω (πανί, άγκυρα κ.τ.τ.), όχι τραβώ. Για την εργασία του τραβήγματος (σκοινιών πρυμνοδέτησης κ.τ.τ.) χρησιμοποιούνται τα λεβάρω και Λέβα! αντίστοιχα.
Πολύ σωστά επισημαίνει ο Περικλής, ότι στο συγκεκριμένο τραγούδι έχουμε εξέλιξη κάποιου αρχικού «εργατικού βοηθήματος», σε κανονικό τραγούδι. Όμως, έχω ακούσει και άλλην εκτέλεση, εκτός από τις δύο που παραθέτει η Ελένη, όπου αν θυμάμαι καλά, το Ε, βίρα μια, στα πανιά! που το ερμηνεύω «Βίρα να σηκωθούν τα πανιά, να φύγουμε, να αρμενίσουμε!» ακολουθείται από το Ε, βίρα δυό, στο χωριό! και ένα τρίτο και τελευταίο Ε, βίρα τρεις, στο σπίτι΄ ντης!. Την ακολουθία αυτή, εγώ θα την έβλεπα «Φεύγουμε μεν τώρα για το αναγκαίο ταξίδι, αλλά σύντομα θα είμαστε πάλι στο χωριό, και κοντά βεβαίως στο σπίτι της λεγάμενης, πάλι!.
Ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε για την Columbia Ελλάδος, μετά τον πόλεμο (1949 σύμφωνα με το sealabs). Στον δίσκο φαίνεται το τραγούδι να είναι στο όνομα του Σταμάτη Χατζηδάκη, ο οποίος παίρνει και τα πνευματικά δικαιώματα. Τραγουδούν οι Αιμιλία και Άννα Χατζηδάκη. Μάνα και κόρη αν δεν κάνω λάθος.
Ο «Όμιλος Σταμάτη Χατζηδάκη» ήταν ένα οικογενειακό συγκρότημα. Ο Σταμάτης ήταν ο πατέρας, σαντούρι. Οι υπόλοιποι μουσικοί ήταν επίσης μέλη της οικογένειας.
Ήσαν από τη Λέρο. Η δισκογραφία τους, στα μεταπολεμικά χρόνια, άφησε μερικές από τις παλαιότερες, και θεωρούμενες ως ιστορικότερες, ηχογραφήσεις «αναφοράς» σε ό,τι αφορά το νησιώτικο τραγούδι (ειδικότερα το δωδεκανησιακό, και κυρίως βέβαια το λέργικο, αλλά σαν «νησιώτικα» έχουν μείνει κι όχι σαν κάτι πιο εξειδικευμένο). Αυτό ήταν και καλό και κακό.
Καλό για την ομορφιά, τη γνώση και την τέχνη που έχουν οι εκτελέσεις τους. Καλό επίσης από την άποψη της διάδοσης μιας τοπικής μουσικής παράδοσης, η οποία (διάδοση) πρέπει να υπήρξε τεράστια, αν αναλογιστεί κανείς πόσα τραγούδια λέγονται ακόμη και σήμερα έτσι όπως τα ηχογράφησαν οι Χατζηδάκηδες (Θαλασσάκι, Μπρατσέρα, δύο από τα πιο γνωστά παραδείγματα).
Κακό από την άποψη της τυποποίησης που επέβαλαν. Η βάση όλων των δωδεκανησιακών παραδόσεων είναι ο σκοπός και η μαντινάδα. Σκοπός είναι μια μελωδία για να λέγεται ελεύθερα οποιαδήποτε μαντινάδα, αυτοσχέδια ή παλιά. Μαντινάδα είναι το 15σύλλαβο δίστιχο. Κανένας σκοπός δεν έχει δικά του λόγια, και καμία μαντινάδα δεν έχει δικό της σκοπό. Ο κάθε συνδυασμός (αυτή η συγκεκριμένη μαντινάδα να τραγουδιέται σ’ εκείνο τον συγκεκριμένο σκοπό) γίνεται άπαξ και δεν προορίζεται να επαναληφθεί.
Αυτό με τη δισκογραφία έσπασε. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για δίσκους ωραίους, επιτυχημένους, που ακούστηκαν πολύ. Οι εκτελέσεις καθιερώθηκαν σαν τραγούδια, δηλαδή συγκεκριμένα λόγια σε συγκεκριμένη μουσική -κάτι που δεν ήταν ποτέ-, με αποτέλεσμα να σταματήσει η εξέλιξή τους.
Χωρίς να θέλω να χαλάσω το όλο νήμα, υποψιάζομαι ότι το τραγούδι λέει “γκιόσα” και όχι “γιόσα”.
Η γκιόσα είναι η γέρικη προβατίνα και πολλές φορές μειονεκτικά στη καθομιλουμένη χρησιμοποιείται σαν λέξη για να (κάκο)χαρακτηριστεί μια ηλικιωμένη και άσχημη σε εμφάνιση γυναίκα. Επομένως εάν(!) κάτι τέτοιο ισχύει, θα μπορούσαν να λένε έτσι τη τράτα τους την κουρελού …
Ο Στασινόπουλος, στα δύο από τα τρία ρεφρέν δεν ξεχωρίζω αν λέει «γ» ή «γκ». Στο τρίτο όμως (γκιόσα γιαλέσα [και όχι βέβαια γιαλέτα που γράφει ο ανεβάστορας]) πράγματι προφέρει «γκ».
Στα κουπλέ του δεν υπάρχει πουθενά το μοτίβο της παλιάς, ταλαιπωρημένης, κουρελούς τράτας, στο ρεφρέν ωστόσο λέει «θέλει πανιά, θέλει κουπιά…».
Στου Δούσα πάλι την εκτέλεση, η επίμαχη λέξη (που τη λέει άλλος τραγουδιστής) ακούγεται πολύ πιο καθαρά με «γκ», νοηματικά δε έχουμε και πάλι σύνδεση με το «θέλει κουπιά, θέλει σκαρμούς…» (άρα δεν έχει και τίποτα που να δουλεύει).
Επομένως ναι, η εκδοχή «γκιόσα [γριά κατσίκα] = γριά τράτα» έχει κάποιες πιθανότητες.
Η επιφύλαξή μου είναι ότι οι εκτελέσεις αυτές, όσο παλιές κι αν είναι, δεν έχουν εχέγγυα αυθεντικότητας. Δεν ήτανε ψαράδες, τραγουδιστές ήταν, και τουλάχιστον ο Στασινόπουλος δεν είχε και σχέση καταγωγής με κανένα νησί (ο Δούσας δεν ξέρω). Μια καταγραφή, έστω και μεταγενέστερη, όχι από επαγγελματίες μουσικούς αλλά από ναυτικούς, θα τη θεωρούσα πιο αξιόπιστη.
Οι μόνες τέτοιες που έχω υπόψη μου είναι δύο του Ψάχου (τις αναφέρω στο κείμενο του λινκ του #3: άγνωστης χρονολογίας, πάντως πριν το 1949 που πέθανε ο Ψάχος), και αυτές λένε Γιόσα, χωρίς να δίνεται κανένα λεξιλογικό σχόλιο.
Άρα, και η εκδοχή «Γιόσα» κερδίζει κάποιους πόντους. Το μειονέκτημά της είναι ότι εξακολουθούμε να μην ξέρουμε τι σημαίνει! Δεν υπάρχει περίπτωση να είναι κανένα ναυτικό παράγγελμα;
Καθώς πρόκειται για σημαντικό τραγούδι, πιστεύω ότι θα πρέπει να υπάρχουν, αν όχι μελέτες, πάντως κι άλλες καταγραφές (πέρα από της εμπορικής δισκογραφίας). Αν τις ξέραμε, ίσως να μας διαφώτιζαν.
Χωρίς να είναι κάτι ιδιαίτερο αυτό, να πω ότι το συγκεκριμένο δίστιχο το “δανείστηκε” ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου για τη δική του τράτα. Ξέρω ότι μπορεί να μην μετράει κάπου απλά σαν ένα στοιχείο που μπορεί να βοηθήσει ως εναλλακτική πηγή.
Επίσης εδώ κάτι από Δόμνα Σαμίου, εάν την θεωρείς έμπιστη πηγή.
Ως ιδέα στο τραπέζι θα μπορούσε πραγματικά να πέσει το “γκιόσα”, αν – εκτός από την κυριολεκτική σημασία: γέρικη προβατίνα ή κατσίκα – είχε επεκταθεί η υβριστική σημασία [εκτός από τις γυναίκες] και σε άλλα είδη, κάτι όμως που δεν βρίσκεται σε λεξικό ή σε κείμενο, δηλαδή να χαρακτηρίζεται έτσι (μεταφορικά) ένα αντικείμενο που να χρειάζεται επειγόντως επιδιόρθωση.
Όμως, μια πιθανή σύνδεση του «γκιόζα / γιόζα/ γιόσα» θα μπορούσε να γίνει με το τουρκικό gözetmek που σημαίνει προσέχω, παρατηρώ κ.λπ.,
εξ ου και το göz = μάτι [καραγκιόζ = ο μαυρομάτης].
Παραθέτω το σχετικό σχόλιο στον ιστότοπο του συλλόγου Δόμνα Σαμίου:
Τράτα αρχικά ονομαζόταν το κωνικό δίχτυ που χρησιμοποιούσαν οι ψαράδες για να ψαρεύουν. Στη συνέχεια, συνεκδοχικά, τράτα ονομάστηκε και το καΐκι που ψάρευε με τέτοια δίχτυα, καθώς και το ίδιο το σήκωμα των γεμάτων διχτυών από τη θάλασσα, εργασία πολύ κουραστική, που απαιτεί συντονισμένο ρυθμό. Τέτοιου είδους εργατικό τραγούδι ήταν και η «Τράτα», όπου ένας από το τσούρμο έλεγε τους στίχους-προτροπές και οι άλλοι επαναλάμβαναν ένα σταθερό τσάκισμα. Οι μελωδίες τέτοιων τραγουδιών ήταν στοιχειώδεις, ο ρυθμός ανταποκρινόταν στη δουλειά που συνόδευαν, τα λόγια ήταν κοροϊδευτικά, αυτοσαρκαστικά, ερωτικά, τραγουδισμένα τραχιά, για να εμψυχωθούν κλειστές αντροπαρέες.
Το τραγούδι, μέσα στη διάρκεια του 20ού αιώνα κι από τη στιγμή που μπήκε στη δισκογραφία, μετατράπηκε, όπως και πολλά αντίστοιχα άλλα, σε τραγούδι του γλεντιού και του χορού, με διαφορετικούς στίχους και ύφος, αλλά και πολλούς τρόπους ερμηνείας και ακρόασης. Κάποια στιγμή το τραγούδι τιτλοφορήθηκε «Η τράτα μας η κουρελού».
Η πρώτη ηχογράφηση -και μάλλον η πιο συγγενική στην αρχική, ανώνυμη μορφή του τραγουδιού- είναι αυτή που έγινε στις ΗΠΑ, το 1927, με τον Σωτήρη Στασινόπουλο, τραγουδιστή δημοτικών τραγουδιών εκεί. Μπορεί κανείς να την ακούσει εδώ .
Η παραλλαγή αυτής της συλλογής προέρχεται από την περιοχή της Καρυστίας, στη Νότια Εύβοια, και συνοδεύει συρτό χορό, σε ρυθμό 2/4.
Μιράντα Τερζοπούλου
Δικά μου σχόλια:
α) Η Δόμνα λέει «γκιόσα». Σίγουρα έτσι θα το άκουσε, ήταν πολύ σχολαστική στην πιστότητα προς τα πρότυπά της.
β) Όλη αυτή την ιστορία που λέει η Μιράντα για τα εργατικά, και για τη μετάβαση της “Τράτας” από εργατικό σε τραγούδι του γλεντιού, δεν την είχα υπόψη μου όταν έγραφα το κείμενο που παρέπεμψα παραπάνω. Παρ’ όλα αυτά συμπίπτουμε. Αν είχα διαβάσει τη Μιράντα εγκαίρως θα μπορούσα να τα πω και συντομότερα.
γ) Η συγκεκριμένη εκδοχή που τραγουδάει η Δόμνα είναι, λέει, από την Κάρυστο. Το τραγούδι συνολικά δεν έχει, όσο ξέρω, κάποια ειδική σχέση με την Κάρυστο, ωστόσο η αναφορά της μου ρίχνει μια ιδέα: μπας κι είναι καμιά αρβανίτικη λέξη;
(Παράλληλα κρατάμε και την πρόταση της Ελένης για τούρκικη λέξη, ενώ εκκρεμεί και η ερώτησή μου μήπως είναι ναυτικό παράγγελμα.)
Όντας για 40 χρόνια εργαζόμενος με καλούς συναδέλφους αρβανίτες και γνώστες της αρβανίτικης διαλέκτου έμαθα ότι γκιόσα λένε την κανελοκόκκινη γίδα και όχι μόνον τη γίδα αλλά και ότι έχει σχετικό χρώμα !
Τι να πω… Στα αλβανικά, γριά γίδα. Στα αρβανίτικα, γίδα ενός ορισμένου χρώματος (και κατ’ επέκταση και το ίδιο το χρώμα). Στα ελληνικά, γίδα μ’ έναν συγκεκριμένο χρωματισμό εντελώς άσχετο από τον αρβανίτικο. Στο τρέχον γενικό ελληνικό λεξιλόγιο (πέρα από την ορολογία των βοσκών), υποτιμητική λέξη για τις γριές, άρα μάλλον πιο κοντά στην αλβανική έννοια.
Δεν μπορώ να πω ότι όλα αυτά τα στοιχεία το κάνουν ευκολότερο να καταλάβουμε το τραγούδι!
Για ένα κυρίως λόγο: όσο δεν έχει εντοπιστεί, εκτός από την κυριολεκτική
– προς το παρόν, τουλάχιστον –
μεταφορική χρήση της λέξης «γκιόσα» που (εκτός από τις γυναίκες) να συμπεριλαμβάνει και άλλα είδη, π.χ. αντικείμενα ή έστω άλλα είδη του ζωικού βασιλείου, τόσο απομακρυνόμαστε από τη συγκεκριμένη λέξη.
Γιατί θεωρείται μάλλον απίθανο όταν σήκωναν την τράτα να τους ερχόταν στη σκέψη και να επικαλούνταν, κυριολεκτικά, το συμπαθές τετράποδο της όποιας απόχρωσης…
Το να έβγαζαν επίσης απωθημένα για κάποια συγκεκριμένη γυναίκα ή έτσι αόριστα για το γυναικείο φύλο και να τους ερχόταν το απωθημένο αυτό εκείνη ακριβώς τη στιγμή που μοχθούσαν με την τράτα, τι να πω, και πάλι τραβηγμένο ακούγεται…
Στο 2’56’’ στην εκτέλεση αυτή (Στασινόπουλος) στο τελικό ρεφρέν λέει “η κουρελού”. Εμένα αυθόρμητα σαν “γκιόσα” στο τραγούδι μου έρχεται στο μυαλό η παρομοίωση με γριά στριμμένη κι ιδιότροπη.
Πάνω σε αυτό και επίσης σε αυτό που επισημαίνει ο Άγης, σχετικά με την “κουρελού”, σε μεταγενέστερες εκτελέσεις έχουμε το επίθετο “χιλιομπαλωμένη”. Όταν η τράτα έβγαινε για συντήρηση ή επισκευές την ξύνανε από τα όστρακα, από την παλιά μπογιά, και όντως φαινότανε χιλιομπαλωμένη ή κουρελού. Όταν λοιπόν και στις δύο εκτελέσεις αναφέρονται σε μια τράτα που της λείπουν πανιά, κουπιά, κτλ τότε όντως μπορεί να δέσει η λέξη γκιόσα ως συνώνυμο της ταλαιπωρημένης - πολυδουλεμένης - γριάς.