Η μη ελληνικότητα (;) του ρεμπέτικου

Το ξέρατε; Το μόνο, σχεδόν, ελληνικό πράμα μέσα στο ρεμπέτικο είναι οι…στίχοι του!

Τάδε ανήγγειλε ο πανεπιστημιακός μουσικολόγος Νίκος Μαλιάρας σε διεθνές –περικαλώ- Μουσικολογικό Συνέδριο (Τhe National Element In Music) που έγινε τον Ιανουάριο του 2013 στο Μέγαρο Μουσικής, τα δημοσιευμένα Πρακτικά του οποίου μόλις πήρα είδηση -εκδόθηκαν τον Απρίλιο (http://nem2013.music.uoa.gr/NEMproc2013.pdf)

Ακολουθεί το επίμαχο απόσπασμα από την εισήγησή του με τίτλο “Theories establishing the Greek National Music, the use of traditional element and the ʽrembetikoʼ in Greek popular music in the 1950s and 60s. Some remarks on a special kind of political‐artistic populism”.

But, in my opinion, if we really want to be correct, it is really very hard to find any real elements of Greek musical identity in the rembetiko. If we exclude the Greek verses and the historical and social connotations they imply, there are hardly any real Greek musical features to recognize. The modes and scales are actually of Turkish, Persian or generally oriental origin. This is true for most of the rhythmic or dance patterns as well. They terms used to name those rhythm or dance patterns are also of oriental origin: zeibek, carsilama, abtal, ciftetel (rhythm or dance patterns), rast, usak, hidjaj, hidjaj‐kar, sabah (modes), to name just a few. Any relations of origin of the rhythms and modes from Greek antiquity or Byzantium referred to by Hatzidakis might be real and would form an object of scientific research today. But I do not think that they were really used in this sense by the composers of the rembetiko. The central musical instrument used in the rembetiko, the Bouzouki, originated from the Hellenistic pandouris, but returned to Greece in its Turkish form, name, tuning and playing technique. This is not bad, of course. But I think it has to be clearly pointed out.

(Μεταφράζω πρόχειρα, για κάποιον που μπορεί να το θέλει κι έτσι):
Ωστόσο, κατά τη γνώμη μου, αν όντως θέλουμε να είμαστε ακριβείς, είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να βρούμε κάποια αυθεντικά στοιχεία ελληνικής μουσικής ταυτότητας στο ρεμπέτικο. Αν αφήσουμε κατά μέρος τους ελληνικούς στίχους και τις κοινωνικοϊστορικές τους συνδηλώσεις, παρατηρείται παντελής σχεδόν έλλειψη αυθεντικών ελληνικών μουσικών χαρακτηριστικών. Οι τρόποι και οι κλίμακες είναι στην πραγματικότητα τουρκικής, περσικής ή γενικά ανατολικής προέλευσης. Αυτό είναι αλήθεια επίσης και για τα πλείστα ρυθμικά ή χορευτικά μοτίβα. Οι όροι που χρησιμοποιούνται για την ονοματολογία αυτών των χορευτικών ή ρυθμικών μοτίβων είναι επίσης ανατολικής προέλευσης: ζεϊμπέκ, καρσιλαμά, αμπντάλ, τσιφτετέλι (ρυθμικά ή χορευτικά μοτίβα), ραστ, ουσάκ, χιτζάζ, χιτζασκάρ, σαμπάχ (δρόμοι), για να μνημονεύσουμε μόνο λίγα από αυτά. Οι από τον Χατζιδάκι αναφερόμενες τυχόν σχέσεις καταγωγής των ρυθμών και των τρόπων από την ελληνική αρχαιότητα και το Βυζάντιο, θα μπορούσαν να αληθεύουν και να αποτελέσουν αντικείμενο επιστημονικής έρευνας σήμερα. Αλλά δεν νομίζω ότι χρησιμοποιούνταν πράγματι με αυτή την έννοια από τους συνθέτες του ρεμπέτικου. Το μπουζούκι, κυρίαρχο μουσικό όργανο του ρεμπέτικου, εκπορεύεται από την ελληνιστική πανδουρίδα, ωστόσο επανέκαμψε στην Ελλάδα υπό τουρκική μορφή, τουρκικό όνομα, τουρκικό κούρδισμα και τουρκική εκτελεστική τεχνική. Αυτό βέβαια δεν είναι κακό. Ωστόσο, νομίζω ότι πρέπει ξεκάθαρα να υπογραμμιστεί.

[HR][/HR]
Δεν ξέρω σε εσάς, σε μένα φέρνει σαν εισηγητική έκθεση προς την ΟΥΝΕΣΚΟ, προς κατοχύρωση του ρεμπέτικου –ξέρετε πού…

Πραγματικά περίεργο… Εγώ, πάντως, όχι ότι εκδόθηκαν τα πρακτικά δεν κατάφερα να πάρω χαμπάρι, ούτε καν το ίδιο το συνέδριο δεν είχα ακούσει ότι αναγγέλθηκε και πρόκειται να πραγματοποιηθεί.

Τώρα, με τέτοιαν άποψη και κατά τον συγκεκριμένο τρόπο διατυπωμένη, τι συζήτηση να ξεκινήσεις… Όταν ο άνθρωπος αυτός προφασίζεται ότι αγνοεί την αρχαία ελληνική μουσική καθώς και το ότι ακριβώς αυτή η μουσική υπήρξε η βάση για την εξέλιξη της βυζαντινής αλλά και των αραβικής, περσικής, αργότερα τουρκικής και ανατολικών γενικά μουσικών, δεν υπάρχει χώρος για συζήτηση. Και το ότι γνωρίζει ο κ. Μαλλιάρας πολύ καλά αυτόν τον τομέα, είναι πλέον ή βέβαιον για όποιον έχει διαβάσει το βιβλίο του “Βυζαντινά Μουσικά Όργανα”, 623 (!) σελίδες, έκδοση Παπαγρηγορίου – Νάκας 2007.

Δεν μπορώ να ανοίξω όμως το σύνδεσμο που μας δίνει ο Παρασάναταλος, ώστε να μορφώσω γενικότερη γνώμη για την εισήγηση του κ. Μαλλιάρα.

Έχει πάντως πλάκα γιατί ο ίδιος φορέας, το Μέγαρο Μουσικής δηλαδή, είχε φιλοξενήσει κάποια χρόνια πριν (Μάϊος 2006) ένα διεθνές συνέδριο με τίτλο “Όψεις της ελληνικότητας στη μουσική”, οργανωμένο από το Ιόνιο Πανεπιστήμιο / Τμήμα Μουσικών Σπουδών. Στο συνέδριο εκείνο, όπου δεν παρουσιάστηκαν απόψεις παρόμοιες με αυτές του κ. Μαλλιάρα, η μόνη εισήγηση (από τις περίπου 50) που αναφερόταν στο ρεμπέτικο, είχε τίτλο “Η ελληνικότητα στο ελληνικό Αστικό Λαϊκό Τραγούδι” και εισηγητής ήταν η ταπεινότητά μου. Να σημειώσω μόνο ότι τα πρακτικά, για τα οποία όλοι οι εισηγητές υπέβαλαν αντίγραφα των εισηγήσεών τους, τα περιμένουμε ακόμα… (ή μήπως εκδόθηκαν και δεν τα πήρα, και αυτά, χαμπάρι;)

Ο σύνδεσμος ανοίγει όταν τον πατάω εγώ τουλάχιστον. Αλλά μπορεί κανείς να πληκτρολογήσει τον τίτλο του συνεδρίου στο google και θα βρει ανταπόκριση.

Προσπάθησα και έτσι αλλά, τα ίδια: Εμφανίζεται η σελίδα του pdf, αλλά παραμένει κατάμαυρη. Στο μεταξύ, έψαξα και βρήκα ότι είχαμε αναφερθεί στο συνέδριο του Ιονίου πανεπιστήμιου εδώ. Συγκεκριμένα, η εργασία στην οποία αναφέρομαι στο #3 είναι η εισήγησή μου στο συνέδριο, την εναρκτήρια παράγραφο της οποίας παραθέτω εκεί.

Αρκετά σύνθετο θέμα το θέμα της “εθνικότητας” στη μουσική, νομίζω ότι το απόσπασμα ίσως να είναι παραπλανητικό (χωρίς ευθύνη του παρασάνταλου), μάλλον πρέπει να διαβαστεί όλο, διότι η παράγραφος ξεκινάει και με ένα “but”.
Πιστεύω πως το ρεμπέτικο ήταν από τη γέννησή του μουσική αστική λαϊκή των ελληνικών πληθυσμών (Σμύρνης, Κων/πολης, Πειραιώς, ΗΠΑ κτλ), συνεπώς είναι ελληνικό τραγούδι, έτσι θα έπρεπε να λέει η ταυτότητά του, ας πούμε.
Πιστεύω όμως ότι πρέπει να εξετάζεται οπωσδήποτε και μέσα από το πρίσμα της πολυ-πολιτισμικότητας της οθωμανικής αυτοκρατορίας…
Ίσως να επανέλθω αναλυτικότερα.

Σε μία εισήγησή μου σε άλλο διεθνές συνέδριο, εκείνο του CID, Conseille International de Dance, τον Οκτώβριο του 2006 στο ΣΕΦ του Πειραιά, με τίτλο “Η εμμονή στους χορούς Ζεϊμπέκικο και Χασάπικο στο «πειραιώτικο» και μεταγενέστερο ρεμπέτικο τραγούδι” έκλεινα με την εξής παράγραφο:
Με τον ζεϊμπέκικο όμως έγινε κάτι πολύ σημαντικότερο: ένας γνήσιος και από αιώνες πατροπαράδοτος πολεμικός χορός της φυλής των Ζεϊμπέκων στην δυτική Τουρκία, χορός με πολύ αυστηρά καθορισμένο τυπικό, ενδυμασίες, ρυθμική αγωγή, μουσικές φόρμες, έδοσε γένεση σε έναν γνήσιο αστικό λαϊκό χορό της Ελλάδας, εστιασμένο στην προσωπική έκφραση του χορευτή πλέον και όχι στις κοινωνικές ανάγκες, και αυτό μέσα σε ένα έντονα φιλελεύθερο χορογραφικό περιβάλλον. Ένα χορό που γεννήθηκε, εξελίχτηκε και μορφοποιήθηκε σε λιγότερο ίσως από μισό αιώνα, που όμως αγαπήθηκε και χορεύεται ακόμα και σήμερα (με όλες βεβαίως τις αρνητικές επιπτώσεις της εποχής μας) σε όλη την Ελλάδα και στο εξωτερικό, όπου υπάρχουν και γλεντούν Έλληνες. Και το σπουδαιότερο: είναι ένας χορός που αφέθηκε να εξελιχθεί μόνος του, χωρίς την παραμικρή λόγια ή εμπορική παρέμβαση. Ένα κοινωνικό και χορογραφικό φαινόμενο για το οποίο δεν έχω υπόψη μου, μέσα στον 20όν αιώνα, άλλο τέτοιο παράδειγμα πουθενά στον κόσμο.

Μια τελευταία προσπάθεια προσπέλασης του συνδέσμου αλλιώς:
www.music.uoa.gr/ereyna/dhmosieyseis.html

Τα ίδια, μαύρη μαυρίλα…

Το αν οι τρόποι και οι ρυθμοί, προερχόμενοι από άλλους ανατολικούς λαούς, έχουν απώτατη ελληνική καταγωγή, νομίζω ότι δεν αλλάζει τίποτε. Κάτι θεωρίες τύπου «εννιάσημοι ρυθμοί από την ποίηση της Σαπφώς επιβιώνουν στη σημερινή Μυτιλήνη» είναι τελείως ακροβατικές.

Οπότε, μένει να εξεταστεί η άμεση και όχι η απώτατη καταγωγή αυτών των στοιχείων.

Το ραστ, το χιτζάζ κλπ., όχι, δεν είναι ξενόφερτα. Τα ονόματά τους είναι. Αλλά σ’ αυτούς τους τρόπους είναι γραμμένη όλη η ελληνική δημοτική μουσική. Οι ρεμπέτες τούς χρησιμοποιούν λίγο αλλιώς. Λίγο πιο αλλιώς τους χρησιμοποιεί η κλασική οθωμανική μουσική, άλλη παραλλαγή είναι της βυζαντινής μελοποιίας, μετά είναι τα διάφορα αραβικά, περσικά κλπ. Διάβολε, νόμιζα ότι αυτά είναι πασίγνωστα: ένας μουσικός κώδικας που χοντρά-χοντρά είναι κοινός μεταξύ Ελλήνων και πλήθους άλλων λαών, και που στα επιμέρους χωρίζεται σε υποπαραδόσεις και ρεύματα.

Για το μπουζούκι νομίζω πως ό,τι λέει η παράγραφος είναι ξεκάθαρα λάθος.

Για τους ρυθμούς δεν έχω άποψη.

Όμως:

Έστω ότι οι τρόποι και τα όργανα, άντε και οι ρυθμοί, ήταν όντως ξενόφερτα. Ο στίχος είναι ελληνικός (και μάλιστα εντάσσεται κι αυτός σε μακρά ιστορία εξελίξεων που συνέβησαν καθαρά εντός της ελληνικής γλώσσας και μετρικής). Για τα δυτικά στοιχεία, όπως ο συγκερασμός και η αρμονία, ο συγγραφέας δε μιλάει.

Αν τα δεδομένα ήταν έτσι, τότε τι θα απέμενε στο ρεμπέτικο που να 'ναι ελληνικό; Μόνο ο συνδυασμός αυτών των παντοσύναχτων πρώτων υλών.

Δεν υπάρχει τίποτε ελληνικότερο εδώ και χιλιάδες χρόνια από αυτή την πρακτική, να συνδυάζονται στοιχεία ανατολικά, δυτικά και ντόπια, για να βγουν καινούργια πρωτότυπα πολιτιστικά προϊόντα.

Όπερ έδει δείξαι.

Τα κατάφερα: και το ρεμπέτικο είναι ελληνικό, και εγώ δεν είμαι ελληνοκεντρικός!

Πάω για ύπνο.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 00:31 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 00:26 —

Νίκο, το αρχείο είναι πολύ μεγάλο. 464 σελίδες ΠΔΦ. Ίσως απλώς αργεί να φορτωθεί.

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 00:38 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 00:31 —

Μια ματιά στους τίτλους των ενοτήτων και των ομιλιών δείχνει την πρόθεση του συνεδρίου: είναι αντιεθνικιστικό.

Δεν πειράζει, αφήστε τους κι ας λένε και κανένα λάθος. Είναι ανάγκη στην εποχή μας να καταπολεμείται ο εθνικισμός σε κάθε πεδίο. Όταν οι καιροί θα είναι πιο ψύχραιμοι, η επιστήμη θα τους κρίνει.

(Φυσικά, δεν έχω καμία άποψη για το συνέδριο όλο μαζί, ούτε καν για την εν λόγω εισήγηση. Μια παράγραφο διάβασα, και γι’ αυτήν έχω να πω.)

Δεν είμαι σίγουρος ότι το συνέδριο έχει συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα, απλά το αντικείμενο μελέτης του είναι οι “εθνικές σχολές” στην κλασσική μουσική. H συγκεκριμένη εισήγηση επιτίθεται κατά του “έντεχνου λαϊκού τραγουδιού” του Θεοδωράκη, η επίθεση στο ρεμπέτικο είναι σε αυτά τα πλαίσια. Ο κατ’εξοχήν εκφραστής της άποψης “γιατί να έχει ο Θεοδωράκης και ο Χατζηδάκις το στάτους που θα έπρεπε να είχε ο Καλομοίρης” είναι ο Τσέτσος που επίσης συμμετέχει στο συνέδριο.

Τώρα αν κάποιος νομίζει ότι το μπουζούκι παίζεται με καθαρά τούρκικη τεχνική τότε μάλλον δεν έχει ακούσει τούρκικη μουσική.

Αν δεν καταλάβουμε πως πριν την γέννηση του ελληνικού κράτους (και πριν την επικράτηση της εθνικιστικής ιδεολογίας στα βαλκάνια) το ελληνικό έθνος ήταν εξαπλωμένο σε μια τεράστια έκταση εντός της οθωμανικής αυτοκρατορίας οποιαδήποτε συζήτηση για το τι είναι ελληνικό και τι δεν είναι και τι είναι δάνειο και τι ανήκει σε όλους τους λαούς της ευρύτερης περιοχής και τι ανήκει μόνο στους τούρκους δεν έχει σχεδόν κανένα νόημα.

Ως προς την επιστημονική αξία της παραπάνω εργασίας, η διεθνής επιστημονική κοινότητα μέσω των ετεροαναφορών θα την αξιολογήση στις επόμενες δεκαετίες και μακάρι να είμαστε εδώ να δούμε την πορεία της μέσα στο χρόνο.

ΥΓ. Για να ανοίξει το pdf χρειάζεται υπομονή γιατί ειναι πολύ μεγάλο (40MB). Καλύτερα κατεβάστε το κάνοντας “δεξί κλικ και αποθήκευση συνδέσμου” και ανοίξτε το από το δίσκο και όχι μέσα από τον browser.

Αυτός που διψάει για ρεμπέτικο δεν θα καταφύγει σε πανεπιστημιακούς και…«συνέδρια». Θα τον ξεδιψάσουν τα ίδια τα τραγούδια.

Σωστό, αλλά μην απαξιώνουμε την επιστημονική έρευνα και τη γνώση. Καμιά φορά μας προσφέρουν πράγματα που εμπλουτίζουν την ακρόαση.

Με παρερμηνεύεις διότι μάλλον δεν εκφράστηκα καλά.

Η επιστημονική επάρκεια κρίνεται από το βάθος και τη σοβαρότητα της έρευνας, συνεπώς στηρίζεται και οδηγεί στη γνώση. Η έρευνα στο πεδίο της μουσικής (καθώς και σε άλλα πεδία, όπως π.χ. την παλαιοντολογία) έγινε και γίνεται και από ανθρώπους που δεν είναι κατανάγκην «ακαδημαϊκοί», αλλά είναι γνώστες και συστηματικοί στη μέθοδο! Αυτό βέβαια χαλάει το…παστίτσιο των κρατούντων θεματοφυλάκων, που συνήθως σιωπούν απαξιώνοντας, αλλά δεν παραβλέπουν και να αλληλοπαρασημοφορούνται.

Εν προκειμένω, όταν καθέδρας τίθενται ψευτοδιλήμματα «ελληνικότητας του ρεμπέτικου», εμένα μου φανερώνει δύο πράγματα:

  • ή ότι γίνεται εκ του πονηρού,

  • ή ότι αυτός που τα λέει,…δεν ξέρει τί λεει! Το πρώτο το αντιπαρέρχομαι (όπως αντιπαρέρχομαι οτιδήποτε αυταπόδεικτο και γενικά κουβέντα να γίνεται) και χασκογελάω, στο δεύτερο απάντησα κατά το #12.

Πίκινε, πάντα υπάρχουν ακαδημαϊκοί καλαμπόρτζηδες (όπως και μουσικοί άλλωστε), και μη ακαδημαϊκοί που ωστόσο έχουν αυτό που λες: σύστημα, μέθοδο και γνώση.

Από κει και πέρα, η ακαδημαϊκή έρευνα καθ’ εαυτήν (πέρα από το ποιόν ενός εκάστου από τους θεράποντές της) υπάρχει κυρίως για να συνεισφέρει εκείνη την πτυχή των πραγματων που ο εκ των έσω γνώστης δεν μπορεί να την έχει, και όχι βέβαια για να ξεδιψάσει τη δίψα μας για τραγούδια.

Τώρα, για την περίπτωση που κάποιος λέει όσα λέει εκ του πονηρού, δεν έχω να πω τίποτε περισσότερο απ’ ό,τι είπες εσύ. Απλώς θα ήμουν τρομερά επιφυλακτικός στο να κατηγορήσω κάποιον για τέτοια πονηρία, αν δεν είχα πολύ ισχυρές ενδείξεις. Όλοι είναι αθώοι μέχρις αποδείξεως του εναντίου.

Τελικά, κατάφερα να διαβάσω την εργασία του κ. Μαλλιάρα. Αν και αφιερώνονται αρκετές της παράγραφοι στο ρεμπέτικο, η μοναδική παράγραφος που μας ενδιαφέρει, ως ρεμπέτικο φόρουμ, είναι αυτή που σωστά εντόπισε ο Παρασάνταλος.

Ή άποψη ότι “Οι τρόποι και οι κλίμακες είναι ουσιαστικά τουρκικής, περσικής και γενικότερα ανατολικής προέλευσης” (άρα όχι ελληνικής, προσθέτω διευκρινιστικά εγώ) είναι όχι απλά “άστοχη”, είναι απαράδεκτη, τουλάχιστον για έναν γνώστη της ανατολικής μουσικής. Άλλο τόσο άστοχος είναι, αυτός καθεαυτός, ο διαχωρισμός της τροπικής μουσικής σε τουρκική, περσική κλπ. (εγώ προσθέτω αραβική, ελληνική κλπ. κλπ. κλπ. κλπ.). Ακόμα πιό απαράδεκτο είναι να μην αναγνωρίζει ο συγγραφέας στην ελληνική δημοτική μουσική (που στην εργασία του δεν την απορρίπτει ως μη ελληνική) τους τρόπους (αντιγράφω) ραστ, ουσάκ, χιτζάζ, χιτζαζκιάρ, σαμπά (και προσθέτω) σεγκιάχ, κιουρντί, νιαβέντ, νικρίζ, εβίτς, μπεστενγκιάρ, χουζάμ, καρτσιγιάρ, μπουσελίκ αλλά και άλλους ακόμα, που χρησιμοποιούνται στη μουσική αυτή, κι ας μην ήξεραν, παλαιότερα, οι ασπούδαστοι μουσικοί τα ονόματα των τρόπων αυτών. Όσο για την άποψη ότι ρυθμοί ή τρόποι παρόντες στην αρχαία ελληνική και τη βυζαντινή μουσική “δεν νομίζει να χρησιμοποιήθηκαν από τους συνθέτες του ρεμπέτικου ενσυνείδητα”, μάλλον ο συγγραφέας δεν έχει ακούσει την ηχογραφημένη φωνή του Μάρκου που, παίζοντας τα ντουζένια του μπροστά στο μαγνητόφωνο των ‘φοιτητών του’ προσδιορίζει τα τραγούδια του ως “Βυ – ζαν – τι – νά”. Ας μη μιλήσουμε για τη μορφή του μακρυμάνικου λαουτοειδούς, που από τις κάποιες χιλιετηρίδες π.Χ. που το πρωτοσυναντούμε στους Ασύρριους, μέχρι την εισαγόμενη στον Ελληνόφωνο χώρο πανδούρα και μέχρι τα δημοτικά δίστιχα του 19ου “παίξε καημένε ταμπουρά, παίξε κι εσύ μπουζούκι” δεν άλλαξε καθόλου το σχήμα του.

Απαράδεκτος, ο κύριος Νίκος Μαλλιάρας.

Σωστά αναφέρθηκε ο Μάρκος Τσέτσος ως κύριος εκφραστής της αντίθεσης της σύγχρονης ακαδημαϊκής μουσικολογίας στο «έντεχνο λαϊκό τραγούδι» του Θεοδωράκη, κυρίως. Στη συνάφεια της εδώ συζήτησης τον αναφέρω για την άποψή του ότι… ναι… καλά το υποψιαστήκατε… :

«παρόλη την ομορφιά και το μελωδικό πλούτο του ένα λαϊκό τραγούδι παραμένει αυτό που είναι: λαϊκό τραγούδι, όχι έργο τέχνης. Στην ευρωπαϊκή μουσική, η έννοια του έργου τέχνης συνδέθηκε με πρακτικές εντελώς διαφορετικές από αυτές του λαϊκού τραγουδιού και σίγουρα με αναφορά σε μουσικές δημιουργίες εξαιρετικά σύνθετες και απαιτητικές για την πρόσληψη. Το μουσικό έργο τέχνης είναι αντικείμενο αισθητικής πρόσληψης που οδηγεί σε αξιολογικές κρίσεις με αναφορά στο στοιχείο της δομής, το δε λαϊκό τραγούδι είναι αντικείμενο πρωτίστως βιωματικής πρόσληψης και ενεργού συμμετοχής μαζικών ακροατηρίων, όπου η μουσική δομή δεν παίζει κανέναν απολύτως ρόλο».
(«Η ελληνική μουσική υπανάπτυξη και οι αιτίες της», Ιούνιος 2011, http://www.tar.gr/content/content.php?id=3676)

Αυτή, σε αντίθεση με το “το ρεμπέτικο είναι τούρκικο” είναι μια τίμια άποψη την οποία σέβομαι. Παρόλα αυτά η μουσική “υπανάπτυξη” όπως την αντιλαμβάνεται ο Τσέτσος δεν είναι καθόλου ελληνική αποκλειστικότητα, σε ολόκληρη τη Δύση οι γενιές του 60-70 και μετά στράφηκαν προς τη λαϊκή μουσική (ποπ ροκ κλπ) και την αντιμετώπισαν για πρώτη φορά ως έργο τέχνης. Η μόνη διαφορά της Ελλάδας από άλλες δυτικές χώρες είναι ότι δεν πρόλαβε να αποχτήσει γερή κλασσική μουσική κληρονομιά, ούτε από άποψη λαοφιλών συνθετών και ρεπερτορίου ούτε από άποψη υποδομών.

Ο Τσέτσος άραγε έχει ακούσει ποτέ Τούντα; ή μπορεί να αντιληφθεί πόσο έντονη και περίτεχνη η αναφορά στο Μακάμ μπορεί να είναι στο ρεμπέτικο;

Για, μισό λεπτό! Τι θα θέλαμε, δηλαδή, να πει ο κ. Τσέτσος, ότι π.χ. “Ναι, μπορεί σε άλλες χώρες να γράφτηκε υψηλής ποιότητας έντεχνη μουσική από συνθέτες όπως ο Μπετόβεν, ο Μπερλιόζ ή ο Μπέλα Μπάρτοκ (οι επιλογές μου εντελώς τυχαίες) αλλά εμείς εδώ, καταπιεσμένοι και απ’ τους άξεστους και απολίτιστους Τούρκους και χωρίς μέσα και χρήματα, δημιουργήσαμε το μουσικολογικά αριστουργηματικό Ρεμπέτικο, ενώ οι παραπάνω δεν μπορούν να τέρψουν τις δικές μας λαϊκές μάζες, γιατί δεν κατάφεραν να πλησιάσουν το μεγαλείο της Ελληνικής Ψυχής”;

Διάβασα το άρθρο του στο Tar και, σε γενικές γραμμές, συμφωνώ με όσα γράφει. Πρέπει όμως να επισημανθεί ένα πράγμα: Όταν ο κ. Τσέτσος συγκρίνει το “έντεχνο λαϊκό τραγούδι” κυρίως της εποχής 1955 – 1967 με τα έργα τέχνης της έντεχνης ευρωπαϊκής μουσικής, στην οποία βεβαίως κατατάσσονται συνθέτες όπως ο Μπάχ, ο Μότσαρτ, ο Ντβόρζακ, εγώ τουλάχιστον θα συμφωνήσω ότι ναι, “παρʼ όλη την ομορφιά και το μελωδικό πλούτο του ένα λαϊκό τραγούδι παραμένει αυτό που είναι: λαϊκό τραγούδι, όχι έργο τέχνης”. Ε, πώς να το κάνουμε, οι (π.χ.) “Έξη λαϊκές ζωγραφιές” ή (π.χ.) “Η Μαργαρίτα, η Μαργαρώ” δεν βρίσκονται σε επίπεδο αισθητικής πρόσληψης συγκρίσιμο με την (π.χ.) Ενάτη Συμφωνία. Τώρα, για τη σύγκριση με τα έργα του Τούντα και π.χ. το παίξιμο με τις μετατροπίες μεταξύ διατονικών και χρωματικών τρόπων, δεν μπορώ βέβαια να ξέρω πόσο ενημερωμένος γι αυτό είναι ο κ. Τσέτσος αλλά εδώ μπαίνουμε σε ένα διαφορετικό κεφάλαιο, τη σύγκριση της ανατολικής μουσικής απ’ τη μια, και της δυτικής απ’ την άλλη. Αυτό το κεφάλαιο δεν πιάνεται σε επίπεδο συζητήσεων μέσα σε ένα φόρουμ…