Η Βαγγελίτσα στη Τζιά

Στο μπλογκ Rebet cafe προβλήθηκε πρόσφατα ένα βίντεο με χορευτικά από την Κέα. Στο απόσπασμα υπάρχει μια σειρά από συρτόμπαλλα με τσαμπούνα, τουμπάκι και λαούτο. Από τα τραγούδια που παίζονται ένα από αυτά έχει τον τίτλο Βαγγελίτσα. Στο Rebet cafe, διατυπώνεται η απορία:
“Στο Τζιώτικο αυτο συρτο ακούμε μεταξύ άλλων το γνωστο στίχο της “Βαγγελίτσας” του Παπαϊωάννου (6’56’’), αλλα με άλλη μουσική και ένα πρόσθετο στίχο. Τι να συμβαίνει άραγε;;”
Δεν ξέρω ποια είναι ακριβώς η απορία αλλά φαντάζομαι έχει να κάνει με το αν σχετίζονται οι δυο Βαγγελίτσες. Τη Βαγγελίτσα, ως “νεότερο λαϊκό τραγούδι”, αναφέρει στο ρεπερτόριο της τσαμπούνας στην Κέα ο Pepe στο διδακτορικό του. Και εγώ αυτήν την εντύπωση έχω. Ότι πρόκειται δηλαδή για σχετικά πρόσφατη ενσωμάτωση τραγουδιού της δισκογραφίας στο τοπικό ρεπερτόριο. Η μουσική μπορεί να μην είναι ακριβώς η ίδια αλλά ταιριάζει στο ύφος της Βαγγελίτσας του Παπαϊωάννου. Οι τοπικοί οργανοπαίκτες με την πάροδο του χρόνου μπορεί να τροποποιήσουν την αρχική μουσική. Δεν ξέρω αν με τη τσαμπούνα τα πράγματα περιπλέκονται περισσότερο.
Αυτό με τον πρόσθετο στίχο όμως έχει ενδιαφέρον. Ο πρόσθετος στίχος που ακούγεται στο Τζιώτικο είναι:
“και μ’ άφησες να πνίγομαι στα μαύρα δακριά μου” και ακολουθεί τον πρώτο. Αυτός ο στίχος δεν βρίσκεται ούτε στις δυο προπολεμικές γραμμοφωνήσεις ούτε και στην μεταπολεμική του 1952 στην Αμερική.
Από αυτά που παρατηρώ, πάνω σε ένα γνωστό τραγούδι μπορεί οι ντόπιοι να προσθέσουν στιχάκια φτάνει να ταιριάζει το μέτρο. Συνήθως τα στιχάκια αυτά είναι ανεξάρτητα με τα άλλα. Εδώ όμως, ο πρόσθετος στίχος ακολουθεί τον πρώτο του τραγουδιού “Για πες μου τι σου έκανα κι έφυγες μακριά μου”, έχει νοηματική σχέση και κάνει ομοιοκαταληξία με αυτόν. Ο στίχος αυτός δένει με τον πρώτο φτιάχνοντας ένα ολοκληρωμένο δίστιχο.
Οι επόμενοι δυο στίχοι μπορούμε να πούμε ότι (σχεδόν, όχι τέλεια) κάνουν ομοιοκαταληξία και φτιάχνουν επίσης ένα δίστιχο
Τώρα το 'χω παράπονο, πονώ* που δεν σε βλέπω
και μοναχός μου απορώ το νου μου πώς τον έχω

Ξεκάρφωτος είναι ο τελευταίος στίχος “Κοίταξε να συμμορφωθείς κοίτα να βάλεις γνώση”. Εδώ φαίνεται ότι λείπει το συμπλήρωμα.
Η Βαγγελίτσα τραγουδιέται στίχο στίχο και μεταξύ των στίχων το οργανικό κομμάτι είναι σχετικά μακροσκελές. Οι στίχοι φαίνονται αποκομμένοι κατά τη διάρκεια του τραγουδίσματος και σε συνδυασμό με τα τσακίσματα “Βαγγελίτσα μου, μικρή κουκλίτσα μου” χάνεται κάπως η συνέχεια του νοήματος. Η Τζιώτικη εκδοχή, με τον πρόσθετο στίχο, φαίνεται ότι νοηματικά είναι πιο συνεπής σε σχέση με τις ηχογραφήσεις.

*αν ακούω καλά

Αν σου πω Γιάννη ότι ποτέ δεν είχα παρατηρήσει ότι δεν είναι η κανονική μελωδία; Τώρα που το παρατηρώ, είναι όλη μεταφερμένη μια βαθμίδα παρακάτω.

Η αλλοίωση της μελωδίας ξεκινάει από το γεγονός ότι η κανονική δε χωράει στην τσαμπούνα. Βλ. σελ. 143 (της τυπωμένης σελιδαρίθμησης), τελευταία παράγραφος, για τη γενική αρχή + ένα παράδειγμα, αν διαβάζεις νότες.

Περικλή, νότες δεν ξέρω και τις τεχνικές λεπτομέρειες δεν τις καταλαβαίνω. Μέσες άκρες όμως έχω πιάσει τι γίνεται από αυτά που κατά καιρούς γράφεις. Βέβαια, δεν θα μπορούσα να καταλάβω ότι το απόσπασμα της σελ. 143 εφαρμόζεται και στην περίπτωση της Βαγγελίτσας αν δεν το έλεγες. Το παράδειγμα από τη Νάξο που αναφέρεις εκεί, είναι επίσης από το ρεμπέτικο (Λαχανάδες).
Kάποιες εκατοντάδες συμπατριώτες μας, λοιπόν, τραγουδούν την Βαγγελίτσα με δυο τρόπους ανάλογα την περίσταση. Ο ένας είναι ο γνωστός πανελλήνια (κυρίως από πρόσφατες ηχογραφήσεις. Νομίζω ότι η πιο γνωστή και καθιερωμένη είναι αυτή της Λύδια) και ο άλλος στο τοπικό τους γλέντι με τις τσαμπούνες. Θα υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις.

Εκεί που είπες, Γιάννη, ότι ο σκοπός δεν είναι μεν ο κανονικός αλλά ταιριάζει, αυτό που συμβαίνει είναι ότι έχουμε άλλο δρόμο αλλά την ίδια κίνηση: όπου το κανονικό ανεβαίνει ή κατεβαίνει 1 ή 2 νότες, το παραλλαγμένο κάνει ακριβώς το ίδιο. Η διάρκεια της κάθε συλλαβής επίσης είναι η ίδια. Όλα αυτά κάνουν τον σκοπό σχετικώς αναγνωρίσιμο: νομίζω ότι όποιος ξέρει τον κανονικό, με το που ακούει τις πρώτες νότες της παραλλαγής θα ξέρει εκ των προτέρων και πώς συνεχίζει.

(Το παράδειγμα είναι κι αυτό, πράγματι, από ρεμπέτικο. Αλλά η παραλλαγή δεν έχει καθιερωθεί ως τοπικό ρεπερτόριο, όπως η Βαγγελίτσα. Είναι προσωπικός πειραματισμός ενός μουσικού.)

δεν είχα ασχοληθεί με το πρώτο ποστ, αλλά η παρατήρηση του περικλή μου κίνησε το ενδιαφέρον. πράγματι, το ματζόρε του παπαιωάννου (ειδωμένο ως ραστ) έγινε ουσάκ στην τσαμπούνα -εκεί που είναι τα περισσότερα νησιώτικα δηλαδή. μου κάνει εντύπωση όμως, δεν υπάρχει το ραστ (τα “ματζόρε” νησιώτικα δηλαδή) στην τσαμπούνα;

Υπάρχει, τουλάχιστον ως δυνατότητα (στην πράξη σπανίζει). Θα μπορούσε να παίξει όλο το τραγούδι μια τρίτη κάτω, σαν η ορίτζιναλ μελωδία να ήταν το σεγκόντο μιας υποθετικής άλλης (και ο Τζιώτης να έπαιζε μόνο την πρώτη φωνή, ιφ γιου σι γουοτ αϊ μιν…).

Γιατί δεν το προτίμησε; Ποιος ξέρει…

Άλλωστε, θα μπορούσε επίσης να το παίξει κανονικά, και όταν έφτανε στις ψηλές νότες (που δεν τις πιάνει η τσαμπούνα) να έκανε, μόνο εκεί, μια διασκευή. Αυτό είναι κλασική πρακτική των τσαμπουνιέρηδων. Και μάλιστα ο τρόπος που έχει βάση την τρίτη του ραστ (είδος σεγκιάχ αλλά χωρίς την έλξη της υποτονικής) συνηθίζεται στην τσαμπούνα.

Μάλλον το ουσάκ τού ήταν ακόμη πιο οικείο και το προτίμησε γι’ αυτό. Δεν ξέρω να πω κάτι περισσότερο.

Πάντως η συγκεκριμένη «διασκευή» είναι στάνταρ στο τζιώτικο ρεπερτόριο.

κι εγώ ποντάρω στο οικείο ουσάκ! κάνει και το κλασικό γύρισμα στην 4η πριν κάνει την επανάληψη για το κλείσιμο.

Ως προς τον στίχο τώρα:

Το ορίτζιναλ έχει τέσσερις στίχους:

[i]Για πες μου τι σου έκανα κι έφυγες μακριά μου;

Τώρα το 'χω παράπονο μόνο που δε σε βλέπω [/i](άλλοι ακούνε μ’ όλο) [i]
και μοναχός μου απορώ τον νου μου πώς τον έχω.

Κοίταξε να συμμορφωθείς, κοίτα να βάλεις γνώση[/i].

Όπως βλέπουμε, ο πρώτος και ο τέταρτος είναι μόνοι τους, ενώ οι δύο μεσαίοι σχηματίζουν μαντινάδα (δίστιχο). Δεν ξέρω πώς προέκυψε μια τέτοια περίεργη δομή. Ναι μεν η κατάληξη του κάθε στίχου απέχει τόσο από την κατάληξη του επομένου ώστε, μαζί και με τα τσακίσματα, η ομοιοκαταληξία δεν ακούγεται πολύ έντονα, αλλά σ’ όλα τα παραδοσιακά από πάντα μέχρι, νομίζω, τουλάχιστον και την εποχή του Παπαϊωάννου ο κόσμος ήταν συνηθισμένος ότι έτσι είναι οι ομοιοκαταληξίες, και τις άκουγαν άνετα χωρίς να χρειαστεί να τις ψάξουν.

Για κάποιο λοιπόν λόγο που δεν μπορώ να φανταστώ (μπορεί να ήταν συνθετικός-ποιητικός, μπορεί και δισκογραφικός), εδώ έχουμε το σπάνιο φαινόμενο δύο στίχων που δεν ανήκουν σε δίστιχο αλλά αποτελούν ενότητα ο καθένας μόνος του.

Ίσως οι Τζιώτες, νιώθοντας το κενό, να συμπλήρωσαν μόνοι τους τον δεύτερο στίχο που συμπληρώνει τον πρώτο. Όσο για τον τελευταίο, επίσης μόνο του, που δεν τον ακούμε εδώ στο τζιώτικο βιντεάκι, νομίζω ότι γενικότερα δεν τον λένε.

Επίσης, στον τρίτο (πλέον) στίχο, δε λένε «τώρα το 'χω παράπονο μόνο που δε σε βλέπω» αλλά «το μόνο μου παράπονο είναι που δε σε βλέπω».

Και μια λεπτομέρεια για τον χορό:

Συρτά μόνο. Δεν ξέρω για το σπάσιμο του κύκλου που βλέπουμε κάθε τόσο, αλλά ο μπάλος είναι άλλος. Χωρίς λόγια, μελωδία άλλης λογικής (όχι φράσεις Α-Β), και συνήθως έρχεται μετά από κάνα δεκάλεπτο συρτών σε διάφορους σκοπούς σαν αυτά.

Στις προπολεμικές ηχογραφήσεις ο στίχος είναι “τώρα το 'χω παράπονο μόνο* που δεν σε βλέπω”. Στην ηχογράφηση της Αμερικής του 1952 έχει “το μόνο μου παράπονο είναι που δεν σε βλέπω”. Δεν ξέρω αν υπάρχουν ενδιάμεσες. Μεταγενέστερα (ηχογραφήσεις, ζωντανές εκτελέσεις), νομίζω επικράτησε ο δεύτερος, μέχρι και σήμερα. Υπάρχουν αρκετά βιντεάκια με τη Βαγγελίτσα, από παρεϊστικες μέχρι επαγγελματικές εκτελέσεις, και μπορεί να γίνει κάποιου είδους στατιστική.
Τι μεσολάβησε μεταξύ των προπολεμικών ηχογραφήσεων και αυτής του 1952; Τρέχα γύρευε. Το τραγούδι θα παιζόταν στα κέντρα και, ίσως εκεί κάποια στιγμή εμφανίστηκε τροποποιημένος ο στίχος.

*ό,τι λέει, τέλος πάντων.