Διασκευές-αλλοιώσεις

Σε συνέχεια της παρατήρησής μου για τα χασάπικα θέλω να “καταγγείλω” περιπτώσεις ζειμπέκικων που κατά τη γνώμη μου αλλοιώθηκαν με τις επανεκτελέσεις και δυστυχώς εδραιώθηκαν στην κοινή γνώμη με τη δεύτερη τους μορφή καταδικάζοντας στη λήθη την πρώτη και ΑΞΕΠΕΡΑΣΤΗ!!! εκτέλεσή τους.Ο αρμόδιος(καλλιτεχνικός)εισαγγελέας να παρέμβει και να αποκαταστήσει την νομιμότητα ασκώντας καλλιτεχνικές(αντί ποινικές διώξεις).Ακολουθεί ενδεικτική κατάσταση με τα τραγούδια που εκτιμώ ότι αδικήθηκαν από την κατά τα άλλα αξιοπρεπή και από σπουδαίους εκτελεστές επανεκτέλεσή τους.
1.Αλητη μ’είπες μια βραδιά(σχόλιο μετά την παράλληλη ακρόαση:“Μη με γελούν τ’αυτιά μου;Είναι το ίδιο;”)
2.Τα δυό σου χέρια πήρανε(σχόλιο:“Πρωτότυπη ΝΕΑ δημιουργία!!!”)
3.Αντιλαλούν οι φυλακές(“Άλλο φρούτο”)
4.Παραπονιάρικό μου(“Αργά και σταθερά”)
5.Βαδίζω και παραμιλώ(“Που είναι ο εισαγγελέας επιτέλους;”)
Και συνεχίζω σοβαρά: Γιατί θεωρήθηκε σκόπιμο να παιχτούν οι Βεργούλες όπως παίχτηκαν στο’60 και απορρίφθηκε η συγκλονιστική και ΜΟΝΑΔΙΚΗ πρώτη εκτέλεση με Μάρκο-Χατζηχρίστο;Σίγουρα η κοινωνικοοικονομικοπολιτική εξέλιξη στην Ελλάδα μετά και τον εμφύλιο επηρέασε την αισθητική της διασκέδασης, της ακρόασης, της καλλιτεχνικής δημιουργίας ώστε μετά το '55 ‘56 να περάσουμε σ’ ένα άλλο καλλιτεχνικό είδος πιο αστικό, πιο “καλοζωισμένο”.Αυτές όμως οι χειρουργικής ακριβείας παρεμβάσεις σε ειδικά θέματα όπως ο ρυθμός ενός τραγουδιού ή η μυστήρια διασκευή του δεν σας προβληματίζουν;Δεν θέλω να πώ ότι κρύβεται κάτι ύποπτο οπωσδήποτε αλλά η μετάβαση και οι παρενέργειές της πρέπει να διερευνηθούν σοβαρά ώστε να ξέρουμε χωρίς αυταπάτες τί είναι καθετί που ακούμε.

Και εδώ Παναγιώτη πρόκειται για θέμα διδακτορικής διατριβής που και αυτό με έχει απασχολήσει. Η εξελικτική διαδικασία στο αστικό λαϊκό τραγούδι μετά την επιβολή της λογοκρισίας, που σίγουρα ήταν ορόσημο καραμπινάτο, αρχίζει να διαφαίνεται αμέσως με τους πρώτους μήνες εφαρμογής των σχετικών διαδικασιών. Και όχι μόνο στο στίχο αλλά δυστυχώς και στη μουσική . Είναι όμως πολύ σημαντικό να δούμε τα προηγηθέντα, που τα παρουσιάζει ο Βλησίδης στη «βιβλιογραφία» του, όπου όσο σιγά σιγά το τραγούδι αυτό διαδίδεται και γίνεται πανελλήνιο και διευρύνεται συγχρόνως και το κοινό του, τόσο η αστική τάξη δείχνει όλο και περισσότερο τον εκνευρισμό της ώστε τελικά η λογοκρισία να έρθει περίπου νομοτελειακά. Και μετά, όπως λές, η εξέλιξη κοινωνίας και πολιτικής επηρρεάζει τη διασκέδαση και τα πάντα αλλά, όχι μετά το 55 56 παρά αμέσως με την επιβολή της λογοκρισίας. Δες διαφορές ύφους μεταξύ «καραντουζένι» και «καϊξτζή», μεταξύ «πέντε μάγκες του Περαία» και «ηλιοβασίλεμα σωστό» για να μην πιάσω τον Τσιτσάνη.

Δεν με προβληματίζουν όμως στο ύφος που παραθέτεις οι παρεμβάσεις στη ρυθμική αγωγή ή οι «μυστήριες» διασκευές ή οι γελοίες χορογραφήσεις χασάπικου κλπ. Αν υπαινίσσεσαι μυστικά κέντρα παραεξουσίας, «διευθυντήρια» και τα τοιαύτα, όπου μελετημένοι και αποφασισμένοι επιστήμονες της επικοινωνίας υπό την μεθοδική καθοδήγηση πολιτικών προϊσταμένων καταρτίζουν και μετά εφαρμόζουν σχέδια μετάλλαξης της κοινωνίας εγκεκριμένα ίσως και από την Ουάσιγκτον, θα διαφωνήσω πλήρως. Δεν είμαστε τόσο οργανωμένοι ούτε εδώ (βεβαίως) αλλά ούτε και στην Αμερική. «Πυροσβεστικά)» έχει δράσει και η Αμερική (ούτε καν τον Παπαδόπουλο δεν προέβλεψαν) και όλοι. Τυχαία είναι αυτά τα πράγματα, μόνο που αφού συμβούν και μετά, έρχονται οι εξουσιαστές και τα εκμεταλλεύονται στο μέτρο που μπορούν και που (δυστυχώς) τους αφήνει να δράσουν η ίδια η κοινωνία. Αλλά σταματάω εδώ γιατί πάει πολύ μακρυά η βαλίτσα. . .

Κι εγώ θα μείνω στο καλλιτεχνικό μέρος.Σίγουρα η μεγαλύτερη,ευθεία,βίαιη παρέμβαση στην καλλιτεχνική δημιουργία είναι αναμφισβήτητα η επιβολή της μεταξικής λογοκρισίας.Ωστόσο ακόμη και μετά υπάρχει συνάφεια στενή στις μουσικές και στιχουργικές φόρμες του πριν και του μετά.Τουλάχιστον μεγαλύτερη συνάφεια εμφανίζει το "Καρδιά Παραπονιάρα"απ’αυτή που εμφανίζει η “Ζιγκουάλα” με το “Παραπονούνται οι μάγκες μας” του Τσαούς. Απλά από το 56 περίπου και μετά δόθηκε η χαριστική βολή στο ρεμπέτικο και οριστικοποιήθηκε πλέον σε όλα τα επίπεδα (δημιουργία,ενορχήστρωση,γραμμοφώνηση,διασκέδαση) η απομάκρυνση από τη "ρεμπέτικη"φόρμα.Τα σχόλια για τη ρυθμική αγωγή και το χορό απλά προσπαθούν να υπογραμμίσουν κάποιες παρεμπίπτουσες παρενέργειες του γενικότερου κλίματος που αν και μικρότερης σημασίας ωστόσο πρέπει να επισημανθούν και έχουν ενδιαφέρον.Ασφαλώς στη διαδικασία της ηχογράφησης πολλά συμβαίνουν τυχαία.Λίγο η μόδα της εποχής, λίγο η αγνή πρόθεση να διασώσουμε ένα ξεχασμένο τραγούδι με πιο μοντέρνα μορφή,λίγο η βιοποριστική ανάγκη που πιέζει τον καλλιτέχνη να προχωρεί σε συμβάσεις, όλα διαμορφώνουν το αποτέλεσμα.Κι εγώ δεν πιστεύω ότι τη στιγμή της γραμμοφώνησης ήταν κάποιος που επέβαλλε την αλλαγή της εισαγωγής πχ,ή την αλλαγή του ρυθμού.Αυτά τα εισηγείται, στην κατάληξη μιας αλληλουχίας παραγόντων, το κλίμα που διαμορφώθηκε στα '60 μετά την αναπόφευκτη ιστορική πορεία της λαικής μουσικής από τη “μεταξική” λογοκρισία κι έπειτα.

Δεν δόθηκε χαριστική βολή, με την κλασική έννοια, στο ρεμπέτικο. Επέθανε θάναντον φυσικόν και αργόν, και δεν ήταν αποκλειστικά η μεταξική και η μεταγενέστερη λογοκρισία που του εμφύτευσαν τους ιούς που αργότερα δεν τους άντεξε και πέθανε. Το ρεμπέτικο χάθηκε από τότε που χάθηκαν και οι ρεμπέτες. Είναι διαπιστωμένο από παληά, δες την πρωτόλεια εργασία μου σχετικά στο θέμα «παρουσιάσεις», από το 1972 το είχα πή και είχαν πέσει όλοι να με φάνε τότε. Και σίγουρα, όπως παρατηρείς και εσύ, υπάρχουν συνάφειες με το παλαιότερο ύφος, που όμως βαθμιαία γίνονται όλο και λιγότερες για να φτάσουμε στη Ζιγκοάλα και στα μή χειρότερα. Με λογοκρισία ή χωρίς, το ρεμπέτικο δεν ήταν φτιαγμένο για να αντέξει ευρύτατο ακροατήριο και δεν το άντεξε.

Καταρχήν Παναγιώτη σε δυο από τα παραδείγματα που αναφέρεις ισχύει η ρήση “Δικό μου είναι το σπίτι, βάζω φωτιά και το καίω”. Δηλαδή το ότι ο ίδιος ο Μάρκος έκανε αυτές τις διασκευές (σε συνεννόηση ίσως με τους μπουζουξήδες που τα έπαιξαν).
Σε θεωρώ κομματάκι υπερβολικό, όταν δυσκολεύεσαι να αναγνωρίσεις το “Παράπονο του αλήτη” μέσα στο “Αλήτη μ’ είπες μια βραδιά”.
Επίσης στην (ομολογουμένως πολύ κατώτερη της πρώτης) “σκυλάδικη” εκτέλεση του “Βαδίζω και παραμιλώ”, αλλά και στην (άοσμη σε σχέση με αυτή του Χατζηχρήστου) εκτέλεση του “Παραπονιάρικου” θα πρέπει να δεις την αναγνώριση που έφεραν γι’ αυτό το τραγούδι, αλλά και την ανάγκη που δημιούργησαν στις νεώτερες γενιές (αναμεσά τους κι εμείς οι …σημερινοί) να ανατρέξουν στο παρελθόν για να βρουν το γνήσιο ρεμπέτικο, μεταξύ άλλων και τις πρωτότυπες -χαμένες μέχρι τότε- ηχογραφήσεις.
Και για να καταλάβεις τη δύναμη αυτών των επανεκτελέσεων, αυτές ήταν που “έσπρωξαν” μια σειρά “έντεχνους” μουσικούς να πλησιάσουν το λαϊκό τραγούδι, άλλοι με επιτυχία κι άλλοι όχι. Θυμάμαι το Δήμο Μούτση να λέει σε μια σχετικά πρόσφατη συνέντευξή του:
“Τότε -αρχές δεκαετίας του '60- έπαιζα βιολί. Με πήγε ένα φίλος σε μια συναυλία του Θεοδωράκη κι εκεί είδα για πρώτη φορά μπουζούκια κι εντυπωσιάστηκα. Μετά από μερικές μέρες μού έφερε μια κασέτα με τραγούδια του Μάρκου. Οχι τίποτα παλιά “ψαγμένα” τραγούδια, αλλά αυτά που είχαν βγει τότε. Το απόγευμα είχαμε κονσέρτο. Μέσα μου ηχούσαν τα τραγούδια του Μάρκου. Πήγα κι έπαιξα στο κονσέρτο. Μόλις τελειώσαμε, έβαλα το βιολί στη θήκη του και …δεν το ξανάβγαλα”.
Ας πάμε στο ύφος των επανεκτελέσεων. Δε θέλω να θεωρήσω περιττές τις απορίες σου, αλλά εσύ ο ίδιος έχεις δώσει μια σωστή απάντηση στη βασική πλευρά του ζητήματος ("…η κοινωνικοοικονομικοπολιτική
εξέλιξη στην Ελλάδα μετά και τον εμφύλιο επηρέασε την αισθητική της διασκέδασης, της ακρόασης, της καλλιτεχνικής δημιουργίας …"). Παρότι λοιπόν δείχνεις να έχεις κάνει μια ανάλυση στη σωστή βάση (επίδραση των πολιτικών-οικονομικών συνθηκών πάνω στον πολιτισμό) έρχεσαι μετά και θες να “μείνεις στο καλλιτεχνικό μέρος”. Καλώς. Δε θα σου χαλάσω χατήρι. Ας δούμε λοιπόν την καλλιτεχνική πλευρά.
Είναι λάθος να τσουβαλιάζουμε όλα τα τραγούδια. Π.χ. υπάρχει το συρτό “Μέσ’ στης πόλης το χαμάμ” που αν το συγκρίνεις με την εκτέλεση του Δελιά, τότε πραγματικά χρειάζεται εισαγγελέας. Υπάρχουν οι “Βεργούλες”, που άφησαν εποχή, παρά το ότι η πρώτη εκτέλεση (όπως αναφέρεις και συμφωνώ μαζί σου) με Μάρκο και Χατζηχρήστο δεν μπαίνει καν σε σύγκριση.
Υπάρχει όμως και το “Αντιλαλούν οι φυλακές”! Εγώ έχω πραγματικά δίλημμα στο ποια απ’ τις δυο είναι καλύτερη εκτέλεση και δεν σας κρύβω ότι αν με βάλετε “με το ζόρι” να διαλέξω, κλείνω προς τη δεύτερη!
Τι θέλω να πω μ’ αυτά; Μα ότι αν δούμε το θέμα στενά καλλιτεχνικά, τότε κινδυνεύουμε να καταλήξουμε στη λογική του “Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα”…
Εκείνο που θα συζητούσα από την παρέμβασή σου είναι το τι κατάφεραν οι επανεκτελέσεις εκείνης της εποχής.
Ξεκινάω λοιπόν με τα θετικά σημεία.
Σε μια εποχή που τα “ινδοαραβικά” έδιναν κι έπαιρναν, βγαίνουν οι κορυφαίοι τραγουδιστές (από πλευράς καταξίωσης στη συνείδηση του ευρύτερου κοινού) και επαναφέρουν μια σειρά από παλιά λαϊκά τραγούδια.
Εχουμε λοιπόν το 1959 το Στέλιο Καζαντζίδη να τραγουδάει τη “Συννεφιασμένη Κυριακή” (μπουζούκια οι Παπαδόπουλος, Καρνέζης, Μακρυδάκης, Τσιτσάνης). Την ίδια σχεδόν εποχή ο Μπιθικώτσης τραγουδάει
τέσσερα καινούργια τραγούδια του Μάρκου και στη συνέχεια πολλά από τα προπολεμικά του. Θα ακολουθήσουν όλοι οι γνωστοί τραγουδιστές Γαβαλάς, Πόλυ Πάνου, Καίτη Γκρέυ κ.ά.) που θα επαναφέρουν στο προσκήνιο ένα μεγάλο μέρος της προπολεμικής λαϊκής μουσικής. Θα ακουστούν π.χ. τραγούδια του Σκαρβέλη (Με το “Καημό μεσ’ στην καρδούλα μου” ο Γαβαλάς θα είναι ο πρώτος που θα τολμήσει μετά από είκοσι και πλέον χρόνια να μπει σε σύγκριση με τον Κάβουρα), Τούντα (“Είν’ ευτυχής ο άνθρωπος”). Ο Παπαϊωάννου βρίσκει την ευκαιρία να επανεκτελέσει δυο-τρία παλιότερα τραγούδια του, σε ένα από τα οποία θα καταφέρει το “ακατόρθωτο”: Να επανεκτελέσει τραγούδι που πρωτοείπε ο Καζαντζίδης και να τον κάνει να φαίνεται εκφραστικά …λίγος! (“Βγήκε ο χάρος να ψαρέψει”) Το ίδιο αμήχανα φαντάζομαι πως θα ένιωσε κι ο Μοσχονάς όταν άκουσε από τον μπάρμπα-Γιάννη την επανεκτέλεση του “Πέντε Έλληνες στον Αδη”.
Ο Τσιτσάνης, εκτός από δικά του τραγούδια, φτιάχνει με τον Μπιθικώτση μια σειρά παλιών τραγουδιών του Μάρκου. Νομίζω ότι η “Φραγκοσυριανή”, αν και γνωστή από παλιά, τότε καθιερώθηκε στη συνείδηση του κόσμου σαν συνώνυμο του γνήσιου λαϊκού τραγουδιού.
Θα μπορούσα ν’ αναφέρω μερικά ακόμη θετικά στοιχεία αλλά ήδη έχω μακρυγορήσει. Ας πάμε λοιπόν στα αρνητικά.
Βλέποντάς το πάντα “καλλιτεχνικά”, νομίζω ότι το κοινό σημείο των επανεκτελέσεων είναι το:
ντουμ-τεκ τεκ-ντουμ τεκ, ντουμ-τεκ τεκ-ντουμ τεκ τεκ. Για όσους σπουδαγμένους δεν κατάλαβαν την πρακτικίστικη περιγραφή μου, μιλάω για την καθιέρωση ενός “στάνταρ” στο ρυθμό του ζεϊμπέκικου. Βγάλανε μια “ρετσίνα-ζεϊμπέκικο”, “παντός καιρού” και οι “ποικιλίες” απτάλικο, καμηλιέρικο κλπ. έμειναν για κάποιους ρομαντικούς “οινοποιούς”, όπως ο Ακης Πάνου και δυο-τρεις άλλοι. Από κει ξεκινάει το θέμα για να φτάσουμε σήμερα σ’ αυτό που επισημαίνει ο Δημητριανάκης σε συνέντευξή του στην “Κλίκα”:
“Οι νέοι που έρχονται σήμερα στο μαγαζί, όταν κάποιος φίλος τους χορεύει ζεϊμπέκικο, του χτυπάνε παλαμάκια σε δύο τέταρτα!”…
Τι είναι αυτό που ξεκίνησε παλιότερα και συνεχίζεται μέχρι σήμερα σε όλο και πιο εντεινόμενους ρυθμούς;
Η μετατροπή της καλλιτεχνικής δημιουργίας σε όσο το δυνατόν πιο εύπεμπτο προϊόν με στόχο την απόλυτη εμπορευματοποίησή της.
Εχοντας τον απόλυτο έλεγχο των προωθητικών μέσων, σερβίρουν στον κόσμο ότι πιο άοσμο, πιο άχρωμο, πιο ακίνδυνο σε τελική ανάλυση υπάρχει. Στόχος, η άμεση και γρήγορη κατανάλωση, που όμως δεν δημιουργεί κορεσμό, έτσι ώστε να μπορούν σε σύντομο χρόνο να σερβίρουν το επόμενο προϊόν τους. Γι’ αυτό ότι έχει να κάνει με την παράδοση και τη γνησιότητα είναι εξ ορισμού καμμένο από χέρι, γιατί εμπεριέχει τη διαχρονικότητα. Οποιοδήποτε διαχρονικό προϊόν μπει στην παραγωγή, λειτουργεί σε βάρος των εύπεμπτων προϊόντων, συνεπώς συμβάλλει στη μείωση της κερδοφορίας. Οταν λοιπόν κάποιο τέτοιο προϊόν ξεπηδήσει παρά το θάψιμο που του γίνεται, τότε μπαίνουν σε άλλη διαδικασία: Σταματάει ο πόλεμος ενάντια στο συγκεκριμένο προϊόν και αρχίζει η προσπάθεια αλλαγής του μεταβολισμού αυτής της δημιουργίας, με στόχο -αν είναι δυνατόν- την ολική του αφομοίωση στο σύστημα.
Αν δεν ισχύουν τα παραπάνω που λέω, τότε γιατί στη σύγχρονη Ελλάδα το “Οφ αμάν” χορεύεται τσιφτετέλι;

ΥΓ. Ασχετο: Μήπως τελικά έχει πάρει κανείς χαμπάρι αν ο Δελιάς στο “Χαρέμι στο χαμάμ” αναφέρεται σε μια πόλη ή στην Πόλη;

Ωχ… τώρα το είδα! Μπλα μπλα μπλα… Το παράκανα ο μαλάκας!

Διάβασα λίγο αυτά που γράψατε εδώ. Εγώ ενδιαφέρομαι να μάθω πότε ξεχάστηκε η δομή 2/2/3/2 στο ζειμπέκικο? Ποτέ δεν είδα αυτή τη δομή και αν υπάρχει, σας παρακαλώ να μου πείτε ένα παράδειγμα για να τ’ ακούσω. Ψάχνω… (η φίλη μου η οποία ασχολείται με τους ποντιακούς ρυθμούς μου είπε ότι εκεί υπάρχει). Ευχαριστώ πολύ!!

Οι τοποθετήσεις σας πραγματικά προωθούν και εμπλουτίζουν την κουβέντα.Δεν διαφωνώ καθόλου με τα λεγόμενα σας, ίσα ίσα χαίρομαι που το έβαλα ως θέμα για να φωτισθεί καλύτερα με πλατύτερες γνώσεις από τις δικές μου.Ομολογουμένως το ύφος με το οποίο εκφράσθηκα ήταν υπερβολικό.Το “παράπονο του αλήτη” μοιάζει με το καινούριο.Το παράπονο το δικό μου είναι ότι θα ήθελα να παίζονται ώστε να τις αγαπήσει το ακροατήριο στα μαγαζιά ή αλλού οι πρώτες εκτελέσεις.Σε κάθε περίπτωση οι “Βεργούλες” με τον Παπαδόπουλο στο μπουζούκι και το Μπιθικώτση στη φωνή δεν είναι κανένα τραγουδάκι της συμφοράς.Ωστόσο φανταστείτε σ’ένα πανηγύρι πχ στην Κάτω Αχαιά έναν κουραδόμαγκα να χορεύει με κλαρίνο στο ξερό χώμα τις “Βεργούλες”.Αν του παίξουν την πρώτη εκτέλεση “τέζα ο καμπούρης”.Βγήκε οφσάιντ δύο μέτρα.Με το παράδειγμα θέλω να πώ ότι οι επανεκτελέσεις δημιούργησαν νέο ήθος στον ακροατή, στον μουσικό ακολουθώντας βέβαια το γενικότερο ρεύμα.Ενώ βέβαια ο Παπαδόπουλος έχει πειθαρχία,φειδώ και δωρικότητα ο νέος σκυλομπουζουξής το κατάλαβε αλλιώς, ο ανωτέρω κουραδόμαγκας το εξέλαβε λάθος το άσμα.Άρα κάπου ανοίξαν οι ασκοί του Αιόλου για αυθαιρεσίες άλλου τύπου.Πιστεύω τελικά ότι πέρα από αυτές τις κλασσικές-εκμοντερνισμένες εκτελέσεις(με Καρανικόλα,Παπαδόπουλο) πρέπει να προωθηθούν οι πρώτες για να υπάρξει μια ισορροπία και για να καταπολεμηθούν οι παρενέργειες που είναι πασιφανές ότι έλαβαν χώρα μετά την δεύτερη ακρόαση.
Τώρα για το ότι μένω στο καλλιτεχνικό μέρος.Εννοούσα ο φουκαράς ότι δεν θέλω να προχωρήσω σε βαρύγδουπες αναλύσεις χωρίς να έχω το απαραίτητο γνωστικό υπόβαθρο.Φοβήθηκα τον κίνδυνο να βγάζω αυθαίρετα συμπεράσματα για τις κοινωνικοπολιτικές συντεταγμένες ενός φαινομένου χωρίς να έχω πληροφόρηση ιδιαίτερη για τα γεγονότα. Τελικά οι ρεμπέτες έσβησαν βιολογικά και το έργο τους το πολέμησαν και το πολεμούν οι εταιρίες για να βγάλουν και να πουλήσουν τραγούδια-προφυλακτικά,…μιάς χρήσεως!
ΥΓ. κ.Πολίτη αναφέρετε, αν θέλετε, αυτά που έχετε γράψει.Δεν είναι μαύρη διαφήμιση νομίζω.Θα είναι χρήσιμο για το φόρουμ.

“…οι επανεκτελέσεις δημιούργησαν νέο ήθος στον ακροατή, στον μουσικό ακολουθώντας βέβαια το γενικότερο ρεύμα…”
Οχι,όχι. Οι συγκεκριμένες επανεκτελέσεις σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να διαμορφώσουν το ήθος που αναφέρεις. Αν μπορούσαν μάλιστα θα διαμόρφωναν εντελώς το αντίθετο ήθος, καθώς παίχτηκαν σε μια περίοδο παρακμής του λαϊκού τραγουδιού.
Την ευθύνη για ό,τι έγινε έχουν αυτοί που διαμόρφωσαν έτσι τα πράγματα, ώστε ένα παλιό ρεμπέτικο να χρειάζεται διασκευή για να “περάσει” εκ νέου στη δισκογραφία. Σε τελευταία ανάλυση ποιος ο λόγος να ξαναηχογραφηθεί π.χ. το “Είν’ ευτυχής ο άνθρωπος”; Πού “μπάζει” η πρώτη εκτέλεση; Στην πενιά του Χιώτη ή στην ερμηνεία του Στράτου; Οι “γραμμή” που οδήγησε στις επανεκτελέσεις και στο ξέχασμα των παλιών ρεμπέτικων είναι αυτή που δημιούργησε το νέο ήθος κι όχι οι ίδιες οι επανεκτελέσεις. Τώρα το ποια ήταν η “γραμμή”, ποιος και γιατί την έδινε, είναι αυτό που θέλει την περισσότερη κουβέντα και τη βαθύτερη ανάλυση (η οποία βέβαια δεν είναι μόνο μουσική).
Και κάτι εκτός θέματος:
Παναγιώτη κοίταγα πριν λίγο το profile σου. Γουστάρεις λέει Μάρκο, Τσαούς, Δελιά, Σκαρβέλη κλπ. Οταν με το Σώτο εκπληρώσουμε το όνειρό μας θα σε πάρουμε μαζί. Το δε όνειρο είναι:
Καλοκαίρι περατζάδα στην παραλιακή ανάμεσα στα γκομενάκια με μια mercedes 560 sec γκάμπριο, JBL με 2 σαμπ και 8 ηχεία, και στο cd να παίζει μανές “αλα τούρκα” από το Βαγγέλη Σωφρονίου.
Κι επειδή βλέπω είσαι κι ανύπαντρος, να σου προτείνω και το τεστ “Καμπάς” για τη μέλλουσα:
Μία ώρα κλεισμένη στο αυτοκίνητο με μια κασσέτα Ρούκουνα. Αν βγει και είναι στα καλά της, την παντρεύεσαι επιτόπου!

Χα, Χα ,Χα πολύ καλόοο!!!γουστάρω…

Παναγιώτη δεν ξέρω αν έχεις γνωριστεί εκ του σύνεγγυς με την παρέα, αλλά πρέπει να ξέρεις ότι συχνά μαζευόμαστε και παίζουμε σε ένα μαγαζάκι κοντά στο σπίτι σου. Οποτε αποφασίσεις να παίξεις μαζί μας, ρίξε σύρμα.

Με μεγάλη χαρά να γνωριστούμε από κοντά.Τις Παρασκευές μπορώ άνετα μετά τις 10.30.Δώστε στοιχεία ή ν’αφήσω τηλ ή ότι γουστάρετε!Σήμερα θα πάρω το καλό μου όργανο από επισκευή.Και κιθάρα παίζω άνετα… οπότε, ρίξτε το παρασύνθημα εν ευθέτω χρόνο!

Όχι αύριο όμως γιατί είναι η κηδεία του Μπίνη και δεν κάνει να γλεντοκοπάμε.

Αν και έχει περάσει καμπόσος καιρός, επανέρχομαι στο θέμα μια και τώρα το είδα.
Το θέμα των διασκευών (γιατί πρόκειται περί διασκευών και όχι επανεκτελέσεων, τουλάχιστον στην πλειοψηφεία τους) έχει δύο όψεις.
Από την μια η μάζα μαθαίνει και κανένα τραγούδι της προκοπής. Ο Ακατανόμαστος για παράδειγμα, με τα διπλά cd που κυκλοφόρησε πρόσφατα έκανε αρκετό κόσμο να μάθει “καινούρια” τραγούδια. Εξ αιτίας αυτού του “έργου” που διαπράττει (για να μην παρεξηγηθώ δηλώνω ότι τον απεχθάνομαι ως άνθρωπο) παραβλέπω το οικονομικό όφελος αυτών των διασκευών. Από κει και πέρα είναι το ζόρι. Θα ψάξει ο ακροατής να βρει την αυθεντική εκτέλεση ορμώμενος από την διασκευή, ή θα μείνει εκεί, έχοντας στ’αυτιά του, άλλοτε λίγο και άλλοτε πολύ, διασκευασμένη (διαστρευλωμένη ίσως) άποψη του κομματιού;

Οι περισσότεροι εδώ μέσα είστε μουσικοί, και μάλιστα επαγγελματίες. Σκεφτήτε πόσο κακό μπορούν να προκαλέσουν οι διασκευές - οι οποίες δεν είναι από μόνες τους κακές (για τις σοβαρές μιλάω και όχι τύπου χαμάμ) - όταν θα έρθει την επόμενη φορά ο πελάτης σας και σας ζητήσει το "Ούζο όταν πιεις της Αλεξίου και την Φραγκοσυριανή του Νταλάρα.

μα,το “ούζο” για τους πολλούς είναι της Χαρούλας!!!δεν το συζητάμε,αυτό.είναι έτσι,εδώ και πολλά χρόνια.
για την “φραγκοσυριανή” ο Giorgos έχει βάλει εδώ και καιρό υποψηφιότητα…ιδιοκτησίας,καθώς έχει φτιάξει σπίτι στην Σύρο.Αμέ!

Ενδιαφέροντα αυτά που γράψατε περί αλλοιώσεων και κακόγουστων ηχογραφήσεων, που κάθε άλλο παρά ρεμπέτικες είναι. Συμφωνώ απόλυτα βέβαια, μιας και είναι θέμα που με πονάει και μένα ιδιαίτερα.
Το θέμα διακατέχεται από μια σοβαρή επικινδυνότητα λόγω των διαφημήσεων που γίνονται στα ΜΜΕ για να πωληθούν τα cd αυτά.
Έχω δει νέους να ενθουσιάζονται και να νομίζουν οτι αυτό είναι το Ρεμπέτικο τραγούδι αγνοώντας τις πρώτες εκτελέσεις κι άλλους , με υψηλότερο αισθητήριο, να απογοητεύονται.
Η σοβαρότητα των παρουσιάσεων τους είναι αυτό που παραπλανεί τους καταναλωτές οι οποίοι δεν έχουν τα μουσικά αντισώματα να ψαχτούν βαθύτερα στο Ρεμπέτικο. Κάτι αντίστοιχο με το Δημοτικό και το δημοτικίζον τραγούδι των πανηγυριών με τις άθλιες ενορχηστρώσεις και τον άθλιο ήχο.
Ένας απ’ τους κυρίους υπαίτιους και ‘‘δολοφόνος’’ των πρώτων εκτελέσεων ,και ειδικά εκείνων που γράφτηκαν απουσία δημιουργών, είναι ο Στέλιος Καζαντζίδης. Αναφέρω κάποια τραγούδια που τα διέλυσε στην κυριολεξία, όχι-προς θεού-από πλευράς φωνής, αλλά από υπερβολή στην ερμηνεία και άθλιο ήχο π.χ ‘’ Γιατί με ξύπνησες πρωϊ’’, ‘‘καρδιά παραπονιάρα’’, ‘‘πλήγωσε με όσο θέλεις’’ κ.α που δεν θέλω ουτε να τα σκέφτομαι. Ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος εδώ γιατί μιλάμε για τραγουδιστή με μεγάλη λαϊκή απήχηση. Δυστυχώς τα ραδιόφωνα προτιμούν να παίζουν αυτές τις εγκληματικά άσχημες εκτελέσεις…

Εξ’ορισμού οι πρώτες εκτελέσεις είναι άφταστες, και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες που τα επανερμηνεύουν, άλλωστε, το παραδέχονται. Από την άλλη, οι επανεκτελέσεις του '60 είναι πολλές φορές διασκευασμένες, είτε από τον ίδιο τον δημιουργό είτε από άλλον, οπότε έχουν την ιδιαιτερότητά τους, το στίγμα της εποχής (καλώς ή κακώς). Σε εξαιρετικές περιπτώσεις η σύγκριση στερείται νοήματος - τα εκλαμβάνω ως διαφορετικά τελείως τραγούδια. Για παράδειγμα, το ΜΕΣ ΤΗΝ ΠΟΛΥ ΣΚΟΤΟΥΡΑ ΜΟΥ με Στράτο είναι μοναδικό. Όμως η φοβερή και τρομερή Πάνου του δίνει μια τελείως διαφορετική διάσταση (κι ας γκρινιάζουν εδώ μέσα μερικοί για το αργό τέμπο - μόδα της εποχής εκείνης. ΣΗΜ: πιστεύω πως στο συγκεκριμένο η Πόλυ αφήνει πολύ πίσω όλες τις υπόλοιπες επανεκτελέσεις). Οι κακόγουστες επανεκτελέσεις, όμως, είναι πολύ περισσότερες κατά την γνώμη μου τα πιο πρόσφατα χρόνια, κι όχι τόσο το '60. Και για να φτάσω στα τελευταία 10-15 χρόνια, οι πιο επικίνδυνοι και επιρρεπείς σε αυτά είναι οι “γνήσιοι”. Ξέρεις, αυτοί που δεν γουστάρουν ηλεκτρικά, τετράχορδα και λοιπές μαλακίες, που είναι λιτοί στο σχήμα και με ύφος 18 ντερβισάδων - οι “ψαγμένοι”. Βάζω εισαγωγικά, διότι υπάρχουν άλλοι χωρίς εισαγωγικά. Τους ξέρουμε και τους μεν και τους δε.

Όμως σου σφυρίζω κόκκινη γι’αυτό που λες (με πολύ κατηγορηματικό ύφος βρε αδερφέ) για τον Καζαντζίδη. Αναφέρεις μερικά τραγούδια, αν όμως πιάσεις τον κύριο όγκο των επανεκτελέσεων του, απέχουν πολύ από τον βαρύ χαρακτηρισμό “εγκληματικά άσχημες”. Εμ, πώς θα γίνει…

Και τέλος πάντων, αν ο καθένας διαμορφώνει την αισθητική του και κάνει τις επιλογές του βασισμένος στο τι του πασάρουν οι έμπορες των μέσων μαζικής εξημέρωσης, αυτό είναι δικό του πρόβλημα, κι ας πρόσεχε. Αυτό το λέω ΕΙΔΙΚΑ για το Ρεμπέτικο. Διότι ναι μεν μας κυβερνάνε και μας ταΐζουν τα αφεντικά των δισκογραφικών με το κουτάλι εμετικά τραγούδια με ολίγην από γκλαμουριά/κυρίλα/σταρ-ίλα (περιστασιακά και σιλικόνη), από την άλλη όμως, ο καθένας που ψάχνεται με το Ρεμπέτικο σημαίνει πως έχει επεξεργαστεί 5 πράγματα στον εγκέφαλό του παραπάνω. Και αυτό σημαίνει πως φέρει μεγαλύτερη ευθύνη στην πιθανώς κακή επιλογή.

ΥΓ - ρε γαμώτο, που βρίσκετε όλες τις φατσούλες και τις τσαμπουνάτε στο κείμενο; Βρίσκω μόνο από κάτω ένα πλαίσιο που λέει εικονίδια μηνύματος.

Γεια σου Πάνο. Τι κάνεις; Τελικά δεν βρεθήκαμε μες το καλοκαίρι, αλλά ήταν αναμενόμενο αφού έτρεχα σα τον Βέγγο για δουλειά. Θα συμφωνήσω για τον Καζαντζίδη. Ήταν ογκόλιθος και ανέδειξε πολλά τραγούδια με τη φωνή του. Τον προτιμώ όμως στα πρώτα του βήματα δηλ. στα '50ς, πριν υιοθετήσει τη γνωστή σε όλους “κλάψα”. Έχει τη χάρη της και το νόημα της και η “κλάψα”, αλλά μερικές φορές νομίζω το παρακάνει. Αυτό φυσικά δε με αποθαρρύνει να ακούσω ηχογραφήσεις του του ‘70, αλλά όπως προείπα προτιμώ να τον ακούω στο "Πέφτουν τα φύλλα απ’ τα κλαριά" του Μητσάκη πχ.
Όσο για τους “δήθεν”, αυτό που νομίζω είναι ότι δεν είναι μουσικοί. (Το λιγότερο). Ο συνειδητοποιημένος μουσικός ή ακροατής, δεν απορρίπτει τόσο εύκολα ό,τι έχει ηλεκτρικό ήχο ή μια διασκευή. Είναι κι άλλοι παράγοντες που καθορίζουν τη ποιότητα ενός τραγουδιού.

Νομίζω οτι τα ίδια λέμε όλοι πάνω-κάτω. Δεν αναφέρομαι στους δήθεν βέβαια. Οι δήθεν κατ’ εμέ είναι εξίσου λαμόγια και αξιοκατάκριτοι με τους σκυλοηλίθιους. Ούτε τρώω κόλλημα με το ηλεκτρικο μπουζούκι ιδιαίτερο. Κι ο Μπιθικώτσης το χρησιμοποίησε, ηταν η εποχή άλλωστε, κι ας μην ξεχναμε και τον μεγιστο Θεοδωράκη. Άλλωστε ο παίχτης αναδεικνυει το όργανο. Μίλησα για ενορχηστρώσεις που απομακρύνουν τους έχοντες αισθητική ακροατές, όπως πχ ένα μικρό παιδί στην εφηβεία που θέλει να ψαχτεί και δεν ξερει τι του γινεται γιατι δεν ξέρει τις πηγές, και γιατι ειναι η εποχη του τετοια.
Ο Μπιθικωτσης εν συγκρισει με τον Καζαντζιδη ειναι πιο δωρικός, πιο καλα αισθητικά τοποθετημένος. Ο Καζαντζίδης άλλωστε , ως γνωστόν, υπήρξε και μεγάλος πολέμιος του Ρεμπέτικου. Έλεγε οτι δεν ξερουν ‘‘που τους πανε τα τέσσερα’’ στο μπουζούκι και τους αποκαλούσε αλήτες και χασικλήδες.
Αντίθετα ο μέγιστος των μεγίστων Μπιθικώτσης , λάτρευε τον Μάρκο, που του έκανε και την δεύτερη καριέρα, και τον εξυμνούσε μέχρι τους τελευταίους μήνες της ζωής του, έχοντας μάλιστα ερμηνέυσει τα μεγαλύτερα αριστουργήματα του ελληνισμού με τον άλλον ογκόλιθο τον Μίκη Θεοδωράκη.
Θα συμφωνήσω με την Ελένη για τον παλιό Καζαντζίδη και μιμούμενο τον Τσαουσάκη της εποχής του ‘50, η του ‘‘Σαββατόβραδου’’ του Θεοδωράκη, η ’ του ‘‘Κυρ-Αντώνη’’ του Χατζιδάκι. Αυτός αρέσει και σε μένα.
Η διαφορά είναι οτι ο ένας ο σερ, ήξερε για το Ρεμπέτικο και τον Μάρκο, ενω ο άλλος επέδειξε αχαριστία στους δασκάλους του και τους αποκαλούσε άμουσους, εξ’ ου και το αποτέλεσμα των κλαψοηχογραφήσεων της μιζέριας.
Τι να το κανω λοιπον αν ηταν γεννημένος με μια φωνή φαινόμενο που είναι αντικείμενο μελέτης και έρευνας, αν η αισθητική του δεν μ’ αγγίζει.
Συμφωνώ και για την Πόλυ Πάνου επίσης στην εκτέλεση του "Μες στην πολλή σκοτούρα μου’’, είναι άψογη και παρουσία Τσιτσάνη. Και μακάρι όλοι οι λαϊκοί ερμηνευτές τις δεκαετίας '60, να άφηναν τα σκυλοτράγουδα και να επανεκτελούσαν τα αριστουργήματα αυτά. Και που ξέρουμε μπορει και να εκαναν στροφή στην καριέρα τους και να μας έμεναν πιο πολλοί στην ιστορία.

Μωρ’συ Θέμη, μην μπαίνουμε τώρα στην διαδικασία αυτή της άσκοπης σύγκρισης, ο ένας είχε δωρικότητα ο άλλος καλλίτερα γυρίσματα κλπ. Και οι δυο κορυφαίοι Λαϊκοί Βάρδοι, ο καθένας με τις ιδιαιτερότητές του και το ύφος του. ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ξεκίνησαν (ουσιαστικά) με το Ρεμπέτικο κι από κει κι έπειτα ο καθένας τράβηξε τον δικό του δρόμο, σε ινδοπρεπή, λαϊκό, ελαφρύ κλπ.

Για τον Καζαντζίδη:
Έχουν ειπωθεί πολλά για το θέμα με τον Παπαϊωάννου. Το τι ακριβώς έγινε δεν με πολυαπασχολεί, και νομίζω δεν έχει και πολύ σημασία. Ακόμα κι αν είναι έτσι τα πράγματα όμως (η αλήθεια πάντα βρίσκεται κάπου στην μέση) αυτό δεν τον ακυρώνει ως έναν από τους μεγαλύτερους εκφραστές του Λαού. Και οι τεράστιοι αυτοί καλλιτέχνες άνθρωποι είναι στο κάτω κάτω, με αδυναμίες και εμπάθειες. Τώρα να αποκαλείς τα λαϊκά τραγούδια του Καζαντζίδη κλαψοηχογραφήσεις της μιζέριας, είσαι πάλι φάουλ. Δηλαδή κλαψοηχογραφήσεις της μιζέριας τα τεράστια τραγούδια της εργατιάς και της μετανάστευσης, ας πούμε;

Αρκετά για μένα με την κουβέντα Καζαντζίδη, έχει συζητηθεί και παλιότερα εξ’άλλου. Τα λέμε από αλλού…