"Δεν το΄λπιζα Μανώλη"

Οι στίχοι αυτού του τραγουδιου;

Πληροφορίες περισσότερες γι΄αυτό;:241:

Υποχρεωμένη για όποια στοιχεία σχετικα…

Δε τό’λπιζα Μανώλη κορόιδο να πιαστείς
και το λουλά να σπάσεις στη φυλακή να μπεις
αν είσαι φίνος μάγκας πουν’τα μπεγλέρια σου
αν είσαι και σερέτης πουν’τα μαχαίρια σου,

Εγώ’μαι φίνος μάγκας και φίνος χασικλής
και σα θα τη φουμάρω να ξεμολογηθείς
έλα βρε Μανωλάκη να τα λιμάρουμε
να στρώσουμε κουβέρτα να τους τα πάρουμε,

Για σένα βρε Μανώλη τα ρούχα μου πουλώ
και παίρνω μπαγλαμάδες και παίζω και γλεντώ
έλα βρε Μανωλάκη να παίξεις μπαγλαμά
να κάνουμε κεφάλι στο ψεύτικο ντουνιά.

Νούρος, Ογδοντάκης - σωτήριον έτος 1926.

Βέβαια υπάρχουν πρόσφατες έρευνες που αποκαλύπτουν πως στην πραγματικότητα το έγραψε ο Ακατανόμαστος.

Έχει ολόκληρη ιστορία το τραγούδι αυτό…
Αναφέρεται στο Μανώλη Κάη από την Κίο της Προποντίδας. Έδρασε την εποχή του σουλτάνου Σουλεϊμάν Αζίζ (1857 - 1867). Ήταν φιλήσυχος νοικοκύρης, ώσπου σκότωσε για λόγους τιμής έναν Τουρκολαζό. Έτσι έγινε “κοινωνικός ληστής”, βοηθώντας άπορους και προικίζοντας φτωχές κοπέλες. Με κλεφτοπόλεμο έστηνε ενέδρες και σκότωνε Τούρκους αξιωματούχους κλέβοντας χρήματα, τιμαλφή κλπ., ώσπου από προδοσία σκοτώθηκε χτυπημένος πισώπλατα…

Οι φονιάδες προσέφεραν το κεφάλι του στο μεχκεμέ (δικαστήριο) της Προύσας.
Τότε δημιουργήθηκε μια παραλλαγή που χορευόταν σε ρυθμό καρσιλαμά:
“Πάει Μανώλης πάει, πάει να κοιμηθεί
στ΄όνειρό του το είδε πως θα σκοτωθεί…”

[Ανάλογο τραγούδι με κατορθώματα σχετικά είναι ένα ακριτικό, όπου τη θέση του Μανώλη έχει ο ακρίτας Γιάννης…].

Ο Δραγάτσης ή Ογδοντάκης θα δισκογραφήσει αργότερα την παραλλαγή που ξέρουμε, στη ρεμπέτικη εκδοχή του ακριτικού αρχικά τραγουδιού.
Εδώ, ο νικημένος κουτσαβάκης παίρνει το όνομα του Μανώλη από την παράδοση της τουρκοκρατίας, προσθέτει μαχαίρια που υπήρχαν σε κωνσταντινοπολίτικο δίστιχο:
(…Αν είσαι κουτσαβάκι πού΄ναι η καμίτσα σου,
το κόκκινο ζωνάρι κι η παντουφλίτσα σου…),

προσθέτει ναργιλέδες, μπαγλαμάδες, μπεγλέρια, λιμαρισμένα πλαστά ζάρια συνθέτοντας έτσι την εικόνα του Σμυρνιού νταή και μάγκα, όπως υπήρξε στην Αθήνα, μετά το ΄22:

«Δεν το΄λπιζα, Μανώλη, κορόιδο να πιαστείς
Και το λουλά να σπάσεις, στη φυλακή να μπεις…"

[Για τους στίχους… βλέπετε παραπάνω, στο post του Πάνου]

2 «Μου αρέσει»

Δεν κατάλαβα, Πάνο, ποιος ειναι ο “Ακατανόμαστος”;

Ναι, είναι το πιο πιθανό!
Πληροφορίες που λένε ότι την πιο φοβερή και τρομερή εκτέλεση την ερμήνευσε ο Βαγγέλης Σωφρονίου, ελέγχεται ως ανακριβής!

:019::019::019:

Άρη, και πάλι αδιάβαστο σε βρίσκω. Η φοβερότερη και τρομερότερη ΕΚΤΕΛΕΣΗ είναι του Ζαγοραίου:

Ζε νε πα σουετε, μανολίς, τυ ετέ πρενέ ντε κοροήντ. Κασέ λε λουλά ε αντρέ λα φυλάκ. Σι τυ ε μανγκάς φίν, ου σον τε μπεγκλέρ, σι τυ έ ε σερέτ, ου σον τε μαχαίρ. (να και φραγκελληνικά!)

Ειρήνη μου, όπως φαίνεται και από τα στοιχεία σου είσαι νέο μέλος, που να ξέρεις λοιπόν ότι ένας είναι ο Ακατονόμαστος. Ποιος, θα το καταλάβεις με τον καιρό.

Νίκο υπάρχει όντως ??? :019: αν ναι, μπορεί κάποιος να μου τη στείλει ?

Έλα ρε Μπάμπη! την πλάκα μου έκανα…

ΕΕΕΕ; :241:
Αντίστοιχος θρύλος υπάρχει για τον Άγιο Μανώλη των Σφακιανών!!! (εξ ου και η συχνή εμφάνιση του ονόματος στην Κρήτη, πιστεύω). Έχω την εντύπωση ότι γιαρτάζει κιόλας, 17 Αυγούστου νομίζω.

ψιλοχοντροψάρωσα δηλαδή!!!
εύγε Νίκο, πα μαλ…

Καλό Νίκο, και γω ψάρωσα. Δε το θεώρησα διόλου απίθανο, δεδομένου του ε ντε λα μαγκέν - ετ σετερά…

Lyroneir,
Ναι, φαίνεται πως ανάλογα φαινόμενα “κοινωνικών ληστών” έχουμε άφθονα σε όλη την επικράτεια, κυρίως στην εποχή της τουρκοκρατίας, μ΄αυτή τη μορφή.

Αλλά, και το ρεμπέτικο “αντιεξουσιαστικό”, αντισυμβατικό είναι, ακόμα κι όταν μιλά για τον έρωτα.

Όπως φαίνεται ο “κοινωνικός ληστής” εκείνης της εποχής πήρε τη μορφή του κουτσαβάκη μετέπειτα και του μάγκα αργότερα.

Πώς προκύπτει η σύνδεση αυτού του Μανώλη Κάη με το ρεμπέτικο τραγούδι που ξέρουμε;

Αυτό το δίστιχο (πάει Μανώλης πάει…), τι είχε πριν και μετά;

Ρωτάω γιατί δε βλέπω το παραμικρό κοινό σημείο ανάμεσα στην ιστορία του Κάη και στο τραγούδι (μόνο τό όνομα Μανώλης). Αν όμως είναι γνωστό το τραγούδι του Κάη, τότε μπορεί η σχέση να τεκμηριώνεται.

Η συσχέτιση δίνεται από τον Νέαρχο Γεωργιάδη στο βιβλίο “Ο Ακρίτας που Έγινε Ρεμπέτης” (Σύγχρονη Εποχή, 1999) και στο ομώνυμο κεφάλαιο.

Τα στιχάκια για τον Μανώλη Κάη που παραθέτει ο ΝΓ είναι:

Πάει Μανόλης πάει, πάει να κοιμηθεί
στ’ όνειρό του το είδε πως θαλά σκοτωθεί

Σε μια μεγάλη πέτρα, σ’ ένα κρύο νερό
σκοτώσαν το Μανόλη, της Κατερίνας γιο.

Κρίμα, Μανόλη μ’, κρίμα στο μπόγι σου
που έκανες ρεζίλι όλο το σόι σου

Δεν σε το ‘πα, Μανόλη μ’, με Τούρκο μην παγαίνς
θα σε σκοτώσ’, Μανόλη μ’, κι άδικα θα παγαίνς

Δεν ήταν, μάνα μ’, Τούρκοι, δεν ήταν χριστιανοί
μον’ ήταν μπισκιτζήδες και παλιοβούλγαροι (…)

Μανόλη μ’, το κεφάλι σ’ το βάλαν στο χεϊμπέ
το πήγανε στην Προύσα στο μέγα Μεχκεμέ

Τ’ Μανόλη η μαχαίρα ήταν τρεις οργυιές
κι όταν την ετραβούσε ετρέμαν οι ψυχές.

Τ’ Μανόλη τα δαχτύλια ήτανε κολλητά
κι όταν τραβούσε πάλα ετρέμαν τα βουνά.

Μανόλης είχε μάνα, είχε και μια αδερφή
είχε και μια γυναίκα μ’ εφτά μηνού παιδί.

Το περιστατικό και τα στιχάκια χρονολογούνται τα χρόνια του Αμπντούλ Αζίζ (1857-1867). Για τα στιχάκια αυτά, ο ΝΓ δίνει ως πηγές τα: “Μαρία Ασβέστη, Δημώδη άσματα Αρετσούς, Κέντρο Αιγαιακών Λαογραφικών και Μουσικών Ερευνών, Αθήνα, 1997, σελ. 89” και “Μικρασιατικά Χρονικά, τομ. Α’, σελ. 387”.

Κατά τον ΝΓ, τα στιχάκια και η μετρική μορφή πατάνε σε ένα παμπάλαιο δημώδες που το χρονολογεί από πριν από τον 13-14ο αιώνα και αναφέρεται στο θάνατο βυζαντινού ακρίτα από πολυάριθμους Σαρακηνούς. Το μοτίβο ίσαμε εδώ είναι το ίδιο. Ο ήρωας κακοπαθαίνει από πολύ περισσότερους αντιπάλους. Σε μεταγενέστερη φάση, στην ίδια μετρική και κεντρικό ήρωα που κακοπαθαίνει, εμφανίζονται στιχουργήματα που τώρα η υπόθεση επικεντρώνεται στη διαμάχη και γενικότερα νταραβέρια κουτσαβάκηδων. Και φτάνουμε τελικά στην ηχογράφηση του Μανόλη του Δραγάτση περί το 1930, χωρίς όμως, κατά τη γνώμη μου, ο Μανόλης της ηχογράφησης να είναι αναγκαστικά ο ίδιος με τον Κάη.

Περισσότερες πληροφορίες βρίσκονται στο κεφάλαιο του ΝΓ.

Λεπτομέρεια: Το βιβλίο του ΝΓ είναι συλλογή κεφαλαίων με αυτόνομο θέμα. Ένα από αυτά είναι και το εν λόγω, το οποίο έδωσε τελικά τον τίτλο σε όλο το βιβλίο.

2 «Μου αρέσει»

Πράγματι, το αναγνωρίζω. Δεν ξέρω πόσο παλιό είναι το πρότυπο (εγώ θα έλεγα αρκετά νεότερο, αφού είναι ομοιοκατάληκτο), αλλά πάντως υπάρχει, αυτό είναι βέβαιο. Το 'χω ακούσει σε μικροπαραλλαγές από ένα σωρό μέρη της Ελλάδας.

Αλλά δε βλέπω τίποτε κοινό με τον Μανόλη Χασικλή.

Εκτός από το όνομα, που βεβαίως δεν το μετράμε, υπάρχει το ημιστίχιο «Δε στο ΄πα Μανόλη μ΄" που μπορούμε άνετα, νομίζω, να το δούμε και αυτό εντεταγμένο μέσα στο data base απ’ το οποίο άντλησαν όλοι οι λαϊκοί / λαϊκίζοντες στιχοπλόκοι του 20ού αιώνα. Υπάρχει και το στοιχείο της φυλάκισης ή αιχμαλωσίας, όχι στο τραγούδι του Μανώλη Κάη αλλά στα ακριτικά, ιδιαίτερα στο τραγούδι εκείνο που ο ΝΓ φαίνεται να συνδέει (δεν έχω το συγκεκριμένο βιβλίο του) με το «παμπάλαιο δημώδες» που ίσως είναι το 71 (Κάτου στην άσπρη πέτρα και στο κρύο νερό) των «Εκλογών» του ΝΓΠ. Όπως ο συγγραφέας σημειώνει, το θέμα της αιχμαλωσίας ή του εξ ενέδρας τραυματισμού ή φόνου Ακρίτου υπό των εχθρών αυτού, Σαρακηνών ή Απελατών, είναι σύνηθες εις τ’ ακριτικά άσματα. Αλλά είναι, πράγματι, ελάχιστα αυτά, δεν φτάνουν για να μιλήσεις για «προσαρμογή του υπάρχοντος ακριτικού στις ειδικές συνθήκες του ρεμπέτικου».

Εκείνο όμως που μου κάνει εντύπωση, είναι οι εν πολλοίς απροσδόκητες μετρικές παρεκκλίσεις, αλλά και κάποια έλλειψη «περιποίησης» του στίχου (θαλά σκοτωθεί, παγαίν’ς / παγαίνς, Τ΄Μανόλη). Νομίζω ότι το τραγούδι, πριν καταγραφεί με λάθη, έλεγε «Στ’ όνειρό το το είδε, πώς θέλει σκοτωθεί» και «(του) Μανόλη η μαχαίρα / τα δαχτύλια». “Τ’ Μανόλη” δεν τραγουδιέται με τίποτα!

Γιατί δεν τραγουδιέται; Στα ιδιώματα όπου συνηθίζουν να τρώνε τα άτονα «ου» (και «ι»), ακούγεται τελείως στρωτό. Όπως λέμε «ζντγκατάψξ» - δε βλέπω τη δυσκολία. :wink:

Πάντως εμένα η εικόνα μου είναι ότι πρόκειται για ρίμα, η οποία τραγουδήθηκε στον σκοπό προϋπαρχουσών ριμάδων και άντλησε κι απ’ αυτές. Για παράδειγμα:

Αυτό το δίστιχο είναι από την Αντρονίκη. (Και μάλλον έχει όντως λάθος στην καταγραφή: Κρίμα Μανόλη κρίμα, κρίμα στο μπόγι σου. Με ένα κρίμα παραπάνω, το οποίο μάλλον τραγουδήθηκε αλλά κατά την καταγραφή παρερμηνεύτηκε ως εσωτερική αναδίπλωση, το μέτρο αποκαθίσταται.)

Αυτό πάλι:

…υπάρχει νομίζω στο αρχικό άσμα που αναφέρει κι ο Νίκος, και αναφέρεται όχι σε έθνη αλλά σε αριθμό εχθρών: δεν ήταν τρεις και πέντε ή κάπως έτσι (όπου δικαιολογεί ο ήρωας γιατί νικήθηκε: γιατί ήταν πολλοί οι εχθροί του).

Κι αυτό:

…στους Κοντραμπατζήδες:

Δε σ’ το 'λεγα Θανάση, μην πας εις τα καπνά
γιατί θα σε σκοτώσουν οι Τούρκοι τα σκυλιά.

Όταν ένα τραγούδι έχει σχετικά ασυνήθιστο ποιητικό μέτρο, συμφύρεται ευκολότερα με άλλα του ιδίου μέτρου, γιατί το πιθανότερο είναι ότι κάθε τοπική παράδοση δε θα έχει πάνω από 1-2 σκοπούς για στίχους αυτού του μέτρου, οπότε όλα θα τραγουδιούνται στον ίδιο σκοπό ή στους ίδιους λίγους σκοπούς. Παράδειγμα:

-Κάτω στον γιαλό, κάτω στο περιγιάλι
πλέναν Χιώτισσες, πλέναν παπαδοπούλες

-Κάτω στον γιαλό, κάτω στο περιγάλι
κόρην αγαπώ ξανθή και μαυρομάτα

-Κάτω σε γιαλό, κάτω σε περιγιάλι
κάθεται αϊτός, βρεμένος χιονισμένος

Προφανέστατα μόνο στο πρώτο τραγούδι ο στίχος με το περιγιάλι έχει ουσιαστικό, οργανικό λόγο ύπαρξης. Στα άλλα δύο απλώς συμφύρθηκε λόγω του κοινού μέτρου.

Ο ΝΓ αναφέρεται και στον Νικόλαο Γ. Πολίτη αλλά και σε άλλους. Την εκδοχή που ο ΝΓ θεωρεί ότι είναι πιο κοντά και χρονικά στο πρώτο ακριτικό (του 9-10ου αιώνα) την έχει πάρει από το “Ζωγράφειος Αγών, τ. Α’, εκδ. Φιλολογικού Συλλόγου, Κωνσταντινούπολη 1891, σελ. 398”. Τα τέσσερα πρώτα στιχάκια είναι:

Στης φοινικιάς τη ρίζα τρέχει κρύο νερό,
κι εις το νερόν επάνω κείται μάρμαρο,
στο μάρμαρον επάνω κείται Γιαννακής,
σπαθοκονταρωμένος κι ανεγνώριμος.

Κατά βάση, το στιχούργημα αυτό είναι πράγματι ανομοιοκατάληκτο. Ο ΝΓ συζητά για ποιο λόγο θεωρεί ότι είναι κοντά στο προγενέστερο βυζαντινό και χρονικά. Μετά παρουσιάζει παρόμοιας δομής στιχουργήματα που αναφέρονται στην Τουρκοκρατία με κλέφτες και αρματολούς.

Τώρα η σύνδεση του στιχουργήματος του Μανόλη Κάη με τον Μανόλη Χασικλή γίνεται μέσω της ύπαρξης ενός άλλου με τίτλο “Γιάννης και Αντώνης” που χρονολογείται περί το 1900 και βρίσκεται στη συλλογή Τάσου Σχορέλη, Ρεμπέτικη Ανθολογία, τομ. Α’, Πλέθρον, 1977,σελ. 50 (αυτό θα το 'χετε).

Δεν το ‘λπιζα, βρ’ Αντώνη, κορόιδο να πιαστείς
σε δυο χωροφυλάκους και να παραδοθείς

κλπ κλπ

(για το συγκεκριμένο, ο ΝΓ λέει ότι υπάρχει ηχογράφηση. Τότε που έγραφε το βιβλίο (δεκαετία του 1990) δεν ήξερε κάτι παραπάνω. Τώρα, έχει βρεθεί κάτι; (π.χ. στο αρχείο Π. Κουνάδη ή στο sealabs);

Για να σταματήσω εδώ, ο ΝΓ συνδέει ένα ακριτικό τραγούδι που χρονολογείται από τον 9ο-10ο αιώνα με τον Μανόλη τον Χασικλή του 1930 αναφέροντας σχετικά στιχουργήματα συγκεκριμένων ενδιάμεσων ιστορικών περιόδων που λειτουργούν ως γέφυρες. Και έτσι, κατά τον ΝΓ, ο ακρίτας έγινε ρεμπέτης.

Νίκο Π.; κάποια στιγμή είχες παραθέσει κάποια στιχάκια για το Λάμπρο Κατσώνη. Σαν να θυμάμαι ότι, σε σχέση με το μέτρο, ήταν ίδια με αυτό που συζητάμε τώρα. Τα έχεις πρόχειρα;

«Ζγκατάψξ» λέμε, αλλά δεν τραγουδάμε.

Συνηθίζεται δωδεκασύλλαβο και σε ρίμες; Ειλικρινά, δεν θυμάμαι αν ναι.

Δεν γίνεται, έτσι βγαίνει δεκατρισύλλαβο! Το «17»:

Κάτου στην άσπρη πέτρα και στο κρυό νερό (πρόσεξε τον τόνο, αντιγράφω απ΄το κείμενο του βιβλίου)

Εκεί κείτετ’ ο Γιάννος, τ’ Ανδρονίκου ο γιός

Άρα, θα ΄πρεπε να ΄ταν

Κρίμα Μανόλη μ’ κρίμα, και στο μπόγι σου (ή κάτι ανάλογο)

Που έκανες ρεζίλι ό- λο το σόι σου.

Και υπάρχουν και πολλοί άλλοι παρόμοιοι παρατονισμοί.

Ναι, είναι «του Γιάννου, τ’ Ανδρονίκου ο γιος», που όμως δεν νικήθηκε «κανονικά»:

Δεν ήταν μήτε πέντε, μήτε δεκοχτώ,

Εφτά χιλιάδες ήταν κι εγώ αμοναχός.

Κι απ’ τις εφτά χιλιάδες, ένας γλύτωσε

(πολύ αντρειωμένος, ανέβηκε στα σύννεφα, στον ουρανό και)

Μια σαϊτιά μου παίζει μες΄στην καρδιά’

Τη δύναμή μου κόβει κι όλ’ την αντρειά.

Σωστά:

Σταβέντο από την Άντρο, σοφράνο από τη Τζιά,

Συνάντησεν ο Λάμπρος τον Καπουδάν πασά κλπ. (δηλαδή, σαν σ’ αρέσει μπαρμπα Λάμπρο, ξαναπέρν’ από την Άντρο.