Ο Κ. Βάρναλης έγραφε χρονογραφήματα στην εφημερίδα “Πρωία” κατά τη διάρκεια της Κατοχής (1941-1944).
Εκεί γνώρισε τον Κώστα Μπέζο, αφού και οι δυο τους εργάζονταν ως δημοσιογράφοι στην ίδια εφημερίδα.
Μια επιφυλλίδα του στις 16-1-1943 αφιερώνει στον Κώστα Μπέζο.
[u]Κώστας Μπέζος[/u]
[i]Μιαν εξαιρετική φυσιογνωμία έχασε ο καλλιτεχνικός κόσμος της Αθήνας και έναν πολύτιμο συνεργάτη η Πρωία, τον Κώστα Μπέζο. Νέος ακόμα, νικήθηκε από την ύπουλη αρρώστια που τον έφθειρε χρόνια και τώρα τελευταία τον έριξε χάμου, για να μη σηκωθεί πια.
Ο Μπέζος ήταν πολύπλευρη καλλιτεχνική φύση. Σκιτσογράφος, ποιητής, συνθέτης, κιθαριστής, τραγουδιστής, ηθοποιός, επιθεωρησιογράφος, πεζογράφος. Και σ’ όλα αυτά είχε λεπτό γούστο και πνεύμα και στα περισσότερα, αναγνωρισμένο τάλαντο. Αλλά κυρίως ήταν ένας από τους πιο γνήσιους τύπους της μποέμικης ζωής. Ξενύχτης αδιόρθωτος, γλεντζές, καλόκαρδος - ένα μεγάλο παιδί, που δεν ήξερε τι θα πει “αύριο”. Κι ήταν αγαπητός απ’ όλους και περιζήτητος στις παρέες. Και για το πλήθος των ταλάντων του και για την ευθυμία του και για τα γουστόζικα ανέκδοτά του, που ήξερε να τα διηγείται με μοναδικό μπρίο.
Ως γελοιογράφος των εφημερίδων δεν είχε το ταίρι του. Το χιούμορ του ήτανε πάρα πολύ φίνο κ’ η γραμμή του σίγουρη. Χαριτωμένος και πνευματώδης κι ανεξάντλητος. Κι όμως, πόσο βαριότανε τη δουλειά! Όταν ερχότανε τα βράδια στα γραφεία της Πρωίας για να φκιάσει το καθημερινό του σκίτσο, ήτανε άθυμος σα να τον είχανε καταδικάσει σε καταναγκαστικά έργα.
- Τι να φκιάσω; έλεγε. Το κεφάλι μου είναι άδειο.
- Κάτσε και πάρε χαρτί και πένα. Κάτι θα βγει.
Και πραγματικά, σε λίγη ώρα το σκίτσο ήτανε έτοιμο, φρέσκο και σπαρταριστό κι απορούσες πούθε βγήκε όλο αυτό το κέφι. Κ’ έπειτα, άμα έπαιρνε την “αντιμισθία”, έτρεχε να τη χαλάσει. Λες και τα λεφτά τού καίγανε τις φούχτες.
Είχε μια καταπληκτική ευκολία να εφευρίσκει κωμικές σκηνές και να γράφει σατιρικούς στίχους. Αλλά σχεδόν ποτέ του δεν είχε την υπομονή να τελειώσει ένα έργο. Αφού το έφκιανε όλο μες στο κεφάλι του και προχωρούσε αρκετά στην πραγματοποίηση, ξαφνικά τα παρατούσε όλα. Τον έπαιρνε το ρέμα της μποέμικης ανεμελιάς - ναυάγιο της νύχτας και της ημέρας.
Ως κιθαριστής ήτανε μαέστρος κι ως τραγουδιστής περίφημος για τη λεπτή του τέχνη και το αληθινό αίσθημα. Πόσες φορές πηγαίναμε να τον βρούμε σε διάφορα κέντρα, όπου καταντούσε να διασκεδάζει το κοινό. Κάπου - κάπου τα μάζευε κ’ έφευγε με μερικούς άλλους συντρόφους για καλλιτεχνική περιοδεία στην Αίγυπτο και στην Πόλη. Ξαναγύριζε μετά καιρό στα παλιά του λημέρια και στις παλιές του συνήθειες με κέφι και παράδες. Και σε λίγο έτρωγε τους κόπους του και ξαναγινότανε σκιτσογράφος. Αυτήν τη δουλειά τη θεωρούσε ρουτινιέρικη, Κι αν μπορούσε, θα πλήρωνε όσα είχε για να την αποφύγει!
Αυτή η μποέμικη αταξία της ζωής του τον έφαγε. Διαρκώς αδυνάτιζε. Έβηχε. Και πριν από ένα χρόνο και πλέον τονε δέχτηκε η “Σωτηρία”. Οι φίλοι, που τον αγαπούσαν, κ’ οι γνωστοί, που τον εχτιμούσαν, λυπηθήκανε πολύ. Γιατί η κατάστασή του δε σήκωνε διόρθωση. Έφυγε κι από κει, γιατί η μοίρα του το είχε να μη ριζώνει πουθενά. Πήγε στην Αγία Παρασκευή. Εκεί, σ’ ένα δωμάτιο ακατάστατο και υγρό, έρεβε τελειωτικά και καμιά βοήθεια δεν μπορούσε πια να τον σώσει. Ο γιατρός τελευταία, αφού απελπίστηκε, του κατάργησε κάθε δίαιτα και του επέτρεψε να τρώγει ό,τι ήθελε. Γιατί να τον βασανίζει άδικα;
- Γιατρέ, του είπε, μπροστά σε κάτι φίλους που πήγανε να τον ιδούνε, σου χρωστώ μεγάλη χάρη για όσα μου έκανες. Αλλά σε παρακαλώ να μη μου αρνηθείς μια τελευταία χάρη.
-Ποιαν;
- Δώσε μου ένα φάρμακο να πεθάνω απόψε. Γιατί να βασανίζομαι άδικα;
-Δεν ντρέπεσαι; του απάντησε ο γιαστρός. Θα γίνεις καλά την άνοιξη.
Και πραγματικά, μέσα σε μια βδομάδα έγινε απολύτως καλά. Πέθανε.
Μια ζωή, ένα παραμύθι, ένας τάφος. Τι άδικα που χάθηκε μια εξαιρετική καλλιτεχνική ψυχή, ένας θαυμάσιος άνθρωπος - ο τελευταίος της γενεάς των βοημών![/i]
Τα χρονογραφήματα αυτά του Βάρναλη από την “Πρωία” κυκλοφορούν στο βιβλίο “Φέιγ Βολάν της Κατοχής” (σε επιμέλεια του Γιώργου Ζεβελάκη, από τις εκδόσεις Καστανιώτη), απ’ όπου και το παραπάνω κείμενο, σελ. 307 - 309.