μπεζαχτάς: το συρτάρι στον πάγκο του καταστήματος, όπου φυλάσσονταν οι εισπράξεις, το ταμείο, ένα υποτυπώδες χρηματοκιβώτιο, κατά κάποιο τρόπο.
Και, κατ’ επέκταση, χρηματικό ποσό ιδίως μεγάλο.
“Δώσ’ στους μπάτσους μ’ αρχοντιά
κι άνοιξε τον μπεζαχτά…”
από το τραγούδι “Στου Μάνθου τον τεκέ”.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bezahta ].
[Μια συνδιαλλαγή - εδώ που τα λέμε - με τους φορείς της εξουσίας είναι ολοφάνερη, από τα συμφραζόμενα. “Ανοίγω τον μπεζαχτά”, σε δωροδοκία παραπέμπει]