Μπουζουκοκαταστάσεις (ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ 5/6/1893)
Η “ψημένη Κεφαλή”, μάλλον κάποιος κ. Καραπαύλος θα είναι, όνομα διαδεδομένο στο Ναύπλιο, και όχι Καραφαύλος.
Η πρωιμότερη μάλλον διαφήμιση του “Μινόρε του ντεκέ” (ΑΤΛΑΝΤΙΣ 25/3/1932)
Και εδώ τον Σεπτέμβριο κατονομάζονται και οι συντελεστές (ΑΤΛΑΝΤΙΣ 14/9/1932)
Ο Νταλγκάς στην Τρίπολη, συνοδευόμενος από Περιστέρη και Ογδοντάκη. Γκραν σουξέ! (ΕΘΝΙΚΗ ΙΔΕΑ 7/2/1932)
Αλλά και περί καλφάδων σε απεργία, όπως φαίνεται, με οικονομικές διεκδικήσεις απέναντι στους μαστόρους (εμπορορράπτες), για τις οποίες έχουν εκδώσει και προκήρυξη “Προς τους απανταχού της οικουμένης Καλφάδες”.
Η εφημερίδα “ειλικρινώς, αμερολήπτως και ανεξαρτήτως” προδικάζει την αποτυχία της απεργίας. Μεταξύ άλλων και λόγω της “κοινής γνώμης” που φοβάται ότι, αν οι καλφάδες πάρουν αυξήσεις, “ο καθείς θα πληρώνη τα φορέματά του περισσότερον”.
“Δια τούτον προ ημερών κατεδικάσαμεν δημόσια τους εξεγείραντες τους πτωχούς καλφάδες εις απονενοημένον διάβημα”.
Ωστόσο η εφημερίδα συστήνει και στους μαστόρους να πληρώσουν κάτι παραπάνω στους “πτωχούς καλφάδες”, γιατί αφενός τους συμφέρει αντί να επιβαρύνονται με ναύλα για να τους αντικαταστήσουν με ξένους. Αφετέρου από “ιπποτισμό”: “Το πείσμα δικαιολογείται κάπως μεταξύ ανθρώπων ίσης περιουσίας, ίσης κοινωνικής τάξεως, δεν είναι όμως και πολύ ιπποτικόν μεταξύ πλουσίου και πτωχού, ένθα ο πρώτος πάντοτε θα υπερισχύση”. Επίσης επειδή οι μαστόροι-εμπορορράπτες, “εκτός των εξόδων εις τα οποία υποβάλλονται ήδη και άλλων υλικών ζημιών, θα λυπώνται βλέποντες μετ’ ου πολύ την θέσιν των τέως καλφάδων των”.
Δυσοίωνη και υποτιμητική συνηγορία για τον αγώνα των καλφάδων η επίκληση του ιπποτισμού και του οίκτου των αφεντικών.
Δεν τους έχει τους καλφάδες για τέτοια νταηλίκια η καλή εφημερίδα.
Εγώ κόλλησα στο χαρακτηρισμό του νταή. Έχω την αίσθηση ότι ο αρθρογράφος προβάλλει τη δικιά του άποψη περί ντάηδων ως τη μόνη σωστή, αλλά στα κείμενα που έχω διαβάσει εγώ η εικόνα είναι κάπως διαφορετική και πιο περίπλοκη. Πρωτ’ απ’ όλα, dayı σημαίνει κυριολεκτικά θείος (από τη μεριά της μητέρας) στα τουρκικά, και δεν δηλώνει αναγκαστικά έναν ηλικιωμένο ή “πρόωρα παρημακότα” άνθρωπο ή κάποιον εγκληματία/μπράβο. Έχω την εντύπωση ότι οι Τούρκοι προτιμούν το “amca” (θείος από τη μεριά του πατέρα) σαν προσφώνηση όταν πρόκεται για κάποιον καλοπροαίρετο και γεροντότερο πρόσωπο (όπως το ελληνικό “θείε”). Υπάρχει επίσης το karadayı, που έχει τις ίδιες συνδηλώσεις με το ελληνικό νταή, όπως το χρησιμοποεί π.χ. ο Σολωμονίδης και ο Αρχιγένης.
Στο παρακάτω άρθρο υπάρχει μία ενδιαφέρουσα περιγραφή του χαρακτήρα και του ρόλου τους, με αναφορές σε έναν περίφημο Έλληνα καπανταή, ονόματι Χρύσανθος.
bovenkerk_04_history_ottomanempire.pdf (451,9 KB)
Στον τουρκικό λαϊκό πολιτισμό έχεις καμιά φορά την αίσθηση ότι οι ντάηδες έχουν αποχτήσει μυθικές διαστάσεις, όπως οι mafiosi ή οι cowboys στα western. Ακόμα οι σημερινές τούρκικες σαπουνόφουσκες/σήριαλ προβάλλον συχνά μια ρομαντική και σχεδόν μυθιστορηματική εικόνα του νταή εγκληματία (και “προστάτη του μαχαλά”), με το δικό το κώδικα τιμής.
Ήρωας περίπου μυθικών διαστάσεων, με τον χαρακτηρισμό ακριβώς «νταής», είναι ο μπάρμπας ο Παναγής από το τραγούδι της Παπαγιαννοπούλου. Άρα στη γλώσσα της Παπαγιαννοπούλου, που μεγάλωσε στο Αϊδίνι αν αυτό έχει κάποια σημασία, η λέξη σήμαινε πολύ περισσότερα απ’ ό,τι σήμερα. Σήμερα ο νταής είναι κυρίως ο βίαιος θρασύδειλος.
Αυτό ακριβώς το τραγούδι μου ήρθε στο νου!
Είχα ένα μπάρμπα εγώ νταή
Τον ξακουστό τον Παναγή
Καμάρι κι ασικλίκι
Λάζο στη μέση του χωστό
Μουστάκι μαύρο γυριστό
Καφέ αμάν και αγαπητιλίκι
Μεσ τα βουρλά κατιρματζήσ
Αντάμης και κοντραμπατζής
Και της Τουρκιάς ο τρόμος
Καβάλα σε λιγνό φαρί
Το μάτι του θόλο βαρύ
Πατούσε κι έτρεμε ο δρόμος
Είχε σκοτώσει τσαντιρμά
Όταν περνούσε κατσιρμά
Μπροστά απ’ το καρακόλι
Για να γλιτώσει τα καπνά
Σκαρφάλωσε από τα βουνά
Και τα φευγάτισε στην πόλη
Τσακιρισμένος μια βραδιά
Κι ος ήταν άντρας με καρδιά
Τον βάρεσε η τρέλα
Και μπαμ και μπουμ τις πιστολιές
Ξεσήκωσε τις γειτονιές
Κι έσπασε δυο μπορντέλα
Φτωχό σαν λάχαινε να δει
Δάκρυζε σαν μικρό παιδί
Κι ως είχε και παράδες
Κάθε χριστού και πασχαλιά
Μοίραζε ψώνια αγκαλιά
Στους φτωχομαχαλάδες
Η μάνα μου η Αλισαβώ
Και η νενέ μου η Τζεβώ
Είχαν συχνά μπελάδες
Γιατί μας βγάζαν αβανιές
Πως στου σπιτιού μας τις γωνιές
Κρύβαμε κατιρμάδες
Και κάποιο δειλινό μουντό
Μας τον εφέραν σηκωτό
Στο σπίτι λαβωμένο
Με ματωμένη τραχηλιά
Σπασμένη ραχοκοκαλιά
Πολύ βαριά μαχαιρωμένο
Και πρίν χάραξει η αυγή
Και πριν ο ήλιος καλοβγεί
Τον στόλιζαν στη κάσα
Τον κλαίει Τσεσμές και Αϊβαλί
Τον μπάρμπα μου τον Παναή
Πήρ’ η τουρκιά ανάσα
Τον έφαγε μια παστρικιά
Μια του παλιά αγαπητικιά
Αχ έρημη αγάπη
Γιατί ο μπάρμπας μου θαρρώ
Κρυφά της τάχε από καιρό
Με την Αγγέλα του αράπη
Και την παράλλη την αυγή
Βγάζει η τουρκιά διαταγή
Ο κιρχανάς να κλείσει
Μη σκοτωθεί κι άλλος ραγιάς
Απ’ τα σεκλέτια της καρδιάς
Κι η ρωμιοσύνη σβήσει
Μα σβήστηκε ο Παναής
Απ’ τα κιτάπια της ζωής
Ασ έχει σχώριο η ψυχή του
Αυτόν που έτρεμε η τουρκιά
Τον έφαγε η αγαπητικιά
Και πήγε τσάμπα η ζωή του
Μεγάλωσα κι εγώ που λες
Κοπέλα μεσ τις κοπελιές
Και τ’ αϊβαλιού λουλούδι
Τον μπάρμπα μου δεν τον ξεχνώ
Κι έκατσα αυτό το δειλινό
Και σασ τον έκανα τραγούδι
Σε ρεπορτάζ για τα πειραϊκά μπαρ στο 1933 (ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ 12/2/1933) συναντάμε τους Στέλιο και Παναγιώτη Χρυσίνη:
Ναι, όπως τα γράφει ο κύριος Σπύρος είναι.
Υποθέτω ότι μέσα στο ρεπερτόριό τους θα ήταν και τέτοια δημοφιλή άσματα από την Επιθεώρηση.















