Αστικολαϊκά παραλειπόμενα

Ρεπορτάζ για τεκέδες υπήρξαν πολλά στον Τύπο, καθώς ήταν ένα θέμα που «πούλαγε», ιδίως στα χρόνια 1920-1937. Το παρακάτω ρεπορτάζ (Ιανουάριος 1924) είναι αθησαύριστο και πολύ ενδιαφέρον, νομίζω, καθώς αφενός εισέρχεται με λεπτομέρεια στα άδυτα του περίφημου τεκέ του Σερενάκη/Σειρηνάκη (είναι γνωστό το δίστιχο: «Στου Σερενάκη την αυλή/σκοτώσαν ένα χασικλή») και αφετέρου προσφέρει μια σπάνια περιγραφή της μουσικής επιτέλεσης μέσα στον χώρο.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗΝ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΠΟΚΛΗΡΩΝ-ΟΙ ΧΑΣΙΣΟΠΟΤΑΙ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΤΑΓΩΓΙΑ ΤΩΝ

[…] Βρισκόμαστε στον περίφημο ντεκέ του κυρ Θανάση του Σειρηνάκη. Το εσωτερικό του μαγαζιού φωτίζεται με μια λάμπα πετρελαίου που καπνίζει. Το γυαλί της θολό, φαίνεται ότι ποτέ δεν έχει καθαρισθή. Οι τοίχοι έχουν διακοσμηθή μ’ εφημερίδες και λιθογραφίες όλων των μεγάλων ανδρών της τελευταίας ευκλεούς δράσεως. Στον τοίχο κρέμονται ένας μπαγλαμάς και ένας άλλος υπό κατασκευήν. Το μαγαζί θερμαίνεται μ’ ένα μαγκάλι, που η φωτιά όπως το ιερόν πυρ καίει ημέραν και νύκτα. Τα κάρβουνα είναι καλά χωνεμένα προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για το λουλά. Τρία σκαμνιά, ένα μπαούλο κι ένας μπάγκος αποτελούν τα όλα έπιπλα του μαγαζιού. Μέσα στο μισοσκόταδο μόλις κατορθώνουμε ύστερα από προσεκτική εκ του πλησίον παρατήρηση να γνωρίσουμε τα γύρω πρόσωπα. Ο κυρ Θανάσης ο τεκετζής, μελαχρινός, αδύνατος, χωρίς σακάκι, με πυκνά μαύρα μουστάκια και πυκνά μαύρα σγουρά μαλλιά, μας υποδέχεται με κάποιο συγκρατημένο φόβο.

Γύρω, απάνω στα σκαμνιά, κάθουνται μια παρέα από πέντε θαμώνες του ντεκέ. Τα πρόσωπά των βουβά, χωρίς καμμία έκφρασι, με μάτια απλανή, μισοκλεισμένα. Μια ψυχρή αδιαφορία υπάρχει στα πρόσωπά των, σαν να μη συμβαίνει τίποτε. Μας κοίταξαν με κάποια ανησυχία στην αρχή, μα σαν είδαν το ήσυχο πρόσωπο του κυρ Θανάση ξανάπεσαν στο ρεμβασμό τους. Τα κεφάλια τους γέρνουν στα στήθη τους βαριά, ασήκωτα. Τα παιδιά είναι μαστουρωμένα. Βρίσκονται στην κατάσταση εκείνη που είναι όλη έκσταση. Βρίσκονται στο σημείο που τα πάθη είναι μηκυθμός, κλάμα, παράπονο, αμανές, που μόνο ο μπαγλαμάς και το μπουζούκι μπορούν να πουν. Το τραγούδι είναι θλιβερό σαν κλάμα κάποιων αδικοσκοτωμένων από τη ζωή, που μια κακή μοίρα τους έσπρωξε εκεί μακριά, στην κοινή περιφρόνηση. Και πίνουν για να λησμονήσουν και πίνουν για να τραγουδήσουν με πόνο που βγαίνει ίσια από την ψυχή τους, με πόνο που κάνει τα πρόσωπά των να παίρνουν μια έκφρασι που μόνο και να την βλέπη κανείς είναι να κλαίη. Πόσαι μεταπτώσεις. Τα τραγούδια των ανθρώπων αυτών που ζουν σε τόση απόστασι από το ταμπλώ της ζωής έχουν θέμα κάτι από την ιστορίαν ηρωϊκών προσώπων που έδρασαν στην εκδίκησι της κοινής περιφρονήσεως. Μιλούν με πάθος για τον έρωτα και άγριο μίσος για την κακή κοινωνία που τους έσπρωξε στο έγκλημα. Και ο «μάπας» (ο λουλάς) φτιάχνεται και περιφέρεται από χέρια σε χέρια και μόνο τη στιγμή εκείνη τα μάτια παίρνουν μια εξαιρετική λάμψι, την λάμψι του πόθου που δεν χορταίνει.

Σ’ αυτήν την κατάστασι βρίσκονταν τα παιδιά όταν μπήκαμε μεσα. Καθίσαμε εδώ κι εκεί, όπως μπορούσαμε. Ο κυρ Θανάσης παρακαλείται να μας φτιάξη το “μάπα”, αλλά με ύφος μισοκακόμοιρο αρνείται ότι έχει στο μαγαζί του τέτοιο πράγμα. Σε τέτοιες στιγμές μπαίνουν εις ενέργειαν τα μεγάλα μέσα. Βγάζω από την τσέπη μου ένα κομμάτι μεγάλο χασίς που είχα προμηθευθή και το βάζω στα χέρια του κυρ Θανάση του ξυπόλυτου (έτσι είναι το παρατσούκλι του, ενθυμίζον παλαιάν του ανυπόδητον δόξαν). Τα μάτια του έλαμψαν, τα μουστάκια του χαμογέλασαν και η διαταγή εδόθη αμέσως στο νεαρώτερο της παρέας να ετοιμάση το «μάπα». Κάποιος από τα παιδιά ρώτησε:

-Τι είναι;

-Προύσα, απαντά ο κυρ Θανάσης, εννοών τον τόπον της προελεύσεως του χασίς.

Ο νεαρώτερος σκύβει κάτω και από μια αφανή τρύπα βγάζει το λουλά. Πώς γίνεται ο λουλάς, φαντάζομαι πως λίγοι θα γνωρίζουν. Είναι ένα μικρό σταμνί από εκείνα που τα παιδάκια παίρνουν στο σχολείο για νερό. Εις το μέρος του στομίου τοποθετείται ο λουλάς. Το χεράκι το σπάζουν με πολλή τέχνη και εις το επάνω μέρος της κοιλιάς του σταμνιού ανοίγουν μια τρύπα, η οποία χωρεί ίσα-ίσα ένα καλάμι. Και απέναντι της τρύπας του καλαμιού ανοίγουν με σουγιά μία άλλη μικρή τρυπούλα. Όταν ο μάπας μεταφέρεται από χέρι σε χέρι, ο καπνός πούναι μέσα, το ντουμάνι δηλαδή, πρέπει να βγη. Φυσούν από το μέρος του καλαμιού και βγαίνει το ντουμάνι από τη μικρή τρυπούλα.

Στο διάστημα της κατασκευής του λουλά ο κυρ Θανάσης, ενθουσιασμένος από το φιλοδώρημα και από την προσδοκία της ευτυχίας, πήρε το μπουζούκι από το χέρι κάποιου αρχάριου και άρχισε με πολλή τέχνη να παίζη. Η τέχνη του κυρ Θανάση είναι κάτι που σπάνια συναντάται. Από τη βαριά πενιά του βγαίνει το κλάμα, η χάρις, ο πόνος, η απογοήτευσις, η διάψευσις των ελπίδων. Κάθε πενιά του είναι και ένα αίσθημα που εξωτερικεύεται με ορμή ανάλογη προς τα ορμητικά αισθήματα των ανθρώπων αυτών.

Ο λουλάς έχει ετοιμασθή. Όλοι οι συνάδελφοί μου αρνούνται να καπνίσουν. Διάβολε. Πρέπει να δοκιμάση κανείς και τη χαρά και τη λύπη που προξενεί το ναρκωτικό αυτό, και τα όνειρα. Πρέπει να συμμερισθή κανείς όλους τους πόνους και τις χαρές των πιστών οπαδών του. Πιστεύω πως, μόνον όταν κανείς τα ζήση όλ’ αυτά, μπορεί και να τα εννοήση βαθιά με τις άπειρες ψυχολογικές τους διακλαδώσεις. Παίρνω πρώτος το λουλά και τραβώ τρεις τέσσερις ρουφηξιές. Εκείνη τη στιγμή δεν πολυκατάλαβα τι δημιουργεί το ναρκωτικό αυτό. Τον έδωσα κατόπιν του κυρ Θανάση και αυτός με τη σειρά του στο «ψάρι», σε κείνον που βαράει το «κόκκινο» (κλεφτοπορτοφολάς του παραλιακού τραμ), στον «τσιμπολόγο» και ένα γέρο έως 70 χρονών που ήταν ξαπλωμένος μέσα σε κάτι κουρέλια.

Τα μάτια που ήσαν πρώτα απλανή και μισοκλεισμένα, τα κεφάλια που ήσαν πεσμένα στα στήθη, τα χέρια που έμεναν παραλυμένα, όλα εκινήθησαν ηλεκτρισμένα από τον πόθο, με τη λεπτή τρεμούλα που απλώνει κανείς για να πιάση μια ευτυχία, μια χίμαιρα. Όλοι τραβούν δυο τρεις ρουφηξιές και τέλος ο λουλάς παραδίδεται στο γέρο που είχε ανασηκωθεί από τα κουρέλια. Άπλωσε τα δύο τρεμουλιάρικα χέρια και άρπαξε το λουλά, ενώ τα σαγόνια του με τα πυκνά γένια σιγότρεμαν. Ρούφηξε με μάτια μισοκλεισμένα απ΄την ηδονή και ξανάπεσε στα κουρέλια του αδιάφορος.

Ο κυρ Θανάσης αφήνει το μπουζούκι και παίρνει τον μπαγλαμά. Μας παίζει του άλλοτε αστυνομικού της καταδιώξεως εις τον Πειραιά Γαλιγάλη το τραγούδι:

Γαλιγάλη, Γαλιγάλη

πούφυγες και ήρθες πάλι

Πρόκειται περί του παραπόνου των ανθρώπων του λουλά, γιατί ο απότακτος Γαλιγάλης είχεν επανέλθει εις την υπηρεσίαν.

Μόνον όσοι έχουν ακούσει μπαγλαμά από χέρια μερακλή χασικλή μπορούν να νιώσουν ποια αισθήματα δημιουργεί το όργανον αυτό με τις τρεις χορδές και μάλιστα όταν παίζεται μέσα σε τέτοιο περιβάλλον. Οι γλυκές νότες του πλανώνται μέσα στο ασφυκτικό από τους καπνούς και τη μυρουδιά του χασίς μαγαζάκι, γίνονται όργιον, όραμα ασύλληπτο, τυλιγμένο σε υπέρωχες πολύχρωμες φανταχτερές φορεσιές από τους γαλάζιους καπνούς του χασίς, γίνεται θρήνος, ενθουσιασμός, αγάπη, ζήλια, δηλητήριο. Σε λίγη ώρα από το τράβηγμα του λουλά αρχίζει μια ελφρά ζάλη που κάνει το κεφάλι βαρύ να πέφτη προς τα κάτω. Η φαντασία οργιάζει. Γίνεσαι πορφυρογέννητος, Ρότσιλδ, Σατανάς, Θεός, εραστής θείων πλασμάτων, Απόλλων και μόνον τα γύρω σου δεν σ’ ενδιαφέρουν. […]

Τιποτε δεν μπορεί να σε αποσπάση εύκολα από την έκστασι αυτή. Η ψυχή σου απλώνεται με ηδονή και αναπαύεται σε όμορφες φαντασιώσεις. Παύει το κάθε τι να έχη και την παραμικρή σημασία για τον χασικλή. Μόνο ο λουλάς είναι το Βατερλώ των ανθρώπων αυτών. Αν τους τον στερήσης, είναι προτιμότερον να τους σκοτώσης. Είναι η ζωή τους, η ύπαρξίς τους, η λησμονιά, η ευτυχία. Μπροστά σ’ αυτή τίποτ’ άλλο, όσο μεγάλο κι αν είναι, δεν παραβάλλεται

Εμείς κι αν το φουμάρουμε

κανέναν δεν πειράζουμε

λέει ο άνθρωπος του λουλά εκφράζοντα το παράπονό του για τις αστυνομικές καταδιώξεις. Εάν διά τον Πυγμαλίωνα ήρκει η Γαλάτεια και μία καλύβη, για τον χασικλή αρκεί μόνον ο λουλάς και τίποτ’ άλλο […]

3 «Μου αρέσει»

για τους άλλους τεκέδες διαβάζουμε εδω.

3 «Μου αρέσει»

Συγχαρητήρια για όλα αυτά που βρίσκετε και ανεβάζετε όλοι εδώ στο φόρουμ!!

3 «Μου αρέσει»

Όπως είναι γνωστό, ο μακαρίτης Κώστας Χατζηδουλής υπήρξε σημαίνουσα προσωπικότητα στον χώρο της ρεμπετολογίας, όπου συνεισέφερε πολύ και πρωτότυπο υλικό, κειμενικά, δισκογραφικά και άλλως πως.

Πριν αρκετά χρόνια πέτυχα σε μια δημοπρασία ένα δακτυλόγραφο κείμενό του, που αφορά μια σειρά εκπομπών που είχε προτείνει στην ΕΡΤ. Το δακτυλόγραφο πρόγραμμα, που θα παραθέσω στη συνέχεια, πιθανολογώ ότι χρονολογείται γύρω στα 1980. Η σειρά θα είχε γενικό τίτλο ΡΕΜΠΕΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ και θα αποτελούνταν από 13 επεισόδια. Ωστόσο, καθώς φαίνεται, η συμφωνία που πρότεινε ο Χατζηδουλής, ως επικεφαλής κοινοπραξίας, δεν ευοδώθηκε. Έτσι μας έμεινε αυτό το ντοκουμέντο-πρόγραμμα, που διασώζει τον προγραμματικό σκελετό της σειράς και ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες του εκάστοτε επεισοδίου. Από αυτά που διαβάζουμε, θαρρώ πως θα ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα σειρά (ιδίως σε ό,τι αφορά άγνωστα και ανέκδοτα περιστατικά της Μεταξικής λογοκρισίας, για παράδειγμα)

6 «Μου αρέσει»

Με τον θάνατο του Χατζηδουλή εγείρεται ένα μεγάλο ερωτηματικό όσον αφορά το σημαντικό αρχείο που άφησε πίσω του. Ποια θα είναι άραγε η τύχη του; Είχε μεριμνήσει όσο ζούσε για τη συνέχεια;

4 «Μου αρέσει»

Αυτό το ντοκουμέντο πρέπει κατά πάσα πιθανότητα να είναι μοναδικό, με την κανονική κυριολεξία. Άνθιμε, εύγε για τη γενναιόδωρη πρωτοβουλία να το μοιραστείς.

Στο 6. μέρος «Δικτατορία Μεταξά - Λογοκρισία» διαβάζουμε: «Άγνωστα και σπαρταριστά επεισόδια με τους λογοκριτές για πρώτη φορά στη δημοσιότητα.»

Έχουν άραγε βγει στη δημοσιότητα έκτοτε τέτοια περιστατικά;

1 «Μου αρέσει»

Τα ίδια είχε αναγγείλει και το 1979 (Κ. Χατζηδουλής, Ρεμπέτικη ιστορία 1 –Περπινιάδης, Γενίτσαρης, Μάθεσης, Λελάκης, εκδ. Νεφέλη), ωστόσο ουδέποτε δημοσίευσε το παραμικρό από τα υποσχεθέντα…

Για αυτό λέω ότι είναι κρίσιμο να διαφυλαχθεί το Αρχείο αυτό. Διότι για μεν όσα έχει δημοσιεύσει από αυτό ο ίδιος, εντάξει, είναι δημοσιοποιημένα. Πόσα όμως από το αρχείο είναι αδημοσίευτα (καληώρα ωσάν τα της Μεταξικής λογοκρισίας);

2 «Μου αρέσει»

Και διαβάζω σήμερα μια εντελώς πρόσφατη μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, όπου μέσα στο κείμενο της μεταπτυχιακής φοιτήτριας έχουμε “(Κώστας 1979)”, στη δε “Βιβλιογραφία” ο Χατζηδουλής αναγράφεται ως “Κώστας Χ. (1979)” !!!

Να χαιρόμαστε τους λεβέντες τους επιβλέποντες :upside_down_face:

5 «Μου αρέσει»

Επικριτικός σχολιασμός των ανατολίτικων τραγουδιών εκ μέρους της “σοσιαλιστικής εφημερίδος” του Ν. Γιαννιού ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ τον Μάιο 1919:

2 «Μου αρέσει»

29 μηνύματα διαχωρίστηκαν σε ένα νέο θέμα: Σαμπαή / σεβαχί κλπ

…μια παρέα από καλοθρεμμένους αστούς εγλεντοκοπούσε για το ξεσκλάβωμα της Σμύρνης

Πόσο Μαΐου;


Πάντως το Κιόρογλου και το Τσανάκκαλε ξέρουμε ποια είναι. Άρα πιθανόν και το τερελέλιμ και το σαμπαΐ θα είναι συγκεκριμένα πράγματα.

2 μέρες μετά την απελευθέρωση της Σμύρνης

Και μόνο η υπογραφή (ΓΚΡΕΓΚΟΥΑΡ) του συντάκτη, μας προϊδεάζει για τις απόψεις που τελικά αναλύει και για το προς ποιο σημείο του ορίζοντος (Δύση ή Ανατολή) πρέπει να προσβλέπει η δυστυχής Ελλάς, προκειμένου να βρει επιτέλους τη δύναμη να απαγορεύσει τα τούρκικα τραγούδια.

(ευτυχώς πάντως, τα βιολιά εξακολουθούν να παίζουν τους Ανατολίτικους σκοπούς, τόσο το 1919 όσο και σήμερα, αδιάλειπτα μάλιστα)

Οι σελίδες αλλάζουν από το κέντρο εάν πατήσεις στον drop-down menu.

1 «Μου αρέσει»

Ένα μήνυμα συγχωνεύτηκε σε ένα ήδη υπάρχον θέμα: Σαμπαή / σαβαΐ κλπ

Νομίζω ότι ταιριάζει να παρατεθεί εδώ, σ’ αυτό το νήμα.

Ένα «έντεχνο μάθημα» ονομαζόμενο «Μακαμλάρ Κιαρί» περιέχον αραβοπερσικά μακάμια, σε στίχους Γιάνγκου Καρατζά, μελοποιηθέν από τον Γιάνγκο Θεολόγο , που το εξέδωσαν ο Στέφανος ο λαμπαδάριος και ο Θεόδωρος ο Φωκαεύς , ένα «έντεχνο μάθημα» το οποίο προφανώς στόχευε στη μελέτη και εκμάθηση των μακάμ / ήχων είναι το ακόλουθο:

Μούσα άραγε τι τρόπος είναι Ράστι να σε πω"

Στο σχολείον το δικόν σου να βρεθώ πώς αγαπώ!

Εκεί τότε Χουμαγιούνι μ ’ ευκολίαν ημπορώ,

Και το Σηρφ Χιτζάζι ναύρω στον δικόν σου τον χορό.

Το Νιγρίζι όπου είναι των μουσών η ηδονή,

Το ακολουθεί με ήχον Μουσταχάρι η φωνή.

Έπεται το Σαζικιάρι στο αχολείον σου αυτό,

Και το Νισαμπούρι ναύρω, αν Θελήσω ενταυτώ.

Αν Θελήσω Ισφαχάνι θα μ ’ αποκριθής ευθύς,

Και Σεγκιάχι σε μανθάνω με ναγμέδες παρευθύς.

Και το Έβιτζ μετά ταύτα θα ειπής πως με χαράν,

Με διδάσκεις εν τω άμα και αυτό το Έβιτζ Αράκ.

Ώστε πρόσωπον δεν έχω για το Ρούι Αράκ πια,

Να σε ερωτήσω πλέον εάν έχη ευμορφιά.

Μουχαλίφ Αράκ νομίζω εύκολον πολλά σχεδόν,

Γιατί μ ’ έδειξεν εις τούτο το Αράκι την οδόν.

Το Νεβά θε να το εύρω αν ευθύς ακολουθή,

Το Νιουχιούφτι το ωραίον και εάν με βοηθή,

Στο να εύρω μ ’ ευκολίαν το Γεγκιάχι το γλυκόν,

Και το θαυμαστόν Ουσάκι, τόνον τον ηδονικόν.

Στο Κιουρδί πια δυσκολίαν δεν θα εύρω παντελώς

Και αυτό θα μ ’ οδηγήση στο Χισάρι εντελώς.

Το Χουσεϊνί ομοίως με ναγμέδες υψηλούς,

Θα με δείξη στο Σεχνάζι τόνους εκλεκτούς πολλούς.

Και το Μουχαλίφ Χισάρι το Μακάμι το γλυκόν,

Αν ην περιωρισμένον είναι και ερωτικόν.

Το Χισάρ δε Πιουσελίκι, όπου έχει οπαδόν

Παρευθύς το Πιουσελίκι, στην δικήν του την οδόν,

Εύκολα θε να το εύρω αν ευθύς ο Ζιργκιουλές,

Με ναγμέδες στην φωνήν μου και φθοραίς έλθη πολλαίς.

Αν ζητήσω να το εύρω στην δικήν σου την φωνή.

Δι ’ αυτό κ ’ εγώ πια μούσα σε ζητώ το Μπεγιατί,

Σε ζητώ και το Διουγκιάχι, μη ειπής πλην διατί;

Εις τον ζέφυρον ευρίσκω της φωνής σου το Σεμπά,

Που κάθ’ εραστού καρδία το ζητεί το αγαπά.

Κ ’ εις τα κόκκινα σου χείλη πάλιν βλέπω τον ναγμέ

Του ωραίου Μακαμίου όπου λέγουν Ζεμζεμέ.

Εις του λάρυγγός σου πάλιν, όργανον το θαυμαστόν,

Αρεζπάρ εγώ ακούω τον ναγμέ, πολλά σωστόν.

Στον οποίον μ ’ άκραν χάριν Πιουσελίκ Γκερδανιέ

Τον ναγμέ με παραστήνουν αι γλυκαί σου αι φωναί.

Και το Χιτζαζκιάρι πάλιν παρακολουθεί ευθύς,

Και με δείχνει τον εδά του με ναγμέδες, πλην βαθείς.

Για να κάμη και Χιουζάμι τον ναγμέ τον θαυμαστόν,

Ενταυτώ και Σουζινάκι, και αυτό πολλά σωστόν.

Το Σουρί που δεν ηξεύρω και ν’ ακούσω λαχταρώ.

Με Σηρφ Αραμπάνι τώρα να το εύρω ημπορώ.

Στα ευώδη δε μαλλιά σου φωλιά έχει Σιουμπιουλές,

Ομού με το Μουχαγέρι οπού είν ’ φθοραίς λαμπραίς.

Το Σετ Αραμπάν ομοίως να με μάθετε ζητώ,

Και το Σέφκου Ταράπ πάλιν οπού είναι εκλεκτό.

Να ακούσω να ειπήτε Πιουσελίκι π ’ αγαπώ,

Επειδή είν ’ μεμιγμένον με το Ασηράν αυτό.

Το Ταχίρ επίσης πάλιν τον ναγμέ τον θαυμαστόν,

Να με μάθετ’ αγαπούσα εάν ήτο δυνατόν.

Μπεγιατί δε Αραμπάνι που δεν ήκουσα ποτέ,

Και το Πεντζουγκιάχι πάλιν επαινούν οι ποιηταί.

Ραχάτουλ Ελβάχ πια μούσα η δική σ ’ αν πη φωνή,

Άνεσις σ ’ των ερωμένων τας ψυχάς θε να φανή.

Εις τα χείλη σου ως ρόδον Γκιουλλιζάρι ευανθεί.

Κι απ ’ αυτά κανείς να μάθη το Χουζί επιποθεί.

Αν Θελήσεις και Τζαργκιάχι να με δείξης ενταυτώ,

Ήξευρε πως κυριεύεις την ψυχήν μου καθ’ αυτό.

Το Ατζέμ Ασηράν πάλιν χείλη σου τα ευμαθή,

Και Ατζέμ Κιουρδί ευγάζουν μ ’ ένα τόνον εμπαθή.

Και στο εύστρον κορμί σου πάλιν ημπορώ να πω,

Ότι βλέπω μορφωμένον το Κιοτζέκ που λέν’ σκοπό.

Δείξον με λοιπόν ω μούσα Ισφαχάνι ενταυτώ,

Όπου είναι μεμιγμένον με το Πιουσελίκ κι αυτό.

Δείξον με και το Μακάμι του Σεμπά το λιγυρόν,

Όπου είν ’ με Πιουσελίκι τόνον τον ηδονικόν.

Δίδαξόν με το Μακάμι Μπεγιατί το κλαυθμηρόν,

Όπου είν ’ με Πιουσελίκι τον ναγμέ τον λιγυρόν

Το Ατζέμ δε είν ’ Μακάμι μέλος εναρμόνιον,

Και το Πιουσελίκ ωσαύτως μέλος το παρόμοιον.

Δείξον με και το Μακάμι Αρεζπάρ το τεχνικόν,

Όπου είν ’ με Πιουσελίκι και ναγμέ πολλά σωστόν.

Το Γκιουμούς Γκερδάν δε πάλιν είν ’ Μακάμι εκλεκτόν.

Επειδή και από όλους είναι επιθυμητόν.

Δείξον με γλυκεία μούσα το Ταχίρ το υψηλόν,

Όπου είν ’με Πιουσελίκι τον ναγμέ τον ζωηρόν.

Το γλυκύτατον Σεχνάζι να με μάθης να ζητώ,

Όπου είν ’ με Πιουσελίκι τον ναγμέ που αγαπώ.

Το δε Φεραχνάκι πάλιν είναι νέον και λαμπρόν,

Προσπαθώ για να το μάθω πλην με φαίνεται δεινόν.

Δίδαξόν με και το νέον το Μακάμ Σέφκου Εφσά,

Επειδή είναι ωραίον και το επεθύμησα.

Το Χουσεϊνί δε λέγουν είν’ Μακάμ χαροποιόν.

Το δε Ασηράνι ότι είναι ησυχαστικόν.

Σεις δε ως φιλόμουσοί μου μελετάτ’ επιμελώς

Και γυμνάζεσθε αόκνως να το ψάλετε καλώς.

[πηγή: Anemi]

6 «Μου αρέσει»

μα τι ωραίο !
ευχάριστον.
ισως και θεάρεστον.
που εχει εκδοθεί?

Σωστά, να συμπληρώσω:
Στην Κων/πολη, το 18ο αιώνα.

3 «Μου αρέσει»

Εκπληκτικό ντοκουμέντο. Λογικά και ο κάθε στίχος θα έχει μουσική στον αναφερόμενο
τρόπο. Κάθε τρόπος έχει έναν στίχο όπου αναφέρεται, και μερικοί έχουν παραπάνω, ίσως είναι τρόποι με διαφερετικές εκδοχές και μετά πάει εκδοχή και στίχος;

Το <<Σεμπά>> πάντως αναφέρεται δις με δύο στίχους την φορά

Και μετά αρκετούς στίχους

Θα πρέπει να διακρίνει το <<Σεμπά>> από το <<Σεμπά με Πιουσελίκι>>. Επίσης ενδιαφέρουσα και η καθαρεύουσα <<οδός>>

Αν ήμουν δήμαρχος θα χρησιμοποιούσα την ιδέα για οδούς <<λαϊκών δρόμων>>.

Ξέρουμε τι σημαίνει <<ναγμές>> και <<εδάς>>;

ναγμές: τραγούδι
αράκι: ρακή

(το “εδάς” δεν κατάφερα να το “εκτουρκίσω”…)

1 «Μου αρέσει»