Άρθρο: Ρεμπέτικο και περιθώριο

Από πολλούς ερευνητές και σε πολλές αναφορές σχετικά με το κομμάτι αυτό του αστικού / λαϊκού μας τραγουδιού που ονομάζουμε ρεμπέτικο, διαπιστώνουμε πως επιχειρείται μια ταύτισή του γενικά και αόριστα με την έννοια «περιθώριο» και πως αποδίδεται τόσο στους δημιουργούς του, όσο και στον κόσμο που εκφράστηκε μέσα απ΄αυτό, ο όρος «περιθωριακός».
Μια ανάλυση των όρων «περιθώριο» και «περιθωριακός» παράλληλα με μια αναφορά στο κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό πλαίσιο της εποχής κατά την οποία εμφανίστηκε το λαϊκό μας τραγούδι, δείχνει πόσο θολά και ευμετάβλητα ανάλογα με τις εποχές είναι τα όρια ανάμεσα στη «νομιμότητα» - όπως αυτή οριοθετείται κάθε φορά από την εκάστοτε κυρίαρχη τάξη - και στην «ανταρσία». Μια οριοθέτηση της όποιας «αποκλίνουσας» ή «ανομικής» συμπεριφοράς, η οποία όμως ποτέ δεν συνδέθηκε και με την ανίχνευση των βαθύτερων κοινωνικών αιτίων που την υποκινούν.

«Περιθώριο» και «περιθωριακός»

Οι έννοιες «περιθώριο» και «περιθωριακός» επινοήθηκαν κατά την εποχή της ύστερης βιομηχανικής κοινωνίας, για να αποδώσουν τα κοινωνικά προβλήματα που είχε δημιουργήσει παντού η βιομηχανική ανάπτυξη, από το 19ο αιώνα.

  1. Σύμφωνα με τη θεωρία για την Εκτροπή (Deviance) περιθωριακό είναι εκείνο το άτομο το οποίο εθελοντικά εγκαταλείπει την κοινωνία - στην οποία ζει, μαζί και τους θεσμούς της - και επιλέγει να ζήσει με εναλλακτικές αξίες.
  2. Ή, με οικονομικούς όρους, το ανθρώπινο εκείνο σύνολο το οποίο συνειδητά ή ασυνείδητα αρνείται τη συμμετοχή του σε οποιασδήποτε μορφής παραγωγική διαδικασία, άρα επιβιώνει παρασιτικά.
  3. Ως περιθωριακές χαρακτηρίστηκαν επίσης κοινωνικές ομάδες, οι οποίες – έστω και αν είχαν ενταχθεί με μια οποιαδήποτε μορφής οικονομική σχέση στις παραγωγικές διαδικασίες – αμφισβήτησαν την κυρίαρχη ιδεολογία και αρνήθηκαν για ένα διάστημα την ένταξη και συμμόρφωσή τους με τις επιταγές της.
    Οι ομάδες αυτές περιορίστηκαν όμως μόνο στην αμφισβήτηση της κυρίαρχης ιδεολογίας, αδυνατώντας να εκφράσουν αν όχι μια δική τους ιδεολογία (εξάλλου, η ιδεολογία είναι ή ταξική ή σοσιαλιστική), έστω μια δική τους θέση, και έτσι παρέμειναν μόνο στην άρνηση.
    Τέτοια φαινόμενα υπήρξαν στην Ευρώπη από τις αρχές ήδη του 19ου αιώνα, όπως του Προυντόν, του Μπακούνιν και Κροπότκιν, των Χίπις ή τα κινήματα των αναρχικών φοιτητών στη Γαλλία και Γερμανία.
    Γενικά, τα κινήματα αυτά ξεκινώντας από την άρνηση και αμφισβήτηση κάθε μορφής οργανωμένου κράτους, αναγκάστηκαν σταδιακά να επανενταχθούν στην παραγωγική διαδικασία, ενώ λόγω γηγενών αδυναμιών τους, η επίδραση που άσκησαν ή ασκούν έως σήμερα είναι μηδαμινή.
    Ανάλογα κινήματα στην ελληνική πραγματικότητα δεν υπήρξαν.

Για να έλθουμε στο βασικό μας θέμα, αν δηλαδή υπήρξαν περιθωριακά (με τις ισχύουσες έννοιες) πληθυσμιακά τμήματα στην Ελλάδα από το 19ο αιώνα, εποχή δημιουργίας του νεοελληνικού κράτους και ανάπτυξης του αστικού λαϊκού τραγουδιού, χρήσιμη είναι μια γενική εικόνα της κοινωνικής και οικονομικο – πολιτικής ζωής της εποχής εκείνης.

Η Ελλάδα κατά το 19ο αιώνα

Το καθεστώς βίας που είχε επιβάλλει η Οθωμανική Αυτοκρατορία σε όλους τους υπηκόους της, με απαγχονισμούς, παλουκώματα, δημόσια μαστιγώματα, εξευτελισμούς και ταπεινώσεις και μάλιστα για ασήμαντες αφορμές - με απώτερο στόχο τη διατήρηση της δεσποτικής, αυταρχικής και καταπιεστικής εξουσίας των Οθωμανών – δημιούργησε έντονες αντιδράσεις.
Η κυριότερη ήταν το φαινόμενο της ληστείας, γνωστό όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά σε ολόκληρη τη Βαλκανική.
Ληστές, κλέφτες, χαϊντούκοι, μπαντίδοι, νταήδες και λοιποί έπαιρναν τα βουνά, αλλά και το νόμο στα χέρια τους, και ζωσμένοι με κουμπούρια, πιστόλες, δίκοπα και κάμες έρχονταν αντιμέτωποι με την οθωμανική «νομιμότητα», απένειμαν δικαιοσύνη εκτελώντας Τούρκους αξιωματούχους και ντόπιους συνεργάτες τους, φρόντιζαν για την απελευθέρωση των κρατουμένων και για την επιβίωση ολόκληρων πληθυσμιακών ομάδων.
Επειδή όμως δεν είχε διαμορφωθεί ακόμα κράτος με μηχανισμούς και θεσμούς που να διέπουν την «ορθή» συμπεριφορά στην κοινωνία, κανείς δεν διανοήθηκε να χαρακτηρίσει «περιθωριακούς» τους τότε ληστές.
Αντίθετα απ’ ό,τι θα περιμέναμε με τα σημερινά δεδομένα, η (κοινωνική) ληστεία θεωρήθηκε μια απόλυτα φυσιολογική έκφραση της κοινωνικής ζωής και οι φορείς της απολάμβαναν της επιδοκιμασίας όλης της κοινωνίας, και εκείνη την εποχή, αλλά και μεταγενέστερα.

Τραγούδι που εξυμνεί τη δράση των κλεφτών:

«Να’ μουν το Μάη μπιστικός, τον Αύγουστο δραγάτης,
και στην καρδιά του χειμωνιού να’ μουνα κρασοπούλος.
Μα πλιο καλά’ ταν να ‘ μουνα αρματωλός και κλέφτης.
Αρματωλός μες στα βουνά, και κλέφτης μες στους κάμπους∙
να χα τα βράχια αδέλφια μου, τα δέντρα συγγενάδια,
να με κοιμάν οι πέρδικες, να με ξυπνάν τ’ αηδόνια,
και στην κορφή της Λιάκουρας να κάνω το σταυρό μου,
να τρώγω τούρκικα κορμιά, σκλάβο να μη με λένε…

Ο πλούσιος έχει τα φλουριά, έχει ο φτωχός τα γλέντια,
'Αλλοι παινάνε τον πασά και άλλοι το βεζίρη,
μα ‘ γω παινάω το σπαθί το τουρκοματωμένο,
το ‘χει καμάρι η λεβεντιά, κι ο κλέφτης περηφάνεια…

Τ’ αντρειωμένου τ’ άρματα δεν πρέπει να πουλιώνται,
μον’ πρέπει τους στην εκκλησιά κ’ εκεί να λειτουργιώνται,
πρέπει να κρέμονται ψηλά σ’ αραχνιασμένο πύργο,
να τρώει η σκουριά το σίδερο κ’ η γη τον αντρειωμένο».

Η κοινωνική αποδοχή αυτών των ομάδων (κλεφτών, χαϊντούκων κ.λπ.) που επιλέγουν τη ρήξη με την εξουσία και την αντιπαράθεση ενός τρόπου ζωής κόντρα σ’αυτήν, συνεχίστηκε και σε όλη τη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα κατά της οθωμανικής εξουσίας.
[Ανάλογα φαινόμενα εκδήλωσης συμπάθειας προς τους κοινωνικά αδύναμους ή έστω «διαφορετικούς από το μέσο όρο» ανθρώπους και απουσία χαρακτηρισμών μειωτικών γι’ αυτούς παρατηρούμε γενικότερα και στην Ευρώπη, και κατά το 18ο και κατά το 19ο αιώνα, όπου και εκεί δεν έχει προλάβει ακόμα κανένας κρατικός μηχανισμός να χαράξει εκείνες τις διαχωριστικές γραμμές που αφορούν στην ορθότητα ή όχι της ανθρώπινης συμπεριφοράς. (1)].
Απόλυτη κοινωνική αποδοχή έχουν και οι κλεφταρματολοί του ελλαδικού χώρου στη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα κατά της οθωμανικής εξουσίας και των ντόπιων συνεργατών της, εξάλλου, η κοινωνική ληστεία την περίοδο αυτή ήταν μια εντελώς φυσιολογική έκφραση του κοινωνικού βίου, και μάλιστα δεν ερχόταν σε ρήξη με τις παραδοσιακές ελληνικές κοινωνικές δομές.
Αντιστροφή των εννοιών έχουμε στην εποχή της Βαυαροκρατίας, όπου στιγματίζονται τώρα πια ως ληστές (2) και καταδιώκονται οι κλεφταρματολοί που αντιτάχτηκαν πριν στην οθωμανική εξουσία και τώρα στη δημιουργία ενός κράτους:

  • κάτω από ξένη κηδεμονία, οικοδομημένου σε θεσμούς έξω από την ελληνική πραγματικότητα,
  • που διατηρούσε τα προνόμια των κοτσαμπάσηδων, άρα άφηνε άλυτο το πρόβλημα της γης,
  • που απέκλειε από το στρατό και τη διοίκηση παντελώς τους Έλληνες αντικαθιστώντας τους από Βαυαρούς
  • που δημιουργούσε έτσι μια στρατιά ξεριζωμένων πρώην μικροϊδιοκτητών γης εξαναγκάζοντάς τους σε μια περιπλάνηση αρχικά στα βουνά («ιππότες των ορέων») και κατόπιν στις πόλεις προς αναζήτηση καλύτερης μοίρας.
    Και είναι ακριβώς η δημιουργία αυτού του κράτους με τα δεκανίκια, του ανάλγητου απέναντι στα τρομακτικά προβλήματα του Έλληνα πολίτη, που πρώτο οριοθετεί τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη «νομιμότητα» και στην «ανταρσία» με παράλογο, εξωπραγματικό τρόπο, εναρμονισμένου όμως απόλυτα με τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης.
    Οι ιδιαίτερες αυτές ιστορικές συγκυρίες στη χώρα μας, αλλά και το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον πρώιμο καπιταλισμό που συντελέστηκε σε παγκόσμιο επίπεδο αυτή την εποχή, είχε ως συνέπεια το ξερίζωμα των φτωχών αγροτών από τα χωριά και τη βίαιη εγκατάστασή τους στα αστικά κέντρα. Θα αναγκαστούν, βέβαια, σε μόνιμη εγκατάσταση εκεί, για να ελέγχονται πιο αποτελεσματικά, για να καταστέλλεται κάθε πιθανή «παρεκτροπή» τους, για να υποτάσσονται εύκολα στην αναγκαιότητα μιας σταθερής και κακοπληρωμένης εργασίας και στη - συχνά - μακρά αναμονή γι’ αυτήν.

Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η χωρίς όρια εξαθλίωσή τους.
Η βίαιη και συχνά αναίτια σκληρή αντιμετώπισή τους από την επίσημη πολιτεία δημιούργησε απέχθεια και περιφρόνηση προς κάθε είδους εξουσία, είτε αυτή ήταν ο στρατός είτε η αστυνομία.
Τα αισθήματά τους αυτά αποτυπώθηκαν σε πολλά δίστιχα, τα οποία αποτέλεσαν και την πρώτη ύλη για πολλά μεταγενέστερα τραγούδια:

«…Τούτοι οι μπάτσοι που’ρθαν τώρα
τι γυρεύουν τέτοιαν ώρα;…»
(Ανώνυμου)

« …Φάγαμε ξύλο άθεο, μον’ πως δεν μας σκοτώσαν
και όλους από τέσσερα χρονάκια μας φορτώσαν…»
(«Κουβέντες στη φυλακή», Τούντα).

Οι συλλήψεις και ο εγκλεισμός σε μια φυλακή ήταν η απάντηση της επίσημης πολιτείας στην οποιουδήποτε είδους παρεκτροπή των εξαθλιωμένων.
Από την επαιτεία, τις μικροκλοπές και λεηλασίες - υπαγορευμένες από το σκληρό αγώνα της επιβίωσης - μέχρι και την αντιδικία με τις επίσημες αρχές.
Ενδεικτική η περίπτωση του γνωστού μας:

«Αντιλαλούν οι φυλακές
τ’ Ανάπλι κι ο Νιτσικαλές…».

Πρόκειται για ένα τραγούδι – μοιρολόι για το Μανιάτη Γιώργη Δικαιόπουλο.
Η ιστορία ξεκίνησε από μια λεκτική αντιδικία του Γιώργη με έναν αστυνομικό, ακολούθησε χειροδικία… στοιχειοθετήθηκε η κατηγορία και φυλακίστηκε στην ντάπια του Ιτς Καλέ που λειτουργούσε ως φυλακή.
Η μπέσα που αναπτυσσόταν μεταξύ των κρατουμένων και κύρια η αίσθηση της αδικίας λειτούργησαν αποτελεσματικά βοηθώντας το Γιώργη να αποδράσει. Φυγόδικος και κυνηγημένος συνελήφθη αυτή τη φορά για «εγκλήματα ταξικής φύσης», οδηγήθηκε πάλι στη φυλακή, απέδρασε και πάλι με τη βοήθεια των υπόλοιπων κρατούμενων, για να συλληφθεί και να καρατομηθεί τελικά στις 17-6-1887 στην Καλαμάτα. (3)

Ανιχνεύοντας την οποιασδήποτε μορφής «αποκλίνουσα» ή «ανομική» συμπεριφορά ενός ανθρώπινου συνόλου, οφείλουμε παράλληλα να εξετάζουμε αν πρόκειται για υποκειμενική ενσυνείδητη επιλογή ή αν υπάρχουν βαθύτερα κοινωνικά αίτια που την υποκινούν.
Είναι η επιτακτική ανάγκη για επιβίωση, η οποία - όταν δεν επιτυγχάνεται με νόμιμα μέσα - εξωθεί στην παρανομία, στην κλοπή, στη λεηλασία ή στο έγκλημα ή είναι ο άνθρωπος από τη φύση του απειθάρχητος, ένας πρωτόγονος που ξεσκίζει το κοινωνικό συμβόλαιο και το αντικαθιστά με δικούς του, άγραφους, κανόνες;
Οι ανειδίκευτοι προλετάριοι που μετακινήθηκαν ακούσια στις πόλεις κατά το 19ο αιώνα, στον αγώνα τους για επιβίωση, αναπόδραστα θα είχαν στιγμιαία περάσματα από το χώρο της παρανομίας. Και η επίσημη πολιτεία, αντί για επίλυση των προβλημάτων τους, με το στιγματισμό τους και την εφαρμογή κατασταλτικών μέτρων επιδείνωσε την κατάστασή τους.
Μια κοινωνία η οποία εξοντώνει φυσικά και ηθικά τον απειθάρχητο στις τυπικές κοινωνικές συμβατικότητες και στην υποκρισία του συστήματος, ενώ - από την άλλη πλευρά - σφυρηλατεί δεσμά για τον αδύναμο και το μικρό, αφήνοντας ανενόχλητο το μεγάλο και δυνατό, προκαλεί φαινόμενα έντονης αντίδρασης, τα οποία φτάνουν ως τα όρια της ανταρσίας.
Νταήδες στη Σμύρνη και στην Κων/πολη από τα μέσα του 19ου αιώνα έχοντας βιώσει την κοινωνική αδικία δημιουργούν έναν δικό τους αντικόσμο, όπου ισχύουν οι δικοί τους άγραφοι νόμοι. Αποστολή τους η απονομή δικαιοσύνης απέναντι σε κάθε αδύναμο, τον οποίο και υπερασπίζονται με πάθος και πολλές φορές με κίνδυνο της ζωής τους.
Η επιβλητική τους παρουσία, ο οπλισμός τους, αλλά και ο φόβος αναμέτρησης μαζί τους έχει περάσει σε πολλά δίστιχα και πρώιμα ρεμπέτικα τραγούδια.

«…Ποιος ασίκης, ποιος λεβέντης στο παζάρι περπατεί
με κουμπούρια δυο στη μέση, με γαρύφαλλο στ’ αυτί;

Κανταρτζή – Γιάννης γυρίζει μες στο Φραγκομαχαλά
Οι ζαπτιέδες τόνε βλέπουν, τρέμουνε, δεν του μιλάν…».

«…Είμαι νταής σ’ ούλη τη Σμύρνη ξακουστός
κι απ’ το ζωνάρι μου ποτές δε λείπει η κάμα
κι αν λάχει και κανείς με λοξοδεί,
στον άλλο κόσμο τόνε στέλνω «εν τω άμα.

Είμαι νταής κι άμα χορεύω το χασάπικο,
μπάλο, καρσιλαμά για τσιφτετέλι,
με το γλυκό του Γιοβανάκη το βιολί
ούλη η Σμύρνη να με καμαρώνει θέλει…»

Την εποχή της Αντιβασιλείας και της κυβέρνησης αργότερα του Όθωνα κάνουν την εμφάνισή τους και οι κουτσαβάκηδες στην Αθήνα.
Είναι και αυτοί εσωτερικοί μετανάστες, μερικοί μάλιστα απ’ αυτούς παλιοί αγωνιστές του ’21, οπλοφορούν. Ρίχνονται κι αυτοί στο σκληρό αγώνα της επιβίωσης και μην μπορώντας να ανταποκριθούν, περιφέρονται τον περισσότερο καιρό άσκοπα και προκλητικά.
Η επίσημη πολιτεία αδιαφορεί για την περίπτωσή τους, ενώ ένα μεγάλο μέρος τους θα «αξιοποιηθεί» από τους πολιτικάντηδες της εποχής άλλοτε για την πολιτική καταπίεση των ψηφοφόρων τους και άλλοτε ως σωματοφύλακες ή ακόμα και κομματάρχες.
Με τη δύναμη αυτή που θα αποκτήσουν, η συνοικία του Ψυρρή όπου κυρίως κατοικούσαν θα μεταβληθεί σε πεδίο μάχης, με τον Μπαϊρακτάρη να προσπαθεί με το βούρδουλα και με το δημόσιο εξευτελισμό τους να τους αντιμετωπίσει.
Το λαϊκό τραγούδι εξιστορεί τα πάθη τους:

«Μια ξυλιά με το καμτσίκι
είν’ αιώνιο ρεζιλίκι…»

«…Κι ο Μπαϊρακτάρης ο σκληρός δεν σήκωνε ζορλίκι
έκοβε στους μάγκες το ένα το μανίκι
η μαγκιά τους έφευγε και το νταηλίκι…»

Το 1922, με τη Μικρασιατική καταστροφή, ένα πλήθος ανθρώπων θα εγκατασταθεί κυρίως στο λεκανοπέδιο της Αττικής. Σμυρνιοί και Κωνσταντινουπολίτες θα μεταφέρουν τα ήθη και τα τραγούδια τους και θα συνθέσουν και καινούρια, τα οποία θα διαδοθούν πιο εύκολα βοηθούμενα από την εφεύρεση του γραμμοφώνου και από την ανάπτυξη της ελληνικής δισκογραφίας.
Μια νέα κοινωνία ανθρώπων θα προκύψει, τα ίδια και ίσως πιο σκληρά προβλήματα επιβίωσης θα αντιμετωπίσουν.
Απόρροια των νέων αδιεξόδων, που θα εμφανιστούν, θα είναι και η αύξηση των τεκέδων, συνεπακόλουθα και της χρήσης ευφραντικών ουσιών.
Η επίσημη πολιτεία – ακολουθώντας και πάλι την τακτική του στρουθοκαμηλισμού – θα μιλήσει και πάλι περιφρονητικά για «περιθώριο» και «περιθωριακές» ομάδες ανθρώπων. (4)
Καμιά κοινωνία δεν έχει τόσο συμπαγή χαρακτήρα με δοσμένους κανόνες και αξίες΄ αντίθετα, περιέχει πολλές πληθυσμιακές ομάδες με τις δικές τους αξίες που αντιλαμβάνονται διαφορετικά την «ορθή» συμπεριφορά.
Έτσι, σ’ αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει συναίνεση ή γενικός κανόνας για το τι αποτελεί λάθος ή εκτροπή.
Ο ιστορικός ή ο κοινωνιολόγος μελετά εκείνες τις δραστηριότητες που άλλοι (τα κυρίαρχα στρώματα και οι θεσμοί της κοινωνίας) έχουν κατονομάσει ως εκτρεπόμενες της ορθής συμπεριφοράς.
Επομένως, η έννοια «περιθώριο» και «περιθωριακός» δεν μπορούν να εξεταστούν χωρίς την έννοια ενός Κράτους και των μηχανισμών του, βάσει των οποίων ορίζεται η «ορθή συμπεριφορά» και ταυτόχρονα ελέγχονται οι ατομικές και συλλογικές δραστηριότητες για τη διατήρηση της κοινωνικής τάξης.
Οι κοινωνίες των ελίτ κάθε φορά οριοθετούν αυθαίρετα τα σύνορα ανάμεσα στη «φυσιολογική» και στην «παθολογική» συμπεριφορά απορρίπτοντας ό,τι ξεφεύγει από το «μέσο όρο». Η οποιαδήποτε παραβατικότητα μάλιστα λειτουργεί ως ένα είδος «αποδιοπομπαίου τράγου» που επιτρέπει την ενδυνάμωση ενός κυρίαρχου μοντέλου «φυσιολογικότητας», απόλυτα εναρμονισμένου με τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης.

Υπομνήματα:

(1) Οι Hugo, Balzac και Thomas Hardy παρουσίασαν τους κοινωνικά αδύναμους της εποχής τους με έκδηλη συμπάθεια και κατανόηση, ενώ - για παράδειγμα - ένας σύγχρονος Γιάννης Αγιάννης θα χαρακτηριζόταν όχι μόνο «περιθωριακός», αλλά και σαν ένα επικίνδυνο στοιχείο για την κοινωνική συνοχή, ίσως και τρομοκράτης!
(2) το καθεστώς της αντιβασιλείας επικήρυξε το 1834 ως «ληστές» ακόμα και τον Πλαπούτα και τον Κολοκοτρώνη και αργότερα τους φυλάκισε και τους δίκασε ως εγκληματίες κατά του καθεστώτος…
(3)Το τραγούδι αυτό της φυλακής, όπως και πολλά άλλα θα πάρει την οριστική του μορφή το 1913 από το Μάρκο Βαμβακάρη, έστω και με λαθεμένη αναφορά στους τόπους φυλακής, μια και το Μπούρτζι δεν λειτούργησε ως φυλακή, εκτός από 2 – 3 φορές και αυτές επί τουρκοκρατίας.
Έτσι κι αλλιώς, είχαμε την εποχή του Μάρκου νέες κρατικές φυλακές στο Γεντί – Κουλέ της Θεσσαλονίκης.
(4) Το θέμα της χρήσης «ουσιών» και η σύνδεσή τους με το ρεμπέτικο τραγούδι πρέπει να απασχολήσει χωριστά την έρευνα.

1 «Μου αρέσει»