Ρεμπέτικο και περιθώριο

Μεταφορά από άλλο topic:

Δεν θα διαφωνούσα με τις απόψεις του Γιάννη, αν δεν παρουσίαζε τα “αστικά λαϊκά τραγούδια” σαν συνώνυμο του “ρεμπέτικα” ενώ στην πραγματικότητα οι δυό αυτοί όροι δηλώνουν κατηγορία και υποκατηγορία.
Επίσης γράφει ο Γιάννης: "…Διαφορετικά, κινδυνεύουμε να υποστηρίξουμε οτι ο μισός και βάλε πληθυσμός της Ελλάδας του μεσοπολέμου - που ζουσε κατω απο τις συνθηκες που ανέφερα - ήταν “περιθωριακός…”
Προσωπικά, δεν βλέπω τόσο μεγάλο κίνδυνο ως προς τον χαρακτηρισμό “περιθωριακός” κι ούτε καταλαβαίνω το “μισός και βάλε πληθυσμός της Ελλάδας”

Αν συνυπολογίσουμε πρόσφυγες, εργάτες, άνεργους και εσωτερικούς μετανάστες, ο πληθυσμός που βίαια αστικοποιήθηκε κατά την εποχή του μεσοπολέμου αγγίζει πάνω από το 60% του συνολικού πληθυσμού.

Το θέμα είναι πολυσυζητημένο (και τεράστιο), και δεν έχει ακόμα πειστική απάντηση. Δε θ’ αναφερθώ στους λόγους της σύγχισης (Πετρόπουλος; Δαμιανάκος; Ο… Ιστορικός Υλισμός; Η λογική της “πάλης των τάξεων” ακόμα και σ’ εποχές όπου εργατική τάξη δεν υπάρχει (ακόμα); Δεν θάθελα να μείνομε σ’ αυτά, γιατί αυτά είναι που δημιουργούν τις άγονες αντιπαραθέσεις.

Αν θέλομε όμως να ξεκινήσουμε μιά σοβαρή κουβέντα, χωρίς πείσματα και προκαταλείψεις αλλά με αληθινά επιχειρήματα, θα πρέπει πρώτ’ απ’ όλα να συμφωνίσουμε σε κάποιες αρχές:

Δεχόμαστε πως η στιχουργική αφορά και τη μουσική, και η μουσική εκφράζει και τη στιχουργική; Δεχόμαστε δηλαδή πως το ρεμπέτικο εκφράζει μιά “στάση ζωής” που δε βρίσκομε σε κανένα άλλο τραγούδι; Αν ναι, τότε θα πρέπει να δεχτούμε πως οι δημιουργοί του ρεμπέτικου, είτε ήσαν (βολεμένοι) αστοί, ή και πλανώδιοι φτωχοδιάβολοι, ήσαν στην ψυχή τους γνήσιοι “ρεμπέτες”, διλαδή ταυτίζονταν με τη “στάση ζωής” που εξέφραζε το ρεμπέτικο.

Αν συμφωνούμε ως εδώ, τότε μπορούμε να προχωρήσουμε σε Ιστορική Κοινωνιολογική, Αισθητική, και όποια άλλη έρευνα θέλομε. Πιάνοντας δηλαδή τις απαρχές, από το 1834 γιά την Αθήνα, από το 1870 γιά τη Σμύρνη, από το 1890 γιά τον Πειραιά, και να καταλάβουμε καλύτερα το 1922, το 1934, το 1955.

Κάπου εδώ χτες βράδυ έβαλα ένα κείμενο, καμιά χιλιάδα λέξεις. Πού στο διάλο πήγε δεν μπορώ να καταλάβω!

θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος.

Η παραβατικότητα (δηλ. η εγκληματικότητα) δεν αποτελούσε κανόνα ή αξίωμα για τους ρεμπέτες, παρά μόνο για τους a priori εγκληματίες. Ο Μάρκος π.χ. πήγαινε στους ντεκέδες αλλά ΔΕΝ έσφαξε την πρώτη του γυναίκα “την φώκια τη Ζιγκουάλα” που του έβγαλε την ψυχή, ή το Μάθεση όταν του κάρφωσε τα πηρούνια στον κώλο.
Δηλαδή το ρεμπέτικο συνάφι είχε τους εγκληματίες του, αλλά οι περισσότεροι είχαν απλό τρόπο ζωής. Το ότι τα τραγούδια αυτά υπήρξαν και στις φυλακές δεν τα ταυτίζει μόνο με φυλακισμένους, όπως και το γεγονός ότι τα τραγουδάγανε και αστοί δεν μπορεί να τα απενοχοποιήσει τελείως.

νομίζω πως η περίπτωση του ρεμπέτικου αναλύεται επαρκώς κοινωνικά/ανθρωπολογικά μέσα από το πρίσμα των ‘‘κοινωνικών ομάδων με αποκλείνουσα συμπεριφορά ως προς το υπόλοιπο της κοινωνίας’’ και πιο συγκεκριμένα “ως προς τις νόρμες που επιβάλλουν οι Αρχές κ η άρχουσα τάξη”.

Πιο συγκεκριμένα, όταν μιλάμε για ρεμπέτικο, μιλάμε για ένα κοινωνικό “χώρο”, ένα σύνολο ανθρώπων με δικές τους ηθικές, ενδηματολογικές, γλωσσολογικές κοινωνικές κτλ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΕΣ και συμπεριφορές, ξεχωριστές και αποκλείνουσες από αυτές της υπόλοιπης κοινωνίας. Δεν έχει άδικο ο Δαμιανάκος που μιλά για “υποπρολεταριάτο” με την έννοια του ότι δεν υπήρχε κοινός πολιτικός παρονομαστής στους ρεμπέτες, αλλά όλοι αναγνωρίζουμε την κοινή απόρριψη της αδικίας και της φτώχειας κτλ .
πολλές από τις συμπεριφορές θύμιζαν στους αστούς κατάλοιπα της ζωής της οθωμανικής αυτοκρατορίας (τεκέδες, αργιλέδες, μπαγλαμάδες, τούρκικες λέξεις), γι’αυτό και πολέμησαν αυτές τις κοινωνικές ομάδες.

Λέει ο Γιάννης:
…“Τα τραγούδια που δημιούργησαν στη συνέχεια οι μάζες αυτες, τα “ρεμπέτικα” ή αστικά/λαϊκά, καθόλου δεν είναι του “περιθωρίου” ή του “υποκόσμου”. Διαφορετικά, κινδυνεύουμε να υποστηρίξουμε οτι ο μισός και βάλε πληθυσμός της Ελλάδας του μεσοπολέμου - που ζουσε κατω απο τις συνθηκες που ανέφερα - ήταν “περιθωριακός” ή ανήκε στον “υπόκοσμο”.
Εδώ μπαίνει και το θέμα των μεγάλων λαϊκών μας δημιουργών, που συμφωνα με την ισοπεδωτική άποψη: λαϊκός δημιουργός=ρεμπέτης = περιθωριο = υπόκοσμος, η οποία απαντά σε αρκετούς ρεμπετολόγους, είναι εντελώς ανυπόστατη και ανιστόρητη.
Αυτην ακριβώς την ισοπεδωτική - τουριστική - αντίληψη για το ρεμπέτικο απεχθανομαι και νομίζω το ίδιο πρέπει ολοι μας…”

Θα συμφωνήσω μαζί του.Και μάλιστα μ’ αρέσει ιδιαίτερα ο χαρακτηρισμός αυτών των αντιλήψεων: “Ισοπεδωτικές - Τουριστικές”.
Να πω εν ολίγοις πώς βλέπω εγώ τα πράγματα.
Εχουμε το αστικό λαϊκό τραγούδι, που εξ ορισμού ακμάζει στα λαϊκά στρώματα των αστικών κέντρων. Οσο πιο μεγάλος είναι ο ρυθμός ανάπτυξης αυτών των πόλεων, τόσο πιο πολύ αναπτύσσεται και η δημιουργία του λαϊκού τραγουδιού.
Στα τέλη του 19ου αιώνα έχουμε μια μεγαλύτερη ανάπτυξη σε διάφορα αστικά κέντρα της χώρας μας, όπου μια σειρά μικρές επιχειρήσεις παίρνουν τη μορφή βιοτεχνίας, ενώ οι λίγες υπάρχουσες βιοτεχνίες πλησιάζουν το βιομηχανικό τρόπο παραγωγής. Εχουμε τη δημιουργία νέων μεγάλων αστικών κέντρων, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό του Πειραιά που αναπτύσσεται ραγδαία από αρκετές αιτίες (.χ. συνέπεια της εμφάνισης των σιδερένιων πλοίων, που οδήγησαν στην παρακμή των ταρσανάδων της Σύρας και την ίδρυση νέων ναυπηγείων στις πειραϊκές ακτές. Ακολούθησαν τα συναφή, δηλαδή μηχανουργεία, καύσιμα κλπ.).
Ολα αυτά οδήγησαν σε αυξημένη αστικοποίηση και αντίστοιχη μείωση του πληθυσμού της υπαίθρου. Σ’ αυτούς του εσωτερικούς μετανάστες (τέτοιος ήταν π.χ. ο Μάρκος) έρχονται να προστεθούν οι εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνες πρόσφυγες από τη μικρασιατική καταστροφή. Το λαϊκό τραγούδι αναπτύσσεται λοιπόν σ’ αυτά τα χαμηλά λαϊκά στρώματα, που μεγάλο ποσοστό τους εκείνη την εποχή βρίσκεται κάτω από το όριο της ανέχειας.
Η αστική τάξη της εποχής, η άρχουσα τάξη, όπως είναι φυσικό δεν είδε με καλό μάτι αυτή τη λαϊκή δημιουργία. Λογικό ήταν λοιπόν η ακμή του λαϊκού τραγουδιού να εκδηλωθεί σε χώρους όσο το δυνατό μακρύτερα από τους χώρους που έλεγχε η άρχουσα τάξη. Ο χώρος του περιθωρίου και των παρανόμων ενδεικνυόταν γι’ αυτή την ανάπτυξη.
Απ’ την άλλη μεριά σταμάτησε ποτέ η παραγωγή λαϊκού τραγουδιού και εκτός περιθωρίου. Ετσι στο λαϊκό τραγούδι του Μεσοπολέμου, που το γνωρίσαμε μέσω της δισκογραφίας, έχουμε δημιουργούς:
Α) Που δεν ανήκουν στο περιθώριο (μερικές φορές μάλιστα βρίσκονται και πολύ μακριά από αυτό), κυρίως πρόσφυγες (όπως ο Τούντας, ο Σκαρβέλης, ο Παπάζογλου κ.ά.) αλλά και ντόπιους (π.χ. Μοντανάρης).
Β) Που βρίσκονται και δρουν στο περιθώριο (κυρίως οι Περαιώτες).
Ολοι δρουν όμως παράλληλα χωρίς καμιά διαχωριστική γραμμή. Αλλωστε πολλοί μουσικοί της πρώτης κατηγορίας στήριξαν τη δεύτερη, με χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα τον Κ. Καρίπη.
Επίσης, υπήρχαν δημιουργοί που λόγω της ταξικής τους θέσης ζούσαν στο χώρο του περιθωρίου, χωρίς αυτό σημαίνει ότι ήταν χασικλήδες ή φυλακόβιοι ή γενικότερα παραβατικοί τύποι (π.χ. Γιοβάν Τσαούς).
Ρεμπέτικο συνηθίσαμε να ονομάζουμε ένα μέρος του αστικού λαϊκού τραγουδιού του 20ού αιώνα (από την εποχή του Μεσοπολέμου μέχρι και μεταπολεμικά - ας μην προσπαθήσουμε αυτή τη στιγμή να καθορίσουμε το «αν» και «πότε» τελειώνει το ρεμπέτικο). Εάν λοιπόν βαφτίσουμε το ρεμπέτικο «μουσική έκφραση του περιθωρίου», τότε αυτόματα θεωρούμε λούμπεν ολόκληρες ομάδες ανθρώπων, ανάμεσά τους και το -μικρό τότε- συνειδητοποιημένο προλεταριάτο που βρίσκεται σε ανοδική πορεία. Βαφτίζουμε λούμπεν ακόμα και μικροαστικά τμήματα που συμμετέχουν στις διαδικασίες του λαϊκού τραγουδιού. Ή -όπως συνηθίζει να λέει ο φίλος μου ο Στέφανος- βαφτίζουμε λούμπεν ολόκληρη τη Δραπετσώνα!
Εξίσου λάθος είναι να βλέπουμε το ρεμπέτικο σαν έκφραση μιας συνειδητοποιημένης κοινωνικής τάξης, στην προκείμενη περίπτωση της εργατικής τάξης και να παραβλέψουμε τη λούμπεν πλευρά του, τους δημιουργούς και τα τραγούδια του περιθωρίου, που -ιδιαίτερα πριν τη λογοκρισία- λειτούργησαν σαν βασικό στήριγμα του λαϊκού τραγουδιού και καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό τη μορφή και την εξέλιξή του.
Αυτή είναι η γενική ιδέα για το πώς βλέπω τη θέση του αστικού λαϊκού τραγουδιού μέσα στην κοινωνία. Αναλυτικότερα σε επιμέρους ζητήματα θα τα πούμε στη συνέχεια της συζήτησης.

Όλα αυτά σωστά είναι. Όμως ο όρος “λούμπεν” θολώνει τα πράγματα.

1ο. Πριν τη βιομηχανική ανάπτυξη, “λούμπεν” προλεταριάτο δε μπορεί να υπάρξει, αφού δεν υπάρχει “εργατικό προλεταριάτο”. Και μιλάω γιά την προϊστορία του ρεμπέτικου, 1834 - 1890 περίπου. Έτσι, το πρώτο “αστικό λαϊκό τραγούδι” που δημιουργείται (στην Αθήνα κυρίως) και σε αντιπαράθεση με τα βαλς και τις καντρίλιες των Βαυαρών, είναι το “μουρμούρικο” της φυλακής και των νταήδων, κι από το 1850 περίπου των τεκέδων. Το κατά πόσον ήταν “δημοφιλές” ή “λαοφιλές” αυτό το τραγούδι, δηλαδή εξέφραζε τα μεγάλα λαϊκά στρώματα, μπορούμε να το υποθέσομε από μιά σειρά πράγματα:
α) Τη διάδοση των “Ληστρικών τραγουδιών”, που είναι ας πούμε τα Δημοτικά της εποχής.
β) Τις συχνές αναφορές τους από τους χρονικογράφους, με συμπαθητικό τρόπο.
γ) Την “οπερέτα” που έκανε την εμφάνισή της στα τέλη του 19ου αιώνα, που δεν κατάφερε να γίνει δημοφιλής, παρά μόνο όταν ενέταξε τη θεματολογία του “περιθωρίου” (Οι Απάχηδες των Αθηνών).
δ) Την αδυναμία που είχαν οι αστοί και σπουδαγμένη μουσικοί της Σμύρνης, στους χαβάδες και τους ντερβισάδες.

Αυτά νομίζω πως είναι αρκετά γιά να μας επιτρέψουν θεωρήσομε το “μουρμούρικο” τραγούδι ως “αστικό λαϊκό τραγούδι” του 19ου αιώνα.

Θα συνεχίσω αργότερα γιά τη 2η περίοδο (1890 - 1922) κι ύστερα πιάνομε την τρίτη και φαρμακερή, που αρχίζει το 1922 και… δεν τελειώνει ποτέ!

Εχεις δίκιο Κώστα να λες ότι η λέξη “λούμπεν” μπορεί να “θολώσει” λίγο τα πράγματα. Για την ακρίβεια να δημιουργήσει παρανοήσεις. Κι αυτό γιατί χρησιμοποιείται με πλατύτερη σημασία από αυτή του όρου. Κάπως έτσι μάλλον τη χρησιμοποιώ κι εγώ εδώ.
Για το άλλο βέβαια δεν έχεις δίκιο. Οπως λες κι όπως είναι λογικό, η ύπαρξη “λούμπεν προλεταριάτου” προϋποθέτει το προλεταριάτο. Αυτό όμως υπάρχει χρονικά από τις αρχές της εξουσίας της αστικής τάξης (του καπιταλισμού). Πιο συγκεκριμένα στην Ελλάδα δεν έχουμε βιομηχανική ανάπτυξη στις αρχές του 19ου αιώνα, έχουμε όμως τη μανιφακτούρα, την ύπαρξη μικρών βιοτεχνιών, την ύπαρξη μισθωτής εργασίας και φυσικά προλεταριάτο. Είναι ένα λάθος που γίνεται συχνά και πολλοί αναφέρονται στο προλεταριάτο στη χώρα μας από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όταν έχουμε βιομηχανική ανάπτυξη. Μάλιστα κάποιοι το μπερδεύουν ακόμα περισσότερο, όταν συγχέουν τη βιομηχανική ανάπτυξη με τη σύγχρονη βιομηχανοποίηση όπως εκδηλώνεται στην Ελλάδα μετά το Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο με τις μεγάλες βιομηχανίες (χαρακτηριστικό παράδειγμα η Χαλυβουργική, η οποία δουλεύει με τη σημερινή μορφή (κάθετοποιημένη παραγωγή) από το 1961 (στην Ελευσίνα πήγε το 1951), όμως υπάρχει σαν εργοστάσιο από 1932 στην Πειραιώς ως “Ελληνικά Συρματουργεία Θ.Α. Αγγελόπουλος & Υιοί”).
Να μην τη μακρύνουμε άλλο προς τα εδώ την κουβέντα και να γυρίσουμε σε “άμεση” επαφή με το θέμα μας.

Να ξεκαθαρίσω λοιπόν κάτι:
Εχω την εντύπωση ότι η εποχή που το μπουζούκι βρίσκεται κυρίως στα χέρια των ανθρώπων του περιθωρίου, που είναι συνώνυμο της παρανομίας, είναι στα τέλη του 19ου αιώνα και τις δυο πρώτες δεκαετίες του 20ού. Μιλάμε πάντα για την “Παλαιά” Ελλάδα, δηλαδή χωρίς τους Ελληνες των μικρασιατικών παράλιων. Κι έχει σημασία αυτό το τελευταίο, γιατί μεγάλο ρόλο στην “αποποινικοποίηση” του μπουζουκιού (και του ρεμπέτικου) έπαιξε η παρουσία των Μικρασιατών προσφύγων μετά το '22. Στη συνείδηση των Μικρασιατών, μπουζουξής ήταν ο Τσαούς, ο Παπάζογλου (ο “μάστορας της κόρδας”) και οι όμοιοί τους μουσικοί κι όχι ο Σκριβάνος κι ο Ζημαρίτης.

Να ξεκαθαρίσω και κάτι ακόμη:
Λέω ότι είναι ανιστόρητες κι επικίνδυνες οι απόψεις που χαρακτηρίζουν συνολικά το ρεμπέτικο (επομένως το αστικό λαϊκό τραγούδι μιας εποχής) σαν μουσική έκφραση των ανθρώπων του περιθωρίου. Μακριά από μένα όμως οι απόψεις της “άλλης ακρης”, που θέλουν ένα ρεμπέτικο εξαγνισμένο από “αμαρτίες”, καθαρά ταξικό, δηλαδή αποτέλεσμα συνειδητοποιημένης άποψης.
Το ρεμπέτικο είναι αυτό που είναι. Κι όπως λέει κι ο πατέρας μου “ρεμπέτικο χωρίς χασικλίδικα τραγούδια είναι τζατζίκι χωρίς σκόρδο”.

ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω γιατί αυτή η σπουδή να αποδείξουμε ότι το ρεμπέτικο δεν ήταν “περιθωριακό” ή τραγούδι κοινωνικών υποομάδων. Το εκλαμβάνω ως καθωσπρεπισμό, αφού και μία απλή παρατήρηση στις στιχουργίας μας δείχνει ότι όλα αναφέρονταν “στην σκιερή πλευρά του φεγγαριού”.
Θεωρώ ως αυτονόητο ότι ήταν μουσική περιθωρίου και υποομάδων, άσχετα με το αν επικράτησε (για συγκεκριμένους λόγους και αιτίες). Μία στατιστική για την “γκάμα αναφοράς” των στίχων (γιατί για την μουσική είναι δύσκολο να βρούμε κοινά σημεία αναφοράς κατά την συζήτηση) το αποδεικνύει εύκολα.

Γιατί λοιπόν αυτή η έντονη τάση;

Είναι ντροπή; Αν είναι ντροπή ας αναλογιστούμε το γιατί.

Σίγουρα είναι τραγούδι των άστεων. Γιατί για το λεγόμενο “δημοτικό” δεν ψάχνουμε να βρούμε αν είναι μουσική υποομάδων. Απ. “γιατί δεν είναι”

Φυσικά λοιπόν το ρεμπέτικο, ξεκίνησε και παρέμεινε ως μουσική έκφραση κοινωνικών υποομάδων. Βέβαια δεν παρέμεινε περιθωριακό στην κατανάλωσή του, αφού επικράτησε (και αυτό για συγκεκριμένους λόγους)

Λοιπόν ας μην ντρεπόμαστε για το πολιτιστικό παρελθόν μας.

Αν υπήρχαν τζουράδες το 18?? και κάτι, δεν σημαίνει ότι ο τζουράς ήταν ΤΟ όργανο του ελληνικού λαού. Ας προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε το φαινόμενο λοιπόν.

Ξεκινάμε λοιπόν από τη ρεαλιστική βάση ότι οι εκτός νόμου φυλακισμένοι στα κάτεργα του Αναπλιού και της Παλιάς Στρατώνας [στο Μοναστηράκι], (φυλακές για τις οποίες έχουμε τις πιο πολλές αναφορές από το Γάλλο Αππέρ, Καρκαβίτσα, Στέφ. Δάφνη) είναι οι δημιουργοί του ρεμπέτικου.
Είναι και αυτοί τμήμα του πληθυσμού που βίαια αστικοποιήθηκε, εγκαταστάθηκε όπως κι όπως κυρίως στα μεγάλα λιμάνια, όπου ήρθε σε επαφή με τραγούδια της Μέσης Ανατολής και λόγω δοσοληψιών με την αστυνομία βρέθηκε στη φυλακή.
Εκεί θα μετουσιώσουν την καταπίεση και τον πόνο τους σε τραγούδι, στο οποίο θα ενσωματώσουν και στοιχεία των τραγουδιών της Ανατολής και του δημοτικού τραγουδιού. Έτσι θα προκύψει το πρώιμο ρεμπέτικο τραγούδι.

Όσον αφορά στη σχέση του ρεμπέτικου με τις απαγορευμένες ουσίες.
Μη μας διαφεύγει το γεγονός ότι η δυνατότητα νόμιμης χρήσης και εμπορίας χασίς στη χώρα μας είχε παραταθεί μέχρι το 1936. Υπήρχαν, βέβαια το 1919 και 1920 οι νόμοι «Περί αλητείας» που τιμωρούσαν τους άνεργους, οι οποίοι έκαναν χρήση και εμπορία ινδικής κάνναβης. [Δεν περιλάμβαναν βέβαια τη μορφίνη, την ηρωίνη και την κοκαίνη, που με νομοθετικό διάταγμα (24 Δεκεμβρίου 1920) «τέθηκαν υπό κρατικό έλεγχο».Ήταν η εποχή της στροφής στα λεγόμενα σκληρά ναρκωτικά]
Χωρίς να μειώνεται όμως, όπως φάνηκε εκ των υστέρων, η κατανάλωση του χασίς. Η αστυνομία έκανε τα στραβά μάτια, λόγω των αλληλοαναιρούμενων νόμων. Στα δρομάκια του πειραιώτικου λιμανιού και στις παράγκες της πλατείας Καραϊσκάκη, στις σπηλιές (…»του δράκου βγήκα» που λέει κι ο Μπάτης) και αλλού γινόταν χρήση ουσιών.
Οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί:την περίοδο του Μεσοπολέμου στον Πειραιά με τους περίπου 300.000 κατοίκους, στο αστυνομικό δελτίο καταμετρούνται 2.500 θύματα της ηρωίνης.
Αυτή, σε γενικές γραμμές, ήταν η κατάσταση.
Το ρεμπέτικο, απλώς, χωρίς πουριτανισμούς και εξιδανικεύσεις κατέγραψε τη σκληρή πραγματικότητα. Να θυμηθούμε, εδώ, πως δεν μονοπώλησε μόνο το ρεμπέτικο το θέμα των απαγορευμένων ουσιών. Πολλά ελαφρά τραγούδια, οπερέτες, ακόμα και ταγκό είχαν ως θέμα τους τις ουσίες.
Να τονίσουμε όμως ότι τα ρεμπέτικα τραγούδια αναφέρονται στο θέμα αυτό με τρόπο όχι διαστρεβλωτικό, όπως τα ελαφρά της ίδιας εποχής, αλλά με ρεαλιστικό, και ότι τα χασικλίδικα τραγούδια είναι αριστουργήματα.
Συγχωρέστε με γι αυτό που λέω, είμαι και γυναίκα… και μη καπνίστρια… αλλά τα χασικλίδικα τα θεωρώ αξεπέραστα μουσικά αριστουργήματα, λόγω της αυθε ντικότητας, της αμεσότητας και γνησιότητας που έχουν στην παρουσίαση του πόνου, της ενοχής, της απόγνωσης του χρήστη…

Συγχωρέστε με γι αυτό που λέω, είμαι και γυναίκα… και μη καπνίστρια… αλλά τα χασικλίδικα τα θεωρώ αξεπέραστα μουσικά αριστουργήματα, λόγω της αυθε ντικότητας, της αμεσότητας και γνησιότητας που έχουν στην παρουσίαση του πόνου, της ενοχής, της απόγνωσης του χρήστη…[/quote]

Ελένη, γιατί και εγώ να μην μπορώ να δω το ίδιο πράγμα. τουλάχιστον στα περισσότερα χασικλίδικα τραγούδια ? ( και ιδιαίτερα …ενοχή )

Ας μην αρχίσουμε να αραδιάζουμε στίχους, αλλά αυτή η ενοχή πως προκύπτει , τουλάχιστον για το μεγαλύτερο μέρος αυτών των τραγουδιών; Μήπως είναι αυτό που εμείς θέλουμε να διαβάσουμε, πίσω από τους στίχους ;

Ναι η Ελένη χωρίς να ονομάζει την κατάσταση δίνει τα στοιχεία για την καταγωγή του ρεμπέτικου από το περιθώριο.

Γιατί πρέπει σήμερα να αλλοιώνουμε την ιστορία και να βαφτίζουμε το ρεμπέτικο “μουσική του λαού” στο σύνολό του;

τα όσα αναφέρει η Ελένη δεν ήταν βιώματα του ελληνικού λαού ούτε στο σύνολό του ούτε καν στην πλειοψηφία του. Αν το καταλάβουμε αυτό θα είναι μεγάλο βήμα, γιατί μετά λύπης μου βλέπω ότι το ρεμπέτικο έχει για πολλούς γίνει “ιδεολογία” με ότι αυτός ο όρος συνεπάγεται.

ΕΡΩΤΗΜΑ: γιατί τότε λέμε ότι το ρεμπέτικο “εκφράζει τον ελληνικό λαό”;;;;;;
Σίγουρα εκφράζει “ένα τμήμα των ενδιαφερόντων” του ελληνικού λαού. όχι το σύνολο της αισθητικής του ούτε και των προβλήμάτων τους. Σε αυτό μπορώ να επιχειρηματολογήσω,

Η ιδεολογηκοποίηση του ρεμπέτικου είναι σοβαρό πρόβλημα

το ότι υπάρχουν ρέμπέτικα που είναι μουσικά αριστουργήματα΄, ούτε λόγος: υπάρχουν διαμάντια της παγκόσμιας μουσικής δημιουργίας.

όσο για το λεγόμενο “λαϊκό”: είναι καθαρά δημιούργημα των δισκογραφικών εταιρειών, αν και οι μουσικές ρίζες του είναι το ρεμπέτικο

Νίκο, δεν είμαι σίγουρη ότι κατάλαβα το πνεύμα της ερώτησής σου.
Σου μεταφέρω την εικόνα που είχα στο μυαλό μου όταν έγραφα τα παραπάνω: όταν συζητάμε στην παρέα μας για τα τραγούδια που ξεχωρίζουμε περισσότερο και προτιμάμε σε ρεπερτόριο και λέω εγώ το «Ώρες με τρέφει ο λουλάς» π.χ. επικρατεί ένα ξάφνιασμα μεγάλο και ακολουθεί μια ακόμα πιο μεγάλη καζούρα…
Υποτίθεται ότι αυτά τα τραγούδια είναι αντρικές προτιμήσεις…
Κανένα απολύτως θέμα ενοχής από μέρους μου.

Για τα υπόλοιπα του φίλου Provo:
Στις απαρχές του το ρεμπέτικο εκφράζει μια μικρή μόνο μειοψηφία, αλλά ούτε και στην ακμή του αποτέλεσε ποτέ μουσική του λαού στο σύνολό του.
Η αστική τάξη ήταν προσκολλημένη στη δυτική μουσική, απεχθανόταν την «ανατολίτικη» μουσική και την κατηγορούσε σα μουσική των καταγωγίων, των περιθωριακών και του υποκόσμου.
Δεν ξέρω τι εννοείς λέγοντας «ιδεολογικοποίηση». Εγώ μόνο «ιερό ιδεολογικό πόλεμο» κατά του ρεμπέτικου βλέπω που περιφρονήθηκε και κατασυκοφαντήθηκε ποικιλοτρόπως.
Το λαϊκό τραγούδι δεν είναι δημιούργημα των δισκογραφικών εταιρειών. Προέκυψε από τις νέες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν στο διάστημα του μεσοπολέμου και μετά, όταν πια το δημοτικό τραγούδι είχε μπει ήδη σε μια φθίνουσα πορεία, ανίκανο να εκφράσει το νέο τρόπο ζωής,

“Φυσικά λοιπόν το ρεμπέτικο, ξεκίνησε και παρέμεινε ως μουσική έκφραση κοινωνικών υποομάδων. Βέβαια δεν παρέμεινε περιθωριακό στην κατανάλωσή του, αφού επικράτησε (και αυτό για συγκεκριμένους λόγους).”

Πιάσαμε λοιπόν τόσο γρήγορα την τελική ερώτηση; Ή αφήσαμε πολλές λεπτομέρειες πίσω, ή είμαστε τσακάλια! Έστω! Συμφωνώ λοιπόν με τον Άρη και τον Προβοκάτορα (!), μόνο που εγώ θα τάλεγα με άλλα λόγια και άλλες χρονολογήσεις. Σπεύδω λοιπόν να πω τη δική μου απάντηση στη φράση “και αυτό γιά συγκεκριμένους λόγους”, κι ας το πάρει το ποτάμι. Κι αν είναι πολύ νωρίς κι αναστατώνει την κουβέντα, συγχωρήστε με, και ξαναπιάνομε από την αρχή.

ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ

Τάκανα θάλασσα με το προηγούμενο μήνυμα, και καταχωρήθηκε (πολλές φορές) σ’ άλλη λίστα. Υπενθυμίζω λοιπόν πως απαντώ σ’ αυτούς τους λόγους που το ρεμπέτικο έγινε τόσο δημοφιλές στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα.

  1. Ας το πάρομε απόφαση. Από το 1834 ίσαμε τα τέλη του 18ου αιώνα, το “μουρμούρικο” είναι ΤΟ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΣΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ που βρίσκεις. Κι αυτό είναι φυσικό, γιατί αυτό γεννήθηκε στις φυλακές, αναπτύχθηκε στους τεκέδες, και απλώθηκε (όσο μπορούσε ν’ απλωθεί) σ’ ένα Κράτος που ήτανε τεκές και φυλακή μαζί! Κι έναν λαό που ήταν φύσει και θέσει “περιθωριακός”, αφού οι Βαυαροί τα πήραν όλα κι έφυγαν, κι οι νέα αστική τάξη έτρωγε τα υπόλοιπα. Αν υπήρχε από τότε δισκογραφία, αυτό το τραγούδι θα κατέγραφε (ως αστικό).

  2. Στις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα αρχίζουν να διαμορφώνονται οι κοινωνικές τάξεις με σαφήνεια, κι είναι από τότε που μπορούμε πως “στον Πειραιά κινούνται οι περιθωριακοί”. Οι φύσει, θέσει ή κατ’ επάγγελμα περιθωριακοί. Παράλληλα, οι μικροαστοί και πάνω, αρέσκονται στην οπερέτα, την επιθεώρηση, και το “εν τη γενέσει” ελαφρό τραγούδι. Από την άλλη, από τους μουσικούς (αστούς) της Σμύρνης, εκτός από το μεγαλείο του “μινόρε”, παίζονται και κάποια αδέσποτα “μουρμούρικα”, με δυτικότροπες εκτελέσεις.
    Γίνεται ένα διάλειμμα με τα “πατριωτικά” τραγούδι του 12, και το 22 έρχεται η Καταστροφή.

  3. Το 1922 και οι επιπτώσεις του, ΞΥΠΝΗΣΑΝ ΑΠΟΤΟΜΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΑ ΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ. Κι όταν μπήκε στη μέση η Δισκογραφία, όπως ήταν φυσικό, ο Έλληνας εκφράστηκε με τον Περιθωριακό που έκρυβε μέσα του. Το φυλακισμένο, τον χασικλή, τον μάγκα, τον Κλέφτη και τον Αρματωλό, τον λήσταρχο Νταβέλη, τον Νταή που έκανε ένα έγκλημα τιμής, αυτόν που κλέβει (παρανομεί) ένα καρβέλι ψωμί γιά να το φάει, αυτόν που έχει δοσοληψίες με την αστυνομία, αυτόν που έχει μπέσα με τους συντρόφους του, τον ψυχισμό του επαναστατημένου και του αντάρτη. Γι αυτό και πιστεύω πως όρος “ρεμπέτικο”, πέρα από την πραγματική ετυμολογία του, υιοθετήθηκε από τον κόσμο γιατί θύμιζε τον “ρέμπελο” (αντάρτης).

Συμπέρασμα: Ο κάθε Έλληνας κρύβει μέσα του έναν Αντάρτη, που κατά καιρούς εκδηλώνεται τραγουδιστικώς. Τι πρέπει να πάθομε, γιά να ξυπνήσει και πάλι αυτός ο πους τις που κοιμάται τόσα χρόνια;

Μια μικρή προσθηκη.
Μια και μιλάμε για αστικό τραγούδι το 18ο αιώνα, ας αναφέρουμε και ένα κύκλο ερωτικών τραγουδιών τα οποία ξεκινωντας από τις παροικίες του ελληνισμου μεταφέρθηκαν και στην Ελλάδα.
Και βέβαια την ιταλογενή καντάδα στα Επτανησα οπως και την Αθηναϊκη.
Οι Βαυαροί προσπαθησαν να φερουν κατι Θούρια, τα οποια ελάχιστους συγκίνησαν τότε και σημερα μονο καποιοι μουσικολόγοι τα θυμούνται.
Το κενό στην έκφραση κυριως στην ηπειρωτικη Ελλάδα έρχεται να συμπληρώσει το ρεμπέτικο.

Φυσικά και οι δύο (Κώστας Φέρρης και Γιάννης) γράφοντας 18ο εννοείτε 19ο αιώνα.

Μα ναι!!! Πω πω μαστούρα…

Να γιατί λέω να καθορίζομε τις χρονολογίες, γιά να μην αυθαιρετούμε γενικεύοντας.

Η χρήση χασίς, ίσαμε και τα τέλη του 19ου (επιτέλους σωστό) αιώνα, σε καμμία περίπτωση δεν χαρακτήριζε τους “περιθωριακούς”. Άλλωστε, όπως λέω και πιό πάνω, “περιθωριακή” ήταν όλη η φτωχολογιά. Γιά να μην μιλήσομε γιά τους λόγιους της Ευρώπης με το όπιο και το χασίς, στην Ελλάδα, το χασίς ήταν ευρύτατα διαδεδομένο στις πλατειές λαϊκές τάξεις, αλλά και τους αστούς και του πλούσιους. Αυτοί που απείχαν από τη χρήση χασίς, ήσαν οι μικροαστοί - είχαν πολλή δουλειά να κάνουν γιά ν’ ανέβουν τα σκαλοπάτια της κοινωνίας, και δεν έπρεπε να χαλαρώσουν.

Γι αυτό και η φτωχολογιά του 20ού αιώνα, και όχι μόνο, αρέσκεται να επικαλείται το “ιδεατό περιθώριο” του νου, τη μνήμη του 19ου αιώνα, την ανταρσία κατά του αστικού νόμου, μιά και τώρα πιά το χασίσι είναι παράνομο!

Ξέρω πως αυτή η σκέψη ξεφεύγει από την ανάλυση με ορθόδοξα Μαρξιστικά εργαλεία, γιατί εισάγει και τη μελέτη της “λαϊκής ψυχολογίας” των άστεων, της κυταρικής Ιστορικής μνήμης των Ελλήνων, του χαρακτήρα ενός ολόκληρου λαού. Μήπως όμως αυτή είναι η αλήθεια, και να ξεμπλοκάρομε από την έννοια του “περιθωρίου”;

Παρεμπιπτόντως, ο Ηλίας Πετρόπουλος αρνείται τον όρο “περιθώριο”, και προτείνει τον “υπόγειο” δρόμο (κατά το underground). Όπου όμως, αφ’ ενός μπαινοβγαίνουν όλοι οι πολίτες, και αφ’ ετέρου είναι και μία ψυχική κατάσταση, ένας ψυχισμός.