Δείγμα με τον Μπατίρη όπως παίζεται στη Σίφνο, από πρόσφατο γλέντι (σε εστιατοριο στις Καμάρες, 6/1/2018). Στο βιολί ο Παντελής Αγιουτάντης και στα λαούτα τα νεαρά ξαδέρφια Μαυρογιάννη (Νικολάδες και οι δυο). Στο τραγούδι ο αντιδήμαρχος.
Στο συγκεκριμένο απόσπασμα λέγεται μια στροφή από την κανονική ηχογράφηση. Οι δυο άλλες στροφές είναι αδέσποτες αλλά προσαρμόζονται στο Μπατίρη. Παρόμοια περίπτωση (για άλλο τραγούδι της δισκογραφίας) από τη Λέσβο είχε συζητηθεί εδώ. Κατά σύμπτωση, βρίσκουμε (παραλλαγμένη) μια κοινή στροφή.
Γειά σου Κουτρούφι με τα ωραία σιφναίικά σου! Εδώ, ολόκληρο τσάμικο Κατσαντώνη τον φέρατε στα μέτρα σας, ο μπατίρης θα σας ξέφευγε;
Ο “Μπατήρης” του Βασίλη Τσιτσάνη αποτελεί την προτελευταία ηχογράφηση για την HMV πριν την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Ηχογραφήθηκε στις 27/10/1940 μαζί με το τραγούδι “Μ΄ένα πικρό αναστεναγμό” που είναι η τελευταία ηχογράφηση για την HMV, πριν τα γεγονότα της 28 Οκτωβρίου 1940.
Πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο δίσκος με τα δύο τραγούδια του Τσιτσάνη, λόγω της κήρυξης του πολέμου, δεν πρόλαβε να κυκλοφορήσει το 1940. Τυπώθηκε και κυκλοφόρησε το 1946, λίγο πριν ηχογραφηθούν τα νέα μεταπολεμικά τραγούδια. Στην ετικέτα του δίσκου δεν υπάρχουν αριθμοί αδείας από την επιτροπή λογοκρισίας.
Το επόμενο τραγούδι που ηχογραφήθηκε, και πρώτο μετά την κήρυξη του πολέμου για την HMV, είναι το πολύ γνωστό “Στη Ρώμη” με τον Νίκο Γούναρη στα φωνητικά.
Τα τρία αυτά τραγούδια, όπως μπορείτε να δείτε, έχουν συνεχόμενους αριθμούς μήτρας/ηχογράφησης. Το τραγούδι “Στη Ρώμη” φέρει πάνω στην ετικέτα του τον αριθμό αδείας 2107.
Ευχαριστούμε Φώτη. Από την άλλη πλευρά του δίσκου βρίσκεται ένα από τα πιο διαδεδομένα, σήμερα, τραγούδια της ρεμπέτικης δισκογραφίας. Τότε, όμως (το 1946, όπως λέει ο Φώτης) στα Σιφνέικα πέρασε ο μπατίρης, όχι το "ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ". Οι Σιφνιοί φαίνεται, βάζοντας την πλάκα να παίζει, κόλλησαν στο πρώτο και αδιαφόρησαν για το δεύτερο. Αυτό, παίζεται (και διασκευάζεται) ευρέως μετά την αναβίωση από το 1975 και μετά. Γνωρίζουμε, όμως, την απήχηση που είχε όταν πρωτοκυκλοφόρησε;
Η εν λόγω στροφή, εδώ, λέει:
Μπατίρη με κατήντησες, κι έτσι μου πρέπει να 'μαι,
να στρώνω το σακκάκι μου στους δρόμους να κοιμάμαι.
Στο μυτιληνιό (τοπική εκδοχή του «Θέλω στον κόσμο να γλεντώ») λέει:
και σχολιάστηκε σχετικά ότι
Να προσθέσω λοιπόν ότι κι εγώ το έχω διαβάσει ως κασιώτικη μαντινάδα:
Έτσι μ’ αρέσει να γλεντώ κι έτσι μ’ αρέσει να 'μαι,
να στρώνω το σακκάκι μου και κάτω να κοιμάμαι.
Το δε τελευταίο δίστιχο του Σιφνιού Μπατίρη λέει:
Μπερμπάντη με κατήντησες, μα πού 'ναι η μπερμπαντιά μου;
γιατί αγαπώ τις όμορφες κι εβγήκε τ’ όνομά μου.
Κι αυτό επίσης μου είναι γνωστό ως παραδοσιακή μαντινάδα, νησιώτικη ή μικρασιάτικη, με ασήμαντες διαφορές (κυρίως το μ’ ονομάζουνε αντί με κατήντησες), αλλά αδυνατώ να θυμηθώ από πού την έχω ακούσει και σε τι σκοπό.
Τέλος, να σχολιάσω κι ένα γλωσσικό:
Το «κατήντησες», που ακούγεται και στις τρεις στροφές της σιφναίικης ηχογράφησης, είναι ένας αρχαιοπρεπής τύπος (με εσωτερική συλλαβική αύξηση!) από αυτούς που υποτίθεται ότι αντιβαίνουν στο λαϊκό γλωσσικό αίσθημα, το οποίο -υποτίθεται, και πάλι- προτιμάει ως πιο φυσικό το «κατάντησες». (Αντίστοιχα: απάντησα-απήντησα, κατάργησα-κατήργησα κλπ.) Εδώ βλέπουμε ότι σε ακραιφνώς λαϊκό λόγο, εν έτει 2018, ο αντιδήμαρχος εντελώς φυσικά χρησιμοποιεί τον δήθεν λογιωτατίστικο τύπο. Η ηχογράφηση του '40 λέει «κατάντησες». Το συμπέρασμα είναι ότι και το αρχαιοπρεπές και το μη αρχαιοπρεπές είναι εξίσου αποδεκτά από το λαϊκό γλωσσικό αισθητήριο.
Υποπτεύομαι φίλε koutroufi ότι τους έκανε εντύπωση η χαρακτηριστική φωνή του Κερομύτη και όχι του Στελλάκη. Λέω εγώ τώρα…
Δεν γνωρίζω κάτι για την απήχηση του τραγουδιού μετά την κυκλοφορία του. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να απαντάνε σε αυτό το ερώτημα. Όμως θα ψάξω στις συνεντεύξεις του Τσιτσάνη, να δω τι είπε ο ίδιος γι΄αυτές τις ηχογραφήσεις. Θυμάμαι ότι είχε αναφερθεί σε αυτές τις στιγμές πριν την κήρυξη του πολέμου, αλλά πρέπει να ψάξω στο βιβλίο με όλες τις συνεντεύξεις του, για να βρω τα σχετικά σχόλια του ίδιου του Τσιτσάνη.
Μπα, Φώτη. Νομίζω ότι το “ο,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ” έπεφτε βαρύ για τους Σιφνιούς. Οπότε προτίμησαν το πιο παιχνιδιάρικο από τα δυο.
Για το “κατήντησα”. Πολύ συχνά στη Σίφνο και στον καθημερινό λόγο το ρήμα είναι “κατηντώ” αντί για “καταντώ”. Έτσι ο αόριστος γίνεται κατήντησα (ή μάλλον, ηκατήντησα), χωρίς αυτό να σχετίζεται με εσωτερική αύξηση. Επεκτείνεται, δε, και σε άλλους χρόνους όπως στον παρακείμενο που γίνεται “έχω κατηντήσει”. Έτσι και σε άλλα τραγούδια ακούμε “έτσι μ’ έχει κατηντήσει μιας γυναίκας η οργή” (“Σ’ ένα βράχο”, Καλδάρας, 1948). Δεν πρέπει να γίνεται μόνο στη Σίφνο αλλά και σε άλλα μέρη (κυρίως Αιγαίο, Μικρά Ασία).
Βρήκα ένα άρθρο από τα ΝΕΑ του 2006 με τον εντυπωσιακό τίτλο “Οι ρεμπέτες μάς δίδαξαν γλώσσα”. Αντιγράφω ένα απόσπασμα γιατί σήμερα βρίσκεται το άρθρο, αύριο όχι.
«Ευχαριστώ το Θεό που ο Μακρυγιάννης δεν έμαθε γράμματα» δήλωνε ο
νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης, και τη ρήση του επικαλέστηκε ο καθηγητής
της Νεοελληνικής Γλώσσας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Χρήστος
Τσολάκης, για να σχολιάσει την ανατρεπτική εισήγηση του μελετητή του
ρεμπέτικου Πάνου Σαββόπουλου, ο οποίος κατέληξε: Οι ρεμπέτες χρησιμοποίησαν ή
έπλασαν λέξεις απούσες από τα επίσημα λεξικά («κακίστρα», «μαγίστρα»,
«καπετανεύω» κ.ά.), δανεισμένες από την καθαρεύουσα («όταν συμβεί στα πέριξ»),
λέξεις της καθαρεύουσας ή των Γραφών παραποιημένες («Θα τα κάνω γης Μαριάμ»
αντί «γης Μαδιάμ»), ξένες παραποιημένες (ο «τζέντελμαν» αντί τζέντλεμαν και ο
«ντελμπετέρης» αντί του τουρκο-περσικής προελεύσεως ντερμπεντέρης), ενώ
υπέβαλαν σε γοητευτικά πάθη τα φωνήεντα (το «α» γίνεται «ε» και το «ε» γίνεται
«η» κι έτσι προκύπτει το «ανεστενάζω» αντί αναστενάζω ή «κατηντήσει» αντί
καταντήσει).
Εδώ λοιπόν υποστηρίζεται ότι οι ρεμπέτες υπέβαλαν σε γοητευτικά πάθη τα φωνήεντα και δίνονται δυο παραδείγματα όπως το ανεστενάζω (και αυτό εμφανίζεται στο ιδίωμα της Σίφνου) και το κατηντήσει (καλή ώρα). Π.χ. ο Μάρκος, στο “Μονάχος μες στην μοναξιά” λέει κάπου “κατηντήσει”. Το ίδιο και ο Νταλγκάς στον Μπεκρή (Σκαρβέλη).
Νομίζω ότι δεν είναι ρεμπέτικη καινοτομία αυτό. Είναι ιδωματισμός που σχετίζεται με τον τόπο καταγωγής των δημιουργών και η οποία μεταφέρθηκε στη δισκογραφία.
Αυτό σίγουρα δεν το γνώριζα, ούτε και θα το φανταζόμουν.
Λογικά, ναι.
Ανεξαρτήτως όμως του αν πρόκειται για διάλεκτο (=η ιδιαίτερη παραλλαγή της κοινής γλώσσας που χρησιμοποιείται σε κάποια περιοχή, π.χ. Σίφνο) ή για κοινωνιόλεκτο (= η παραλλαγή μιας κοινωνικής ομάδας, π.χ. ρεμπέτες), η περιγραφή του Σαββόπουλου δεν είναι σωστή:
Πρώτα απ’ όλα, δε βλέπω κανένα ε που να έγινε η, αλλά μόνο α που να έγινε αλλού ε κι αλλού η. Αυτό τού ξεφυγε, ήταν παραδρομή. Αλλά δεν είναι αυτό το σημαντικό.
Το σημαντικό είναι ότι δεν έχουμε έτσι γενικώς φωνήεντα που αλλάζουν. Έχουμε ρηματικούς τύπους που δανείζονται στοιχεία από άλλους τύπους. Δηλαδή, από το κατήντησα, που κρατάει την αρχαία αύξηση (πράγμα καθόλου υποχρεωτικό και μάλλον σπάνιο στα νέα ελληνικά, εκτός απ’ όσους έχουν επηρεαστεί από την καθαρεύουσα και -εδώ είμαστε- απ’ όσους έχουν ακούσει το ρήμα από εκείνους που έχουν επηρεαστεί από την καθαρεύουσα) βγαίνει και ενεστώτας κατηντώ, και παρακείμενος έχω κατηντήσει.
Ένα όχι διαλεκτικό, αντιθέτως πολύ κοινό παρόμοιο παράδειγμα είναι το «απηύδησα»: δεδομένου ότι το λέμε έτσι, σε αόριστο με αρχαιοπρεπή-καθαρευουσιάνικη αύξηση, πολύ πιο συχνά απ’ ό,τι στους άλλους χρόνους, πολλοί παρασύρονται και λένε και «έχω απηυδήσει». Το ρήμα είναι βέβαια απαυδώ, αλλά πού να το ξέρει κανείς αν το ακούει πάντα στον αόριστο;
Με την τροπή ανα- > ανε- (π.χ. ανεστενάζω) τα πράγματα είναι λίγο πιο σύνθετα. Δε θα φορτώσω ένα μουσικό φόρουμ με όλη τη σχετική γλωσσολογική ανάλυση, απλώς θα αναφέρω επιγραμματικά τρία στοιχεία:
(α) Συμβαίνει σε αρκετά ιδιώματα, κυρίως αιγαιοπελαγίτικα όπως σωστά είπες Κουτρούφι, όχι σε μεμονωμένα ρήματα αλλά σε όλα τα σύνθετα με το ανα-.
(β) Πιθανότατα και πάλι συνδέεται με την αύξηση, αλλά εδώ έχουν μεσολαβήσει περισσότερα βήματα.
(γ) Και στα κοινά (=όχι διαλεκτικά) νέα ελληνικά, είναι απολύτως αποδεκτό ως σωστό και μάλιστα ως το μοναδικό σωστό το ανεβαίνω (ανα+βαίνω, πρβλ. ανάβαση) και το ανεβάζω (ανα+βιβάζω), και μάλιστα κατ’ αναλογίαν έχουμε βάλει έψιλον και στο κατεβαίνω (κατά+βαίνω, πρβλ. κατάβαση) και στο κατεβάζω (κατά+βιβάζω). Άρα, πρόκειται για γενικό φαινόμενο, κι όχι για κάτι που εστιάζεται σε ορισμένα ρήματα ή σε ορισμένες παραλλαγές της γλώσσας.
[Να προσθέσω ότι λάθος του Σαββόπουλου είναι και η περιγραφή του δήθεν αποκλίνοντος «τζέντελμαν αντί τζέντλεμαν», αφού στα αγγλικά είναι απλώς τζέντλμαν, χωρίς -ε- ούτε πριν ούτε μετά (παρά μόνο στην ορθογραφία), μ’ ένα συλλαβικό λ που δεν υπάρχει στα ελληνικά. Σήμερα, που ξέρει αγγλικά πολύ περισσότερος κόσμος, λέμε παζλ και όχι πάζελ, Μάικλ και όχι Μάικελ ή Μάικολ, αλλά τότε, που δεν ήξεραν αγγλικά παρά μόνο μεμονωμένες λέξεις, άλλοι είπαν τζέντλεμαν και άλλοι τζέντελμαν. Εξίσου αυθαίρετα και τα δύο, απλώς το ένα επικράτησε. Όσο για το καπετανεύω, μπορεί να μην το έχουν τα «επίσημα» (τι θα πει αυτό;) λεξικά, αλλά πολύ αμφιβάλλω αν είναι λέξη επινοημένη από κάποιον στιχουργό του ρεμπέτικου.]
Το διάβασα. Δε λέει τίποτε: είναι μια εντελώς συνοπτική αναφορά σ’ ένα γλωσσολογικό συνέδριο, στο οποίο υπήρξαν και εισηγήσεις για τη γλώσσα των ρεμπέτικων. Δεν προκύπτει αν αυτή είχε οριστεί ως η θεματική του συνεδρίου ή αν απλώς, ανάμεσα σ’ άλλα, υπήρξαν και μερικές τέτοιες εισηγήσεις. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ένας πραγματικός γλωσσολόγος δεν προβαίνει σε αξιολογήσεις: θα εντοπίσει φαινόμενα στη γλώσσα των ρεμπέτικων, θα τα ερμηνεύσει, αλλά σιγά μην πάει να πει «οι ρεμπέτες δίδαξαν γλώσσα»!! Ούτε καν ο Σαββόπουλος δε φαίνεται να το είπε αυτό. Η αρθρογράφος των Νέων το είπε, για να τραβήξει την προσοχή. Όπως αντίστοιχα γέμισε το άρθρο της και με ό,τι άλλο πιο πιασάρικο ακούστηκε, μέχρι ανέκδοτα, χωρίς τελικά να είναι σε θέση να δώσει μια στοιχειώδη εικόνα των πεπραγμένων του συνεδρίου.
Είναι και η ιστορική περίοδος. Δηλαδή, στην περίοδο των τελευταίων εκατό χρόνων, σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα ορισμένοι λεκτικοί τύποι θα ήταν πιο συνηθισμένοι σε όλη την επικράτεια και σε όλα τα κοινωνικά στρώματα απ’ όσο σε άλλες. (Να περιοριστούμε σε γλωσσικές διακυμάνσεις των τελευταίων εκατό χρόνων για να μην φτάσουμε στην ομηρική εποχή).
Το κατηντώ το βρήκα και στην Κύπρο. Η αναλογία του απαυδώ/απηυδώ με το καταντώ/κατηντώ φαίνεται εύλογη.
Ο αόριστος “(ε)κατήντησα” σε άλλα ρεμπέτικα:
-
Εάν δεν ήσουν φθισικιά, Κερομύτης, 1937. Πειραιώτικου ύφους. Εδώ έχουμε τον Κερομύτη να λέει “εκατήντησα” (ενώ στο Μπατίρη λέει “κατάντησες”).
-
Είσαι φάντης, Αμπατζή-Ασίκης, 1936. Μικρασιάτικου ύφους. Από σύγχρονα σχήματα: Στο βίντεο αυτό από την Αυστραλία (Ο Φώτης Βεργόπουλος τραγουδάει;) διατηρείται το"εκατήντησες". Ενώ σε αυτό η Χαρούλα Τσαλπαρά λέει "εκατάντησες".
-
Στο “Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια”, στο “μαυρομάτα μου για σένα…” ο Μάρκος, την πρώτη φορά, λέει ξεκάθαρα “εκατάντησα”. Στην επανάληψη, όμως, που τραγουδάει και ο Ρούκουνας, ο ένας λέει “εκατάντησα” αλλά ο άλλος “εκατήντησα”. Αν υπήρχε η πολυτέλεια θα το ξαναγράφανε.
-
Ένα μεταπολεμικό “Στο κελί του κάθε βράδυ”, Περιστέρης (Μπίνης/Χασκηλ) 1950. Σύμφωνα με το sealabs τους στίχους έγραψαν οι Μίνως Μάτσας, Ζακ Ιακωβίδης αν και η συμμετοχή του τελευταίου αμφισβητείται.
Yπάρχουν κι άλλα αλλά ας μην το ξεφτιλίσω.
Από την άλλη μεριά, από τα ελαφρά δηλαδή, της περιόδου εκείνης, δεν ξέρω κάτι.
Αυτό είναι ίσως το πιο ενδεικτικό απ’ όλα. Δύο τύποι που σε δεδομένη εποχή και κοινωνική ομάδα ήταν απολύτως ισοδύναμοι και ελεύθερα εναλλάξιμοι. Τόσο πολύ που ο ένας από τους δύο τραγουδιστές δεν παρατηρεί ποιος από τους δύο τύπους ακούστηκε (ή ειπώθηκε από τον ίδιο, αν το «λάθος» το έκανε ο ΜΒ -που έτσι μου φαίνεται κιόλας) λίγα δευτερόλεπτα πριν.
Η πρώτη αναφορά του Βασίλη Τσιτσάνη για τα δύο αυτά τραγούδια, μας έρχεται από την γνωστή συνέντευξη του στον Κώστα Χατζηδουλή που έγινε και βιβλίο, «Βασίλης Τσιτσάνης-Η ζωή μου το έργο μου».
Εκεί λοιπόν ο Τσιτσάνης αριθμεί 34 τραγούδια του, τα οποία έγραψε στο τάγμα τηλεγραφητών σύμφωνα με τον ίδιο. Αν και μπερδεύεται και συγχέει τραγούδια που ηχογράφησε πριν καταταχτεί φαντάρος, ο Τρικαλινός συνθέτης περιλαμβάνει και τα τραγούδια «Μπατήρης» και «Μ΄ένα πικρό αναστεναγμό» ¨Ότι και αν πω δεν σε ξεχνώ¨ σε αυτά που συνέθεσε όσο ήταν φαντάρος στο τάγμα τηλεγραφητών.
Στην ίδια συνέντευξη ο Τσιτσάνης αναφέρει ότι ο πόλεμος τον βρήκε να παίζει στο μαγαζί του πατέρα του Μανώλη Χιώτη, Διαμαντή, μαζί με τους Μπάτη, Κερομύτη, Στράτο και Δελιά.
Η αναφορά του Τσιτσάνη στον Ανέστο Δελιά, εντυπωσίασε τον Χατζηδουλή που θέλησε να μάθει περισσότερα για την γνωριμία Τσιτσάνη-Δελιά. Μετά την περιγραφή του Τσιτσάνη για την συνεργασία του με τον Δελιά, ο Χατζηδουλής επανέρχεται στις κρίσιμες μέρες πριν την έναρξη του πολέμου με τους Ιταλούς.
Χατζηδουλής : Εσύ πότε έφυγες από το μαγαζί του Χιώτη;
Τσιτσάνης : Σου είπα ότι απολύθηκα το 1940. Σε λίγους μήνες άρχισε ο πόλεμος, ούτε πέντε μήνες πολίτης δεν είχα. Τότε έφυγα από το μαγαζί του γέρο-Διαμαντή. Επιστρατεύτηκα αμέσως και γραμμή για το Αλβανικό μέτωπο. Κατατάχτηκα πάλι με την ιδιότητα του τηλεγραφητή…
Το 1982, τρία χρόνια μετά την παραπάνω συνομιλία, στην τελευταία συνέντευξη του Χατζηδουλή με τον Τσιτσάνη που δημοσιεύτηκε το 2004 στο περιοδικό «Λαϊκό Τραγούδι» τεύχος 6, γίνεται κουβέντα μεταξύ τους για τραγούδια που δεν πρόλαβαν να ηχογραφηθούν λόγω των γεγονότων της 28ης Οκτωβρίου 1940.
Όπως περιγράφει ο Β.Τσιτσάνης, οκτώ με δέκα τραγούδια του που ήταν προγραμματισμένα για φωνοληψία μέχρι το τέλος του 1940 , ματαιώθηκαν λόγω της κήρυξης του πολέμου. Ανάμεσα σε αυτά ήταν και τα τραγούδια «Θα πάρω δρόμο μακρινό» και «Δυο και δυο».
Χατζηδουλής : Ποιοι θα τα έλεγαν;
Τσιτσάνης : Ο Στράτος, η Νταίζη (ακόμη μία αναφορά του Τσιτσάνη στην Νταίζη), ο Κερομύτης κι ο Χατζηχρήστος ένα χασάπικο. Άκου τι θα σου πω τώρα, είχα ένα συρτό, λεγόταν «Τα μαλάματα», που ήταν για τον Στελλάκη Περπινιάδη και μάλιστα το είχαμε κάνει πρόβα. Αυτό θυμάμαι, το είχαμε προγραμματίσει με την εταιρεία για τις γιορτές του ΄40. Πάει χάθηκε κι αυτό…
Χατζηδουλής : Δεν το θυμάσαι καθόλου Τσίλα;
Τσιτσάνης : Κοίταξε, μόνο αν βρω τους στίχους θα το θυμηθώ! Διαφορετικά ας μην ελπίζουμε. Είναι από τα πιο ωραία τραγούδια μου: Ο Στελλάκης δεν σου μίλησε καμιά φορά γι΄αυτό;
Χατζηδουλής : Όχι ποτέ. Αν το ΄ξερα και τον ρωτούσα ίσως να…
Τσιτσάνης : Κρίμα! Θα επιμείνω να βρω τους στίχους.
Αν ο πόλεμος είχε ξεκινήσει δύο μέρες πιο πριν ίσως ποτέ να μην ηχογραφούνταν τα τραγούδια «Μπατήρης» και «Μ΄ένα πικρό αναστεναγμό» ¨Ότι και αν πω δεν σε ξεχνώ¨.
Στην ίδια συνέντευξη, και μόνο μερικές ερωτήσεις μετά τον παραπάνω διάλογο, ο Τσιτσάνης αναφέρεται για ακόμη μία φορά στις τελευταίες προπολεμικές ηχογραφήσεις του και ειδικά στο τραγούδι «Ότι κι αν πω δεν σε ξεχνώ».
Χατζηδουλής : Πρώτος γραμμοφώνησες Τσίλα; (αναφέρεται στις πρώτες ηχογραφήσεις τον Ιούνιο του 1946).
Τσιτσάνης : Ναι, στα μέσα του ΄46. Μετά έγραφε, θυμάμαι, ο Παπαϊωάννου, ο Μητσάκης, ο Μανώλης, ο Μάρκος*. Κοίταξε, είχα να μπω στο στούντιο σχεδόν πέντε χρόνια, από την παραμονή του πολέμου με το «Ότι κι αν πω». Στην αρχή ένοιωσα λίγο έτσι, φοβισμένος…
Χατζηδουλής : Γιατί Τσίλα;
Τσιτσάνης : Δεν ξέρω ακριβώς το γιατί. Ίσως από συγκίνηση, ίσως κάτι άλλο. Βλέπεις πρώτη φορά στο στούντιο ύστερα από τόσα χρόνια, πολέμους κατοχή. Κάτι ένοιωσα, δεν μπορώ να στο εξηγήσω τώρα…
Χατζηδουλής : Μάλλον αγωνία ήτανε…
Τσιτσάνης : Δεν αποκλείεται. Και μάλιστα θυμάμαι τον Αρεταίο, τον ηχολήπτη, που κάτι κατάλαβε διότι ήταν πανέξυπνος, να μου λέει, «Βασιλάκη, ηρέμησε, τώρα είναι πιο εύκολα από πριν τον πόλεμο». Με θαύμαζε ο Αρεταίος από τότε που ξεκίνησα…
Φίλε koutroufi αυτές είναι οι αναφορές του Βασίλη Τσιτσάνη, στις 25-30 συνεντεύξεις του, στα τραγούδια που ηχογραφήθηκαν στις 27/10/1940. Δυστυχώς δεν λέει κάτι για την περίοδο που κυκλοφόρησαν τα κομμάτια, οπότε μένουμε με αυτά. Απομένει να δω τι γράφει ο Σώτος Αλεξίου για τα τραγούδια, στο βιβλίο του ο «Ξακουστός Τσιτσάνης». Όταν θα είμαι έτοιμος, θα μεταφέρω κάθε πληροφορία από τον Σ.Αλεξίου.
Οι πληροφορίες και οι διάλογοι μεταφέρθηκαν από το βιβλίο των Θεόφιλου και Φωτεινής Αναστασίου “Βασίλης Τσιτσάνης-ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ”.
- Οι πρώτοι που ηχογράφησαν τραγούδια τους μετά το άνοιγμα της Columbia ήταν οι Μανώλης Χιώτης και Γιώργος Μητσάκης. Μετά ακολούθησαν οι υπόλοιποι.