Rebet guitarS speelt Κώστας Μπέζος

Ευτυχώς μας προστατεύει η ΟΥΝΕΣΚΟ.

Από το Όλανδικό κείμενο ο κύριος Γκούγκλος, έβγαλε…

Ο Χάρης Κωνσταντίνου (κιθάρα και φωνητικά) και ο Jaap Faber (κιθάρα) συνήθως παίζουν ρεμπέτικα από τη δεκαετία του 1920 και του 1930, την ακμή αυτής της ελληνικής λαϊκής μουσικής. Το κάνουν με δύο κιθάρες. Εκείνη την εποχή, η κιθάρα ήταν πιο δημοφιλής στην Ελλάδα από το ελληνικό μπουζούκι, όπως μαρτυρούν οι ηχογραφήσεις από εκείνη την εποχή. Κατά τη διάρκεια αυτού του Flex Night Live θα παίξουν μουσική από - και θα πουν ιστορίες - από τον μυστηριώδη δημοσιογράφο-μουσικό Κώστα Μπέζο, ψευδώνυμο Α. Κωστή (1905-1943). Ηχογράφησε τη μουσική του με την ίδια σύνθεση: δύο κιθάρες. Το μουσικό του έργο ήταν ένα ιδιαίτερο μείγμα ελληνικών ρεμπέτικων και των λεγόμενων Χαβάης, λαϊκή μουσική εμπνευσμένη από τον πολιτισμό της Χαβάης. Πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Αθήνα ήταν ένα μεγάλο χωνευτήρι πολιτισμών. Οι στίχοι του είναι συχνά απαίσιοι κωμικοί, με πολλές αναφορές στο περιθώριο της κοινωνίας.

1 «Μου αρέσει»

Ο συντάκτης του κειμένου χρειάζεται σεμινάριο ιστορίας ρεμπέτικου…

Νομίζω απλά το κείμενο αδικείται από το google translate. Αν δεν μπορεί κάποιος να μεταφράσει ολλανδικά, ας μην μπει καθόλου.
Ο Χάρης Κωνσταντίνου είναι δυνατός παίχτης και έχει μελετήσει σε βάθος τις ηχογραφήσεις κιθάρας της περιόδου, και πιστεύω πως αυτό φαίνεται στην ερμηνεία του τόσο κιθαριστική όσο και φωνητική.

Διαφωνώ κάθετα: Ως πασίγνωστον, ένα από τα ασθενή σημεία του google translator είναι ότι η όποια γλώσσα, πρώτα μεταφράζεται στα αγγλικά και μετά, η αγγλική μετάφραση μεταφράζεται στη γλώσσα που ζητήσαμε. Έτσι λοιπόν, για να περιορίσω στο ελάχιστο τις τυχόν αστοχίες, ζήτησα αγγλική μετάφραση. Ιδού:

Charis Konstantinou (guitar and vocals) and Jaap Faber (guitar) usually play rebétika from the 1920s and 1930s, the heyday of this Greek folk music. They do this with two guitars. At the time, the guitar was more popular in Greece than the Greek bouzouki, as witnessed by recordings from that time.
During this Flex Night Live they will play music by - and tell stories about - the mysterious journalist-musician Kostas Bezos, alias A. Kostis (1905-1943). He recorded his music with the same line-up: two guitars. His musical oeuvre was a special mix of Greek rebétika and so-called Hawaiias, folk music inspired by Hawaiian culture. Before the Second World War, Athens was one big melting pot of cultures. His lyrics are often grimly comical, with many references to the fringe of society.

Επιπλέον, επειδή τυχαίνει να ξέρω και Γερμανικά, γλώσσα πολύ κοντινή στα Ολλανδικά (σχεδόν μία διάλεκτος των Γερμανικών), συνέκρινα το ολλανδικό κείμενο με την αγγλική μετάφραση και δεν βρήκα σημαντικά λάθη, παρερμηνείες κλπ. Οπότε, έχουμε και λέμε:

Δηλαδή, πριν το 1920 και μετά το 1930, η ελληνική αυτή λαϊκή μουσική (τα ρεμπέτικα δηλαδή) ήταν σε παρακμή;

Πού το βρήκαν αυτό; Σίγουρα, την εποχή που ηχογραφήθηκαν τα κομμάτια του Μπέζου, ο Μάρκος και η παρέα του δεν είχαν ξεκινήσει ηχογραφήσεις, αλλά τα λαϊκά τραγούδια της εποχής, τα Σμυρναίικα δηλαδή, δεν παίζονταν με κιθάρες, με εντελώς διαφορετικά όργανα παίζονταν. Και τα «πρω - πειραιώτικα» («όρος» δικός μου για τα τραγούδια που άκουγε ο Μάρκος και παρακινήθηκε να μάθει μπουζούκι) ούτε αυτά παίζονταν με κιθάρες, με μπουζούκι παίζονταν.

Τί ακριβώς ήταν το μουσικό έργο του Μπέζου που σχετίζεται με ρεμπέτικα, εξηγείται αναλυτικά εδώ (PDF, Πρακτικά 5ου σεμινάριου – συνάντηση για το ρεμπέτικο, σελ. 27 κ. ε.). Φυσικά, δεν υπάρχει η παραμικρή συνάφεια με τον πολιτισμό της …. Χαβάης… (η εκτεταμένη χρήση Χαβάγιας από το μετέπειτα συγκρότημα “Άσπρα πουλιά” είναι άλλο…)

Υ.γ. Τον κύριο Χάρη Κωνσταντίνου δεν τον γνωρίζω, ούτε γνωρίζω αν εκείνος ή κάποιος άλλος είναι ο συντάκτης του κειμένου που συνοδεύει το βίντεο που ανεβάστηκε.

2 «Μου αρέσει»

Δισκογραφικά μιλώντας, και σαν πρωτότυπη δημιουργία, νομίζω η ακμή του πειραιώτικου ήταν εκείνες τις δεκαετίες.

Κυρίως αναφέρεται στο πρώτο πιστεύω, όσο για το δεύτερο δεν συγκρίνει την κιθάρα με τα υπόλοιπα όργανα παρά μόνο με το μπουζούκι.

Καθόλου άλλο, προφανώς αναφέρεται ακριβώς σε αυτή την μόδα της χαβάγιας (εδώ νομίζω έχει πρόβλημα η μετάφραση σχετικά με hawaian culture, ίσως εννοεί τον τρόπο παιξίματος). Εξάλλου για τον Μπέζο είναι το αφιέρωμα που συζητάμε.

Μα, τί σχέση θα μπορούσε να υπάρχει μεταξύ της μόδας της χαβάγιας και του πολιτισμού της Χαβάης; Και να το πάω και παραπέρα: Οι ηχογραφήσεις του Μπέζου με ρεμπετοειδή, παιγμένες με τις συγκεκριμένες κιθάρες, τί σχέση έχουν με την τεχνική της χαβάγια κιθάρας;

1 «Μου αρέσει»

ποιό είναι το πρώτο, και ποιό το δεύτερο;

Πολύ απλά, έχουν σχέση με τον Μπέζο ως μουσικό με ποικιλία επιρροών. Εξάλλου σε κάποια ρεμπετοειδή χρησιμοποίησε κουρδίσματα της χαβάγιας.
Για το culture εξέφρασα τις επιφυλάξεις μου, και έδωσα μια πιθανή εξήγηση παραπάνω.

Το πρώτο ότι ηχογραφήθηκαν κιθάρες προτού ηχογραφηθούν μπουζούκια, το δεύτερο σε σχέση με τα όργανα των Σμυρναίικων.

Α, κατάλαβα. Οπότε, η σύγκριση που επιχειρεί, σχετικά με τη «δημοφιλία» κιθάρας ή μπουζουκιού τη συγκεκριμένη εποχή, είναι εντελώς εκτός πραγματικότητος, γιατί μην ξεχνάμε ότι οι ηχογραφήσεις του Μπέζου δεν πλασαρίστηκαν στην ελληνική αγορά, δεκαετίες αργότερα τις ακούσαμε στην Ελλάδα, οπότε και δεν «κατοχύρωσαν» πρωτιά της κιθάρας. Το ότι ηχογραφήθηκαν κιθάρες προτού ηχογραφηθούν μπουζούκια, ήταν αποτέλεσμα της επιλογής του Μπέζου και μόνον, και με τίποτα δεν καθρεφτίζει τις τάσεις που επικρατούσαν στην Ελλάδα τη συγκεκριμένη εποχή.

Μόνο που ο Μπέζος, όπως ήδη επισημάνθηκε, ήταν τότε παντελώς άγνωστος στην Ελλάδα ως μουσικός και, όταν έγινε γνωστός, έγινε ως “Ασπρα πουλιά” , όχι ως ρεμπέτης. Οπότε, με όλα τα παραπάνω δημοσιευμένα, μπορώ άνετα να επαναλάβω:

Νομίζω ότι το κείμενο στηρίζεται αποκλειστικά σε δισκογραφικά δεδομένα. Έτσι δε λαμβάνει π.χ. υπόψη του εποχές κατά τις οποίες το α ή β όργανο ήταν δημοφιλές μεν στην πράξη, αλλά όχι στη δισκογραφία.

(Δισκοκεντρική προσέγγιση, που τη θεωρώ λάθος και ξεπερασμένη, αλλά που ωστόσο κυριαρχούσε απόλυτα και εξακολουθεί να κρατάει καλά.)

Πέραν αυτού, η μετάφραση γενικά βγάζει νόημα, εκτός από το «απαίσια κωμικοί στίχοι» στο τέλος που δεν το καταλαβαίνω, και δε με βοηθάει ούτε το grimly comical - δεν καταλαβαίνω καν αν του Ολλανδού συντάκτη τού αρέσουν ή όχι!

Ωραίοι πάντως οι μουσικοί.

Το Στρίβε Λόγια ο συνοδός κιθαρίστας το παίζει ολόκληρο με ένα μόνο χέρι!!

1 «Μου αρέσει»

Φυσικά και είναι λάθος, αλλά είναι μεγαλύτερο λάθος να μην έχεις συνειδητοποιήσει, σήμερα, ότι οι μήτρες των συγκεκριμένων ηχογραφήσεων πήγαν απευθείας στην Αμερική. Αν δεν το ξέρεις αυτό, καλύτερα να παρακαλέσεις κάποιον που ξέρει, να σου γράψει κείμενο.

Grimmisch στα γερμανικά και στα ολλανδικά σημαίνει χοντροκομμένος, άξεστος. To comical πρέπει να σημαίνει αστείος, κωμικός (στίχος) ενώ το komisch στα Γερμανικά σημαίνει παράξενο.

Διάβαζα τα πρακτικά κι έπεσα στην εξής απορία. Εφόσον ο Μεμέτης είναι της ανώνυμης δημιουργίας, γιατί αναγράφεται ως Συνθέτης ο σαντουριέρης Χρήστος Μαρίνος (σ.51); Αναφέρεται σε κάποια συγκεκριμένη επανεκτέλεση (που όμως δεν διευκρινίζεται);

E, ήταν μια εποχή όπου ο καθένας προσπαθούσε ν’ αρπάξει ό,τι μπορεί, πριν το αρπάξει άλλος…. Πάντως, δεν είναι ωραίο να γράφεις απ’ τη μια «αδέσποτο της ανώνυμης δημιουργίας» και απ’ την άλλη να αναφέρεις ως «συνθέτη» κάποιο συγκεκριμένο όνομα, εγώ θα έλεγα κάτι σαν «Η σύνθεση αποδίδεται εδώ στον χψω….»

Συμφωνώ με το δεύτερο σκέλος εν μέρει. Δηλαδή:
Αν και εφόσον είναι αδέσποτο πώς μπορεί να αποδοθεί η σύνθεση σε ορισμένο όνομα; Δηλαδή, υπάρχει η παραδοσιακή μελωδία και στίχος ο οποίος μπορεί να συναντάται με τροποποιήσεις παραλλαγές κτλ, οκ εδώ. Μετά, δεν θα έπρεπε να γίνει όπως λχ στην Παπαγκίκα, που αναγράφεται ΄΄ερμηνεύει΄΄, την τάδε (επαν)εκτέλεση. Τον όρο ‘‘συνθέτης’’ δεν έχω καταλάβει.

Καλά όχι ότι καίγομαι, για να είναι στα πρακτικά σεμιναρίου οι πληροφορίες έχουν γραφεί από άτομα πολύ πιο ειδικευμένα από μένα, απλά μου έκανε εντύπωση.

Κάθε μουσικό κομμάτι, στο αντίστοιχο της «γραπτής γραμματείας» στη μουσική, έχει τον συνθέτη του, που είναι γνωστός και πάντα αναγράφεται το όνομά του. Ανάλογα ισχύουν και για τον στιχουργό, αν υπάρχουν στίχοι. Στην «προφορική παράδοση», δηλαδή στα αδέσποτα κομμάτια που κυκλοφορούν και τραγουδιούνται απ’ όλους, ο συνθέτης συνήθως είναι άγνωστος, όπως και ο στιχουργός. Αν λοιπόν ένα τραγούδι χαρακτηριστεί «αδέσποτο» ή «της ανώνυμης δημιουργίας», σωστό είναι να μην παρατεθεί όνομα συνθέτη ή / και στιχουργού.

Ειδικά ο συγκεκριμένος ομιλητής δεν ήταν «ειδικευμένος ερευνητής». Ήταν απλά και μόνο εγγονός του Μανέτα, του «ημιμυθικού» μπουζουκοπαίκτη του Μεσοπολέμου, κάτι που δεν το βρίσκεις μπροστά σου κάθε μέρα…. Ο δε επιμελητής της έκδοσης, δεν έχει το δικαίωμα να επέμβει στην ουσία μιας παρουσίασης, εκτός αν μπορεί να συνεννοηθεί πρώτα με τον υπεύθυνο της εργασίας, κάτι που δεν κατέστη δυνατό στη συγκεκριμένη περίπτωση.

1 «Μου αρέσει»

Το λέει άλλωστε:

Πράγματι, άλλα συμπεράσματα βγάζει κανείς από τις ηχογραφήσεις, άλλα από τις παρτιτούρες, άλλα από λογοτεχνικές ή δημοσιογραφικές αναφορές, και άλλα από την «προφορική» ιστορία που παραδίδεται από γενιά σε γενιά.

2 «Μου αρέσει»

Καθρεφτίζει τις τάσεις της δισκογραφικής βιομηχανίας μάλλον, πριν να αλλάξει τα δεδομένα το μινόρε του τεκέ, και την πρόσβαση στη δισκογραφία που είχε ο Μπέζος αλλά δεν είχαν οι μπουζουξήδες.

1 «Μου αρέσει»

Όχι, δεν νομίζω. Είναι αρκετά γνωστή η ιστορία: ο Τέτος Δημητριάδης, υπεύθυνος προγράμματος ελληνικού ενδιαφέροντος στην αμερικανική Βίκτορ, προγραμματίζει συχνά ταξίδια στην Ελλάδα, να βρει υλικό. Πράγματι, μέσα στη δεκαετία ΄30, αρκετοί ελληνικοί δίσκοι αναπαράγονται στην Αμερική. Το 1930 ο αδελφός του Φωκίων, εγκατεστημένος στην Αθήνα και γνωστός σκιτσογράφος του τύπου, του προτείνει τον Μπέζο, που προφανώς γνωρίζει ως σκιτσογράφο. Ο Μπέζος γράφει τραγούδια για τον Δημητριάδη και τα προχωράει μέχρι ηχογράφηση. Αλλά δεν παίζει μπουζούκι, κιθάρα παίζει. Το ότι τα κομμάτια και των δύο παραγγελιών (1930 και 1931) ηχογραφήθηκαν με κιθάρες και όχι μπουζούκι, δεν νομίζω ότι ήταν sine qua non προϋπόθεση της εταιρίας, απλά έτσι έτυχε.

1 «Μου αρέσει»