Πριν καναδυό βδομάδες είχε αρκετή κίνηση μια συζήτηση για έναν ιδιαίτερο μουσικό δρόμο της Μακεδονίας και της Θράκης, που τον χρησιμοποιεί κυρίως η γκάιντα. Εκεί είχα αναφέρει κατ’ επανάληψη ότι χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα κλωσίματα της γκάιντας, αλλά ότι δεν μπορώ να βρω κανένα τέτοιο για να το ανεβάσω και να έχουμε χειροπιαστό παράδειγμα να ξέρουμε για τι πράγμα μιλάμε. Τελικά βρήκα ένα, αλλά όχι από Ελλάδα, από Β. Μακεδονία.
Το «κλώσιμο» είναι ένα είδος σόλου, εν μέρει αυτοσχέδιου, εν μέρει κανονισμένου. Σε άλλες τοπικές παραδόσεις υπάρχουν άλλου είδους οργανικά σόλα, το ταξίμι κυρίως σε μικρασιάτικα, το βέρσο σε τσάμικα και άλλα παρόμοια κλαριντζήδικα, κλπ. Το καθένα έχει δικούς του κανόνες. Το κοινό τους σημείο είναι ότι αποτελούν την κορύφωση της χορευτικής μουσικής (και του ίδιου του χορού άλλωστε) και, επίσης, το κυρίως πεδίο όπου ο μουσικός προκαλεί την κρίση των χορευτών/ακροατών, αναμετρώμενος με ό,τι πιο απαιτητικό υπάρχει.
Σήμερα είναι τόσο σπάνιο να βρεθεί γκαϊτατζής να ξέρει να κλώσει, ώστε την ειδικότερη περίπτωση όπου επιπλέον χρησιμοποιεί κι εκείνο τον δρόμο που λέγαμε δεν την εντόπισα πουθενά. Δε σημαίνει ότι δε βρίσκονται πουθενά ηχογραφημένα κλωσίματα, οπωσδήποτε όμως είναι σπάνια, οπότε τα λίγα που βρήκα δεν περιείχαν τον δρόμο αυτό. (Τελικά αυτό που έψαχνα δεν το βρήκα παρά τυχαία σε παλιά, ίσως γύρω στο '70, γιουγκοσλάβικη ηχογράφηση!!)
Έχω βρεθεί πολλές φορές με νεότερους (μετα-αναβιωτικούς) γκαϊτατζήδες, Αθηναίους με ή χωρίς καταγωγή από θρακομακεδόνικα χωριά. Πολλοί κρατάνε αρκετά ψηλό επίπεδο στην απόδοση τραγουδιών: ρυθμός, κέφι, ηχόχρωμα, όλα καλά. Κλώσιμο όμως δεν. Σπανιότατα.
Ε, ο π**στης ο Ιάπων κι αυτό το 'κανε!!!
Άσε που έβαλα αναζήτηση με τα ονόματα των δύο αυτών μουσικών και είδα τι άλλο έχουν ανεβάσει. Λίγα πράγματα , αλλά υπερψαγμένα.
Για να καταλάβετε την αντιστοιχία είναι σαν να ακούμε ταξίμι σε τρίχορδο, κουρδισμένο σε ντουζένι που να το έχουν ακουστά μόνο όσοι έχουν διαβάσει Κλίκα και Ρ. Φόρουμ τα τελευταία 10 χρόνια, και να πετυχαίνει το ύφος του Μάρκου και του Κερομύτη. Από Ιάπωνα όμως.
Και χωρίς να υπάρχει γκαϊντοφόρουμ και γκαϊντοκλίκα.