Τυποποιημένοι μανέδες

Έχεις λάθος εδώ. Είναι δύο διαφορετικές ηχογραφήσεις. Γι΄αυτό στην μία εκτέλεση ο τίτλος είναι “Απελπισμένος” και στην άλλη “Το βάσανο του φθισικού”. Οι διάρκεια των δύο τραγουδιών είναι πάνω από 10 δευτερόλεπτα διαφορά. Επίσης ο Νταλγκάς στο 1.35 του “Βάσανου του φθισικού” αφήνει ένα “αχχχχχ” μετά το …απελπισμένες γράφουνε με αίμα τ’ όνομά μου… κάτι που δεν κάνει στον “Απελπισμένο”.

Όμως σωστά παρατηρείς, ότι δεν πρόκειται για μανέ.

2 «Μου αρέσει»

Ναι, αλλά του ίδιου τραγουδιού. Σ’ αυτή τη σελίδα διαβάζω δύο φορές (κακώς είχα γράψει τρεις) «διαφορετική εκτέλεση από…», και μία φορά «διαφορετικό τραγούδι από…». Προφανώς συμπεραίνω ότι άλλο εννοούν με την κάθε διατύπωση (αν εννοούσαν το ίδιο, θα έλεγαν το ίδιο!). Κι όμως εννοούν και τις τρεις φορές «διαφορετική εκτέλεση του ίδιου τραγουδιού», κάτι που δεν μπορεί να διαπιστώσει κανείς παρά μόνο αν τις ακούσει ολόκληρες. Αυτό ακυρώνει κάθε χρησιμότητα της γραπτής πληροφορίας.

Πολύ πιο ουσιαστική πληροφορία θα ήταν ότι το ίδιο τραγούδι φέρεται υπό δύο τίτλους…

2 «Μου αρέσει»

Ο Περικλής παρατήρησε ότι δεν πρόκειται για τυποποιημένο, αλλά για κλασικό μανέ. Αργότερα άλλαξε γνώμη, όταν είδε ότι μάλλον υπάρχουν αρκετές ηχογραφήσεις του ίδιου αμανέ. Κι εγώ, έχοντας όμως μόνο ακούσει το βάσανο του φθισικού με το άχ, το βλέπω για κλασικό μανέ.

1 «Μου αρέσει»

Φοβάμαι ότι σας έχω μπερδέψει. Νίκο, το «Βάσανο του φθισικού» είναι το τραγούδι «Απελπισμένος βρίσκομαι», που δεν είναι μανές. Το σχόλιο που λες «κλασικός μανές - ώπα, όχι, τελικά τυποποιημένος» αναφερόταν στον μανέ «Ο καημός του φθισικού».

Και, παρεμπιπτόντως, τείνω προς την υποψία ότι τελικά και οι «κλασικοί» μανέδες, τουλάχιστον ορισμένες φορές, ήταν τυποποιημένες συνθέσεις και όχι αυτοσχεδιασμοί.

Όταν ανακαλύπτεις ότι δύο τραγούδια, που τα ξέρεις χρόνια, έχουν την ίδια μελδωία, αυτό σημαίνει ότι μάλλον δεν τα 'ξερες και τόσο καλά τόσα χρόνια. Και αυτό διαπίστωσα: ότι ένα σωρό μανέδες τους είχα ακούσει τόσες φορές κι όμως δεν τους είχα ακούσει. Είχα πάρει ως δεδομένη την κλασική περιγραφή «αυτοσχεδιασμός σε τρία μέρη, εκ των οποίων το δεύτερο πάει στην οκτάβα», και δεν είχα παρατηρήσει:
-ότι πολλές φορές δεν είναι τρία μέρη αλλά δύο
-ότι εφόσον είναι τρία, το μεσαίο δεν πάει πάντοτε στην οκτάβα
-ότι η μελωδική ανάπτυξη γίνεται κυρίως στα επιφωνήματα και πολύ λιγότερο στα λόγια (συχνά ένα ημιστίχιο, ενίοτε ένας ολόκληρος 15σύλλαβος στίχος, είναι σε μία μόνο νότα!)
-και τελικά, ότι όλο αυτό μπορεί να έχει επαναληφθεί σε δύο ή περισσότερες ηχογραφήσεις και άρα να μην είναι αυτοσχεδιασμός!

Στους τρεις μανέδες που αναφέρω στο «Δεύτερον» του #30, και που αποτελούν διαφορετικές εκτελέσεις της ίδιας μελωδίας (και μάλιστα με το ίδιο δίστιχο: Μάνα μου είμαι φθισικός, τ’ αχείλι μου το κρύβει…) , προστέθηκε στο #38 ένας ακόμη, «Ο καημός του φθισικού» του Νταλγκά, με άλλο δίστιχο, που κι αυτός στηρίζεται, αν και λίγο πιο απόμακρα αυτή τη φορά, στο ίδιο μελωδικό σενάριο.

Ένας ακόμη μανές που πρέπει να ενταχθεί στην ίδια ομάδα είναι: Δημήτρης Φραγκούλης 1927, τίτλος «Το γκαζέλι του φθισικού», δίστιχο: «Ποιος φθισικός μάνα μ’ έγειανε να 'χω κι εγώ ελπίδα; / Όλο τον κόσμο γύρισα και σωτηρία δεν είδα», His Masters Voice AO-217, αρ.μ. BF-832. (Στους Ρ. Διαλ. και κάπου στο ΥΤ αποδίδεται σε άλλον τραγουδιστή, τον Δ. Τσιτσομήτρο, αλλά πρέπει να έχει γίνει λάθος.)

Έχουμε κι εδώ βέβαια κάποιες διαφοροποιήσεις. Το εναρκτήριο επιφώνημα είναι τόσο εκτενές, σε διάρκεια και σε μελωδική κίνηση, ώστε μπορούμε να πούμε ότι πρακτικά αναπτύσσεται σε ξεχωριστή ενότητα, χώρια από τις τρεις κύριες. Επιπλέον, στη διάρκεια αυτής της ενότητας η μελωδία -που γενικά κινείται στα χαμηλά- πιάνει αρκετά και το υποκείμενο 4χ Ραστ κάτω από την τονική (κάτω Ρε - κάτω Μι - κάτω Φα# - Σολ, αν θεωρήσουμε ότι η τονική Ραστ είναι στο Σολ / αλλιώς: 4χ Ραστ στο Γιεγκιάχ), κάτι που πολύ πιο υπαινικτικά επαναλαμβάνεται και στον μελωδικό επίλογο του μανέ, ενώ δεν το βρίσκουμε στους προαναφερθέντες τέσσερις μανέδες. Πέραν αυτού όμως, ακολουθεί τα ίδια βασικά βήματα όπως κι ο Νταλγκάς στον «Καημό του φθισικού», δηλαδή τα ίδια περίπου όπως κι ο Καρίπης, ο Αραπάκης και -ξανά- ο Νταλγκάς στους άλλους τρεις. Στην πρώτη από τις κύριες ενότητες (=στον πρώτο στίχο), εκεί που ο Νταλγκάς στον «Καημό» πραγματοποιούσε δύο φορές την κάθοδο από την 5η στην τονική επαναλαμβάνοντας δύο φορές ολόκληρο τον 15σύλλαβο με γρήγορη εκφορά, ο Φραγκούλης το κάνει κάθε φορά με ένα ημιστίχιο σε αργότερη εκφορά.

Παρατηρεί κανείς ότι ο μανές είναι στιχουργικά αδέξιος, πράγμα γενικά σπάνιο: ο μεν πρώτος στίχος έχει λάθος συλλαβές (είτε μετρήσουμε και το «μάνα μ’» ως μέρος του καθαυτού στίχου είτε το θεωρήσουμε τσάκισμα που δε συνυπολογίζεται), ο δε δεύτερος ετοιμαζόταν κι αυτός να βγει υπέρμετρος αλλά τον μπαλώνει ο τραγουδιστής προφέροντας τη λ. σωτηρία ως σωτηριά (ξεκάθαρα: σωτηργιά ακούγεται). Πιθανολογώ να πρόκειται για λάθη αμηχανίας του τραγουδιστή λόγω τρακ:

Ο Δ. Φραγκούλης είναι ένας ελάχιστα γνωστός τραγουδιστής, με μικρή δισκογραφική παρουσία, κυρίως μανέδες και δύο δημοτικά - κι αυτά καθιστικά, δηλαδή και πάλι κομμάτια φωνητικής δεξιοτεχνίας, τροπικά και ευρέως μαλισματικά. Το Γκαζέλι του φθισικού είναι η πρώτη εντοπισμένη ηχογράφησή του. Άρα, αν και εξαιρετικός τραγουδιστής (θα μπορούσε ίσως να είναι ψάλτης, ή πάντως μουσικός κάποιας συστηματικής παιδείας, αλλιώς πρόκειται για ιδιοφυές ταλέντο), δεν είχε εμπειρία από τις ιδιόρρυθμες συνθήκες του στουντίου ηχογραφήσεων. Μπορεί λοιπόν μπροστά στο χωνί, το χρονόμετρο κλπ. να τα 'χασε, και να μπουρδούκλωσε ένα δίστιχο που ενδεχομένως να τον είχε στο μυαλό του σε πολύ πιο στρωτή μορφή, π.χ. (λέμε τώρα) «Ποιος φθισικός γιατρεύτηκε να ‘χω κι εγώ ελπίδα; / Όλο τον κόσμο γύρισα και γιατρειά δεν είδα» (με ή χωρίς το «μάνα μ’»). Άλλωστε, και το τόσο εκτενές εναρκτήριο επιφώνημα που ήδη σχολιάστηκε, μπορεί να είναι δείγμα μιας πρακτικής που επικρατούσε στη ζωντανή μουσική αλλά που οι στουντιακά έμπειροι αμανετζήδες την παρέλειπαν λόγω των χρονικών περιορισμών ενώ ετούτος, καινούργιος στον χώρο, δεν το 'ξερε κι έτσι μας άφησε ένα σπάνιο δείγμα. (Φαντάζομαι δηλαδή το σκηνικό: «Μήτσο, σου 'χα πει, το «αμάν» στην αρχή μην το τραβήξεις πολλή ώρα, δε θα προλάβεις για τα υπόλοιπα» - «Ε εντάξει, ένα λεπτό και δέκα είπα, ούτε δύο λεπτά!»).

Τρίτον, τέσσερις άλλοι μανέδες (ή πέντε, βλ. παρακάτω), Ραστ κι αυτοί, με διαφορετικά δίστιχα, που και πάλι, αν δεν έχουν την ίδια μελωδία μεταξύ τους -έτσι κι αλλιώς πάντα υπάρχει περιθώριο για αυτοσχεδιαστικές παραλλαγές-, πάντως σαφώς πατάνε στο ίδιο καλούπι, διαφορετικό τώρα από εκείνο των προηγούμενων πέντε. «΄Ιδιο καλούπι» εννοώ ότι π.χ. το εναρκτήριο επιφώνημα ξεκινάει από την τάδε νότα, κινείται στο τάδε 5χορδο και καταλήγει στη δείνα νότα / ότι στην πρώτη ενότητα ο κυρίως στίχος είναι ουσιαστικά σε μία νότα, την τάδε, και οι μελισματικές εκτροπές κινούνται από εδώ μέχρι εκεί / κλπ. Όλα αυτά λοιπόν τα κάνουν κατά τον ίδιο μεταξύ τους τρόπο, όχι γιατί έτσι επιβάλλει το μακάμι, αλλά γιατί από τις διάφορες δυνατότητες που επιτρέπει το μακάμι οι τραγουδιστές επέλεξαν τις ίδιες.

Ατραΐδης 1928, τίτλος «Φθισικός» ή «Φθισικός μανές» ή «Του φθισικού», που ξανααναφέρθηκε στο #30. Δίστιχο «Μάνα μου είμαι φθισικός, τ’ αχείλι μου το κρύβει / το πρόσωπό μου μαρτυρεί πως η ζωή είναι λίγη», Columbia 8264 GB, αρ.μήτρας: 20321.

Παπασιδέρης 1929, τίτλος απλώς «Ραστ μανές», δίστιχο «Πεθαίνω με παράπονο γιατί δε νοιώθω πόνο…», PARLOPHONE Γερμ. B 21571, αρ.μ. 101075. Από τις ευτυχείς περιπτώσεις όπου δε βρήκα αντιφάσεις ανάμεσα στις τέσσερις πηγές.

Ρούκουνας 1936, τίτλος «Ο φθισικός», δίστιχο «Μάνα μου είμαι φθισικός, πεθαίνω πια σ’ το λέω…», ODEON GA-1944, αρ.μ. Go-2466. Κι εδώ συμφωνία μεταξύ των πηγών (συμπεριλ. και του ΥΤ). Σημειώνω ότι με τον ίδιο τίτλο ο Ρούκουνας έχει τραγουδήσει και δύο τραγούδια, Μάνα με λένε φθισικό (Σ. Γαβαλά 1933) και το γνωστό Μάνα μου το στήθος μου πονεί (Ι. Μοντανάρη, 1935 και 1976) που είναι ασαφές ποιος είναι ο επίσημος τίτλος του, ίσως Σαν πεθάνω.

Παπασιδέρης 1933, τίτλος «Ραστ Αραμπί μανές», δίστιχο «Φθίση πώς με κατήντησες και γιατρειά δεν έχω…», Columbia DG-477, αρ.μ. WG-740 [-3]. Στη βάση του ΣΛ αναφέρεται ως συνθέτης κάποιος Ρουμελιώτης, στους Ρ.Διαλ. (και στο ΥΤ) μαθαίνουμε και το μικρό του όνομα, Κώστας.

Προσθέτω κι έναν πέμπτο, ο οποίος είναι βέβαιο ότι δεν ακολουθεί αυτούσια την ίδια μελωδία, καθώς -παρά τον τίτλο του- δεν είναι στον ίδιο δρόμο. Παρά ταύτα, κι αυτός ακολουθεί το ίδιο γενικό χνάρι ως προς τη μελωδική ανάπτυξη με τους άλλους τέσσερις, οι οποίοι είναι όλοι κανονικό Ραστ:

Κ. Θωμαΐδης 1928, τίτλος «Ραστ Μανές» ή, στον Μανιάτη, «Ραστ Νεβά Μανές», δίστιχο «Μάνα μου είμαι φθισικός, πεθαίνω πια σ’ το λέω…», GA-1273, αρ.μ. Go-691. Δεν ξέρω πώς του δόθηκε αυτός ο τίτλος, πάντως ο μανές είναι κατά βάση Σουζινάκ, αν και σε σημεία γυρίζει και σε Ραστ (δηλ. αναιρεί την ύφεση της 6ης βαθμίδας).

Οι πέντε αυτοί μανέδες ακολουθούν, μέχρι και την ολοκλήρωση της πρώτης [κύριας] ενότητας, το ίδιο μελωδικό σενάριο με τους προηγούμενους πέντε. Μετά όμως έρχεται το (αναμενόμενο) πέταγμα στην οκτάβα, η δεύτερη ενότητα καταλήγει εκεί, και η τρίτη είναι αφιερωμένη στην κάθοδο από την οκτάβα στην τονική.


Χωρίς αρίθμηση, δύο μανέδες τώρα που δεν έχουμε ασφαλή ένδειξη ότι ακολουθούν προσχεδιασμένη σύνθεση, αφού δεν έχω εντοπίσει άλλον ίδιο με κανέναν τους. Τους παραθέτω για λόγους μεθοδολογικούς:

Καρίπης 1928, τίτλος «Ραστ Μαχ[μ]ούρ μανές», δίστιχο «Όλοι με λένε φθισικό μα και εγώ το νιώνω…», Odeon GA-1268, αρ.μ. Go-598. Πρώτη ενότητα ίδια, πρακτικά, με όλων (5+5) των προηγούμενων. Δεύτερη ενότητα, τίναγμα στην οκτάβα, όπως στους 5 δεύτερους, αλλά κατάληξη, αντίθετά από εκείνους, στην 5η. Τρίτη ενότητα, κάθοδος από την 5η στην τονική, άρα ίδια με τους 5 πρώτους.

Από τις πηγές άλλες δίνουν στον τίτλο «Μαχμούρ» και άλλες «Μαχούρ». Ενδεχομένως το σωστό μεν να είναι Μαχούρ αλλα΄το λάθος να είχε ήδη εμφιλοχωρήσει στην αρχική ετικέτα. Πάντως δεν πρόκειται για μακάμ Μαχούρ αλλά Ραστ (με συμπεριφορά Μαχούρ μεν σε κάποιο σημείο, η οποία ωστόσο είναι κάτι κανονικό και αναμενόμενο μεσα στο Ραστ).

Παπασιδέρης 1929, τίτλος «Φθισικός μανές» ή «Του φθισικού μανές», δίστιχο «Ωσάν το νεκρικό κερί μάνα άρχισα και λιώνω…» [και όχι «μαράθηκα και λιώνω»], Columbia Αγγλ. 18051 / 20658. Εδώ μου δίνεται η εντύπωση ότι ο τραγουδιστής έχει ταυτόχρονα στον νου του διάφορα εναλλακτικά μελωδικά σενάρια, αλλά τα αναμειγνύει κατά τρόπο αυτοσχέδιο και μάλιστα λίγο τυχαίο.

Εναρκτήριο επιφώνημα από την οκτάβα. Μας προδιαθέτει σαφώς για Μαχούρ, μετά όμως αλλάζει γνώμη και το γυρίζει σε Ραστ. Πρώτη ενότητα, άκρες μέσες όπως σ’ όλους τους προαναφερθέντες μανέδες: από 5η προς τονική. Δεύτερη ενότητα, ξανά στην οκτάβα, όπου και καταλήγει (όπως οι δεύτεροι 5, βλ. παρόν μήνυμα πιο πάνω). Τρίτη ενότητα: αφήνει μετέωρη την προηγούμενη στάση στην οκτάβα, ξαναπιάνει το νήμα από την 5η, κι από κει μάς κατεβάζει στην τονική για το κλείσιμο (όπως οι 5 πρώτοι και ο αμέσως ανωτέρω του Καρίπη 1928). Δηλαδή ανακάτεμα σκηνών από διαφορετικά μελωδικά σενάρια, αλλά με ασυνέχειες.


Σημειώνω ότι δεν έχω ψάξει καθόλου, μέχρι στιγμής, αν σε μανέδες άσχετους από τη θεματική της φθίσης επαναλαμβάνεται κάποιο από όλα τα παραπάνω σενάρια. Πάντως, είτε με τυποποιημένα σενάρια είτε χωρίς, στους μανέδες της φθίσης το μακάμ Ραστ επικρατεί συντριπτικά - αν και όχι 100%.

2 «Μου αρέσει»

αυτός ο νίκος φραγκούλης που τον ανέβασε στο ουτούμπ, μήπως είναι κανένας απόγονός του;

Για να μη χάνεται το νήμα, ανακεφαλαιώνω το τι έχει παρουσιαστεί μέχρι τώρα:

  1. Σμυρναίικο μινόρε (μηνύματα 1, 3)
  2. Γαλατά μανές / Αδαμαμάν (μνμ. 4)
  3. Ματζόρε Μανές (μνμ. 6)
  4. Χιώτικος Μανές (μνμ. 10)
  5. Τζιβαέρι Μανές (μνμ. 15, 16, 17)
  6. Ταμπαχανιώτικος / Σουλτανί Μανές (μνμ. 18, 23, 24, 25, 26).
  7. Μανές του φθισικού και άλλοι συναφείς (μνμ. 29, 38, 48).

(Προφανώς τα υπόλοιπα μηνύματα είναι συζήτηση.)

Μετά τον Ταμπαχανιώτικο και πριν το 7 (του φθισικού κλπ.) είχα προεξαγγείλει ότι, πριν φτάσω στους μανέδες που φυλάω για το τέλος, θα κάνω ένα χτένισμα σ’ όλες τις λίστες που διαθέτω για να δω μήπως υπάρχουν κι άλλοι τυποποιημένοι μανέδες που μου είχαν διαφύγει. Καθώς χρειάζεται κανείς κάποια ένδειξη για να υποψιαστεί ότι ένας μανές είναι τυποποιημένος και να το τσεκάρει, άρχισα να ψάχνω όσους έχουν τίτλους κάπως συγκεκριμένους, π.χ. «Μανές του φθισικού» και όχι απλώς «Ραστ μανές». Ειδικά στην περίπτωση των μανέδων για τη φθίση διαπίστωσα ότι όντως μεν κάποιοι είναι τυποποιημένοι, όμως δεν έχουν σ’ όλες τους τις ηχογραφήσεις τέτοιους τίτλους, κάποιες είχαν και άδηλους (δηλαδή, ακριβώς, «Ραστ Μανές»!). Αυτό είναι κάτι που το βρήκα εντελώς τυχαία, πράγμα που σημαίνει ότι αν υπάρχει κι ένας άλλος τυποποιημένος μανές που τιτλοφορείται πάντοτε λ.χ. «Χουσεϊνί μανές», κατά πάσα πιθανότητα δε θα τον εντοπίσω ανάμεσα στους διάφορους κοινούς χουσεϊνί μανέδες που υπάρχουν, εκτός αν τύχει πάλι κάποια απροσδόκητη βοήθεια. Ή αν ακούσω, κρατώντας σημειώσεις, όλους τους μανέδες του κόσμου και μετά συγκρίνω τις σημειώσεις και αρχίσω δεύτερο γύρο ακροάσεων - δεν πρόκειται όμως.

Τώρα η ομάδα αυτή με τους φθισικούς μανέδες ολοκληρώθηκε, και θα συνεχίσει η παρουσίαση όσων τυχόν τυποποιημένων μανέδων έφερε στο φως η αναζήτηση χαρακτηριστικών τίτλων. Και αφού ολοκληρωθεί κι αυτό, θα προχωρήσουμε σ’ εκείνους που εξ αρχής κράταγα για το τέλος, τον μανέ Φα Ματζόρε και καναδυό άλλους.

Ευχαριστώ. :slight_smile:

3 «Μου αρέσει»

Η ετικέτα από την Ελληνική και Αμερικανική Κολούμπια, παρουσιάστηκε στο #35.

Τέλος, να συμπληρώσω και τον “Νεβά” μανέ με την Ελβίρα Κάκκη. Από τους τελευταίους μανέδες (όχι ο τελευταίος) που ηχογραφούνται, πριν την επιβολή λογοκρισίας από την δικτατορία Μεταξά.

Δεν έχει βρεθεί η ετικέτα του δίσκου.

“Το πήρα πια απόφαση σ’ ένα βουνό να ζήσω εκεί η φθίσις μ’ έκανε το μνήμα μου να κτίσω”

Αυτός ο Σιδέρης ο Κουλουριώτης (Σιδέρης το μικρό του, το επώνυμο ήταν Αδριανός ή Ανδριανός) που παίζει λαβούτο, τακτικός συνεργάτης του Παπασιδέρη, εκτός ότι είναι από τους λίγους σχετικά λαουτιέρηδες που έχουν ηχογραφηθεί εκείνα τα χρόνια και από τους ελάχιστους ή και ο μόνος που έχει ηχογραφήσει τέτοια κομμάτια -σε δημοτικά είναι πιο αναμενόμενο-, ήταν κι ένας σπάνιος δεξιοτέχνης. Άλλη περίπτωση σολίστα λαουτιέρη που να μπορεί να κάνει ταξίμι σε διάλογο με τον μανέ ενός τραγουδιστή, όχι απλώς δεν έχω ξανακούσει στις 78 στροφές, αλλά πιστεύω ότι θα πρέπει να ήταν κάτι εντελώς εξαιρετικό. Το γεγονός ότι σήμερα βρίσκονται άνετα τέτοιοι σολίστες οφείλεται μάλλον σ’ ένα χαρακτηριστικό της εποχής μας, που είναι η διάχυση γνώσεων από μουσική σε μουσική και από όργανο σε όργανο (δηλαδή μπορεί λ.χ. ένας λαουτιέρης να ζηλέψει τα κατορθώματα ενός ουτίστα ή μπουζουξή και να εμπνευστεί να τα περάσει κι αυτός στο όργανό του, χώρια που υπάρχουν και πολλοί πολυοργανίστες, ενώ τότε τα όρια του κάθε οργάνου ήταν μάλλον πιο στεγανά).

Σε παλαιότερες ηχογραφήσεις του Καρά, νομίζω ότι λαούτο έπαιζε κάποιος Αδριανός, που αν θυμάμαι καλά λεγόταν Σταύρος. Μάλλον γιός του Σιδέρη θα ΄ταν. Και, σε αντίθεση με τον πατέρα του, δεν νομίζω ότι σολάρισε ποτέ σ’ εκείνες τις ηχογραφήσεις.

Στη βάση ΣΛ λέει «Μανές περασμένος στο όνομα του Περιστέρη». Αυτή η προσεκτική διατύπωση δείχνει να υπαινίσσεται τη γνωστή χαλαρότητα ως προς τις επίσημες πατρότητες των συνθέσεων, ιδίως προκειμένου για μανέ που, ως αυτοσχεδιασμός, είναι εξ ορισμού δημιούργημα του τραγουδιστή. Από τη στιγμή όμως που τίθεται εν αμφιβόλω η αυτοσχεδιαστική φύση του μανέ, είναι δυνατόν να υπήρξε συνθέτης, άρα γιατί όχι ο Περιστέρης;

Κάτι άλλο σχετικά με την ίδια ηχογράφηση:

Δε διακρίνω τη σχέση ανάμεσα σ’ αυτή την περιγραφή και στον μανέ που άκουσα. Βασικά, γιατί δεν είναι χιτζάζ ο μανές;

Ο Κ.Ρουμελιώτης, δεν ήταν άλλος από τον Κώστα Φαλτάϊτς ο οποίος έγραψε τους στίχους, όπως φαίνεται.

1 «Μου αρέσει»
  1. Ο Νινί μανές

Με αυτό τον τίτλο υπάρχει ένα τραγούδι με τη Μαρίκα Φραντζεσκοπούλου (Πολίτισσα), που δεν είναι μανές. Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό νανούρισμα προς ορφανό παιδί, εκτελεσμένο σε ύφος μανέ (υπόκρουση τσιφτετελιού, σύντομα ενδιάμεσα ταξίμια, και όλο το φωνητικό στυλ), αλλά, πρώτον, έχει δύο απανωτά δίστιχα που το καθένα αποτελεί μελωδική ενότητα από μόνο του χωρίς περαιτέρω υποδιαιρέσεις (=δομή άσχετη από του μανέ), δεύτερον, η εκφορά των στίχων είναι πολύ πιο σύντομη απ’ ό,τι των μανέδων, και τρίτον, η μελωδική εξύφανση γίνεται κυρίως στα ίδια τα λόγια κι όχι μόνο στα επιφωνήματα.

Το έχουν οι τρεις από τις τέσσερις πηγές - Ρ.Διάλογοι, Μανιάτης και βάση ΣΛ-, όχι το φυλλάδιο ΣΛ, ενώ υπάρχει και στο ΥΤ. Τίτλος «Νινί μανές» παντού, μόνο που η βάση ΣΛ προσθέτει εντός παρενθέσεως το πρώτο ημιστίχιο, «(Κοιμήσου ορφανό παιδί)». Δίσκος Odeon GA-1486 DE, όπου οι Ρ.Δ. προσθέτουν και αριθμό μήτρας GO-1539, 1930.

Στίχοι (τους παραθέτουν με μικρολαθάκια ο Μανιάτης και η βάση ΣΛ - εδώ διορθωμένοι):

Κοιμήσου ορφανό παιδί και δάκρυα μη χύνεις,
της τύχης σου ήτανε γραφτό ολόρφανο να μείνεις.

(Κοιμήσου ορφανό μωρό, νάνι.)

Παιδί μου τη μανούλα σου στον Άδη την πηγαίναν,
είχε τα μάτια ανοιχτά και έκλαιγε για σένα.

(Κοιμήσου ορφανό παιδί, νάνι.)


Με άλλους στίχους, αλλά ίδιας θεματολογίας, υπάρχει επίσης ένα κομμάτι με τον Ασίκη. Το αναφέρουν οι Ρ.Δ. και ο Μανιάτης με τίτλο «Νινί μανές» και η βάση ΣΛ ως σκέτο «Νινί» (στο ΥΤ «Το νινί», με άρθρο). Δίσκος Columbia 18052 GB, αρ. μ. (μόνο από τους Ρ. Διαλόγους) 20587, χρονολογία 1929 (Ρ.Δ.) ή 1930 (Μανιάτης, βάση ΣΛ).

Στίχοι (διορθωμένοι σε σχέση με τον Μανιάτη):

Κοιμήσου γιατί χάσαμε παιδί μου τη μαμά σου,
να σε φιλήσω μάτια μου να δροσιστεί η καρδιά σου.

(Νιν, νιν, νάνι.)

Σε μια στιγμή ορφάνεψες κι έχασες τη φωλιά σου,
μέρα και νύχτα αγρυπνώ παιδάκι μου κοντά σου.

(Νιν, νιν, νάνι.)

Παρά την αρκετά ελεύθερη απόδοση της μελωδίας και από τον Ασίκη και από τη Μαρίκα την Πολίτισσα, βασικά πρόκειται για την ίδια σύνθεση, με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό το ότι οι δύο μελωδικές ενότητες (μία για κάθε δίστιχο) είναι διαφορετικές. Στη δεύτερη είναι που κυρίως αποκαλύπτεται ότι πρόκειται για το ίδιο κομμάτι, το οποίο άρα είναι τυποποιημένο μεν, αλλά όχι μανές.


Τέλος, μια τρίτη ηχογράφηση που φαίνεται αρκετά απομακρυσμένη τις δύο άλλες, αν όχι εντελώς άσχετη, είναι του Παπασιδέρη 1933: τίτλος «Ουσάκ Νινί μανές», δίσκος Columbia DG-0338, αρ.μήτρας: WG-548 (αλληλοσυμπληρούμενες πληροφορίες, χωρίς αντιφάσεις, και από τις τέσσερις πηγές -μόνο στη βάση ΣΛ ο τίτλος ορθογραφείται διαφορετικά, «Ουσάκ Νινή μανές»- καθώς και από το ΥΤ ). Δίστιχο: «Για μένα η μέρα χάνεται κι ο ήλιος χαμηλώνει / και της καρδιάς αυξάνονται τα βάσανα κι οι πόνοι».

Τόσο στιχουργικά όσο και μουσικά φαίνεται να έχουμε έναν εντελώς κλασικό μανέ, χωρίς καν ένδειξη ότι μπορεί να είναι τυποποιημένος, πόσο μάλλον χωρίς καμία σχέση ούτε με νανουρίσματα ούτε με θάνατο μάνας, ορφάνια κλπ. Δεν ακούγεται πουθενά η λέξη «νινί» του τίτλου, ούτε καμιά άλλη σχετική. Θα τον προσπερνούσε κανείς σαν έναν ακόμη ουσάκ μανέ, αν δεν έμενε η απορία: Γιατί τον τιτλοφόρησαν Ουσάκ Νινί;

Όποιος υποψιαστεί μια πιθανή σχέση με τις δύο προηγούμενες ηχογραφήσεις (που είναι επίσης Ουσάκ) μπορεί, ψυλλιασμένος, να παρατηρήσει κάποια ομοιότητα στη μελωδία. Η ομοιότητα όμως αυτή είναι τόσο καλά κρυμμένη πίσω από τις σημαντικές διαφορές στη δομή, στον ρυθμό εκφοράς των συλλαβών, στη θέση κάθε συλλαβής μέσα στον μουσικό χρόνο (όλα αυτά στον Ουσάκ Νινί γίνονται όπως σε όλους τους μανέδες, αντίθετα από πριν), και ακόμη πίσω από τα εκτενή αμανετζήδικα επιφωνήματα (στα οποία μάλιστα ο Παπασιδέρης, όπως το συνηθίζει και γενικότερα, εκτείνει τα μελίσματά του σε τόση έκταση προς τα πάνω και προς τα κάτω ώστε να καταργεί κάθε έννοια 4χόρδου ή 5χόρδου), ώστε ό,τι τελικά απομένει ως κοινό σημείο μπορεί να μην είναι και τίποτε περισσότερο από ένα κλασικό σεΐρι στο Ουσάκ. Με άλλα λόγια, δεν μπορώ να πάρω όρκο αν είδα μια ομοιότητα επειδή όντως υπάρχει ή επειδή ήθελα να τη δω.


Περαιτέρω σχόλια και σκέψεις σχετικά με τον Νινί Μανέ:

Στο γιουτουμπάκι με τη Μαρίκα την Πολίτισσα διαβάζουμε

Με τον ίδιο τίτλο “Nini” ή “Ninni” έχουν ηχογραφηθεί τραγούδια και στα τουρκικά· άλλωστε η λέξη “Ninni” μεταφράζεται ως νανούρισμα. Στα ελληνικά υπάρχει άλλη μία φωνογράφηση με τον ίδιο τίτλο : του Γρηγόρη Ασίκη (φωνογραφημένο το 1928) που χρησησιμοποιεί την ίδια μελωδία με αντίστοιχο ομότιτλο τουρκικό τραγούδι. (Οι πληροφορίες λήφθηκαν από το βιβλίο (με cd) του Αριστομένη Καλυβιώτη : “ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΖΩΗ ΠΡΙΝ ΤΟ 1912”, Καρδίτσα 2015. Επίσης πληροφορίες και το τραγούδι στη σελίδα rebetiko.sealabs.net

Από τα παραπάνω στοιχεία, το ότι «Ninni» στα τούρκικα σημαίνει νανούρισμα επιβεβαιώνεται (και δε φαίνεται να έχει σχέση με το ελληνικό βρεφικό «νινί = μωρό»). Άλλωστε, ακούμε τον Ασίκη να λέει εν είδει ρεφρέν «νιν, νιν, νάνι», όπου το «νιν νιν», άνευ νοήματος στα ελληνικά, είναι προφανώς το τούρκικο αντίστοιχο του «νάνι».

Ποιο είναι όμως το αντίστοιχο ομότιτλο τουρκικό τραγούδι; Δεν ξέρω τι ακριβώς γράφει σχετικά ο Καλυβιώτης - όποιος διαβάζει κι έχει το βιβλίο, ας κάνει έναν κόπο να μας τα μεταφέρει με ακρίβεια, αφού η αναζήτηση στο ΥΤ με βάση τη λέξη ninni δίνει, όπως είναι αναμενόμενο, άπειρες ηχογραφήσεις με νανουρίσματα κάθε εποχής και ύφους. Ευχαριστώ πολύ.

Πάντως όλες οι ενδείξεις κατατείνουν στο ότι τουλάχιστον τα δύο τραγούδια πρέπει να προέρχονται από ένα αρχικό πρότυπο, και δη τούρκικο:
-Διαφορετικοί στίχοι, αλλα΄ίδια ιστορία: γιατί να σκεφτεί κάποιος να γράψει κάτι τέτοιο, αν δεν το έχει ήδη ακούσει σε κάποια άλλη μορφή;
-Τούρκικος τίτλος, και -στον Ασίκη- τούρκικη επωδός (νιν νιν - αν όντως αυτό είναι το «νάνι νάνι» στα τούρκικα, που δεν το ξέρω, απλώς το υποθέτω).
-Αμανεδοειδής απόδοση χωρίς να είναι αμανές: είδαμε όμως (#29) ότι οι μόνες άλλες εντοπισμένες περιπτώσεις τραγουδιού που να μοιάζει τόσο με μανέ χωρίς να είναι, προέρχονται από τούρκικα κομμάτια, μάλλον γαζέλια. Άλλη τέτοια ελληνική φόρμα δεν υπάρχει.

Στη βάση ΣΛ βρίσκω άλλο ένα κομμάτι, τούρκικο απ’ ό,τι καταλαβαίνω, που θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι η ίδια μελωδία, αν και η άγνωστή μου γλώσσα με τη διαφορετική, σε σχέση με τα ελληνικά, κατανομή των συλλαβών στον μουσικό χρόνο δε με βοηθάει να είμαι σίγουρος: «Νινή Γκαζέλ», μουσ.-στ. Λ. Σαββαΐδης, 1931. Αντιγράφω από την εκεί ανάρτηση:

Στο όνομα του Λάμπρου Σαββαΐδη. Το κομμάτι βρέθηκε με τον τίτλο “Νινί (80156 - 70363)”. Ο Μανιάτης όντως καταγράφει ένα κομμάτι με αυτόν τον αριθμό δίσκου και μήτρας ωστόσο το καταχωρεί ως οργανικό ενώ το παρόν έχει και φωνή και μάλιστα σε ξένη γλώσσα (μάλλον τούρκικα). Συνεπώς, τα στοιχεία του παρόντος τραγουδιού σημειώνονται με επιφύλαξη. Pathe Γαλλίας X-80156 / 70363.

Δεν καταλαβαίνω πολύ καλά τι γίνεται εδωπέρα. Η παραπομπή στον Μανιάτη δεν αφορά το βιβλίο για τους μανέδες αλλά κάποιο άλλο - υποθέτω την Εκ Περάτων, που δεν την έχω. Και διερωτώμαι μήπως το όνομα Λάμπρος Σαββαΐδης είναι παραδρομή αντί Λεονταρίδης, αφού δεν έχει κανονάκι αλλά λύρα.

(Ακούμε μια ηχογράφηση, άρα κάποιος την ανέβασε. Άρα κάποιος έχει τον δίσκο, έτσι δεν είναι; Θα περίμενα πρώτα να μάθουμε από πρώτο χέρι -από τον κάτοχο του δίσκου- τι γράφει η ετικέτα, και μετά τι έχει γράψει, ορθά ή όχι, ο Μανιάτης.)

Να συγκρίνουμε άραγε και μ’ ένα ακόμη τούρκικο Νιννί Γκαζέλ; Fevzi Üreten, τίτλος «Ağlayan Yavruma Ninni (Gazel)», 78στρ., άλλα στοιχεία δε γνωρίζω, το βρήκα τυχαία. Ίσως και πάλι διακρίνεται μια ομοιότητα, αλλά έχουμε ήδη μπει σε νερά που ούτε τα γνωρίζω ούτε τα καταλαβαίνω - εδώ καλά καλά δεν έχω καταλάβει τι είναι το γκαζέλ.

Ο λόγος που παρά ταύτα επιμένω τόσο πολύ στον Νινί Μανέ (ενώ δεν είναι καν μανές!), είναι ο εξής:

Στη φιλολογία περί μανέ, ένας κοινός τόπος είναι ο συσχετισμός του με τα μοιρολόγια και τα νανουρίσματα. O Νινί Μανές, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το περιεχόμενό του, είναι ταυτόχρονα και μοιρολόι και νανούρισμα (άσχετα αν επί της ουσίας δείχνει να είναι απλώς ένα τραγούδι, που μιλάει για τον πόνο του θανάτου και για τον ύπνο του ορφανού, και όχι κάτι που λειτουργικά να έχει όντως χρησιμοποιηθεί είτε για μοιρολόγισμα νεκρής είτε για αποκοίμισμα παιδιού).

Ο διπλός αυτός συσχετισμός εντοπίζεται ήδη το 1881 στο γνωστό κείμενο του Γ. Φαίδρου για τον «σμυρναϊκό μανέρω», τον βρίσκουμε δε ακόμη και στο σχετικά πρόσφατο άρθρο της Γκέιλ Χολστ για τον αμανέ (το οποίο δεν μπόρεσα να βρω πότε δημοσιεύτηκε - περιλαμβάνεται σε φετεινό -2019- συλλογικό τόμο, αλλά στο φόρουμ είχε αναφερθεί από το 2006) - Μάλιστα η Χολστ, στην ηλεκτρονική έκδοση του άρθρου της, παραθέτει ακριβώς την ηχογράφηση του Νινί μανέ.από τη Μαρίκα την Πολίτισσα.

Φυσικά, το κείμενο του Φαίδρου δε θα άντεχε ούτε στιγμή σε μια στοιχειωδώς κριτική ανάγνωση. Η Χολστ δεν έχει την παραμικρή αυταπάτη περί αυτού. Έτσι, αντί να χασομερήσει εξηγώντας γιατί δεν ευσταθούν οι αυθαίρετες νοητικές ακροβασίες του Γ. Φαίδρου, το τοποθετεί στη σωστή θέση που του πρέπει σε μια ανασκόπηση της συζήτησης περί μανέ, δηλαδή: «Αν ένας Έλληνας λόγιος του 19ου αιώνα θέλησε να χαρίσει στον μανέ αρχαιοελληνικές ρίζες, τι συμπεραίνουμε από αυτή του την επιθυμία;».

Αυτό δεν την εμποδίζει να υιοοθετεί κι η ίδια τον συσχετισμό μεταξύ μανέ αφενός και μοιρολογιού και νανουρίσματος αφετέρου. Στηρίζει μάλιστα σ’ αυτό τον συσχετισμό μια ολόκληρη συλλογιστική σχετικά με τον έμφυλο (γυναικείο) χαρακτήρα του μανέ, χάριν της οποίας επιστρατεύει πληροφορίες για το μοιρολόι και το νανούρισμα από ένα σωρό χώρες, πολιτισμούς, και ερευνητές.

Η γνώμη μου είναι ότι η Χολστ δεν έχει ακούσει μανέδες. Τους έχει πάρει τ’ αφτί της λίγο ξώφαλτσα, παρατήρησε ότι είναι αργά άρρυθμα φωνητικά τραγούδια όπως το νανούρισμα και το μοιρολόι, δεν έψαξε ούτε κατ’ ελάχιστον να εντοπίσει τι άλλο μπορεί να υπάρχει που να χαρακτηρίζει αυτό το είδος, επομένως τι κοινά και τι διαφορές υπάρχουν με τα άλλα δύο είδη, και βιάστηκε να βγάλει συμπέρασμα. Και το ίδιο υποψιάζομαι και για όσους άλλους έχουν υιοθετήσει αυτό τον συσχετισμό.

Αν, παρ’ όλα ταύτα, υπάρχει κάπου ένα σημείο στο οποίο όντως τα τρία είδη -μανές, μοιρολόι, νανούρισμα- συναντώνται, αυτό είναι ο Νινί Μανές. Γι’ αυτό τον λόγο, κρίνω πως κάθε επιπλέον πληροφορία που θα μπορουσε να βρεθεί σχετικά με τον έλληνικό ή τον τούρκικο Νινί μανέ / Νινί γκαζέλ είναι πολύτιμη.

3 «Μου αρέσει»

Και μια ακόμη, 22: Νταλγκάς (δ), 1928.

Ήταν κρυμμένη πίσω από κάποιο μπέρδεμα σχετικά με τον τίτλο. Οι Ρ.Διάλογοι δεν τη γνωρίζουν. Το Σίλαμπς, τόσο στη βάση όσο και στο φυλλάδιο, τη δίνουν με τίτλο «Πειραιώτικος μανές». Με τον Μανιάτη συμβαίνει κάτι περίεργο: έχει μεν καταχωρημένο έναν «Ματζόρε μανέ» με τον Νταλγκά και μ’ αυτό το δίστιχο (Όσο κι αν μ’ αποστρέφεται αυτή η σκληρή καρδιά σου…), αλλά με άλλη χρονολογία, 1931, και με άλλο αριθμό δίσκου, ΑΟ 1009 (εδώ έχουμε ΑΟ 222 της HMV, και αρ. μήτρας -σύμφωνα με το φυλλάδιο ΣΛ- BF 1716). Υποψιάζομαι ότι ο σωστός τίτλος πρέπει να είναι αυτός που βλέπουμε στο ΥΤ, «Πειραιώτικος Ματζόρε μανές», όπου το «Πειραιώτικος» νοείται ως τοπικός προσδιορισμός και όχι ως δρόμος.

Δε νομίζω να έχω συναντήσει άλλη περίπτωση όπου το ΥΤ να τα έχει πιο σωστά από τις 4 βασικές πηγές.

Στη βάση ΣΛ υπάρχει το σχόλιο «Πάντως ο δρόμος είναι Ματζόρε», που όμως δεν είναι σωστό - ο «Ματζόρε» μανές είναι Χιτζάζ.

Ο Μανιάτης παραδίδει κι άλλον ένα μανέ με το ίδιο δίστιχο, πάλι με τον Νταλγκά (Σι μπεμόλ μανές 1930, ΑΟ 396).

1 «Μου αρέσει»

Στο μήνυμα #5 του παρόντος νήματος, ο @pepe ασχολήθηκε με τον ΜΑΤΖΟΡΕ μανέ, παρουσιάζοντας πολλές ηχογραφήσεις του. Ας δούμε μερικές ετικέτες από αυτές τις ηχογραφήσεις

Η πρώτη κυκλοφορία του τραγουδιού από την Grammophone του 1909 δεν έχει βρεθεί. Κυκλοφόρησε όμως και για την Victor Αμερικής, σύμφωνα με το sealabs, και η ετικέτα του δίσκου αυτού είναι η παρακάτω.

Η ετικέτα αυτή δεν έχει βρεθεί.

Δίσκος από την Favorite Record.

59067

POLYDOR%2045100%20%20B

Το δίστιχο του συγκεκριμένου μανέ, χρησιμοποιήθηκε από την Γιώτα Λύδια (Πολλές φορές με πλήγωσες κι είπα να σε μισήσω, μα σκέπτομαι πως δε μπορώ…μονάχη μου να ζήσω) σε ηχογράφηση του 1957 με τον Στελάκη Περπινιάδη. Η Λύδια τραγουδάει τον μανέ, μέσα στο τραγούδι “Πολλές φορές με πλήγωσες”. Η ηχογράφηση από το sealabs.

1 «Μου αρέσει»

Στο #6 όπως ξαναείδα.

Ακολουθούν ετικέτες με τους υπόλοιπους ΜΑΤΖΟΡΕ μανέδες.

AO%20297%20%20B

Η ετικέτα του δίσκου είναι αυτή, αλλά…

Για την Ρόζα δεν βρέθηκε κάτι.

COLUMBIA%208397%20%20A

Αυτά τα λίγα…

2 «Μου αρέσει»

Άρα ο πιο συνηθισμένος τίτλος δεν είναι «Ματζόρε Μανές» αλλά «Ματζόρε» (είτε εντελώς σκέτο είτε με τη λέξη Μανές μετά από κόμμα ή σε παρένθεση ή πάντως διαχωρισμένη, σαν έξτρα πληροφορία εκτός τίτλου).

Φώτη, αν βρεις κι αυτήν του #58 θα είχα πραγματικά περιέργεια να δω πώς τιτλοφορήθηκε στ’ αλήθεια.

Ανεβάζω και τις τελευταίες ετικέτες για τους ΜΑΤΖΟΡΕ μανέδες, όπως ο Περικλής βρήκε και μας τους παρουσίασε στο μήνυμα #6.

Δεν έχουν βρεθεί οι παραπάνω ετικέτες.

BALKAN%20808%20%20B

1 «Μου αρέσει»