Τυποποιημένοι μανέδες

Συνεχίζουμε με τα οργανικά μέρη του Ταμπαχανιώτικου. Σχεδόν όλες οι ηχογραφήσεις είναι όπως περιγράφηκαν παραπάνω, εκτός από λίγες εξιοσημείωτες εξαιρέσεις.

Η πρώτη εξαίρεση, και σαφώς πιο ιδιαίτερη συνολικά απ’ όλες τις ηχογραφήσεις, είναι και η παλαιότερη, η #1 (Γιάγκος Ψαμαθιανός 1906 - στην αρμόνικα, υποθέτω, ο αδερφός του Βασίλης). Η εισαγωγή γίνεται μ’ ένα οργανικό θέμα που κάπως θυμίζει το κλασικό, χωρίς να ταυτίζεται όμως μαζί του, παιγμένο σ’ έναν ρυθμό που φαίνεται αρκετά έντονα χορευτικός, πιθανόν συρτός ή μπάλος. Αφού ξεκινήσει ο -εντελώς ιδιόρρυθμος, παρεμπιπτόντως- μανές, ακούμε στις ανάσες του τραγουδιστή και τις επιμέρους παύσεις του πρώτου μέρους την αρμόνικα να κάνει εκείνο το χαρακτηριστικό κόλπο με το ανεβοκατέβασμα μέρους ή όλης της κλίμακας, που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τους μπάλους και μάλιστα τον κλασικό Σμυρναίικο Μπάλο ή Μπάλο [Ντο] Ματζόρε (αυτόν που και σήμερα είναι ο πιο γνωστός και δημοφιλής μπάλος), όπου επαναλαμβάνεται με διάφορες ατυποποίητες παραλλαγές στο τέλος κάθε οργανικής μελωδικής φράσης. Με το πέρας του πρώτου μέρους, όταν η αρμόνικα ξαναπαίρνει τον πρώτο λόγο, γίνεται πλέον σαφές ότι πράγματι πρόκειται για μπάλο και μάλιστα γι’ αυτό τον ίδιο Μπάλο Ματζόρε / Σμυρναίικο: μπορεί να μην είχε ξεκινήσει με κανένα από τα θέματα που συνηθίζονται ως πρώτα, τώρα όμως βάζει ένα πασίγνωστο και απαραγνώριστο θέμα που συνηθίζεται ως τουλάχιστον δεύτερο ή και πιο μετά. Σημειωτέον ότι το θέμα αυτό (όπως και όλα του εν λόγω μπάλου) δεν είναι Σεγκιάχ: θα μπορούσε να θεωρηθεί Ραστ, αφού κάνει το χαρακτηριστικό χαμήλωμα της 7ης όπου προβλέπεται, αλλά η συνολικά δυτικότροπη, συγχορδιοκεντρική διαχείριση της μελωδίας θα το χαρακτήριζε μάλλον ως Ματζόρε με μια νότα (την 7η) εκτός κλίμακας.

Μετά το τέλος και του δεύτερου μέρους του μανέ, την επόμενη και τελευταία φορά που η αρμόνικα πρωταγωνιστεί, παίζει ταξιμοειδή αυτοσχεδιασμό. Αρχίζει σχετικά ελεύθερα, χωρίς όμως να λησμονεί να χτυπάει μια στα τόσα πάνω στον ρυθμό, και σύντομα γίνεται κανονικά ρυθμικό - κάτι που επίσης συνηθίζεται στους μπάλους (αν και, ασφαλώς, όχι μόνο στους μπάλους). Στο δίλημμα «Ματζοροράστ ή Σεγκιάχ;» δεν παίρνει ξεκάθαρη θέση.

Η δεύτερη αποκλίνουσα εκτέλεση είναι, 23 χρόνια αργότερα, ξανά από τον Γιάγκο Ψαμαθιανό (#14). Το πνεύμα αυτής της εκτέλεσης έχει κάποια κοινά σημεία με εκείνο της παλιάς,. αλλά και αρκετές διαφορές. Ο ίδιος ο Γιάγκος, ως τραγουδιστής, δείχνει να έχει …ωριμάσει να πω; συνετιστεί να πω; -εν πάση περιπτώσει αποδίδει έναν πολύ πιο κλασικό και αναγνωρίσιμο Ταμπαχανιώτικο μανέ σε σχέση με τον ακροβατικό και γεμάτο εκπλήξεις μανέ του 1906. Η οργανική συνοδεία είναι και πάλι μπάλος, που ως ένα σημείο θα μπορούσε να περιγραφεί με τα ίδια λόγια όπως και στην παλιά εκτέλεση, μόνο που εδώ ο αρμονικατζής φαίνεται να αυτοσχεδιάζει, και μάλιστα με κάποια αβεβαιότητα, βγάζοντας φράσεις που δεν έχει αποφασίσει πού και πότε θα τις κλείσει, με αποτέλεσμα η φωνή, κάποιες φορές, να μην έχει υπομονή να δει πού θα καταλήξει όλο αυτό και να τον διακόπτει εισάγοντας το δικό της μέρος… Παράξενη εκτέλεση. Ίσως ακόμη και ατυχής από μια άποψη, αν και συναρπαστική.

Και τέλος έχουμε τις 6 εκτελέσεις που φέρονται υπό κάποια παραλλαγή του τίτλου «Σουλτανί» (Σουλτανί μπάλος, Σουλτανί μανές, Σουλτανί γιάλα-γιάλα…), για τις οποίες αξίζει ξεχωριστή ανάρτηση.

Ο Σουλτανί μπάλος, όπως είδαμε, παραδίδεται σε επτά ηχογραφήσεις, από τις οποίες έχουν εντοπιστεί έξι. Οι τέσσερις είναι με τον Νταλγκά και οι δύο με τον Σωφρονίου, όλες μεταξύ 1928 και 1929 (και η μία που λείπει είναι κι αυτή Νταλγκάς 1929).

Εδώ είναι ξεκάθαρο και από το άκουσμα αλλά και από τον τίτλο (με όλες τις γνωστές επιφυλάξεις για τους τίτλους βέβαια) ότι πρόκειται για μπάλο. Το ύφος της σύνθεσης δεν είναι σαν του Ματζόρε μπάλου (Σμυρναίικου), με τα πάμπολλα θέματα που παρατάσσονται με μικροδιαφορές στη σειρά από εκτέλεση σε εκτέλεση, από τα οποία το καθένα έχει μελωδική αυτοτέλεια και όλα μαζί αναδίνουν ένα ρυθμό ανάλαφρο και λικνιστικό: είναι ένας πιο έντονος και πιο μινιμαλιστικός μπάλος, με γρήγορες δοξαριές λίγο σαν του Βοθριάτικου μπάλου της Νάξου και με την επίμονη επαναληπτικότητα των παλαιινών μοτιβικού τύπου μπάλων της τσαμπούνας.

Είναι όμως αξιοσημείωτο ότι, τόσο στο κυρίαρχο μελωδικό θέμα, που σε όλες τις εκτελέσεις πλην μιας (της τελευταίας) είναι πρώτο και σε αρκετές και μοναδικό, όσο και στα άλλα θέματα που ακούγονται σε ορισμένες μόνο ηχογραφήσεις, ο δρόμος δεν είναι Σεγκιάχ όπως του μανέ ή έστω Ματζόρε ή Ραστ, αλλά Χουζάμ (με χρωματικό άνω τετράχορδο).

Δεν ξέρω πώς πρέπει να ερμηνευθεί αυτή η αντινομία. Το γεγονός ότι όλες οι ηχογραφήσεις προέρχονται από δύο μόνο τραγουδιστές, αλλά και το ότι, παράλληλα, οι ορχήστρες δεν παίζουν ακριβώς το ίδιο ακόμη και όταν συνοδεύουν τον ίδιο τραγουδιστή, δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς το ερώτημα σε ποιο ακριβώς σημείο του φάσματος μεταξύ ανώνυμης δημώδους και ατομικής δημιουργίας βρισκόμαστε. Αν ξέραμε αυτό, θα μπορούσαμε ίσως να ερμηνεύσουμε καλύτερα και το φαινόμενο της τροπικής ασυνέπειας.

Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται σαφώς μεν για τον Ταμπαχανιώτικο μανέ και πάλι (η φωνητική μελωδία μεταξύ Σουλατανί και Ταμπαχανιώτικου είναι απολύτως ταυτόσημη), αλλά με ερμηνευτικό ήθος πολύ διαφορετικό μεταξύ του μπάλου Σουλτανί και του μη χορευτικού Ταμπαχανιώτικου. Προσωπικά δε, θα είχα να παρατηρήσω ότι αυτή τη διαφορά ήθους την αποδίδει καλύτερα ο Νταλγκάς: ο Σωφρονίου μοιάζει να είναι τόσο επηρεασμένος από τους καθαυτού μανέδες (ας είναι και τυποποιημένοι, αλλά όχι χορευτικοί) ώστε και τον μανέ του μπάλου τον λέει περισσότερο σαν μανέ και λιγότερο σαν μπάλο.

Η πυκνότητα των σχετικών δισκογραφικών κυκλοφοριών (εφτά μέσα σε δύο χρόνια, εκ των οποίων οι έξι μέσα στον ίδιο χρόνο) δείχνει ότι πρέπει να είχε μεγάλη επιτυχία η συνταγή.

Αυτά προς το παρόν. Χρωστάω μια ακόμη ανάρτηση για τον Ταμπαχανιώτικο/Σουλτανί μανέ, για να δούμε όσα αφορούν τη μελωδία του ίδιου του μανέ, πέρα από την οργανική συνοδεία.

Ο Ταμπαχανιώτικος μανές είναι ένα Σεγκιάχ, με είσοδο στην κορυφή της κλίμακας (το άνω Σολ, αν Ραστ=κάτω Σολ) και πορεία καθοδική, και με δομή παρόμοια με άλλων τυποποιημένων μανέδων που είδαμε, δηλαδή δύο ίδια μέρη, ένα για τον πρώτο στίχο κι ένα για την επανάληψη του β’ ημιστιχίου (που μελωδικά αντιστοιχεί στο εισαγωγικό «Αμάν» του πρώτου μέρους) μαζί μει τον δεύτερο στίχο.

Η περισσότερη δουλειά γίνεται στο άνω τετράχορδο, Ρε μπουσελίκ εναλλασσόμενο με Ραστ. Καθώς η πορεία είναι καθοδική, κυριαρχεί η εκδοχή μπουσελίκ (δηλαδή με φα φυσικό, όχι δίεση). Το φα# ακούγεται κυρίως στην αρχή αρχή, για να «πάρει φόρα» η φωνή και να πιάσει το άνω Σολ που είναι η καθαυτού εισαγωγική νότα. Σ’ αυτήν, το άνω Σολ, ξεκινάει το εναρκτήριο επιφώνημα (για την πρώτη ενότητα - στη δεύτερη έχουμε εδώ την επανάληψη του β’ ημιστιχίου του πρώτου στίχου) και το πρώτο ημιστίχιο του εκάστοτε καινούργιου στίχου. Σταδιακά η μελωδία κατεβαίνει, μας γνωρίζει όλο το οξύ 4χορδο (μπουσελίκ πλέον, δηλαδή με φα φυσικό), κάθεται στη βάση του 4χ που είναι το Ρε, και, ανάλογα με τον τραγουδιστή, είτε μένει εκεί είτε κάνει και μια πολύ διακριτική περασιά στο κάτω τρίχορδο φτάνοντας μέχρι την τονική Σι. Και στις δύο περιπτώσεις η αίσθηση που μένει είναι η στάση στο Ρε, απλώς ορισμένοι τραγουδιστές προτιμούν να μας αποκαλύψουν ήδη από τώρα και την τονική, σχεδόν υπαινικτικά πάντως.

Ξανά στην κορυφή, Φα# που γλιστράει στο Σολ. Μπαίνει η συνέχεια του στίχου, επαναλαμβάνοντας περίπου τα ίδια μελωδικά βήματα αλλά πιο συνοπτικά, αφού πλέον ο δρόμος μάς είναι γνωστός. Μετά από την καινούργια στάση στο Ρε, που είναι πολύ πιο σύντομη, γίνεται και η κάθοδος στο κάτω 3χ Σι Σεγκιάχ - εντωμεταξύ έχει πλέον ολοκληρωθεί ο στίχος και εκφωνούνται απλώς επιφωνήματα. Όμως όχι απλώς δε γίνεται κατάληξη στο Σι αλλά ούτε καν εμφαίνεται ότι η νότα αυτή είναι κάποιας ιδιαίτερης σημασίας: αγγίζεται μόνο διαβατικά, και η επόμενη ισχυρή κατάληξη γίνεται στο Ντο. Εδώ εισάγεται δομή Τσαργκιάχ, αλλάζει και η συγχορδία σε Ντο ματζόρε, κι έχουμε μια έντονη και χαρακτηριστική αλλαγή κλίματος (πιο ρεαλιστικά: αλλαγή τονικού κέντρου).

Αυτή η αλλαγή φαίνεται να είναι μάλλον εξαιρετικό φαινόμενο στο πλαίσιο του Σεγκιάχ, είναι ωστόσο ακριβώς ανάλογη μ’ εκείνην που γίνεται και στον Τζιβαέρι Μανέ στο πλαίσιο του Χουζάμ (βλ. πιο πάνω #16, στην παράγραφο που αρχίζει «Από κει και πέρα οι δύο ενότητες ταυτίζονται»). Εδώ όμως γίνεται μόνο μία φορά σε κάθε ενότητα, αντί για τις τρεις απανωτές του Τζιβαεριού. Παρά τις διαφορές που αποκαλύπτει η ανάλυση (μία αλλαγή έναντι τριών, υπομονάδα Τσαργκιάχ έναντι Νιγρίζ, συγχορδία ματζόρε έναντι μινόρε, και όλα αυτά σε διαφορετικό σημείο ως προς την εξέλιξη της εκφοράς του στίχου), το άκουσμα είναι πολύ παραπλήσιο, κι ένας λίγο αφηρημένος ακροατής μπορεί να νομίσει, λόγω του συγκεκριμένου σημείου, ότι ουσιαστικά ακούει τον ίδιο μανέ.

Η φωνή κάνει μια βόλτα πάνω-κάτω στο νέο της τονικό περιβάλλον και, με την τελική κάθοδο, αναιρεί σιγά σιγά τα στοιχεία του επαναφέροντάς μας σε περιβάλλον Σι Σεγκιάχ, όπου και κλείνει τη μελωδία, με επιστροφή και της συνοδείας από συγχορδία Ντο+ σε Σολ+, πολύ πιο γλυκά και ήπϊα από την απροσδόκητη αλλαγή που μας είχε πάει προηγουμένως στο Ντο+.

Αυτό είναι το βασικό σενάριο του μανέ, στο οποίο γενικά μένουν πιστοί όλοι οι τραγουδιστές, παρεισάγοντας ο καθένας τις αυτοσχεδιαστικές του λεπτομέρειες. Η μόνη εκτέλεση (απ’ όλες, συμπεριλαμβανομένων των 6 του Σουλτανί μπάλου) που διαφοροποιείται έντονα είναι, όπως ξανααναφέρθηκε, η παλιότερη, του Ψαμαθιανού:

Ο Ψαμαθιανός κάνει κάτι που ούτως ή άλλως διαφοροποιείται από κάθε παράδοση τροπικού τραγουδιού. Ολόκληρη η ερμηνεία του είναι σ’ έναν απίθανα ψηλό τόνο, περιλαμβάνοντας αρκετές νότες που και για γυναίκα θα ήταν (σήμερα) δύσκολες. Κατά το κοινώς λέγόμενο, παίρνει ψηλά τον αμανέ! Βέβαια, τα πιο απαιτητικά από αυτή την άποψη σημεία είναι στην αρχή της κάθε ενότητας, κι εκεί ο Ψαμαθιανός ανταποκρίνεται μια χαρά, η φωνή του ούτε σπάει ούτε φαλτσάρει, απλώς εντυπωσιάζει. Όμως τα τόσο πολλά και παρατεταμένα ψηλά κουράζουν (τρώνε πολλή αναπνοή). Είτε γι’αυτό τον λόγο, είτε απλώς από αισθητική επιλογή, αργότερα αποφασίζει να τα μεταφέρει όλα μια οκτάβα χαμηλότερα. Ξέρουμε βέβαια ότι κάτι τέτοιο είναι ξένο προς την τροπική παράδοση: η δυτική αντίληψη ότι το Ρε π.χ. ισοδυναμεί με κάθε Ρε ψηλότερο ή χαμηλότερο δεν υφίσταται στην Ανατολή (στο μακάμ μάλιστα η «ίδια» νότα σε άλλη οκτάβα δεν έχει καν το ίδιο όνομα: Ραστ =Σολ, Γκερδανιέ =άνω Σολ). Ίσως λοιπόν γι’ αυτό, ή ίσως -και πάλι- από αισθητική επιλογή, δεν αρχίζει ξαφνικά να τραγουδάει μια οκτάβα χαμηλότερα από εκεί όπου ήταν, παρά μεταβαίνει στις χαμηλές νότες, μ’ ένα εντελώς παράξενο γύρισμα, χωρίς προηγούμενο ούτε ανάλογο όσο ξέρω σ’ ολόκληρο το παραδοσιακό ρεπερτόριο, που τον προσγειώνει από το υψιπετές Σι (Σεγκιάχ) στο κάτω Σι (νότα χωρίς καν όνομα στη θεωρία μακάμ - δεν προβλέπεται η ύπαρξή της!).

Η άλλη ιδιαιτερότητα στην απόδοση του Ψαμαθιανού είναι ότι, επειδή ακριβώς το παίρνει πάρα πολύ ψηλά, η κορυφή της κλίμακας και μάλιστα ολόκληρο το άνω 4χορδό της είναι πέρα από τα (ήδη εντυπωσιακά) όριά του, κι έτσι συμπτύσσει όλη τη μελωδική ανάπτυξη ουσιαστικά στο κάτω τρίχορδο, Σι Σεγκιάχ, δηλαδή: αντί ν’ αρχίσει από το άνω Σολ και να κάνει την πρώτη στάση στο Ρε, αρχίζει από το Ρε και κάνει την πρώτη στάση στο Σι. Μετά γίνεται όλο αυτό που περιγράψαμε για να βρεθεί στη χαμηλή οκτάβα, και εκεί βέβαια έχει μεγαλύτερη άνεση ν’ ανέβει και ψηλά. Άρα, τελικά, δεν εκτελεί την ίδια μελωδία με όλους τους υπολοίπους! Ούτε καν την ίδια που ξανάπε ο ίδιος το 1929. Παρά ταύτα, η χαρακτηριστική αλλαγή από Σολ+ σε Ντο+ πείθει ότι κατ’ ουσίαν πρόκειται για τον ίδιο μανέ, απλώς έντονα παραλλαγμένο.

(Μια άλλη ανάγνωση της μελωδικής πορείας: το Σι της χαμηλής οκτάβας είναι η κανονική του τονική, και η κλίμακα που χρησιμοποιεί περιλαμβάνει όχι μόνο 3χ Σεγκιάχ σ’ αυτό το Σι και 4χ Μπουσελίκ/Ραστ στο Ρε, αλλά επιπλέον και καινούργιο 5χ Ραστ στο άνω Σολ, και, ως υποδιαίρεση αυτού του 5χόρδου, τρίχορδο Σεγκιάχ στο άνω Σι. Αν το δούμε έτσι, τότε, χωρίς άλματα οκτάβας, ξεκινάει τη μελωδία από το Ρε που είναι μια [κανονική, συμβατική] οκτάβα πάνω από το Ρε που είναι πάνω από την τονική, μεταφέρει όλη την κίνηση των πρώτων φράσεων από το 4χ Ρε Μπουσελίκ των υπόλοιπων εκτελέσεων στο 3χ άνω Σι Σεγκιάχ, και με την περίεργη ακροβατική κατεβασιά γεφυρώνει στα γρήγορα το τεράστιο διάστημα από κει πάνω μέχρι τη βάση του δρόμου του, για να φτάσει στο 3χ Σεγκιάχ της τονικής κι εκεί να κάνει την αλλαγή σε Ντο+.)

Το αν αυτή η αντισυμβατική ερμηνεία του (όπως και άλλες του Ψαμαθιανού για τις οποίες επίσης υπάρχει μέτρο σύγκρισης) οφείλεται σε μια μεγαλύτερη ελευθερία που κυριαρχούσε γενικώς στη γενιά του -μια γενιά κυρίως προδισκογραφική που, άρα, δεν έχει αφήσει πολλά τεκμήρια- ή σε προσωπική του εκκεντρικότητα ή σε απλή άγνοια, δεν είμαι σε θέση να το πω. Μ’ έχει προβληματίσει πάντως.

3 «Μου αρέσει»

Εξακολουθώ να ψάχνω, κι εξακολουθώ να σκοντάφτω όλη την ώρα στις αβλεψίες του συντάκτη της κάθε πηγής. Το τι γίνεται από λάθη είναι απερίγραπτο.

Λυπάμαι που θα το πω σκληρά, αλλά βλέπω όλο προχειροδουλειές. Δεν αμφισβητώ τη φιλότιμη και κοπιωδέστατη προσπάθεια όλων όσοι εργάστηκαν σ’ αυτές τις λίστες (ούτε φυσικά τη γενναιοδωρία τους), αλλά το να έχεις δουλέψει πολύ και φιλότιμα δεν αποκλείει την προχειρότητα. Για να είμαι δίκαιος, ίσως η βάση δεδομένων του Sealabs θα έπρεπε να εξαιρεθεί από την τόσο αυστηρή κριτική - όχι ότι κι αυτή δεν έχει λάθη και ασυνέπειες, αλλά σε μικρότερο βαθμό, όσο έχω δει μέχρι τώρα.

Πρέπει να γίνει κάποια στιγμή μια καταλογογράφηση της προκοπής. Με φωτογραφίες ετικετών, ηχογραφήματα, δισκογραφικά στοιχεία. Με ελέγξιμη τεκμηρίωση για κάθε πληροφορία όπως λ.χ. οι χρονολογίες κυκλοφορίας ή οι μουσικοί που παίζουν. Με στοιχειωδώς ορθολογική αποκατάσταση των στίχων που δεν ακούγονται ευκρινώς. Με πεδία όπου θα είναι σαφές ποιο είδος πληροφορίας καταχωρείται στο καθένα (στη βάση του Σίλαμπς υπάρχει χαλαρότητα ως προς αυτό). Με δυνατότητα αναζήτησης, που προϋποθέτει να είναι λ.χ. οι κωδικοί γραμμένοι κατά ένα ενιαίο σύστημα, κι όχι τη μια ΑΟ-375, την άλλη ΑΟ 375 χωρίς παύλα, την τρίτη ΑΟ-0375, και να χρησιμοποιείται ενιαία ορθογραφία στην καταγραφή των στίχων (όχι εδώ «Αν μ’ αρνηθείς να μη βρεθεί…» κι εκεί «Αν μ’ αρνηθείς να μην βρεθεί…») - χωρίς αυτά, τι να αναζητήσει κανείς;

Με μια λέξη: με μέθοδο.

3 «Μου αρέσει»

Αθέλητα κι αυτόματα, ήρθε εδώ να τακιμιάσει η (βαθειά, τελικά…) σοφία των διηγήσεων του Νασρεντίν Χότζα: Με υπομονή και καλή διάθεση άκουσε προσεκτικά τον ανθρωπάκο, που ήρθε να του παραπονεθεί γιατί ο Καδής, ο Πασάς και ο όποιος τιτλούχος της κωμόπολης δεν βλέπει το οφθαλμοφανές, όπως ισχυρίζεται ο ανθρωπάκος, δίκιο του. Και το σχόλιο του Χότζα: - Δίκιο έχεις, άνθρωπέ μου, δίκιο έχεις! Αλλά, πού να το ΄βρεις!..

Να σχολιάσω πάντως κι εγώ, Περικλή, παρατηρώντας ότι δεκαπέντε χρόνια πρίν (τότε που έγραφα εγώ τα δικά μου), τέτοια έρευνα ούτε στο όνειρό σου δεν θα μπορούσες να σκεφτείς ότι θα ήταν εφικτή. Ε, σε δεκαπέντε χρόνια από σήμερα, ίσως να υπάρχει αυτός ο κατάλογος…

2 «Μου αρέσει»

Στο μεταξύ βγήκαν κι άλλα στη μέση, κι έτσι οι ανωτέρω μανέδες αναβάλλονται γι’ αργότερα.

  1. Μανές του φθισικού και άλλοι συναφείς.

Θεωρώντας ότι οι μανέδες που μου 'χουν μείνει για να κλείσει το θέμα είναι λίγοι και με πολύ ψωμί ο καθένας, σκέφτηκα να σιγουρευτώ ότι δε μου 'χουν διαφύγει κι άλλοι, ελάσσονες ίσως, που αν τους εντόπιζα αργότερα θα ήταν άτοπο να τους σερβίρω μετά το φινάλε της παρουσίασης. Έτσι, άρχισα να τσεκάρω όλους εκείνους τους μανέδες για τους οποίους δίνεται τίτλος πιο συγκεκριμένος από απλώς ένα όνομα μακαμιού (π.χ. Ραστ μανές), έστω και με έναν επιπλέον προσδιορισμό (π.χ. Σεβνταλή Ραστ μανές), όσους δηλαδή έχουν κανονικό τίτλο (Μανές του πόνου, Μανές της φυλακής, Λεϊλά Χανούμ μανές…), για να δω αν κάποιοι από αυτούς είναι επίσης τυποποιημένοι και αν ταυτίζονται με κάποιον από όσους ήδη γνωρίσαμε ή αποτελούν καινούργιες προσθήκες στη λίστα.

Μια φλέβα που χτύπησα είναι οι μανέδες σχετικά με τη φθίση. Υπάρχει ένα μεγάλο κουβάρι από μερικές δεκάδες ηχογραφήσεις, που ενίοτε ο καθένας τις αναφέρει με άλλον τίτλο, και που κάποιες ταυτίζονται μεταξύ τους ενώ άλλες όχι. Στο ξεμπέρδεμα αυτού του κουβαριού, πρώτη δουλειά είναι να απομονώσουμε όσα τραγούδια φέρονται εσφαλμένα ως μανέδες χωρίς να είναι.

Η πρώτη και πιο ξεκάθαρη περίπτωση είναι το τραγούδι «Το βάσανο του φθισικού» ή «Απελπισμένος». Για κάποιον λόγο ο Μανιάτης το έχει συμπεριλάβει στους μανέδες και το έχει στο βιβλίο του που υποτίθεται ότι καταπιάνεται αποκλειστικά με τους μανέδες, και το λάθος αυτό έχει περάσει και στο Σίλαμπς, όπου διάφορες ηχογραφήσεις του «Βάσανου του φθισικού» χαρακτηρίζονται μανέδες (μόνο όμως στη βάση του ίδιου του σάιτ, όχι στο φυλλάδιο). Φυσικά, το ίδιο βλέπουμε και στο ΥΤ.

Η εκτέλεση με τη Μαρίκα την Πολίτισσα, 1929:

Μια από τις εκτελέσεις με τον Νταλγκά, επίσης 1929:

Από τον Μανιάτη και από τα σχόλια στη βάση του Σίλαμπς προκύπτει κάποια αβεβαιότητα ως προς τον δημιουργό: μπορεί να είναι ο Τούντας, ή ο Σκαρβέλης, ή οι δυο τους μαζί, ή ο Λεονταρίδης. Εκτός από τη Μαρίκα την Πολίτισσα υπάρχουν και τέσσερις καταχωρήσεις με τον Νταλγκά (1929 εκτός από μία το 1928), για τις οποίες διαβάζω στη βάση του ΣΛ κάτι περίεργα σχόλια του τύπου «η εκτέλεση Α με τον Νταλγκά είναι διαφορετική από τη Β», χωρίς όμως πουθενά να αναφέρονται ταυτόχρονα και οι τέσσερις, οπότε μένει κανείς με την απορία: η Γ και η Δ ταυτίζονται με κάποια από τις δύο άλλες; Αυτό το όχι βοηθητικό σχόλιο υπάρχει στις τρεις από τις τέσσερις, ενώ στην τέταρτη αναφέρεται:

Δίσκος Columbia Αγγλίας 8171 […] Δεύτερη εκτέλεση το 1929, πάλι με τον Νταλγκά, […] “Το βάσανο το φθισικού” Columbia Αγγλίας 18073, είναι διαφορετικό τραγούδι

…ενώ είναι προφανέστατα το ίδιο.

Το αν οι τέσσερις καταχωρίσεις για Νταλγκά αντιστοιχούν σε τέσσερις ή λιγότερες δισκογραφικές κυκλοφορίες, και αυτές σε τέσσερις ή λιγότερες εκτελέσεις, δεν έκατσα να το ξεδιαλύνω, γιατί δεν πρόκειται για μανέ, πρόκειται για ένα τραγούδι που ατυχώς (και συμπτωματικά) έχει χαρακτηριστεί μανές, άρα δεν ανήκει στο κυρίως αντικείμενο της παρούσας έρευνας.

Το κομμάτι φέρεται με τον τίτλο άλλοτε «Το βάσανο του φθισικού» και άλλοτε «Απελπισμένος», αλλά και τους δύο τίτλους τούς ξαναβρίσκουμε και σ’ άλλα κομμάτια. Ο πρώτος στίχος είναι «Απελπισμένος βρίσκομαι με πίκρες και μεράκι» όπου, για μείζονα διευκόλυνση της λειτουργίας «Ctrl+F», άλλος ακούει και γράφει «βρίσκομαι» και άλλος «βρίσκουμαι».


Ο επόμενος μη-μανές που πρέπει να φύγει από τη μέση είναι το Ερ γερ καράνλικ ή Χερ γερ καράνλικ ή Μακμπέρ.

Πρόκειται για έναν ελληνοτουρκικό σκοπό ελεύθερου ρυθμού μεν, όπως οι μανέδες, αλλά μελωδικά εντελώς συγκεκριμένο (όχι απλά «μανές με σενάριο», σύμφωνα με μια έκφραση του Ανδρίκου που μ’ άρεσε και την τσίμπησα, παρά μια σύνθεση κανονικά προσχεδιασμένη μέχρι λεπτομερείας, που απλώς δεν έχει μέτρο), χώρια που και η δομή του είναι πολύ διαφορετική από των μανέδων. Ωστόσο, σε όλες τις πηγές περιλαμβάνεται στους μανέδες. Άλλωστε και από παλιότερα (τέλος ‘90 ή αρχές 2000) θυμάμαι ότι το είχα πρωτοακούσει σ’ ένα σιντί-συλλογή με μανέδες.

Οι ελληνικές εκτελέσεις έχουν διάφορα λόγια και διάφορους τίτλους. Μία είναι αυτή με τη Ρόζα, 1934, που φέρεται ως «Του φθισικού manes» (Ρεμπ. Διάλ.), «Ο Φθισικός / μανές» (Μανιάτης), «Ο φθισικός» (Σιλαμπς) ή «Μην κλαις μανούλα μου» (ΥΤ):

Άλλες φορές έχει ηχογραφηθεί ως «Ο πόνος της ξενιτιάς», ή και με τον κανονικό τούρκικο τίτλο «Ερ Γερ Καράνλικ».

Ο σκοπός είναι βασικά τούρκικος. Η παράξενη μετρική των στίχων στις ελληνικές εκτελέσεις το δείχνει ξεκάθαρα. Πιθανώς ανήκει στον τύπο του γκαζέλ - έτσι τουλάχιστον μου λέει ο Νίκος Π.:

Διατηρώ ωστόσο κάποια επιφύλαξη, γιατί δεν ξέρω μεν πώς είναι το γκαζέλ, ξέρω όμως ότι γενικά θεωρείται το τουρκικό αντίστοιχο του ελληνικού μανέ, ενώ εδώ δεν έχουμε καμία ομοιότητα με μανέ πέρα από την απουσία μουσικού μέτρου. (Όσο για το σιντί, έχω κι εγώ ελληνικά σιντιά με μανέδες που δεν είναι όλοι μανέδες.) Οπότε ξαναθέτω το ερώτημα δημόσια: Ποιος ξέρει να μας διαβεβαιώσει ανεπιφύλακτα αν αυτό είναι γκαζέλ, και είτε να μας δώσει μόνος του είτε να μας παραπέμψει σε μια σαφή, πλήρη περιγραφή του είδους γκαζέλ;

Ο τούρκικος τίτλος, «Her yer karanlιk» (Παντού σκοτάδι), δείχνει να προέρχεται από τον πρώτο στίχο όσων εκτελέσεων άκουσα. Δεν το ‘ψαξα εξαντλητικά, άλλωστε δεν ξέρω και τούρκικα, οπότε δεν είμαι σε θέση να πω αν πρόκειται για τραγούδι με στάνταρ στίχους ή για σκοπό (μπορεί να αρχίζει πάντα με στίχους που έχουν την ίδια φράση, μπορεί τα επόμενα δίστιχα να είναι κάθε φορά άλλα, αλλά μπορεί και να είναι κάθε φορά απ’ αρχής μέχρι τέλους ίδια). Εναλλακτικά αναφέρεται και με τον τίτλο «Makber», που δε βρήκα τι σημαίνει. Πάντως φαίνεται να έχει μια σταθερή δημοτικότητα, καθώς υπάρχουν ηχογραφήσεις από την εποχή των 78 στρ. μέχρι και σύγχρονες, συμπεριλαμβανομένης και μιας με τον …Καζαντζίδη! (Στα τούρκικα πάντα.) Αντίθετα, ως ελληνικό τραγούδι φαίνεται μεν να υπήρξε της μόδας κάπου στη δεκαετία ‘30, αφού υπήρξαν πάνω από μία προσπάθειες εξελληνισμού του, αλλά έκτοτε πέρασε χωρίς ν’ αφήσει ίχνη (αντίθετα από τον Ντόκτορ, το Σάλα Σάλα, την Ντούρνα / Κάστρο της Αστροπαλιάς και άλλους ελληνοτουρκικούς σκοπούς που ακούγονται κανονικά ακόμη στην ελληνική τους εκδοχή). Τέλος, το Σίλαμπς εντόπισε και μια ηχογράφηση με στίχους στα λαντίνο (τα «ισπανοεβραίικα» των Σεφαραδιτών), με τίτλο «Lagrimas Vertere(i)», Βικτωρία Χαζάν 1942.

Οι ελληνικές εκδοχές δεν έχουν κάποια ειδική σύνδεση με το θέμα της φθίσης. Ο λόγος που αναφέρω τον σκοπό εδώ και όχι αλλού είναι η ύπαρξη της εκτέλεσης που παρέθεσα, όπου τα λόγια είναι όντως για τη φθίση και η οποία έχει εσφαλμένα καταχωρηθεί στους μανέδες. Εξίσου όμως έχουν καταχωρηθεί και άλλες με άλλα λόγια.


Τώρα που ξεκαθαρίσαμε αυτούς τους δύο ΄μη-μανέδες, «Το βάσανο του φθισικού» και το «Ερ γερ καράνλικ», μπορούμε να προχωρήσουμε στους κυρίως μανέδες της φθίσης. Αργότερα, ανάμεσα στους υπόλοιπους ελάσσονες τυποποιημένοιυς μανέδες που θα παρουσιαστούν, θα αναφέρουμε και μερικούς ακόμη μη-μανέδες, δηλ. τραγούδια άλλου είδους που εσφαλμένα έχουν χαρακτηριστεί μανέδες και μπερδεύουν τα πράγματα. Θέλω να τονίσω ότι αυτά τα μπερδέματα οφείλονται στους συλλογείς - καταγραφείς - εκδότες της δικής μας εποχής. Τον καιρό που βγαίναν αυτά τα τραγούδια, η μόνη περίπτωση να τιτλοφορηθεί μανές κάτι που δεν ήταν μανές ήταν σε κάποιους συγκεκριμένους σκοπούς (κυρίως τον Μπουρνοβαλιό) για τους οποίους είχε καθιερωθεί -ποιος ξέρει πώς και γιατί- τέτοιο όνομα. Το αντίστροφο όμως δεν συνέβαινε: υπήρχε περίπτωση ένας μανές να μην ονομάζεται μανές στην ετικέτα του δίσκου, ακόμη και να ονομάζεται γκαζέλι.

1 «Μου αρέσει»
  1. [συνέχεια] Μανές του φθισικού και άλλοι συναφείς.

Ακολουθεί μια ομάδα από μανέδες που θα χαρακτήριζα το επίπεδό τους, κατά μέσον όρο, αριστουργηματικό, με πρωταγωνιστή τον Λάμπρο Λεονταρίδη που δίνει ρεσιτάλ λύρας (χωρίς να υπολείπονται οι τραγουδιστές ή οι άλλοι οργανοπαίχτες).

Πρώτον, ένας αμανές που η δισκογραφική του ιστορία δεν είναι ιδιαίτερα ξεκάθαρη. Τραγουδάει ο Νταλγκάς, και το δίστιχο είναι «Δεν έχει μεγαλύτερο καημό σ’ αυτή τη σφαίρα / να καρτεράει ο φθισικός την υστερνή του μέρα».

Στοιχεία δίσκου:

Ο Μανιάτης, η βάση του Σίλαμπς και το φυλλάδιο του Σίλαμπς δίνουν τίτλο «Ο καημός του φθισικού». Οι Ρ.Διάλογοι δίνουν τίτλο «Του φθισικού manes». Ο Μανιάτης δίνει κωδικό HMV AO-2016, 1931 (αρ.μήτρας: OW-89), προσθέτει δε ότι υπάρχει και ηχογράφηση με τίτλο «Ο πόνος του φθισικού», με ίδιο θέμα (sic - τι μπορεί να εννοεί;) και στοιχεία Columbia DG-0211, 1931 (χωρίς αρ. μήτρας). Οι Ρ. Διάλογοι δίνουν και τα δύο ανωτέρω στοιχεία υπό τον ίδιο τίτλο. Το φυλλάδιο ΣΛ δίνει μία καταχώρηση για τρεις δισκογρ. κυκλοφορίες, μία ίδια με την πρώτη των άλλων δύο, και ακόμη Orthophonic S-629 και RCA Victor 38-3030 (οι δύο τελευταίες αχρονολόγητες.). Τέλος, η βάση ΣΛ δίνει: « Λάμπρος Λεονταρίδης: λύρα. Αγάπιος Τομπούλης: ούτι. Αθήνα 12 Μαιου 1931. Orthophonic S 629/HMV AO 2016/ OW89-1 Δίσκος HMV AO 2016» (sic), κάτι που δεν καταλαβαίνω σε πόσους δίσκους αντιστοιχεί.

Καμία από τις τέσσερις πηγές δεν μπαίνει στον κόπο να εξηγήσει αν καταχωρεί διαφορετικές ηχογραφήσεις (οπότε μπορεί να είναι διαφορετικός μανές, ακόμη και διαφορετικός δρόμος, ή να είναι ο ίδιος μανές καi άρα να αποδεικνύεται ότι είναι τυποποιημένος), ή την ίδια ηχογράφηση σε διαφορετικές εκδόσεις.

Στο ΥΤ βρήκα δύο ανεβάσματα της ίδιας ηχογράφησης, χωρίς δισκογραφικά στοιχεία, με τίτλο «Ο καημός του φθισικού Μανές» το ένα, που παραθέτω, και «Του φθισικού μανές» το άλλο:

Και στη βάση του ΣΛ η ίδια ηχογράφηση υπάρχει. Ραστ μανές με έρρυθμη υπόκρουση τσιφτετελιού, χωρίς τίποτε έρρυθμο κατά τα άλλα, σε υποδειγματική εκτέλεση. Κατά τα φαινόμενα δεν πρέπει να ανήκει στους τυποποιημένους - έχει όλα τα χαρακτηριστικά του κλασικού μανέ. Τονίζω πάντως ότι άκουσα μόνο μία ηχογράφηση (άρα δεν έχω με τι να συγκρίνω), χωρίς να έχω καταλάβει με ασφάλεια αν αυτή είναι η μοναδική ή υπάρχουν κι άλλες.

Δεύτερον, υπάρχει ένα δίστιχο που έχει ηχογραφηθεί πολλές φορές σε μανέ, πάντα ραστ, πάντα με υπόκρουση τσιφτετελιού (δηλαδή όπως ο παραπάνω), χωρίς όμως καμία μελωδία να ταυτίζεται ούτε με άλλη από την ίδια ομάδα ούτε με την παραπάνω («[Ο καημός / πόνος] Του φθισικού»): Μάνα μου είμαι φθισικός, τ’ αχείλι μου το κρύβει / το πρόσωπό μου μαρτυρεί πως η ζωή είναι λίγη ή …πως η ζωή μου λήγει ή …πως η ζωή μου σβήνει (παραλλαγές στο φινάλε μεταξύ των εκτελέσεων).

Οι Ρ.Διάλ. δίνουν στάνταρ τίτλο «Του φθισικού manes» σε τέσσερις ηχογραφήσεις: με Δημ. Ατραΐδη 1928, Columbia 8264 GB (αρ.μήτρας: 20321), με Νταλγκά [Λεονταρίτης Λάμπρος, sic] 1929, Columbia 18073 GB, με Κώστα Θωμαΐδη 1931, Columbia DG-0144 και με Γρηγ. Ασίκη 1936, Odeon GA-1934. Στη βάση ΣΛ έχει από αυτά τα 4 μόνο δύο, τον Νταλγκά με άλλα στοιχεία (His Masters Voice AO-222, αρ.μ. LG-1077) και τίτλο «Ραστ νεβά μανές» 1928, και τον Ατραΐδη, με ίδια δισκογρ. στοιχεία και τίτλο «Φθισικός», και δίνουν κι άλλες δύο ηχογραφήσεις: Κ. Καρίπης 1928, «Ραστ μανές», Polydor V-50256, και Δ. Αραπάκης 1928, «Ραστ Νεβά μανές», Columbia 8256 Αγγλίας. Το φυλλ. ΣΛ έχει τα ίδια με τη βάση, μόνο που προσθέτει αρ. μήτρας στον Καρίπη (5442AR) και τον Αραπάκη (20317), και στον Καρίπη δίνει τίτλο «Ραστ μανές, το φθισικό». Τέλος, ο Μανιάτης δίνει 4 δίσκους χωρίς αρ. μήτρας: Ατραΐδη, ως άνω, τίτλος «Φθισικός μανές»· Νταλγκά, τίτλος «Ραστ Νεβά μανές», ως άνω· ξανά Νταλγκά, «Το βάσανο του φθισικού» που είναι το προαναφερθέν Κολούμπια 1929· και Καρίπη, «Ραστ μανές το φθισικό», ως άνω.

Άρα το δίστιχο έχει τραγουδηθεί από έξι τραγουδιστές, Ατραΐδη, Νταλγκά, Θωμαΐδη, Ασίκη, Καρίπη και Αραπάκη, εκ των οποίων ο Νταλγκάς το έχει βγάλει σε δύο δίσκους, που δεν ξέρουμε αν έχουν την ίδια ηχογράφηση ή δύο διαφορετικές (στη δεύτερη περίπτωση, είτε με την ίδια μελωδία είτε με διαφορετικές - άγνωστο κι αυτό).

Έξι ή εφτά ηχογραφήσεις λοιπόν. Από αυτές άκουσα τις τέσσερις που έχει το ΣΛ στο αμέσως παραπάνω λινκ. Στο ΥΤ εντόπισα μόνο του Καρίπη 1928 (ίσως δεν έχουν ανέβει άλλες, ίσως φταίνε τα αντιφατικά στοιχεία που δε διευκολύνουν την αναζήτηση). Από αυτές τις τέσσερις, η πρώτη εντύπωση είναι ότι πρόκειται για κλασικό και όχι τυποποιημένο μανέ, δηλαδή για ελεύθερη ανάπτυξη μιας αυτοσχεδιαστικής μελωδίας, σύμφωνα μεν με τους κανόνες του μακάμ Ραστ* και επιπλέον με τους ειδικότερους κανόνες του μανέ, αλλά και πάλι, εντός αυτών των πλαισίων, ελεύθερη. Και πάντως σαφέστατα όχι δυτικότροπη.

Απλώς μένει κανείς με την απορία πώς έτυχε τόσοι μανέδες για τη φθίση να είναι στον ίδιο δρόμο (στη συνέχεια θα φανεί ότι υπάρχουν πολλοί ακόμη, έναντι ελάχιστων μανέδων της φθίσης σε άλλους δρόμους, π.χ. σαμπάχ).

Ωστόσο, μια προσεκτικότερη, αναλυτικότερη ακρόαση δίνει ισχυρές ενδείξεις ότι στην πραγματικότητα τρεις από αυτούς είναι ο ίδιος μανές, συγκεκριμένα (ξαναδίνω τα λινκ): του Καρίπη, του Αραπάκη και του Νταλγκά. Επειδή, παρά τις δεκάδες φορές που τους άκουσα, εξακολουθώ να κρατάω μια επιφύλαξη (μην τυχόν παρασυρθώ από τυχαίες ομοιότητες για να καταλήξω, βιαστικά, σ’ ένα συμπέρασμα που απλώς το βρίσκω δελεαστικό χωρίς όμως να είναι και αποδεδειγμένο), θέτω το ζήτημα στην κρίση του φόρουμ: ακούστε και κρίνετε αν μελωδικά είναι ο ίδιος μανές ή τρεις που απλώς μοιάζουν. (Σημείωση: μια διαφορά είναι ότι από τους τρεις, ο Καρίπης δε διακρίνει ξεκάθαρα τη δεύτερη από την τρίτη ενότητα με παρεμβολή ταξιμιού, ενώ οι άλλοι δύο το κάνουν. Αυτό όμως μπορεί κάλλιστα να ερμηνευθεί ως ζήτημα δισκογραφικού χρόνου, και μπορεί να ήταν και μια επιλογή της στιγμής, την ώρα που ήδη είχε αρχίσει η ηχογράφηση. Δομικά πάντως η διάκριση ανάμεσα στη δεύτερη και την τρίτη ενότητα γίνεται εξίσου στον Καρίπη όσο και στους άλλους δύο.)

Η διερεύνηση αυτή σχετικά με τους φθισικούς μανέδες θα συνεχιστεί σε επόμενες αναρτήσεις.


*: Ο όρος Ραστ Νεβά δεν ξέρω τι σημαίνει. Νεβά δεν είναι όνομα μακαμιού αλλά νότας: αν Ραστ = Σολ, Νεβά είναι το Ρε. Άκουσα μερικούς Ραστ Νεβά μανέδες και παρατήρησα ότι η νότα Νεβά είναι κυρίαρχη σε όλη τη διάρκεια του εκάστοτε κομματιού, δηλαδή στη μεν αρχή και το τέλος τονίζεται ιδιαίτερα ως κορυφή του 5χ Ραστ της βάσης, στη δε μέση (που πάει στα ψηλά) και πάλι αυτή τονίζεται, αλλά τώρα ως βάση του άνω 4χόρδου Ρε Ραστ ή Μπουσελίκ, χωρίς να υπάρξει πουθενά σημείο που αυτό τον ρόλο να τον αναλάβει η οκτάβα (Γκερδανιέ, το άνω Σολ). Άρα, ίσως Ραστ Νεβά να σημαίνει αυτή την υποπερίπτωση ανάπτυξης. Αλλά από την άλλη, άκουσα και κάποιους που κάνουν το ίδιο (έτσι κι αλλιώς το Ρε είναι πάντα η δεσπόζουσα του Ραστ από Σολ) αλλά τιτλοφορούνται σκέτα «Ραστ». Αν ξέρει κανείς, ας μας διαφωτίσει. Προσθέτω ότι εκτός από αρκετούς Ραστ Νεβά μανέδες, υπάρχουν και μερικοί Ουσάκ Νεβά, τουλάχιστον ένας Σαμπάχ Νεβά και ένας Ντουγκιάχ Νεβά (ούτε το Ντουγκιάχ είναι μακάμι, είναι η νότα Λα ως βάση του Ουσάκ), και μερικοί σκέτο Νεβά.

3 «Μου αρέσει»

κατά τον τσιαμούλη, το ντουγκιάχ μπορεί να σημαίνει και το 5χορδο ουσάκ (σε αντιδιαστολή με το 4χ που δημιουργείται κατ’αρχήν).
το νεβά υπάρχει και ως μακάμι, χαρακτηριστικό παράδειγμα το “καλήν εσπέραν άρχοντες”. αλλά επειδή ξεκινά και καταλήγει στην πέμπτη βαθμίδα, έχει την αίσθηση του ανολοκλήρωτου και δεν στέκεται μόνο του. συνήθως οι φράσεις του ενσωματώνονται σε άλλα μακάμια.
οπότε πιθανολογώ ότι ονομασίες ραστ νεβά / ουσάκ νεβά κλπ, υποδηλώνουν ότι περιέχονται φράσεις νεβά στην σύνθεση.

Αυτός είναι ο τίτλος Περικλή. “Ο καημός του φθισικού”.

Ηχογραφήθηκε για την HMV σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνουν ο Μανιάτης και το sealabs. Η ετικέτα από αυτή, την πρώτη κυκλοφορία, δεν έχει βρεθεί.

Ο μανές, μετά την πρώτη κυκλοφορία στην His Master’s Voice, κυκλοφόρησε και για την orthophonic με αριθμό δίσκου S 629-Α.

Αλλά και για την RCA-VICTOR με αριθμό δίσκου 38-3030

38-3030-%CE%91

Έκανε δηλαδή τρεις (3) κυκλοφορίες. Όπως γράφουν οι αμερικάνικες ετικέτες recorded in Athens. Το πότε κυκλοφόρησαν οι δίσκοι αυτοί στην Αμερική δεν μπορώ να το πω με βεβαιότητα.

Άρα το βίντεο που μας ανέβασες με τον τίτλο «Ο καημός του φθισικού Μανές» είναι σωστός. Ο ήχος από το βίντεο προέρχεται από το sealabs.

4 «Μου αρέσει»

Μπράβο ρε Φώτη!

Η ίδια ηχογράφηση δηλαδή, έτσι;

Η ίδια ναι. Κυκλοφόρησε πρώτα για Ελληνική HMV, μετά για τον Orthophonic και τέλος για την RCA-VICTOR.

1 «Μου αρέσει»

“Μάνα μου είμαι φθισικός πεθαίνω πια στο λέω, άσε με μάνα έρημο να βήχω και να κλαίω”.

http://rebetiko.sealabs.net/display.php?d=0&recid=3480

GO-691

Η ίδια ηχογράφηση, κυκλοφόρησε για την Columbia-Αμερικής.

1 «Μου αρέσει»

«Ξέρω πως είμαι φθισικός, γιατί να μου το λένε; Γιατί μου το θυμίζουνε και την καρδιά μου καίνε;»

Ο δίσκος με την πρώτη ηχογράφηση και κυκλοφορία, από την Columbia Ελλάδος DG-0144 δεν έχει βρεθεί. Το τραγούδι κυκλοφόρησε όμως και για την Columbia Αμερικής με στοιχεία δίσκου 56289-F. Στην λύρα ο Λάμπρος Λεονταρίδης και στη μαντόλα ο Σπύρος Περιστέρης.

2 «Μου αρέσει»

Με συγχωρείτε για την παλινωδία -θα νομίζει κανείς ότι απλώς δημοσιεύω τις προσωπικές μου σημειώσεις, ενώ πριν από κάθε δημοσίευση έχουν προηγηθεί άπειρες σημειώσεις, διορθώσεις, γραψίματα και σβησίματα- κι όμως, μερικά πράγματα δεν τα συνειδητοποιώ παρά αφού τα δημοσιεύσω.

Λοιπόν, προβαίνω σε μια διόρθωση: ο εν λόγω μανές του Νταλγκά, που ο επίσημος τίτλος του τελικά είναι «Ο καημός του φθισικού» και που ηχογραφήθηκε μία μόνο φορά αλλά κυκλοφόρησε πολλές (ευχαριστώ @fotis_anikanopoihtos), παρά την κλασική του μορφή, ανήκει τελικά στους τυποποιημένους. Ή, έστω, βρίσκεται κάπου πολύ κοντά τους.

Συγκεκριμένα, πατάει στο ίδιο μελωδικό καλούπι όπως οι τρεις που ανέφερα αμέσως μετά! Να πω εν παρόδω ότι και για κείνους, έχω πλέον πειστεί ότι είναι οι ίδιοι μεταξύ τους (είχα επικαλεστεί τη βοήθεια του κοινού, αλλά τελικά, και μόνος μου, εκεί καταλήγω). Ο «Καημός του φθισικού» έχει μόνο μια μικρή διαφοροποίηση, που κατά τη γνώμη μου δεν επαρκεί για να τον θεωρήσουμε ούτε ξεχωριστή σύνθεση ούτε αυτοσχεδιασμό. Συγκεκριμένα:

Στην πρώτη από τις 3 κύριες ενότητες, η εκφορά του στίχου («Δεν έχει μεγαλύτερο καημό σ’ αυτή τη σφαίρα») γίνεται πιο γρήγορα απ’ ό,τι στους άλλους τρεις, και επαναλαμβάνεται (ίδια λόγια - ίδια μελωδία), με αποτέλεσμα η κάθοδος από την 5η βαθμίδα (όπου αρχίζει η μελωδία) στην τονική (όπου καταλήγει) να φανερώνεται πιο σύντομα, δηλ. την πρώτη φορά που ολοκληρώνει τον στίχο, και να επιβεβαιώνεται με την επανάληψη. Αν ταυτιζόταν με τους άλλους τρεις, θα έλεγε: «Δεν έχει μεγαλύτερο - [επιφώνημα] - μεγαλύτερο» - όλο αυτό πάνω στην 5η βαθμίδα, με μόνο λίγες μελισματικές αποκλίσεις - παύση - «καημό σ’ αυτή τη σφαίρα - [επιφώνημα]» - ξεκίνημα και πάλι στην 5η, σταδιακή κάθοδος, και μόνο τώρα κατάληξη στην τονική. Και όλο αυτό μία φορά, η οποία θα διαρκούσε περίπου όσο οι δύο συντομότερες επαναλήψεις του στίχου που τελικά ακούμε.

Με άλλα λόγια: στην πρώτη ενότητα η κατάληξη στην τονική γίνεται νωρίτερα και γίνεται δύο φορές, ενώ στους άλλους τρεις μανέδες γίνεται αργότερα και μόνο μια φορά. Όλο το υπόλοιπο είναι πρακτικά το ίδιο.

1 «Μου αρέσει»

Στην μία πλευρά του δίσκου ο Νταλγκάς με τίτλο “Το βάσανο του φθισικού”. Τον ίδιο τίτλο δίνει και το sealabs και πρέπει να τον θεωρήσουμε σωστό. Δεν έχω βρει την ετικέτα.

Το sealabs επίσης μας λέει ότι ο ίδιος μανές ηχογραφήθηκε πάλι με τον Νταλγκά, ένα χρόνο πριν, για την Columbia Αγγλίας, με αριθμό δίσκου Col-8171 και τίτλο “Απελπισμένος”. Το τραγούδι φαίνεται στο όνομα του Τούντα. Δεν έχει βρεθεί η ετικέτα του δίσκου.

Τρίτη (3η) εκτέλεση του ίδιου μανέ, πάλι (!) με τον Αντώνη Διαμαντίδη (Νταλγκάς), έχουμε σύμφωνα με το sealabs, και από την HMV με αριθμό κυκλοφορίας ΑΟ-378. Δεν έχει βρεθεί η ετικέτα του δίσκου.

Τέλος έχουμε και τέταρτη (4η) εκτέλεση του ίδιου μανέ, με την Μαρίκα Φρατζεσκοπούλου (Πολίτισσα), για την ODEON. Αυτή τη φορά ο μανές είναι στο όνομα του Λάμπρου Λεονταρίδη, σύμφωνα με την ετικέτα του δίσκου.

Η ετικέτα του δίσκου βρέθηκε και είναι η παρακάτω.

GA%201477%20%20B

Αν τα στοιχεία είναι σωστά, έχουμε 4 ηχογραφήσεις του ίδιου μανέ. Οι τρεις (3) με τον Νταλγκά. Όλα τα παραπάνω με κάθε επιφύλαξη.

1 «Μου αρέσει»

Φώτη, δες το #29, όπου γίνεται λόγος για το «Βάσανο του φθισκιού» (συνοπτικότερος, μιας και δεν πρόκειται για μανέ).

1 «Μου αρέσει»

Ναι Περικλή. Χαμός…

Έχεις λάθος εδώ. Είναι δύο διαφορετικές ηχογραφήσεις. Γι΄αυτό στην μία εκτέλεση ο τίτλος είναι “Απελπισμένος” και στην άλλη “Το βάσανο του φθισικού”. Οι διάρκεια των δύο τραγουδιών είναι πάνω από 10 δευτερόλεπτα διαφορά. Επίσης ο Νταλγκάς στο 1.35 του “Βάσανου του φθισικού” αφήνει ένα “αχχχχχ” μετά το …απελπισμένες γράφουνε με αίμα τ’ όνομά μου… κάτι που δεν κάνει στον “Απελπισμένο”.

Όμως σωστά παρατηρείς, ότι δεν πρόκειται για μανέ.

2 «Μου αρέσει»

Ναι, αλλά του ίδιου τραγουδιού. Σ’ αυτή τη σελίδα διαβάζω δύο φορές (κακώς είχα γράψει τρεις) «διαφορετική εκτέλεση από…», και μία φορά «διαφορετικό τραγούδι από…». Προφανώς συμπεραίνω ότι άλλο εννοούν με την κάθε διατύπωση (αν εννοούσαν το ίδιο, θα έλεγαν το ίδιο!). Κι όμως εννοούν και τις τρεις φορές «διαφορετική εκτέλεση του ίδιου τραγουδιού», κάτι που δεν μπορεί να διαπιστώσει κανείς παρά μόνο αν τις ακούσει ολόκληρες. Αυτό ακυρώνει κάθε χρησιμότητα της γραπτής πληροφορίας.

Πολύ πιο ουσιαστική πληροφορία θα ήταν ότι το ίδιο τραγούδι φέρεται υπό δύο τίτλους…

2 «Μου αρέσει»

Ο Περικλής παρατήρησε ότι δεν πρόκειται για τυποποιημένο, αλλά για κλασικό μανέ. Αργότερα άλλαξε γνώμη, όταν είδε ότι μάλλον υπάρχουν αρκετές ηχογραφήσεις του ίδιου αμανέ. Κι εγώ, έχοντας όμως μόνο ακούσει το βάσανο του φθισικού με το άχ, το βλέπω για κλασικό μανέ.

1 «Μου αρέσει»