Συνεχίζουμε με τα οργανικά μέρη του Ταμπαχανιώτικου. Σχεδόν όλες οι ηχογραφήσεις είναι όπως περιγράφηκαν παραπάνω, εκτός από λίγες εξιοσημείωτες εξαιρέσεις.
Η πρώτη εξαίρεση, και σαφώς πιο ιδιαίτερη συνολικά απ’ όλες τις ηχογραφήσεις, είναι και η παλαιότερη, η #1 (Γιάγκος Ψαμαθιανός 1906 - στην αρμόνικα, υποθέτω, ο αδερφός του Βασίλης). Η εισαγωγή γίνεται μ’ ένα οργανικό θέμα που κάπως θυμίζει το κλασικό, χωρίς να ταυτίζεται όμως μαζί του, παιγμένο σ’ έναν ρυθμό που φαίνεται αρκετά έντονα χορευτικός, πιθανόν συρτός ή μπάλος. Αφού ξεκινήσει ο -εντελώς ιδιόρρυθμος, παρεμπιπτόντως- μανές, ακούμε στις ανάσες του τραγουδιστή και τις επιμέρους παύσεις του πρώτου μέρους την αρμόνικα να κάνει εκείνο το χαρακτηριστικό κόλπο με το ανεβοκατέβασμα μέρους ή όλης της κλίμακας, που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τους μπάλους και μάλιστα τον κλασικό Σμυρναίικο Μπάλο ή Μπάλο [Ντο] Ματζόρε (αυτόν που και σήμερα είναι ο πιο γνωστός και δημοφιλής μπάλος), όπου επαναλαμβάνεται με διάφορες ατυποποίητες παραλλαγές στο τέλος κάθε οργανικής μελωδικής φράσης. Με το πέρας του πρώτου μέρους, όταν η αρμόνικα ξαναπαίρνει τον πρώτο λόγο, γίνεται πλέον σαφές ότι πράγματι πρόκειται για μπάλο και μάλιστα γι’ αυτό τον ίδιο Μπάλο Ματζόρε / Σμυρναίικο: μπορεί να μην είχε ξεκινήσει με κανένα από τα θέματα που συνηθίζονται ως πρώτα, τώρα όμως βάζει ένα πασίγνωστο και απαραγνώριστο θέμα που συνηθίζεται ως τουλάχιστον δεύτερο ή και πιο μετά. Σημειωτέον ότι το θέμα αυτό (όπως και όλα του εν λόγω μπάλου) δεν είναι Σεγκιάχ: θα μπορούσε να θεωρηθεί Ραστ, αφού κάνει το χαρακτηριστικό χαμήλωμα της 7ης όπου προβλέπεται, αλλά η συνολικά δυτικότροπη, συγχορδιοκεντρική διαχείριση της μελωδίας θα το χαρακτήριζε μάλλον ως Ματζόρε με μια νότα (την 7η) εκτός κλίμακας.
Μετά το τέλος και του δεύτερου μέρους του μανέ, την επόμενη και τελευταία φορά που η αρμόνικα πρωταγωνιστεί, παίζει ταξιμοειδή αυτοσχεδιασμό. Αρχίζει σχετικά ελεύθερα, χωρίς όμως να λησμονεί να χτυπάει μια στα τόσα πάνω στον ρυθμό, και σύντομα γίνεται κανονικά ρυθμικό - κάτι που επίσης συνηθίζεται στους μπάλους (αν και, ασφαλώς, όχι μόνο στους μπάλους). Στο δίλημμα «Ματζοροράστ ή Σεγκιάχ;» δεν παίρνει ξεκάθαρη θέση.
Η δεύτερη αποκλίνουσα εκτέλεση είναι, 23 χρόνια αργότερα, ξανά από τον Γιάγκο Ψαμαθιανό (#14). Το πνεύμα αυτής της εκτέλεσης έχει κάποια κοινά σημεία με εκείνο της παλιάς,. αλλά και αρκετές διαφορές. Ο ίδιος ο Γιάγκος, ως τραγουδιστής, δείχνει να έχει …ωριμάσει να πω; συνετιστεί να πω; -εν πάση περιπτώσει αποδίδει έναν πολύ πιο κλασικό και αναγνωρίσιμο Ταμπαχανιώτικο μανέ σε σχέση με τον ακροβατικό και γεμάτο εκπλήξεις μανέ του 1906. Η οργανική συνοδεία είναι και πάλι μπάλος, που ως ένα σημείο θα μπορούσε να περιγραφεί με τα ίδια λόγια όπως και στην παλιά εκτέλεση, μόνο που εδώ ο αρμονικατζής φαίνεται να αυτοσχεδιάζει, και μάλιστα με κάποια αβεβαιότητα, βγάζοντας φράσεις που δεν έχει αποφασίσει πού και πότε θα τις κλείσει, με αποτέλεσμα η φωνή, κάποιες φορές, να μην έχει υπομονή να δει πού θα καταλήξει όλο αυτό και να τον διακόπτει εισάγοντας το δικό της μέρος… Παράξενη εκτέλεση. Ίσως ακόμη και ατυχής από μια άποψη, αν και συναρπαστική.
Και τέλος έχουμε τις 6 εκτελέσεις που φέρονται υπό κάποια παραλλαγή του τίτλου «Σουλτανί» (Σουλτανί μπάλος, Σουλτανί μανές, Σουλτανί γιάλα-γιάλα…), για τις οποίες αξίζει ξεχωριστή ανάρτηση.