ζητάω τους στίχους του τραγουδιού αυτού (του Νταλγκά) και κάποιες λεπτομέριες.
Άκουσα και “πάψε” αντί “σπάσε”. Τι είναι το σωστό?
Σας ευχαριστώ πολύ εκ των προτέρων.
“Το μπαγλαμαδάκι σπάσε” (1933)
Στίχοι, μουσική και ερμηνεία: Αντ. Νταλγκάς (Διαμαντίδης)
"Το μπαγλαμαδάκι πάψε, μάγκα μερακλή
γιατί βάρεσαν στη ζούλα κάποιον χασικλή.
Ήτανε παιδί τζιμάνι, φίνος στο λουλά
και τον εζηλεύαν όλοι μες στη γειτονιά.
Πέντε μαχαιριές του δώσαν λέει για μια Σμυρνιά
δυο νταήδες Πειραιώτες μες στην Κοκκινιά
και τον κάνανε μαντάρα οι ντερβίσηδες
και στην πιάτσα βγήκαν τώρα άλλοι ασίκηδες.
Απʼ τις μαχαιριές θα γιάνει, βλάμηδες θα ρθεί
να σας εύρει, βρε νταήδες, και να ξηγηθεί
τότε, ρε, θα δείτε, μάπες, τι θα πει καρδιά
τίνος μάνα θε να κλάψει μες στην Κοκκινιά "
Ελένη, σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ!
Στο γλωσσάριο δυστυχώς λείπουν οι εκφραάεις “τον κάνανε μαντάρα” και “μάπες”.
Και αν έχει μια ιδέα τι σημαίνει μήπως είναι δυνατόν να μου τις εξηγείς?
Μάρθα,
“μάπας” σημαίνει: ανόητος, βλάκας ή απλά πρόσωπο,. Επίσης, κάτι άχρηστο ή κακής ποιότητας.
[από το μεσαιων. μάππα < λατιν. mappa=μαντήλι, πετσέτα]
“Κάνω μαντάρα” σημαίνει: τα κάνω άνω κάτω, αποτυχαίνω, διαλύω τα πάντα, κάνω σοβαρά σφάλματα, τσακώνομαι, τα χαλάω με κάποιον, προκαλώ μεγάλη αναστάτωση.
Στο τραγούδι αυτό σημαίνει: του κάνανε ζημιά.
[< μεσαιων. μαδάρα = ορεινή και άγονη περιοχή < αρχ. μαδαρός = άδεντρος, φαλακρός].
Θα προστεθούν κι αυτά στο γλωσσάρι.
Τον έκαναν κομμάτια, τον τσαλαπάτησαν, τον αχρήστευσαν, τον τσάκισαν στο “ξύλο”.
Μάπες=σφαλιάρες, καρπαζιές, “ξύλο” γενικότερα.
Μπράβο σας, κάτι τέτοια περίμενα.
οχι τζιμάνι…τζεμάλι από το τούρκικο cemal …φίνος δηλαδή.
Γλωσσολογικά το βλέπω κάπως δύσκολο, το τζεμάλ να γίνει τζιμάν. Η λέξη, πάντως, αναφέρεται στο λεξικό μου ως ομορφιά, κάλλος, χάρη.
Πάντως η λέξη τζιμάνι, που την ετυμολογία της δεν την έχουμε βρεί, είναι καθιερωμένη και δεν μπορούμε να επέμβουμε, αλλάζοντάς την σε τζεμάλι.
Αν θυμάμαι καλά,δεν είμαι σίγουρος αλλά η λέξη τζιμάνι βγαίνει από το Gman δηλαδή good man.Δεν είμαι σίγουρος.Κάπου το διάβασα αν δεν κάνω λάθος.
“Τζιμάνι” λέει, κατά πάσα πιθανότητα.
Όσο για την προελευση της λέξης, πιθανόν από το αγγλ.- αμερικ. G-man, σύντμηση του Government Μan, συνθηματικό για τους πράκτορες του FBI.
Ελενη τζεμαλι λεει ,ακουγεται καθαρα!
Μπράβο συμφορουμίτη ρεμα! Ο Νταλγκάς από προφορά, γι’ άλλη μια φορά “σκίζει”. Πραγματικά “τζεμάλι” λέει. Στα Αραβικά προφέρεται “τζαμάλ” και σημαίνει “όμορφος”, βέβαια. Συναντάνται και ως κύριο όνομα αντρός, αλλά και γυναικός (“Τζαμάλα”). Επίσης, προφέρεται -ανάλογα την περιοχή- και “γκαμήλ” ή “γκαμάλ”. Επομένως, “γκαμήλα”, σημαίνει “όμορφη”!!! Επίσης, να μην ξεχνάμε και το τραγούδι του Χάρμα “Γκιουλ Τζαμάλ”! Ας συνδράμει και όποιος αραβόφωνος επιθυμεί…
Να θυμίσω το τραγούδι του Χάρμα “Γκιουλ τζαμάλ”.
Πράγματι, ακούγεται πολύ καθαρά: τζεμάλι. Άρα, αν πραγματικά η λέξη ήταν σε χρήση τη δεκαετία του 30 στην Ελλάδα, ο Νταλγκάς ως Κωνσταντινουπολίτης και γνώστης της Τουρκικής την πρόφερε “σωστά”, ενώ οι μη γνώστες της γλώσσας την παρέφθειραν σε τζιμάνι. Όλα αυτά όμως είναι μόνο υποθέσεις, που πολύ δύσκολα αποδεικνύονται.
Η φράση "παιδί τζιμάνι" ή απλά "τζιμάνι" είναι πολύ γνωστή στη χώρα μας, έχει χρησιμοποιηθεί πάρα πολύ και στη λογοτεχνία και σε λαϊκά τραγούδια, π.χ. “Ο Νίκος ο τρελλάκιας” και στην κοινή καθομιλούμενη.
Αντίθετα, “τζεμάλι” ή παιδί τζεμάλι" πρώτη φορά συναντάται, γενικά, και αυτό με προβληματίζει.
(Άλλη λέξη η “Τζαμάλ”).
Το ότι ο Νταλγκάς ως Κων/πολίτης ακούγεται καθαρά να λέει “τζεμάλ” στο σημείο αυτό, δεν μου φαίνεται αρκετό για να περάσουμε έτσι τη φράση, μια και είναι - μέχρι στιγμής - η μοναδική εμφάνιση της φράσης αυτής στη χώρα μας.
Θυμίζω πως και ο Σμυρνιός Κασιμάτης “μπελεντέρια” πρόφερε - ολοκάθαρα μάλιστα, όπως και εδώ - παραφράζοντας τη γνωστή μας τουρκική λέξη “birader= αδελφός” , πράγμα που, αν θυμάστε, μάς είχε καταμπερδέψει, παλιότερα.
Γενικά, δεν αποκλείω και την περίπτωση σαρδάμ, κατά την ηχογράφηση.
Επίσης, ο Γιάννης Τζιβάνης (!) τραγουδάει για ένα “παιδί τζιμάνι” -αυτή τη φορά- στο τραγούδι του Γιάννη Παπαϊωάννου “Έννοια σου”:
Όπως ήδη ανέφερα, όλα υποθέσεις είναι. Πάντως, η εναλλαγή του ε με το α και αντίστροφα, είναι πολύ συχνή και στα αραβικά (μην ξεχνάμε ότι καταγράφονται μόνο τα σύμφωνα) και στα τουρκικά. Κατά τα άλλα, συμφωνώ με την Ελένη ότι μία μεμονωμένη περίπτωση δεν μπορεί να αλλάξει κάτι από πολλές δεκαετίες καθιερωμένο.
Η ταύτηση ενός ανθρώπου ‘φίνος στο λουλά’ μ’έναν (απρόσοπου) G-man του FBI μου χαλάει όλη την εικόνα…μάλλων τα παιδιά της πιάτσας θα γούσταραν περισσότερα τον Al Capone…
έξυπνη ερμηνεία, το g-man/τζιμάνης, αλλά δεν ταιριάζει με το πνεύμα του τραγουδιού…κάτι που ένας καλός μεταφραστής/ερευνητής πρέπει να σκέφτεται συνέχεια. η λέξη δεν έχει προέλευση οθωμανική/αραβική - το ψάξει στα λεξικά…
έπειτα…το ότι υπάρχει σαν ελληνικό επίθετο σήμερα - δηλώνει οτί το όνομα ‘τζεμάλης’ ήταν και παρατσούκλι και γνώστό στο κόσμο το 19 αιώνα.
τελικά, τι έγινε καί αν είναι καθιερωμένη ως ‘τζιμάνης’ ως τώρα; δεν είναι ο σκοπός μας εδώ να ξαναεξεταστούν τα τραγούδια αυτά με φρέσκο μάτι και αυτή;
— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 09:01 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 08:53 —
πχ…τζιβάνης> τρ. civan > περ. jevan ‘νεαρός’, παλλικάρι - παράξενο πως περνάνε λέξεις σε άλλες γλωσσες και καταλήγουν σαν επίθετα…
Κώστα, αν πάς στο γλωσσάρι, θα δεις ότι η προσπάθεια ετυμολόγησης της λέξης τζιμάνι ξεκινάει με τη φράση “Κατά μία άποψη…”. Ούτε και εμένα με πείθει το G-man, που άλλωστε δεν έγινε ποτέ ευρέως γνωστό στην ελληνική μάγκικη πιάτσα, σε αντίθεση π.χ. με το “Made in England”.
Όποιος όμως και να είναι ο λόγος (ή οι λόγοι) για την καθιέρωση της λέξης ως τζιμάνι και όχι ως τζεμάλι, δεν μπορούμε εκ των υστέρων να επέμβουμε και να το διορθώσουμε. Και με τα γραπτά και ήδη τυπωμένα και πουλημένα λογοτεχνικά κείμενα, τι θα κάνουμε; θα το διορθώσουμε και εκεί; Ο λαός λέει “καλύτερα να σου βγεί το μάτι, παρά το όνομα", εννοώντας ότι άπαξ και κάτι καθιερωθεί, δεν αλλάζει πιά.
Μερικά ακόμα για τη μάπα για καλύτερη κατανόηση από τη Martha, που τα πήρα από εδώ: http://www.slang.gr
-
Λαϊκιστί: το λάχανο.
-
Το πρόσωπο, ειρωνικά κυρίως.
-
Η σφουγγαρίστρα στον στρατό.
-
Οτιδήποτε κατώτερο ποιοτικά.
1.Πολύ κοινή έκφραση που δηλώνει ότι κάτι δεν λέει, ότι η ποιότητά του είναι από επιεικώς μέτρια έως και κακή. Όταν κάτι είναι απολύτως άθλιο, τραγικό, λέμε ποοολύ μάπα το καρπούζι.
-
Θέλει και πιπινάκια το χούφταλο. Δεν πα’ να κοιτάξει τη μάπα του στον καθρέφτη;
-
Νέος, πάρε μάπα-σκούπα και πήγαινε να καθαρίσεις τον θάλαμό σου.
-
Μην αγοράσεις ηλεκτρικά από κει, βγαίνουν όλα μάπα.