"Το ελληνικό τραγούδι από το 1821 έως τη δεκαετία του 1950", Λ. Λιάβας

Μία σημαντική μελέτη για την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, από τις εκδόσεις της Εμπορικής Τράπεζας.

Το βιβλίο πραγματεύεται την πορεία και εξέλιξη του ελληνικού τραγουδιού σε σχέση με τα ιστορικά γεγονότα και τις κοινωνικές συνθήκες κάθε εποχής, από την περίοδο της Εθνεγερσίας και της ίδρυσης του νεότερου ελληνικού κράτους μέχρι και το πρώτο μισό του 20ού αιώνα.
Η μελέτη του Λάμπρου Λιάβα αναδεικνύει τα επιμέρους μουσικά είδη και τους δημιουργούς τους και ταξιδεύει τον αναγνώστη με λόγο μεστό και τεκμηριωμένο στα μουσικά μονοπάτια της νεότερης ελληνικής ιστορίας.

Η έκδοση στηρίζεται σε σπάνιες αρχειακές πηγές και πλούσιο εικονογραφικό υλικό που προέρχεται κατά κύριο λόγο από το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, καθώς και από άλλα ιδιωτικά και δημόσια αρχεία-μουσεία.

Πληροφορίες, [b][u]εδώ.[/b][/u]

Ποιος (δεν) φοβάται το ελληνικό τραγούδι;

                                               Από τον Γιάννη Σβώλο              
                   Λάμπρος Λιάβας     
          Το ελληνικό τραγούδι από το 1821 έως  τη δεκαετία του 1950     
          με τη συνεργασία του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού  Αρχείου Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε., σ. 376, 73,50  ευρώ     
          Στα 36 χρόνια που μεσολάβησαν από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα,  αναπτύχθηκε ένας ιδιάζων, υπερτροφικός δημόσιος λόγος γύρω από το  ελληνικό αστικό τραγούδι. Πρόκειται για έναν λόγο πρωτογενώς λαϊκιστικό,  ο οποίος γεννήθηκε, ωρίμασε και απλώθηκε ως κίνηση αναμενόμενης  πολιτιστικής/ιστοριογραφικής αυτοδικίας σε ένα περιβάλλον έντονα  φορτισμένο πολιτικά. Οπως ήταν αναμενόμενο, είχε χαρακτήρα εν πολλοίς  αυθαίρετο, δηλαδή δίχως πρόνοια ή ουσιαστικό έλεγχο για επιστημονική  τεκμηρίωση της ουσίας και των διατυπώσεών του. Υπαγορευόμενες από έναν  ανεξέλεγκτο, κλειστού κυκλώματος συνδυασμό πολιτικών σκοπιμοτήτων και  πολιτιστικών αναγκών, οι διατυπώσεις αυτές προσέλαβαν τη μορφή αφορισμών  και αφηγήσεων με κύρος σύγχρονης μυθολογίας. Οπως κάθε ζωντανή, ενεργός  μυθολογία, έτσι κι' αυτή, όχι μόνο δεν σηκώνει αντίλογο, αλλά με την  ανεξέλεγκτη δυναμική της απορρόφησε στην προϊστορία της με αυθαίρετη  επιλεκτικότητα κομμάτια από προδρομικές φάσεις της διαδρομής τού  ελληνικού αστικού τραγουδιού στον Μεσοπόλεμο και νωρίτερα. Πριν καν  λήξει η αρχική, «ηρωική» φάση της, η μυθολογία αυτή άρχισε επίσης να  αποτυπώνεται σε γραπτά κείμενα, ενώ, ταυτόχρονα, σε επαληθευτική  ανάδραση, το ίδιο το λαϊκό τραγούδι διεκδικούσε με επιτυχία τη  μνημειοποίησή του επεκτείνοντας την παρουσία του σε χώρους εκτός των  ορίων των παραδοσιακών, γενέθλιων λίκνων του. Εκτοτε το κύρος της  μυθολογίας αυτής έχει προσλάβει υπερβάλλον βάρος στο πεδίο του  δεσπόζοντος δημόσιου λόγου, η έντονη και καταφανώς πολιτική χροιά της  εξακολουθεί να παραμένει (δήθεν) αόρατη, ενώ, σήμερα πλέον, η  πληθωριστική της υπεραξία δρα αποπνικτικά. Το πόσο ισχυρό έχει καταστεί  το νοηματικό/ιδεολογικό βαρυτικό πεδίο αυτής της μυθολογίας καθίσταται  φανερό στο γεγονός ότι, διαβάζοντας τον τίτλο της παρούσης έκδοσης,  αντιλαμβάνεται κανείς αμέσως ότι αναφέρεται στο αστικό τραγούδι και μόνο  σ' αυτό, αποκλείοντας το δημοτικό τραγούδι. Με άλλα λόγια, το μόνο  «ελληνικό τραγούδι» που αναγνωρίζεται δίχως ανάγκη έτερου προσδιορισμού  είναι σήμερα το αστικό· ας θυμίσουμε εδώ ότι στα προγράμματα του Μεγάρου  Μουσικής ο όρος είχε καταστεί ταυτόσημος με την «ελληνική μουσική»...  Το πώς και γιατί συνέβησαν τα παραπάνω έχει να κάνει με τη σύνθετη  χαοτική δυναμική που συντηρεί σε προβληματικά ακαταστάλακτη ισορροπία το  πεδίο συνάντησης πολιτικής και πολιτισμού στον τόπο μας από το τέλος  του Εμφυλίου, και ειδικά από τη Μεταπολίτευση έως σήμερα. Σ' αυτό το  άναρχο τοπίο αναπτύχθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες εκτεταμένες  βιβλιογραφίες για επιμέρους όψεις και θέματα που αφορούν το ελληνικό  αστικό τραγούδι· ανάμεσά τους ξεχωρίζουν λιγοστά πραγματικά επιστημονικά  πονήματα. Αυτό που καταφανώς έλειπε ήταν μια συνολική νηφάλια,  επιστημονική θεώρηση, με συνθετική, αλλά κριτική ματιά και πλατιά,  τεκμηριωμένη ερμηνευτική βάση, διατυπωμένη σε απλή -αλλά όχι απλοϊκή-  γλώσσα, που να απευθύνεται πειστικά στο ευρύ κοινό, παθητικό φορέα της  «μυθολογίας» που επισημάναμε προηγουμένως.     
          Μια γενναία άσκηση ολικής  πολιτιστικής επαναφοράς     
          Το αίτημα αυτό έρχεται να καλύψει σε ικανοποιητικά μεγάλο  ποσοστό το βιβλίο του εθνομουσικολόγου Λάμπρου Λιάβα, το οποίο  απευθύνεται φανερά και ξεκάθαρα στον μέσο αναγνώστη, φυσικό παραλήπτη ή  απλώς φίλο του ελληνικού τραγουδιού. Χαρακτηρίζεται από μια ασυζητητί  θετική ισορροπία που πηγάζει από τον τριπλό συνδυασμό ανθεκτικού  υποστρώματος επιστημονικής θεώρησης, ορθολογικά διαρθρωμένης δομής και  μιας αβίαστα επικοινωνιακής, δίχως εκπτώσεις αξιοπρεπούς εκλαΐκευσης.  Τηρεί βασικές δεσμεύσεις επιστημονικής δεοντολογίας αποφεύγοντας κατ'  αρχάς την άκριτη αναπαραγωγή των συνήθων αυθαιρεσιών και ανιστόρητων  αφορισμών, δίχως ωστόσο να παραλείπει να τις αναφέρει στην αφήγηση,  καθώς η κριτικά υπομνηματισμένη παρουσίασή τους αποτελεί αναπόσπαστο  μέρος της πολυδιάστατης ιστορίας του ελληνικού τραγουδιού. Παράλληλα, σε  κάθε κεφάλαιο, επισημαίνεται με κριτική αποστασιοποίηση η περιπετειώδης  σχέση του αστικού τραγουδιού με τον πολιτικό βίο της χώρας. Ο Λιάβας  σαφώς αγαπά το αντικείμενό του, γνωρίζει καλά το υλικό, το χειρίζεται  αριστοτεχνικά, αποκαλύπτει ενδιαφέροντα στοιχεία για τις αφανείς  τεχνικές και επαγγελματικές όψεις του χώρου, τέλος, χαρτογραφεί το πεδίο  διεξοδικά και αμερόληπτα, αντιλαμβανόμενος τι είναι σημαντικό σε κάθε  περίσταση. Η γραφή είναι στρωτή, διατυπωμένη με δημοσιογραφική  αμεσότητα, δίχως στόμφο, πλατειασμούς ή σχολαστικισμό, συντομεύοντας  τρόπον τινά τα επιστημονικά συμπεράσματα, δίχως να προσβάλει τη  νοημοσύνη και την επιστημονική δεοντολογία. Παράλληλα προς τις καθαρά  επιστημονικές διατυπώσεις, σε τακτά διαστήματα και με σταθμισμένο  χρονισμό, η αφήγηση δίνει τον λόγο στους ιστορικούς πρωταγωνιστές μέσα  από εκτεταμένα αποσπάσματα συνεντεύξεων, αυτοβιογραφιών, διαλέξεων,  δημοσιεύσεων Τύπου κ.λπ. Αυτή η συνεχής εναλλαγή  μακροϊστορίας-μικροϊστορίας φωτίζει αμφίπλευρα πρόσωπα, πράγματα και  καταστάσεις προσδίδοντάς τους ενδιαφέρον πρωτοφανέρωτο βάρος, καθώς  εμπλουτίζει την καθαρά γνωστική γνωριμία μαζί τους και, ταυτόχρονα,  εντείνει τη γοητεία τους. Με λίγα λόγια, λοιπόν, πρόκειται για μία  έκδοση η οποία εκθέτει με σωστό, γλαφυρό τρόπο τα βασικά για το ελληνικό  αστικό τραγούδι αποτεινόμενη σε ένα πολύ ευρύ κοινό· επιπλέον είναι  εξαρχής φτιαγμένη έτσι ώστε να θέλγει αμέσως τον αναγνώστη με τη  δεσπόζουσα παρουσία ενδιαφέροντος, πλουσιότατου εικαστικού υλικού.     
          Μια ιστορική, γεωγραφική,  ταξική χαρτογράφηση  του ελληνικού  τραγουδιού     
          Το βιβλίο πραγματεύεται την εντυπωσιακά ευρεία και πλούσια  ιστορική φάση του ελληνικού αστικού τραγουδιού, που έχει ως συμβατική  εκκίνηση το 1821, χρονιά κήρυξης της Ελληνικής Επανάστασης, και τη  δεκαετία του 1950. Τα περιεχόμενα οργανώνονται σε οκτώ ενότητες, που  καλύπτουν ορθολογικά μεγάλες περιόδους της ιστορίας και της  ανθρωπογεωγραφίας του θέματος. (1): «Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική!...».  [Γλώσσα και μουσική. Τραγούδι και τραγωδία. Διαχρονική ενότητα  λόγου-μέλους-κίνησης. Το τραγούδι στο σταυροδρόμι Ανατολής-Δύσης]. (2):  Το τραγούδι στον 19ο αιώνα. Τραγούδια του Αγώνα. Μουσική ζωή στην Αθήνα.  Το τραγούδι ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Λαϊκά τραγούδια της παλιάς  Αθήνας. (3): Περίοδος 1900-1940. Αθηναϊκό τραγούδι. Αθηναϊκή επιθεώρηση.  Ελληνική οπερέτα. Τραγούδια του πολέμου. Το τραγούδι στο θέατρο σκιών.  (4): Το «ελαφρό» τραγούδι. Αττίκ, Χαιρόπουλος, Κώστας Γιαννίδης,  Σουγιούλ, Βέμπο, Δανάη Στρατηγοπούλου, «Νέοι χοροί». (5): Αστικό λαϊκό  τραγούδι στη Μικρά Ασία. Μουσική ζωή στη Σμύρνη. Τραγούδια των  προσφύγων. (6): Ρεμπέτικο τραγούδι (1900-1950). Εξέλιξη των ρεμπέτικων.  Διαμάχη για τον αμανέ. Δίστιχα του μπαγλαμά. Ρεμπέτικο και λογοκρισία. Η  «ανακάλυψη» των ρεμπέτικων. (7): Ελληνικό τραγούδι στις ΗΠΑ. (8): Από  την Κατοχή και τον Εμφύλιο στη δεκαετία του '50. Η ύλη συμπληρώνεται με  παραρτήματα για τα μέσα καταγραφής και αναπαραγωγής του ήχου, χρονολόγια  και ευρετήρια. Ο Λιάβας κλείνει την αφήγησή του στην κομβική δεκαετία  του 1950, σημείο τομής στην εξέλιξη του ελληνικού τραγουδιού. Οπως  εύστοχα συνοψίζει, για πρώτη φορά, τότε,     
          ...σε μια ιστορική πορεία σχεδόν τεσσάρων χιλιάδων χρόνων,  θίγεται άμεσα η καρδιά του μουσικού μας συστήματος, οι «τροπικές»  κλίμακες με τα εκφραστικά «μικροδιαστήματα» που απειλούνται με εξαφάνιση  από τις συγκερασμένες διατονικές κλίμακες της Δύσης. Η μουσική σκέψη  από «οριζόντια» μετατρέπεται σε «κάθετη» (σελ. 27) ...Μέσα απ' αυτή την  πορεία, η «αναγέννηση» του τραγουδιού στη δεκαετία του '50 και του '60  σηματοδότησε ταυτοχρόνως και την εγκατάλειψη ενός παραδοσιακού υλικού  αιώνων, με αποτέλεσμα ο Νεοέλληνας -σε συνδυασμό με τον καθημερινό  βομβαρδισμό του με συγκερασμένες κλίμακες- να μην μπορεί πλέον να  τραγουδήσει, για πρώτη φορά στην ιστορία του, τις μουσικές κλίμακες της  αρχαίας, της βυζαντινής, της δημοτικής και της ρεμπέτικης παράδοσης  (σελ. 15).     
          Η πικρή απόληξη της εισαγωγής συνοδεύεται από την αναγγελία  συνέχισης της έκδοσης με έναν δεύτερο τόμο για την πορεία του ελληνικού  τραγουδιού από τη δεκαετία του '60 έως και την εκπνοή του 20ού αιώνα,  που θα είναι καρπός ιστορικής μουσικολογικής έρευνας εν εξελίξει. Τον  περιμένουμε με ίδιο ενδιαφέρον.     
          Η γλυκιά τυραννία  της εικονογράφησης     
          Οπως αποσαφηνίζει ο συγγραφέας, αφετηρία για την πραγματοποίηση  της έκδοσης υπήρξε πρόταση του Μάνου Χαριτάτου, προέδρου του Ε.Λ.Ι.Α.,  διατυπωμένη το 2006, με στόχο την αξιοποίηση και προβολή μέρους από το  εξαιρετικό αρχειακό υλικό το σχετικό με το ελληνικό τραγούδι  -παρτιτούρες, φυλλάδια, αποκόμματα, εφημερίδες, φωτογραφίες κ.λπ.- που  βρίσκεται συγκεντρωμένο στο αρχείο αυτό. Κατά τη μακρά φάση προεργασίας  και προετοιμασίας του βιβλίου, προστέθηκε επίσης πολύ ανάλογο υλικό από  άλλους μείζονες ιδιωτικούς και δημόσιους φορείς. Στην αρχική αφετηρία  οφείλεται ο ιδιάζων τελικός χαρακτήρας του αποτελέσματος με τη συχνά  υπερτροφική έως φλύαρη παρουσία της εικονογράφησης, που κατατέμνει  έντονα και στριμώχνει το κείμενο τελικά αδικώντας κάπου την έκδοση, αφού  την κάνει να μοιάζει περισσότερο με απλό λεύκωμα· κάτι που ασφαλώς δεν  είναι και το οποίο ξεπερνά κατά πολύ! Στην αρνητική αυτή εντύπωση  συντείνει και η διακοσμητική λογική αξιοποίησης της πλουσιότατης  εικαστικής/οπτικής τεκμηρίωσης που απλώνεται «παιχνιδιάρικα» σε σελίδες  και δισέλιδα δίκην παιγνιοχάρτων που επικαλύπτουν το ένα το άλλο. Από  την άλλη, ο χείμαρρος αυτού του θαυμάσια αναπαραγμένου εικαστικού υλικού  συνθέτει ένα πολυδιάστατο διαχρονικό πανόραμα με δική του πειθώ και  δυναμική, οι οποίες δρουν υποδόρια στο συναίσθημα. Βεβαίως, ουδείς  μπορεί να προεξοφλήσει ή να ελέγξει τις αντιδράσεις κάθε αναγνώστη.  Ωστόσο, καθώς ατενίζεις τις ιστορικές φωτογραφίες αφού έχεις διαβάσει το  κείμενο, ο Αττίκ, η Βέμπο, η Ρόζα Εσκενάζυ, η Νίνου, ο Τσιτσάνης  μετατρέπονται αίφνης από φιγούρες «μυθολογίας» σε υποκείμενα της  Ιστορίας. Αυτό είναι ένας πολύ χρήσιμος άθλος.

Δεν έχω αρχίσει ακόμα το διάβασμα του βιβλίου και βεβαίως, θα παρουσιάσω και εγώ κάποια κριτική, όταν με το καλό συμπληρωθεί η ανάγνωση, που θα πάρει όμως κάποιους λίγους μήνες… Προς το παρόν, κάτι σύντομο και ενδιαφέρον: το γνωστό Σμυρναίικο «Δεν σε θέλω πια» αποδεικνύεται και επισήμως, από την ετικέτα του δίσκου, ιταλική σύνθεση: «Μουσική εκ του ιταλικού Ambracia a me».

Και κάτι ακόμα: η παρουσίαση της Ελευθεροτυπίας «χαιρετίζει» την άφιξη ενός βιβλίου για το Ελληνικό αστικό τραγούδι, απευθυνόμενου στο ευρύ κοινό, τον μέσο αναγνώστη. Δεν νομίζω ότι αυτό καλύπτεται πειστικά, αν ληφθεί υπόψη η τιμή του βιβλίου. Δικαιολογημένο το ύψος της πάντως, με την πληθώρα εγχρώμων φωτογραφιών και τη χρήση πολυτελούς χαρτιού.