Τονικότητες πριν και μετά τον πόλεμο

Παρατήρησα τον τελευταίο καιρό (φαντάζομαι όχι μόνο εγώ) ότι η αλλαγή της ορχήστρας, η επικράτηση του μπουζουκιού και η εξαφάνιση των οργάνων της σμυρνέικης ορχήστρας συνδυάζεται (αναμενόμενο μάλλον) με μεγάλη αλλαγή στις τονικότητες. Οι υψίφωνοι τραγουδιστές που μεσουράνισαν πριν τον πόλεμο και σχεδόν μονοπωλούσαν τη δισκογραφία ,σταδιακά εξαφανίζονται. Οι εμφανιζόμενοι τραγουδιστές ,αλλά και τραγουδίστιες είναι πιο “μπάσοι”.
Έχω την εντύπωση ότι σημαντικό ρόλο έπαιξε τόσο η αλλαγή του ύφους των τραγουδιών αλλά και η χρήση του ηλεκτρισμού στα λαικά πάλκα της εποχής.
Οι πιο μπάσες συχνότητες μάλλον ταίριαζαν καλύτερα στην τεχνολογία της εποχης. Αλλά αυτό είναι απλώς μια υπόθεση…

Νομίζω, φίλε dimak, ότι μάλλον με το δεύτερο που λες έχει σχέση, τη χρήση μικροφώνων, παρά με την αλλαγή της ορχήστρας. Έχω παρατηρήσει το ίδιο και με τα πάσης φύσεως δημοτικά/παραδοσιακά, όπου τα όργανα δεν άλλαξαν τόσο έντονα. Σε επίπεδο δε ερασιτεχνών τραγουδιστών, αυτούς που ακούμε στις επιτόπιες καταγραφές, που τραγουδούσαν στις πλατείες στα πανηγύρια έχοντας να ανταγωνιστούν τον ανοιχτό χώρο και την ένταση μιας γκάιντας ή ενός κλαρίνου, οι εντυπωσιακά ψηλές φωνές παραμένουν και μέχρι πολύ μετά τον πόλεμο (τουλάχιστον δεκαετία '70) αλλά όχι σήμερα - δηλαδή όλη η αλλαγή που περιγράφεις για τα ρεμπέτικα έγινε κι εδώ αλλά αργότερα.

Τώρα που το σκέφτομαι όμως, για τα ρεμπέτικα πρέπει να συνέβαλε κι ένας άλλος παράγοντας. Προπολεμικά αρκετοί τραγουδιστές ήταν κανοινικοί εκπαιδευμένοι μουσικοί με την κλασική έννοια: άντρες τενόροι ή βαρύτονοι ή μπάσοι, γυναίκες σοπράνες ή μέτζο ή άλτες. Αυτοί στο ρεμπέτικο συνυπήρχαν με λαϊκούς πρακτικούς τραγουδιστές, ενώ στο ελαφρό κυριαρχούσαν πλήρως. Μεταπολεμικά ο τύπος του λαϊκού πρακτικού τραγουδιστή μάλλον εκτοπίζει τον έντεχνο από το ρεμπέτικο*, και, αφού ο λαϊκός πρακτικός πλέον έχει και μικρόφωνο, πέφτουν και οι τόνοι. Εδώ έχεις δίκιο, παίζει ρόλο και το στυλ της ορχήστρας.

Αν κανείς έχει κάνει πιο συστηματικές παρατηρήσεις ας με διορθώσει…


*Με κάθε επιφύλαξη, διαισθητικά και όχι μεθοδικά, θα προσθέσω και μια ακόμη υπόθεση: ότι προπολεμικά ο μη έντεχνος τραγουδιστής ήταν κυρίως ο “τροβαδούρος”, αυτός που γράφει τραγουδάκια και μας τα λέει (μαζί με αυτά που παρέλαβε από τους προηγούμενους και δεν είναι δικά του), π.χ. Μπάτης, ενώ μεταπολεμικά, και με τα μπουζούκια να μονοπωλούν το λαϊκό τραγούδι, πλέον και οι καθαρά τραγουδιστές - ερμηνευτές προέρχονται από τον μη έντεχνο χώρο. Έχουμε βέβαια και τις εξαιρέσεις: ο Παγιουμτζής ήταν ερμηνευτής και δε νομίζω να είχε τυπική μουσική εκπαίδευση… Αλλά γενικά πρέπει να ίσχυε αυτό το μοντέλο.