Πριν από λίγες μέρες, σε ταβερνάκι, στον Κολωνό, δυο ηλικιωμένοι έπαιξαν με μπουζούκι, ανάμεσα στα άλλα, και «Τα νέα της Αλεξάνδρας» ή «Το τάβλι», όπως αναγράφεται το τραγούδι.
Με στίχους όμως διαφορετικούς απʼ αυτούς που έχουν καταγραφεί στη δισκογραφία, αλλά πάνω στο μοτίβο της «άτακτης Αλεξάνδρας».
Στο διάλειμμα που τους ρώτησα, μου ανέφεραν ότι το τραγούδι αυτό είναι πολύ παλιό, ότι το έμαθαν οι ίδιοι από τους γεροντότερους που το τραγουδούσαν, και όχι από τη δισκογραφία.
Προσπαθώντας να διασταυρώσω αυτή την πληροφορία, είδα ότι και ο Σχορέλης (σ. 133, Α΄) αναφέρει το τραγούδι ως παλιό, αδέσποτο.
Αναφέρει μάλιστα πως υπάρχει το τραγούδι σε δίσκο με τον Κατσαρό, πολύ παλιότερα.
Στη δισκογραφία, πάντως, αναφέρεται ως στιχουργός και συνθέτης ο Κ. Γιαννίδης, και σε α΄ερμηνεία το έχουμε με το Βαγ. Περπινιάδη, το 1960 – σε 2η με το Στράτο, το 1963.
Ο Κ. Γιαννίδης, από το 1958 ξεκίνησε να γράφει τα «6 λαϊκά τραγούδια», ανάμεσα στα οποία είναι και «Τα νέα της Αλεξάνδρας» ή «Το τάβλι» και είναι αλήθεια ότι τουλάχιστον αυτό το τραγούδι ξεχωρίζει σαν τη μύγα μεσʼ στο γάλα από τα υπόλοιπα τραγούδια του.
Γνωρίζει κανείς κάτι σχετικό;
Επίσης, για το θρυλικό «Ροζικλαίρ»
Το «Ροζικλαίρ» ήταν κινηματογράφος στην οδό Πατησίων 12.
Τον άνοιξε, το 1913 (εποχή ακόμα βωβού κινηματογράφου), ο Γερμανός Π. Φλεγκενάιμερ, και η ονομασία που του έδωσε προέκυψε από τα ονόματα που είχαν οι δυο κόρες του, Ρόζα και Κλαίρη.
Ήταν διαρκούς λειτουργίας, με 500 θέσεις. Ένα από τα κινηματογραφικά άδυτα του κέντρου της Αθήνας, από όπου οι κυρίες και οι σοβαροί κύριοι περνούσαν αποστρέφοντας το βλέμμα. Όχι πως είχε τίποτα το περίεργο, αλλά ήταν από τους κινηματογράφους του λαϊκού ομονοιακού κοινού. Θα πρέπει να ήταν πολύ ωραία αίθουσα για την εποχή της, αλλά –άγνωστο γιατί– μάλλον ξέπεσε νωρίς και συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους λαϊκούς κινηματογράφους της Αθήνας («Πανόραμα», «Σιναμπάρ»), οπότε γίνονταν προσπάθειες ανάκτησης κύρους
Το 1916 διαφήμιζε: Η ΛΟΛΑ ΒΙΣΚΟΝΤΕ ΜΠΡΙΝΙΟΝΕ
Η διάσημος καλλιτέχνις πρωταγωνιστεί σήμερον εις θαυμασίας πλοκής κινηματογραφικόν έργον, Η ΜΑΣΚΑ ΤΗΣ ΝΕΚΡΑΣ, το οποίον παίζεται εις το ΡΟΖΙΚΛΑΙΡ, την πλουσιωτέραν και μεγαλειτέραν οικογενειακήν αίθουσαν.
Η αίθουσα του «Ροζικλαίρ» είναι αρκετά ευρύχωρος με όλα τα μέσα που χρειάζονται διά να θεωρήται μία από τας τελειωτέρας αιθούσας κινηματογράφων των Αθηνών. Εκτός των πολυπληθών ανεμιστήρων και απορροφητήρων που έχει το «Ροζικλαίρ», διαθέτει και ειδικά ηλεκτρικά μηχανήματα, τα οποία αρωματίζουν την ατμόσφαιραν αυτομάτως και όχι όπως εις μερικά κινηματοθέατρα, με ψεκαστήρας
Το 1927 μάλιστα εγκαταστάθηκε στην αίθουσα ραδιόφωνο (!) αντί για το πιάνο που ως τότε (σε όλους τους κινηματογράφους) ψυχαγωγούσε τους θεατές.
Λίγο πριν τον πόλεμο έχουν δημιουργηθεί οι μεγάλοι, σπουδαίοι κινηματογράφοι του κέντρου.
Το Ροζικλαίρ βρέθηκε περικυκλωμένο από ανταγωνιστές, απέναντι στους οποίους δεν μπορούσε να αντιταχθεί. Ούτως ή άλλως είχε πια την εικόνα του λαϊκού κινηματογράφου.
Μεταπολεμικά ακόμα χειρότερα, όταν μια πόλη που αναγεννιόταν ήθελε καινούργια, λαμπερά πράγματα.
Κι όμως, το Ροζικλαίρ ήταν ωραίος κινηματογράφος.
Διατηρούσε τον απόηχο της μπελ επόκ και έμοιαζε αισθητικά με λίγους άλλους αθηναϊκούς (Αττικόν, Ίρις μεταγενέστερα, Σπλέντιτ/Έσπερος).
Η είσοδός του ήταν μικρή σε βάθος, έμπαινες σχεδόν αμέσως στην αίθουσα. Η αίθουσα ήταν ψηλοτάβανη, με εξώστη και διακοσμημένη με περίτεχνα γύψινα.
Η είσοδος ήταν ανάποδα, έμπαινες δηλαδή από την πλευρά της οθόνης και αντίκριζες την πλατεία και τον εξώστη.
Τα καθίσματα ήταν αντίκες (και ως αντίκες πουλήθηκαν σε παλαιοπωλεία μετά την κατεδάφιση): με ασήκωτο μαντεμένιο σκελετό και ξύλινο κάθισμα και πλάτη. Ήταν τόσο γερά που άντεξαν δεκαετίες.
Το Ροζικλαίρ, όπως και οι άλλοι κεντρικοί λαϊκοί, προέβαλλε «2 έργα» τα οποία απευθύνονταν βέβαια σε λαϊκά γούστα και είχαν περιπετειώδες περιεχόμενο.
Αλλά το Ροζικλαίρ –όπως και η παραδιπλανή «Αλάσκα»– κρατούσαν κάποιο κύρος, σε σχέση με τους κινηματογράφους της οδού Αθηνάς• Πατησίων γαρ.
Οι κυρίες, όμως, σπάνιζαν όλο και περισσότερο, αν και το Ροζικλαίρ ήταν σχετικά ήσυχο και δεν συνέβαιναν όλα εκείνα τα φοβερά και τρομερά που αφηγούνται οι αστικοί μύθοι. Δεν πήγαινε η αριστοκρατία βέβαια και ήταν φυσικό οι θεατές να ήταν λίγο πιο ζωηροί…
Άλλωστε, μην ξεχνάμε ότι κάποτε οι κυρίες έπαψαν να πηγαίνουν ακόμα και στο Ρεξ.
Στη διάρκεια της επταετίας έγινε «κατά παραγγελία» μια προσπάθεια ευπρεπισμού των λαϊκών κινηματογράφων και στο πλαίσιο αυτό το Ροζικλαίρ μέχρι που άφησε τα «2 έργα» και επιχείρησε να λειτουργήσει με μια ταινία 1ης προβολής. Και αυτό όμως κράτησε πολύ λίγο.
Κατεδαφίστηκε μαζί με το κτήριό του (πρώην ξενοδοχείο «Μασσαλία»), το 1968.
Και κάτι άλλο, ενδιαφέρον:
Κάτω από το Ροζικλαίρ υπήρχε και το γνωστό, παλιότερα, κέντρο διασκέδασης «Πίγκαλς»
ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ ΤΗΣ ΠΑΤΗΣΙΩΝ
Το Δεκέμβρη του 1948 ο Χιώτης εγκαινιάζει έναν καινούργιο χώρο νυχτερινής διασκέδασης, εμφανώς διαφορετικό από τα μέχρι τότε μαγαζιά με μπουζούκια, του τύπου του Καλαματιανού και του Μαργωμένου:
Στην οδό Πατησίων 12, λίγο πιο πέρα από την Ομόνοια και, κάτω από το θρυλικό σινέ Ροζικλαίρ, βρισκόταν η κοσμική ταβέρνα «Πίγκαλς».
Κατεβαίνοντας τα σκαλιά, αντίκριζες απέναντι στον τοίχο ένα πολύ περίεργο για την εποχή πάλκο.
Είχε το σχήμα θαλάσσιας αχιβάδας.
Πάνω σε ψάθινες καρέκλες κάθονταν με τα όργανα στα χέρια τους οι έξι «άσσοι» της Columbia και της His masterʼs voice, γνωστοί σε όλους από τις μεγάλες τους επιτυχίες: Χιώτης, Μητσάκης, Γκιζέλης, Σπαγγαδώρος, Κόμης, Γοζαδίνος και η βασίλισσα του λαϊκού και μοντέρνου τραγουδιού, Στέλλα, πρωτοεμφανιζόμενη στην Αθήνα.
[Εφημερίδα " Έθνος", 07/11/1916.
“Εμπρός”, 11/5/1907]
=============================
Τα στοιχεία για το “Πίγκαλς” είναι από αναφορά του Σώτου Αλεξίου.