Συζήτηση για το λήμμα "σώτος" ή "σότος"

Τους τύπους “σότο / σότα” δεν τους συναντάμε σε κανένα τραγούδι και - αν δεν κάνω λάθος - σε κανένα νεότερο κείμενο και σπάνια σε παλαιότερο.
Μόνο ο Σουρής στο “Ρωμιό” τους χρησιμοποιεί αρκετά και σποραδικά τους εντοπίζουμε σε άλλα κείμενα.

Οπότε, θα έλεγα να τους παραλείψουμε.
Να παραμείνει ως έχει, δηλαδή, με τις τροποποιήσεις που αναφέρθηκαν, αλλά χωρίς μνεία στους τύπους “σότο / σότα”.

1 «Μου αρέσει»

Χωρίς μνεία σε κανέναν γραμματικό τύπο ούτως ή άλλως. Κανείς δεν απαιτεί να μάθει από το ρεμπέτικο γλωσσάρι αν την τάδε πτώση τη συνήθιζε ο Σουρης αλλά όχι τόσο οι πεζογράφοι κλπ.!

Η λέξη σημαίνει αυτό, βγαίνει από αυτό, είναι επίθετο (προαιρετική πληροφορία, προσωπικά τη βρίσκω χρήσιμη, αρκεί να μην επεκταθούμε), παράδειγμα: τραγούδι τάδε.

1 «Μου αρέσει»

Το “σότος” που εμφανίζεται στα ρεμπέτικα τραγούδια που αναφέρθηκαν σχετίζεται με το χαρτοπαίγνιο.

Εκτός αυτού του πλαισίου υπάρχει και ο πληθυντικός ουδετέρου “στα σότα” που από τα συμφραζόμενα σημαίνει ότι κάτι μένει στον αέρα, ατελείωτο, ξεκρέμαστο.
Από σιφνέικα κάλαντα του 1924 για ένα ξωκλήσι:

Να τελειώσει η δουλειά
που βάλαμε μπροστά παιδιά
μην τη 'φήσομε στα σότα
να 'ναι όπως ήταν πρώτα.

Δεν ξέρω τον μηχανισμό που οδήγησε στη μεταφορική αυτή έννοια.

Μέσω κάποιας ναυτικής έννοιας θα μπορούσε να βγει η άκρη άραγε;

Με διορθώσεις, ως λήμμα στο γλωσσάρι:

σότος (ο) [και - με λανθασμένη ορθογραφία – «σώτος»]

ο κερδισμένος στην πασσέτα, ένα είδος παιχνιδιού με τράπουλα.

Ακούγεται στο τραγούδι: «Ο τεκετζής» (1934)

στ., μουσ. : Περιστέρης,

ερμην.: Κασιμάτης

«…όταν είμαι σότος με πολλά ψιλά

όλη η κοινωνία με τα μέ γλεντά…»

[ΕΤΥΜΟΛ.: < ιταλ. sotto = «κάτω, υποκάτω, χαμηλά»]

1 «Μου αρέσει»