Συζήτηση για το λήμμα ΣΥΡΜΑ

Bλ. Ρεμπέτικο Γλωσσάρι

1 «Μου αρέσει»

Όπου εκ παραδρομής, στο λ. <<συνάχης>> (που έχω την αίσθηση ότι θα έπρεπε <<σινάχης>>) το παράδειγμα έχει μπει <<συνάχι μου>> αντί <<συνάχη μου>> και αντιστρόφως στο παράδειγμα <<σκύλα, μ’ έκανες ρεζίλι>> το λ. έχει μπει <<ρεζίλης>> (εκτός αν θεωρούμε ότι ο Μ. λέει <<μ’ έκανες ρεζίλη>>). Άλλά γιατί αυτό το λ.; Η λ. (και η χρήση της στο <<Σκύλα μ’ έκανες και λιώνω>>) δεν είναι επουδενί αργκοτική/ιδιωματική ή δυσνόητη για οποιονδήποτε.

1 «Μου αρέσει»

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, οι Έλληνες χασισοπόται μια χαρά την άκουγαν.

Κατά τα άλλα όμως όλοι στραβακούνε τις λέξεις γλώσσας που δε γνωρίζουν. Δε σας έχει μιλήσει ποτέ ο @emc για τον φουρπό; Αγγλική λέξη, που επιτέλους τα αγγλικά δεν ήταν και τόσο ανήκουστα στην Κύπρο.

1 «Μου αρέσει»

Θα τολμήσω την εικασία ότι ο <<φουρπός>> είναι εξελληνισμένο , που είναι στα βρετανικά ιδιώματα το soccer.

εξελληνισμένο football, για κάποιο λόγο μου σβήνει τις ξένες λέξεις σε εισαγωγικά.

Τότε, πώς “σίγησε”;

Αυτό ναι, υπάρχουν και ωραιότατα παραδείγματα. Αν θυμηθώ κάποιο, θα το ανεβάσω.

Μοτοσακό από motorcycle. Τα αγαπημένα μου είναι, από αλλοδαπό άτομο, <<γαβγάς>> (παράκουσμα και παρετυμολόγηση από το <<γαβ γαβ>>) και <<σφουγγαρίτσα>>.

Μα είναι εισαγωγικά βρε χριστιανέ αυτά που βάζεις; Αγανάχτησε και η πλατφόρμα! Βρες τα «κανονικά» (εγώ τα έχω στο ctrl+alt+[ και ctrl+alt+] αλλά δε θυμάμαι αν είναι απ’ τη μάνα τους ή δική μου ρύθμιση), ή τα “άλλα” που είναι στο shift + δύο θέσεις ανατολικά του πλήκτρου «λ».

Φουτμπόλ, κέρδισες!

chambre a air (κατά λέξη = αεροθάλαμος) > σαμπρέλα.

1 «Μου αρέσει»

Το μοτοσακό δεν βγήκε από το motorcycle. Υπήρχε Ελβετική μάρκα μοτοσυκλετών Motosacoche, που προμήθευε με κινητήρες και πολλές άλλες πιο γνωστές μάρκες προπολεμικά. Έγινε μια προσπάθεια να βγάλει ξανά παραγωγή την δεκαετία του 50 αλλά αυτό έγινε για δύο ή τρία χρόνια.

1 «Μου αρέσει»

I stand corrected. (characters)

το πρώτο Motosacoche 1901

1 «Μου αρέσει»

Την εποχή μου τουλάχιστο, ο «φούρπος» ήταν λέξη μόνο για κωμικό εφέ, παίζαμε «μάππα». Αλλά υπήρχε άλλη χειρότερη περίπτωση κακοπαθημένης ποδοσφαιρικής λέξης, ο επόπτης γραμμών, lines-man που στα κυπριακά για κάποιο λόγο «γερμανοποιήθηκε»: leischman. Η ορολογία του ποδοσφαίρου όμως είχε σε μεγάλο βαθμό ενσωματωθεί στους κανόνες της γλώσσας. Π.χ. «τα κόλα» (γκολπόστ), ο κόλατζης/πορτάρης (τερματοφύλακας) κλπ.

Α, φούρπος, όχι φουρπός;

I stand corrected κι εγώ ναούμε.