Νέο λήμμα στο Γλωσσάρι: "καχπέ"

Καχπέ: πόρνη/άτιμη (>τουρκ. kahpe)

Ακούγεται στο τραγούδι του Β. Παπάζογλου, «Καλόγρια» (1937), με την έννοια της «άτιμης κοινωνίας»

και θ’ αρνηθώ για πάντα πια
καχπέ ντουνιά
πόρτα και παραθύρι

Σχετική διακειμενική αναφορά της φράσης «καχπέ ντουνιά» συναντάμε στη συλλογή του Sanders (1844) αλλά και στον Σουρή:

Άιντε μωρέ καχπέ-ντουνιά
σε μένα μην παινιέσαι
εγώ ‘μαι που σε γλέντησα
και τώρα μ’ απαρνιέσαι

1 «Μου αρέσει»

Με την έννοια της «άτιμης κοινωνίας» απαντά βέβαια ολόκληρο το «καχπέ ντουνιά». Το σκέτο «καχπέ» (πόρνη) απαντά αλήθεια σε ρεμπέτικα; (Μου φαίνεται σαν ντοπιολαλιά από περιοχή με ενεργή τουρκομάθεια, περισσότερο ίσως από άλλα τούρκικα δάνεια που είναι διαδεδομένα.)

Επίσης, προσωπικά θα σημείωνα (χωρίς να απαιτώ το ίδιο από τον καθένα) ότι ακούγεται μεν στο τραγούδι του Παπάζογλου, αλλά όχι στους κυρίως στίχους, παρά στο τσάκισμα. Γιατί έχει σημασία αυτή η διευκρίνιση; Γιατί είναι πιθανόν το ίδιο τσάκισμα να βρίσκεται και σ’ άλλα τραγούδια, άρα τελικά να είναι ένα περιφερόμενο τσάκισμα. Απομονώνοντάς το το εντοπίζουμε πιο εύκολα.

Σε ποια τραγούδια; Δεν ξέρω, βοηθήστε. Αορίστως έχω την εντύπωση ότι το έχω συναντήσει κι αλλού…

Πιθανότατα πρόκειται για λέξη/φράση/τσάκισμα-άπαξ στο ρεμπέτικο

Ίσως σε τραγούδια εκτός ρεμπέτικου; Έχω έντονα την αίσθηση ότι δεν το ξέρω από μία μεριά (την Καλόγρια) αλλά από αρκετές, αλλά ο πεζός λόγος δε μου φαίνεται πολύ πιθανός, του Σουρή δεν το ήξερα, άρα καταλήγουμε μάλλον σε τραγούδια. Για το δίστιχο «άντε μωρέ καχπέ ντουνιά…» δεν ξέρω να πω αν το έχω ξανακούσει έτσι, γιατί σίγουρα το έχω ακούσει σε παραλλαγή, κάτι σαν «έρημε κόσμε ψεύτικε» ή «έρημε κόσμε και ντουνιά» και μετά το ίδιο (σε τέτοιους στίχους ανοικτής μορφής δε συγκρατώ συγκεκριμένες διατυπώσεις, όταν υπάρχουν πολλές νοηματικά και μετρικά ισοδύναμες, ούτε αν τις άκουσα/διάβασα ή τις έπλασα μόνος μου σε αυθόρμητη διασκευή κάποιος άλλης εκδοχής.)

Επίσης, σε συλλογές με Ηπειρώτικα και με Μικρασιάτικα.

Ο δε Πετρόπουλος το αναφέρει ως «παλιό μουρμούρικο».

[Μήπως από εκεί το θυμάσαι, Περικλή;]

Προέρχεται από το τουρκ. kahpe που είναι αραβικής προέλευσης.

[Να σημειώσουμε ότι για τους Τούρκους «καχπέ φελέκ» σημαίνει άδικη τύχη.
Υπάρχει επίσης και το επιτατικό “Καρακαχπέ” : ο Καρκαβίτσας ονοματίζει έτσι το σκύλο του στα “Λόγια της πλώρης” και το συναντάμε και στους “Άθλιους των Αθηνών” του Κονδυλάκη].

1 «Μου αρέσει»

Αν όντως το σκέτο καχπέ δεν υπάρχει σε ρεμπέτικα (που έτσι υποθέτω), ή αλλιώς: μέχρι να εντοπιστεί το σκέτο καχπέ, μήπως να λημματογραφούσαμε ολόκληρη το φράση καχπέ ντουνιά, και οι πληροφορίες για τη λέξη καχπέ (σημασία - ετυμολογία) να ενσωματωθούν στο λήμμα;

Επίσης:

Επειδή τη δεύτερη σημασία δεν την ήξερα, μόνο την πρώτη, το καχπέ ντουνιά δεν το παραλλήλιζα τόσο με…

…όσο με το σημερινό «πουτάνα κοινωνία». Το ίδιο σημαίνει βέβαια, αλλά επιπλέον διατυπώνεται και όμοια.

Λάθος;

και στο δικό μου λεξικό kahpe felek: παλιοζωή, άτιμη κοινωνία

Στα ελληνικά η λέξη καχπέ έχει και τις δύο σημασίες, ή μόνο της πόρνης;

Επίσης: η φράση καχπέ ντουνιά έχει σχηματιστεί στα ελληνικά από δύο λέξεις που τυχαίνει να είναι κι οι δύο δάνειες από τα τουρκικά, ή υπάρχει ήδη στα τουρικά και την πήραμε αυτούσια ως δάνειο;

Επιμένω να ρωτώ αυτές τις λεπτομέρειες, γιατί αν η απάντηση είναι στο μεν πρώτο ότι στα ελληνικά σημαίνει μόνο πόρνη, και στο δεύτερο ότι η φράση σχηματίστηκε στα ελληνικά, τότε δε σημαίνει απλώς «άτιμη κοινωνία» αλλά το πολύ εντονότερο «πόρνη κοινωνία».

Ενώ αν έστω και στο ένα ερώτημα η απάντηση είναι άλλη, τότε είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε και το «άτιμη κοινωνία».

Στο λεξικό μου, στο λήμμα kahpe αποδίδονται οι εξής σημασίες: 1. πόρνη 2. βρώμα, βρωμοθήλυκο, τσούρα, τσουλί, χαμούρα

και επιπλέον: ~ felek: παλιοζωή, άτιμη κοινωνία.

Διευκρινίζω ότι στο λήμμα felek αποδίδονται οι σημασίες 1. ουρανός 2. σύμπαν 3. μοίρα, πεπρωμένο 4. φαλάγγι.

(Τουρκοελληνικό λεξικό, Κέντρο ανατολικών γλωσσών και πολιτισμού, Αθήνα 2000)

Ο Βαγγέλης Παπάζογλου γεννήθηκε στη Σμύρνη.
Καχπέ είναι Αιβαλιώτικη διάλεκτος, οπότε ήταν πολύ κοντά στην περιοχή. Το ουσιαστικό το χρησιμοποιούν ακόμα και σήμερα στη Λέσβο, αλλά το χρησιμοποιούν χαριτολογόντας για να περιγράψουν μια πονηρή κοπέλα, τσαχπίνα κλπ. Ας πούμε ο παππούς μου με έλεγε έτσι (αχ μωρή καχπέ), όταν ήμουν παιδάκι. Φαντάζομαι εκείνη την εποχή ήταν πιο αντιπροσωπευτικός ο όρος για την πουτάνα, την ψεύτικια, οπότε μπηκε έτσι στο κομμάτι. Επίσης υποθέτω οτι θα υπάρχει και σε άλλα μυτιληνιά τραγούδια γτ οι εναπομείναντες παλιοί το χρησιμοποιούν παρα πολυ.
Ο Σόλωνας το έλεγε ας πούμε. Χαριτολογόντας πάντα…

4 «Μου αρέσει»

Παραθέτω τους αυθεντικούς στίχους, όπως καταγράφονται στον Γ’ τόμο στο βιβλίο «Τα χαΐρια μας εδώ»:

Βαρέθηκα τον κόσμο πια, καλόγρια θα γίνω
κι απάνω σε ψηλό βουνό μονάχη μου θα μείνω
κι απάνω σε ψηλό βουνό, μανούλα μου, μονάχη μου θα μείνω.

Στα μαύρα το κορμάκι μου για πάντα θα το ντύσω
τη φλόγα πο’χω στην καρδιά ίσως και τήνε σβήσω
τη φλόγα πο’ χω στην καρδιά, ε ρε ντουνιά, ίσωςκαι τήνε σβήσω.

Καλόγρια θε να γινώ να μπω σε μοναστήρι
και ν’ αρνηθώ για πάντα πια, ψεύτη ντουνιά, πόρτα και παραθύρι
και ν’ αρνηθώ για πάντα πια, ψεύτη ντουνιά, πόρτα και παραθύρι

*Θα πάω να βρω ηγούμενη να μοιάζει σαν κι εμένα *
να κλαίγω εγώ για κείνηνε κι εκείνη για τα μένα.

Όπως διαπιστώνουμε, δεν χρησιμοποιείται αυτή η εκφορά λόγου / τσάκισμα [:καχπέ ντουνιά] στους αυθεντικούς στίχους…

Εφόσον όμως συναντάμε σε εκτέλεση το « καχπέ ντουνιά», προτείνω να βάλουμε και τις δυο σημασίες: «πόρνη κοινωνία» αλλά οπωσδήποτε και «άτιμη / ψεύτικη κοινωνία / ντουνιά», από σεβασμό στο δημιουργό, γιατί αυτή την έννοια ['όπως διαπιστώνουμε] είχε στο μυαλό του περισσότερο ο Βαγγέλης Παπάζογλου.

Στην επανάληψη του "και ν’ αρνηθώ … " η Ρίτα λέει καχπέ ντουνιά (2.24). Μπορεί και να το άλλαξε από μόνη της, ενώ το χαρτάκι έγραφε ψεύτη, γίνονταν αυτά. Σε κάθε περίπτωση, όπως και η Ελένη λέει, πρέπει να προστεθεί η λέξη.

Να λάβουμε υπόψη μας ότι τα τσακίσματα δεν ανήκουν στους στίχους. Κατά κανόνα, βάζεις πάντα ελεύθερα οποιοδήποτε ταιριάζει μετρικά στον σκοπό, ανεξαρτήτως περιεχομένου του στίχου και του τσακίσματος. Ή, έστω, όχι οποιοδήποτε γενικώς αλλά οποιοδήποτε από μια επιλογή 5-6 πιθανών τσακισμάτων.

Στο κείμενο ο στίχος με το τσάκισμα (ο δεύτερος κάθε στροφής, που επαναλαμβάνεται) είναι γραμμένος:

  • στην πρώτη στροφή, μία φορά χωρίς τσάκισμα και μία με
  • στη δεύτερη στροφή το ίδιο
  • στην τρίτη και τις δύο με τσάκισμα (το ίδιο)
  • και στην τέταρτη χωρίς τσάκισμα και χωρίς επανάληψη.

Τι δηλοί αυτό; Όχι ότι πρέπει να λέγονται έτσι όπως είναι γραμμένοι (η απαλοιφή του τσακίσματος είναι αδύνατη, έτσι πως πάει η μελωδία), αλλά απλώς ότι οι μεν κυρίως στίχοι είναι αυτοί, τα δε τσακίσματα θα μπορούσαν να είναι περίπου αυτά.

Για να μάθει ένας τραγουδιστής να βάζει τα τσακίσματα σε συγκεκριμένη θέση θα έπρεπε είτε να μπει σε μια διαδικασία απομνημόνευσης εντελώς ανοίκεια, είτε να τραγουδάει με το χαρτί. Κανένας συνθέτης δε θα το έκανε, παρεκτός σε περιπτώσεις που το κάθε τσάκισμα είναι γραμμένο ειδικά για να συμπληρώνει νοηματικά συγκεκριμένο στίχο. Αυτό θα έκανε και την απομνημόνευση πιο εύκολη. Εδώ όμως δεν έχουμε τέτοια περίπτωση.

Επομένως, θεωρώ ότι ο Παπάζογλου δεν «το έγραψε χωρίς καχπέ ντουνιά». Το έγραψε σε μια ανοιχτή μορφή, που δεν αποκλείει και το καχπέ ντουνιά.

Αυτό δεν τεκμηριώνεται όμως και δεν μπορούμε να το πούμε με σιγουριά.

Σε όποιες περιπτώσεις διαφοροποιήθηκε η εκφορά των στίχων, καταγράφεται με ακρίβεια, π. χ, στους «Λαχανάδες»: «λόγια / ρέφα / ρέστα»

Και εν πάση περιπτώσει και για να μην ξεφεύγουμε από το ζητούμενο που είναι η σημασία της επίμαχης φράσης, συμφωνούμε με το παρακάτω;

1 «Μου αρέσει»

Ναι, δεν μπορούμε. Δε θα μπορούσμε ποτέ, εκτός αν μας το ‘λεγε ο ίδιος. Έχουμε όμως ενδείξεις. Και εξάλλου ούτε το αντίθετο (ότι τα ήθελε σε συγκεκριμένη σειρά) μπορουμε να το τεκμηριώσουμε, και κατά τη γνώμη μου δεν έχουμε καν ενδείξεις γι’ αυτή την εκδοχή.

Ναι, αλλά εδώ είναι στίχος! Το ε ρε ντουνιά κλπ. είναι εκτός στίχων, είναι τσάκισμα.

Προς το παρόν κρατάω ακόμη την εξής επιφύλαξη: η σημασία «καχπέ=άτιμη» στα ελληνικά, διασταυρώνεται;

Για να επιτευχθεί αυτό, πρέπει να έχουμε κάποιο ικανοποιητικό πλήθος εμφανίσεων της λέξης, που να μας δώσει καλή διασταύρωση. Ο Άνθιμος, σίγουρα ο καταλληλότερος όλων μας για ψαξίματα σε δόκιμα κείμενα, δίνει (#1) μόνο μία περίπτωση, εκτός φυσικά του συγκεκριμένου στίχου του Παπάζογλου.

Μα ούτε στο δίστιχο από τη συλλογή Sanders ούτε στον Παπάζογλου προκύπτει ότι σημαίνει «όχι πόρνη, απλώς άτιμη».

Προκύπτει όμως από τη μαρτυρία της Μέρσας:

Προφανώς αυτή η χαδιάρικη προσφώνηση δεν μπορεί να σημαίνει πόρνη! Κάτι σαν «ατιμούλα, πονήρω» ταιριάζει ωραιότατα για τρυφερή προσφώνηση σε παιδάκι. Επομένως αποσύρω τις επιφυλάξεις μου γιατί καλύφθηκα, ευχαριστώ.

(Όταν έγραφα το #15-τέλος είχα παραβλέψει αυτό το μήνυμα. Το είχα δει νωρίτερα, το ξέχασα, και ευτυχώς το θυμήθηκα τώρα! Συγγνώμη Μέρσα, ήταν καίρια η συμβολή σου.)

Περικλή θα διαφωνήσω, εγώ το έχω ακούσει επίσης ως χαϊδευτικό αλλά με την έννοια “πουτανίτσα”. Βέβαια δεν ήταν βρισιά αλλά παιχνιδιάρικο.

Τι να πω, μερικές φορές οι παλιοί ήταν αθυρόστομοι και στην τρυφερότητά τους (έχω ακουστά για κάτι «πουτσαρά μου» από μαμαδογιαγιάδες!), αλλά άμα δεν ξέρεις τον κάθε συγκεκριμένο άνθρωπο και τα χούγια του, ή δε βγάζεις συμπέρασμα ή πας με τις πιθανότητες, που λογικά λένε μάλλον «όχι πόρνη»…

Δεν ξέρω περισσότερα. Άλλος;

Ο συγχωρεμένος o πεθερός μου έλεγε καμιά φορά τον γιο μου “πεζεβέγκη” όταν ήταν μικρός. Μερικά διαδυκτιακά λεξικά δίνουν τη σημασία “μαστρωπό” σ’ αυτήν την τούρκικη λέξη, αλλά ο Νίκος Σαραντάκος προτείνει μία άλλη ερμηνεία που ταιριάζει καλύτερα σ’ έναν πολυαγαπημένο εγγονό:

Σε νεότερα κείμενα, ο πεζεβέγκης χρησιμοποιείται περισσότερο με τη σημασία του απατεώνα, του κατεργάρη, του μασκαρά, παρά του αχρείου –και το έχω βρει και σχεδόν χαϊδευτικά (σαν το μπαγάσας).

Δηλαδή, φαίνεται πως πεζεβέγκης λέγεται και χαϊδευτικά για παιδάκια, όπως το καχπέ. Μήπως έχει σημασία που και οι δύο λέξεις είναι κάπως “παλιομοδίτικες” στη σημερινή καθομιλούμενη; Έχω ακούσει κάτι παρόμοιο σε τούρkικα έργα, όταν χρησιμοποιούν το ελληνικότατο “kerata”…δεν σημαίνει κερατάς (κάποιος που τον κερατώνει η γυναίκα του), φαίνεται να έχει πιο πολύ την (χαϊδευτική) έννοια του “μπαγάσα”, ειδικα βέβαια όταν περιγράφει ένα παιδί.

1 «Μου αρέσει»