Συζήτηση για τη λέξη "πούφι"

Ελένη, λέφα (το) σημαινει αυτό όντως που λες στα λευκαδίτικα. Μία όμως εξήγηση που βρήκα για το επώνυμο Λέφας είναι η εξής. Το επώνυμο Λέφας βγαίνει από την τούρκικη λέξη “lef” που σημαίνει “η κύκλωση, η εσώκλειση, η παγίδευση”…
Πηγή: https://www.periergos.gr/erotiseis/apo-poy-bgike-epitheto-lefas
Ίσως εδώ να έχει την έννοια της παγίδευσης για τους λαχανάδες.
Αν και πρέπει να πω ότι μου φαίνεται αρκετά τραβηγμένο.

1 «Μου αρέσει»

Το να «απομονωθεί» ως ένα σημείο ένα όργανο, μια φωνή, είναι σχετικά εύκολο. Το θέμα είναι με τι τίμημα. Αυτό που λέω είναι ότι στην πορεία συμπαρασύρθηκαν συχνότητες που είναι απαραίτητες για να μην ακούμε «ψ» εκεί που δεν υπάρχει. Και φυσικά δεν είπα ότι το έκανες επίτηδες, αλίμονο. Θα ήθελες να ανεβάσεις το ηχητικό που χρησιμοποίησες χωρίς να έχει υποστεί επεξεργασία για να έχουμε πλήρη εικόνα; Αλήθεια, από ποια έκδοση το πήρες; Να ακούσουμε δηλαδή σε τι κατάσταση ήταν αρχικά και τι φαίνεται στον καθένα ότι λέγεται στο επίμαχο σημείο.

Μισό. Έφερες ως επιχείρημα στον Νίκο Πολίτη ότι οι κομμένες συχνότητες δεν προσθαφαιρούν γράμματα στη φωνή (με εξαίρεση το τελικό σίγμα). Ναι, τυπικά δεν κάνουν αφαίρεση φθόγγων και αντικατάσταση με άλλους. Για κάτι τέτοιο έπρεπε να κάνει κανείς μοντάζ. Ωστόσο, κομμένες ή υπερτονισμένες συχνότητες μπορεί να δώσουν ισοδύναμο αποτέλεσμα. Να μετατρέψουν το άκουσμα ενός γράμματος σε κάτι άλλο. Το παλιό παύει να ακούγεται και στη θέση του ακούγεται κάτι άλλο. Με άλλα λόγια, δεν μπορούμε να λέμε ότι αποκλείεται να είναι «πσ» επειδή απλά κόπηκαν συχνότητες γιατί ακριβώς αυτό αρκεί για να αλλοιωθεί το «σ» σε «ψ». Αυτό λέω. Τώρα αν κατάλαβα ότι λες άλλο, πάω πάσο.

Δυστυχώς, δεν γνωρίζω προς τι το λάμδα. Μία υποψία που έχω είναι ότι μπορεί απλά να είναι εναλλακτική προφορά της λέξης «ρέφα», ίσως μάγκικης καταβολής. Ο Βαγγέλης είχε τέτοιες χαριτωμένες περιέργειες με τη γλώσσα. Για παράδειγμα, στη Ντερβίσαινα είχε δώσει συγκεκριμένη οδηγία στην Αγγέλα να τραγουδάει «ντεβρίση» και «ντεβρίσαινα». Αυτή η αντιμετάθεση συμφώνων συμβαίνει σε ντοπιολαλιές, όπως το αδρεφός που και αυτό το λέει ο Βαγγέλης. Μήπως και η λέφα είναι στοιχείο κάποιας ντοπιολαλιάς;

Κοίτα τι γίνεται εδώ. Ο Γιώργης δεν δίνει 3 παραλλαγές. Λέει ότι ο Βαγγέλης έγραψε «λόγια», όπως φαίνεται και στην παρτιτούρα, και πώς κανείς δεν τραγουδά αυτό αφού άλλοι λένε ρέφα κι άλλοι ρέστα. Τα ρέστα που λέει ο Γιώργης τα συναντούμε πράγματι σε πολύ κατοπινές επανεκτελέσεις, όπως αυτή του Ζαγοραίου και άλλων. Οι επανεκτελέσεις του τραγουδιού είναι πάρα πολλές. Όσο για τη ρέφα, αναφέρεται στις πρώτες εκτελέσεις της εποχής αφού αυτό πιστεύει ότι ακούει, όπως και όλοι μέχρι σήμερα (είπαμε, με εξαίρεση τα Πολιτάκια που λένε ρέφα).

Δεν νομίζω ότι ο αναγραμματισμός αδρεφός είναι χαρακτηριστικό της σμυρναίικης ντοπιολαλιάς, που δεν είναι πολύ μακριά από εκείνες γειτονικών νησιών. Μάλλον έλλειψη επίσημης παιδείας προδίδει, αλλά ο Παπάζογλου είχε σίγουρα αποφοιτήσει από καλό ελληνικό σχολείο. Ίσως του άρεσαν τέτοια χαρακτηριστικά που βρίσκεις σε αμόρφωτους ανθρώπους που, κατά έναν τρόπο, ίσως να και τους ζήλευε. Τον τύπο λέφα πάντως, δεν τον έχω δεί σε καμμίαν απολύτως διάλεκτο, ντοπιολαλιά κλπ.

Το «αδρεφός», «αδρεφάκι μου» το λέει συστηματικά ο Σταύρακας. Πρέπει να ήταν πραγματικό μάγκικο. Θα μπορούσε και να προέρχεται από κάποια ντοπιολαλιά. Θυμίζω ότι η εναλλαγή «περβάζι - πρεβάζι» είναι κοινή, ακούγονται και τα δύο από ανθρώπους που ούτε ντοπιολαλιά μιλάνε ούτε κάτι άλλο πολύ ιδιαίτερο έχει η ομιλία τους. Όπως άλλωστε και το «αδελφός - αδερφός»: ακόμη κοινότερο, συνήθως οι ίδιοι άνθρωποι λένε και τα δύο, απλώς σε πιο τυπικές περιστάσεις λέμε «αδελφός».

Ενώ όμως το λ στο τέλος συλλαβής τρέπεται συστηματικά σε ρ (πρβλ. ήλθα - ήρθα), στην αρχή της συλλαβής (ρέφα - λέφα) δεν το έχω ξανακούσει.

Ναι, είχε. Έπαιζε με τις λέξεις. Το Πέντε χρόνια δικασμένος έχει από την αρχή μέχρι το τέλος μία μόνη ομοιοκαταληξία, η Μπαμπέσα επαναλαμβάνει την ίδια λέξη (μπαμπέσα, μπαμπέσικα) μέχρι σημείο να σε πιάνον τα γέλια. Το Αίνιγμα και το Της το βγάλανε στηρίζονται σε λογοπαίγνια. (Όπως έχω γράψει παλιότερα, δεν τα βρίσκω πάντα πετυχημένα όλα αυτά, αλλά ότι τα έκανε, τα έκανε.)

Λέφα: η έμεσις αίματος

(Αραβαντινού, «Ηπειρωτικόν Γλωσσάριον»)

https://anemi.lib.uoc.gr/php/pdf_pager.php?rec=/metadata/0/f/7/metadata-01-0000535.tkl&do=89242.pdf&pageno=59&pagestart=1&width=369&height=563&maxpage=109&lang=el

Αν πρόκειται για αυτό στην περίπτωση του Παπάζογλου, ενδεχομένως να μπορεί κανείς να το εκλάβει και μεταφορικά ως «ξέρασμα» (κάρφωμα, ρουφιανιά)

…………………………………………………….

Σε σημερινή χρήση πάντως λέγεται, βλέπω, με την έννοια της αθέμιτης κονόμας:

«από το παλιό ΠΑΣΟΚ της λέφας και της κομπίνας»

«αναστησατε τα ζομπι της οπισθοδρόμησης και της λεφας που διεκδικουν την επανοδο στον Δημο»

«παίζουν και όλοι όσοι δεν χόρτασαν από τις λέφες του 2004»

«δεν φτανει που παίρνει φανερα 10.000 ασε τις λεφες»

«οι απατεώνες είσαστε απρόβλεπτοι από τις λέφες και τις κομπίνες»

Το “Θα κάνω ντου βρε πονηρή” με τον Τάκη Μπίνη (και γενικά ο Μπίνης) είναι δείγμα ότι τέτοια μαγκοπαιχνίδια με την προφορά ίσως γινόντουσαν… (νταξ μιλάμε για πολλά χρόνια μετά, αλλά η μαγκιά μαγκιά)
“αν σε τρακάρω πουθελά μ’ αυτόν τον άνθρωπο ξαλά”
και στο ίδιο μουσικό σημείο
“δυο τρεις μου την καρφώσαλε πως πάλι σε τσακώσαλε”

Εντυπωσιακή πράγματι συλλογή, Άνθιμε! Εγώ πάντως, από χρόνια έχω πλέον καθιερώσει το «και λόγια μη γυρεύεις», και όταν με το καλό ξαναρχίσουμε να παίζουμε, θα φροντίσω να ΄χω πάντα μαζί μου μια φωτοτυπία της σχετικής ιδιόγραφης πάρτας.

Μάλλον από το ουλεφές προέκυψε το λεφές που σημαίνει μισθός / πληρωμή.

Στην Κύπρο, λεφές είναι τα δεδουλευμένα, ο μισθός.

Ετυμολογείται από το ulufe / ulefe (; ) στα τούρκικα, με την ίδια σημασία.

To λεξικό μου δίνει για ulefe μισθός γενιτσάρου και ulefeci είναι ο ίδιος ο γενίτσαρος! Δηλαδή, “μισθοφόρος”.

Ουλεφέ(ς) ημέρα πληρωμής των στρατιωτών.

http://isamveri.org/pdfdkm/20/DKM200082.pdf

Βρίσκουμε και τους αλουφατζίδες, στο Βυζάντιο.

“Οι αλοφατζίδες ( τουρκ. ulufeci = « μισθωτοί άνδρες » ) αποτελούσαν ένα από τα έξι συντάγματα ιππικού των καπηκουλήδων ( τουρκ. ķapiķulu = « σκλάβος της Πύλης », αιχμάλωτος ή νεοσύλλεκτος του παιδομαζώματος προσαρτημένος σε στρατιωτική, διοικητική ή αυλική υπηρεσία ).”

Λουφές δε λέγεται αυτό στα ελληνικά; Νομίζω ότι δεν είναι σπάνιο σε προεπαναστατικά έως μόλις μετεπαναστατικά κείμενα.

1 «Μου αρέσει»

Τι να πω ρε παιδιά, θα ξεχάσουμε κι αυτά που ξέραμε…

Ναι, όντως Μπάμπη λέει ξαλά, πουθελά κλπ. Και παραπέρα «για λα σε βρω». Πολύ καθαρά. Τόσες φορές που το 'χω ακούσει (είναι και συχνό τραγούδι στο ραδιόφωνο), ποτέ δεν το είχα παρατηρήσει. Μπορεί να ‘σαι κι ο πρώτος άνθρωπος στον κόσμο που το παρατηρεί, γιατί συνήθως ακούμε αυτό που περιμένουμε ν’ ακούσουμε.

Ως εντελώς καινούργιο για μένα, δεν μπορώ να το σχολιάσω. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι η ακουστική διαφορά είναι ανεπαίσθητη (δηλαδή, άμα θες ν’ ακούσεις αυτό που περιμένεις, το ακούς όντως), ενώ μεταξύ ρ και ρ, λέφας και ρέφας, η διαφορά είναι πολύ πιο αισθητή: πιο πιθανό είναι να μην καταλάβεις τι εννοεί παρά να νομίσεις ότι λέει ρέφα που θα το καταλάβαινες (όχι εσύ, γενικά).

Θα επιχειρήσω να συνοψίσω και να την προσθέσουμε και αυτή στο Γλωσσάρι.

λέφα (η)
η μίζα, το χρήμα που αποκτά κάποιος τον οποίο χαρακτηρίζει η έλλειψη ήθους, το φιλοδώρημα.
Κυριολεκτικά, η αμοιβή , ο μισθός των στρατιωτών επί Τουρκοκρατίας.
[τουρκ. ulûfe στρατιωτικός μισθός < αραβ. ulūfe]

Σημειωτέον ότι απαντά και ως «λουφές» και έχει την ίδια ακριβώς σημασία με τη λ. «λέφα».
Στην Κύπρο, απαντά το «λεφές» με τη σημασία «δεδουλευμένα / μισθός».
Στο Βυζάντιο, αποκαλούνταν «Αλοφατζίδες» οι μισθωτοί άνδρες.
Η λέξη «λέφα» δεν χάθηκε στο διάβα των χρόνων, τη συναντάμε έτσι ακριβώς [όπως πολύ σωστά επέμενε να λέγεται ο Βαγγέλης] με το ίδιο νόημα, να περιγράφει τις μίζες, τις ρεμούλες πολιτικών, κυρίως, προσώπων.

1 «Μου αρέσει»

Να καταθέσω κάποιους προβληματισμούς, γιατί μου φαίνεται πολύ πρόωρο να προχωρήσουμε σε σύνταξη τέτοιου λήμματος.

Πότε πρωτοαπαντά στη διαχρονία ως θηλυκό με την τωρινή σημασία που φαίνεται στα παραθέματα που εντόπισα; Πότε πρωτοσυναντάμε σε πηγές τον γλωσσικό τύπο «η λέφα=μίζα κλπ»;

Ο γλωσσικός τύπος που πράγματι συναντάμε σε μεγάλη έκταση διαχρονικά είναι το αρσενικό «ο λουφές=σιτηρέσιον κλπ». Από την άλλη, ο τύπος «ο ουλεφές/λεφές=πληρωμή/μισθός» βλέπω ότι είναι εντελώς σπάνιος και δεν συγκρίνεται με τη χρήση του κοινολεκτούμενου «λουφέ». Δηλ. αν συνέτασσα λήμμα, αυτό θα ήταν ο “λουφές” και σε σημείωση θα έγραφα ότι απαντά σπανιότατα και ως “ουλεφές/λεφές”

Οπότε, προσωπικά δεν ξέρω αν η «λέφα δεν χάθηκε στο διάβα των χρόνων», ακριβώς γιατί δεν είδα να «βρέθηκε» και ποτέ…

ΥΓ. Αν ήθελε να εννοήσει ο Παπάζογλου τη λέφα ως ρέφα, γιατί να μην έλεγε ρέφα, που την ήξερε όλος ο κόσμος;

Νομίζω κι εγώ ότι είναι πρόωρο. Αν τελικά μπεί το λήμμα, τότε φοβάμαι ότι θα πρέπει να εξηγηθεί και το πού απαντάει, μην περιμένουμε απ’ το ευρύ κοινό να διαφοροποιήσει ρέφα και λέφα και να ακούσει λ. Οι πάντες ξέρουν ρέφα ή ρέστα. Και οπωσδήποτε, θα πρέπει να αναφερθεί ότι πρόκειται για μισθό γενιτσάρων, όχι στρατιωτών γενικά επί Τουρκοκρατίας. Τους οποίους Γενιτσάρους δεν χαρακτήριζε, αρχικά, έλλειψη ήθους, τουναντίον θα έλεγα. Όταν εμφανίστηκε αυτή η έλλειψη, γρήγορα η εξουσία αντέδρασε με ολοκληρωτική σφαγή και οριστική κατάργηση του σώματος. Ακόμα, το πότε (και αν!) παίρνει η λέξη και την έννοια της μίζας, δεν έχει νομίζω αποδειχτεί σε ικανοποιητικό βαθμό.

1 «Μου αρέσει»

Στον παρακάτω σύνδεσμο βλέπουμε τη διαδρομή της λ. στις γειτονικές μας χώρες:
ulefa, στα σερβοκροατικά, lefa, στα ρουμανικά κ.λπ.:

https://books.google.gr/books?id=JC2LDwAAQBAJ&pg=PA406&lpg=PA406&dq=ulefes++soldiers&source=bl&ots=P7hNTxp_9M&sig=ACfU3U3ocDmafDpNlmCbUsHznRp715AvNw&hl=el&sa=X&ved=2ahUKEwiLl5mIrsPtAhUYCWMBHU53BgwQ6AEwCHoECAUQAg#v=onepage&q=ulefes%20%20soldiers&f=false

Στο # 96, η λ. λέφα αναφέρεται σε 3 διαφορετικές πηγές, ως συνώνυμο της κομπίνας περίπου.
Να επινοήθηκε εκείνη τη στιγμή ή να ανασύρθηκε από τη συλλογική μνήμη, άραγε;

Η δε παρότρυνση του Παπάζογλου να ακούγεται αυτή η συγκεκριμένη λέξη, σημαίνει κατά τη γνώμη μου πως δεν ήταν άγνωστη στον περίγυρό του.

1 «Μου αρέσει»

Στον περίγυρό του, ίσως. Στην γενικότερη κοινωνία σήμερα; Δεν νομίζω…

1 «Μου αρέσει»

Αυτό ακριβώς λέω κι εγώ.