To λεξικό μου δίνει για ulefe μισθός γενιτσάρου και ulefeci είναι ο ίδιος ο γενίτσαρος! Δηλαδή, “μισθοφόρος”.
Ουλεφέ(ς) ημέρα πληρωμής των στρατιωτών.
Βρίσκουμε και τους αλουφατζίδες, στο Βυζάντιο.
“Οι αλοφατζίδες ( τουρκ. ulufeci = « μισθωτοί άνδρες » ) αποτελούσαν ένα από τα έξι συντάγματα ιππικού των καπηκουλήδων ( τουρκ. ķapiķulu = « σκλάβος της Πύλης », αιχμάλωτος ή νεοσύλλεκτος του παιδομαζώματος προσαρτημένος σε στρατιωτική, διοικητική ή αυλική υπηρεσία ).”
Λουφές δε λέγεται αυτό στα ελληνικά; Νομίζω ότι δεν είναι σπάνιο σε προεπαναστατικά έως μόλις μετεπαναστατικά κείμενα.
Τι να πω ρε παιδιά, θα ξεχάσουμε κι αυτά που ξέραμε…
Ναι, όντως Μπάμπη λέει ξαλά, πουθελά κλπ. Και παραπέρα «για λα σε βρω». Πολύ καθαρά. Τόσες φορές που το 'χω ακούσει (είναι και συχνό τραγούδι στο ραδιόφωνο), ποτέ δεν το είχα παρατηρήσει. Μπορεί να ‘σαι κι ο πρώτος άνθρωπος στον κόσμο που το παρατηρεί, γιατί συνήθως ακούμε αυτό που περιμένουμε ν’ ακούσουμε.
Ως εντελώς καινούργιο για μένα, δεν μπορώ να το σχολιάσω. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι η ακουστική διαφορά είναι ανεπαίσθητη (δηλαδή, άμα θες ν’ ακούσεις αυτό που περιμένεις, το ακούς όντως), ενώ μεταξύ ρ και ρ, λέφας και ρέφας, η διαφορά είναι πολύ πιο αισθητή: πιο πιθανό είναι να μην καταλάβεις τι εννοεί παρά να νομίσεις ότι λέει ρέφα που θα το καταλάβαινες (όχι εσύ, γενικά).
Θα επιχειρήσω να συνοψίσω και να την προσθέσουμε και αυτή στο Γλωσσάρι.
λέφα (η)
η μίζα, το χρήμα που αποκτά κάποιος τον οποίο χαρακτηρίζει η έλλειψη ήθους, το φιλοδώρημα.
Κυριολεκτικά, η αμοιβή , ο μισθός των στρατιωτών επί Τουρκοκρατίας.
[τουρκ. ulûfe στρατιωτικός μισθός < αραβ. ulūfe]
Σημειωτέον ότι απαντά και ως «λουφές» και έχει την ίδια ακριβώς σημασία με τη λ. «λέφα».
Στην Κύπρο, απαντά το «λεφές» με τη σημασία «δεδουλευμένα / μισθός».
Στο Βυζάντιο, αποκαλούνταν «Αλοφατζίδες» οι μισθωτοί άνδρες.
Η λέξη «λέφα» δεν χάθηκε στο διάβα των χρόνων, τη συναντάμε έτσι ακριβώς [όπως πολύ σωστά επέμενε να λέγεται ο Βαγγέλης] με το ίδιο νόημα, να περιγράφει τις μίζες, τις ρεμούλες πολιτικών, κυρίως, προσώπων.
Να καταθέσω κάποιους προβληματισμούς, γιατί μου φαίνεται πολύ πρόωρο να προχωρήσουμε σε σύνταξη τέτοιου λήμματος.
Πότε πρωτοαπαντά στη διαχρονία ως θηλυκό με την τωρινή σημασία που φαίνεται στα παραθέματα που εντόπισα; Πότε πρωτοσυναντάμε σε πηγές τον γλωσσικό τύπο «η λέφα=μίζα κλπ»;
Ο γλωσσικός τύπος που πράγματι συναντάμε σε μεγάλη έκταση διαχρονικά είναι το αρσενικό «ο λουφές=σιτηρέσιον κλπ». Από την άλλη, ο τύπος «ο ουλεφές/λεφές=πληρωμή/μισθός» βλέπω ότι είναι εντελώς σπάνιος και δεν συγκρίνεται με τη χρήση του κοινολεκτούμενου «λουφέ». Δηλ. αν συνέτασσα λήμμα, αυτό θα ήταν ο “λουφές” και σε σημείωση θα έγραφα ότι απαντά σπανιότατα και ως “ουλεφές/λεφές”
Οπότε, προσωπικά δεν ξέρω αν η «λέφα δεν χάθηκε στο διάβα των χρόνων», ακριβώς γιατί δεν είδα να «βρέθηκε» και ποτέ…
ΥΓ. Αν ήθελε να εννοήσει ο Παπάζογλου τη λέφα ως ρέφα, γιατί να μην έλεγε ρέφα, που την ήξερε όλος ο κόσμος;
Νομίζω κι εγώ ότι είναι πρόωρο. Αν τελικά μπεί το λήμμα, τότε φοβάμαι ότι θα πρέπει να εξηγηθεί και το πού απαντάει, μην περιμένουμε απ’ το ευρύ κοινό να διαφοροποιήσει ρέφα και λέφα και να ακούσει λ. Οι πάντες ξέρουν ρέφα ή ρέστα. Και οπωσδήποτε, θα πρέπει να αναφερθεί ότι πρόκειται για μισθό γενιτσάρων, όχι στρατιωτών γενικά επί Τουρκοκρατίας. Τους οποίους Γενιτσάρους δεν χαρακτήριζε, αρχικά, έλλειψη ήθους, τουναντίον θα έλεγα. Όταν εμφανίστηκε αυτή η έλλειψη, γρήγορα η εξουσία αντέδρασε με ολοκληρωτική σφαγή και οριστική κατάργηση του σώματος. Ακόμα, το πότε (και αν!) παίρνει η λέξη και την έννοια της μίζας, δεν έχει νομίζω αποδειχτεί σε ικανοποιητικό βαθμό.
Στον παρακάτω σύνδεσμο βλέπουμε τη διαδρομή της λ. στις γειτονικές μας χώρες:
ulefa, στα σερβοκροατικά, lefa, στα ρουμανικά κ.λπ.:
Στο # 96, η λ. λέφα αναφέρεται σε 3 διαφορετικές πηγές, ως συνώνυμο της κομπίνας περίπου.
Να επινοήθηκε εκείνη τη στιγμή ή να ανασύρθηκε από τη συλλογική μνήμη, άραγε;
Η δε παρότρυνση του Παπάζογλου να ακούγεται αυτή η συγκεκριμένη λέξη, σημαίνει κατά τη γνώμη μου πως δεν ήταν άγνωστη στον περίγυρό του.
Στον περίγυρό του, ίσως. Στην γενικότερη κοινωνία σήμερα; Δεν νομίζω…
Αυτό ακριβώς λέω κι εγώ.
Καλημέρα με αρκετή καθυστέρηση, αλλά σήμερα έτυχε να “πετύχω” τη συγκεκριμένη δημοσίευση-το συγκεκριμένο ερώτημα.
Όσον αφορά τη λέξη “πούφι” (που υπήρξε η αφορμή για να συναντήσω την συγκεκριμένη δημοσίευση) σας παραθέτω τη λεζάντα γελοιογραφίας του 1899, που δημοσιεύεται στην εφημερίδα ‘Ακρόπολις’. Η γελοιογραφία, αρχικά, δείχνει δύο επαρχιώτισσες γυναίκες να συζητούν για το κυριακάτικο παράρτημα της εν λόγω εφημερίδας, λέγοντας:
“-Καλὲ, αὐτὴ ἡ κόρη μου λύσσαξε μὲ τὴν «Κυριακάτικη».
-Καὶ ποῦ νὰ ᾽στὰ ᾽πῶ τί ἔπαθα ἐγὼ μὲ δαύτη. Ἄκουγα πῶς ἔχει μόδαις. Λέω μαθὲς κ᾽ ἐγὼ κἄνα νέο κοντογοῦνι θὰ βγῆκε ἢ καινούργια φούντα γιὰ τὰ φέσα. Τὴν παίρνω καὶ τὶ νὰ ἰδῶ, κυρά μου; Οὕλο καπελῖνα καὶ πούφια. Οὔξω λέω!”
Προφανώς, η συγκεκριμένη γελοιογραφία θέλει να σατιρίσει την υιοθέτηση τρόπων και ντυσίματος από τις Αθηναίες και τους Αθηναίους, προερχόμενα από τη Γαλλία, που ήταν μόδα στην Αθήνα εκείνης της περιόδου (και υπήρξε αφορμή για άπειρη σάτιρα). Το “πούφι” υπήρξε χαρακτηριστικό μέρος της γαλλικής ενδυμασίας της “Belle-époque”, όπως σωστά ανέφερε κάποιος χρήστης/κάποια χρήστρια. Αν δούμε, άλλωστε, το λήμμα pouf του λεξικού του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών της Γαλλίας διαβάζουμε: " À la fin du xixes., rembourrage sur le bas du dos qui faisait bouffer la jupe; arrangement de tissu formant une masse au bas du dos." [Μεταφράζω (πρόχειρα): Στα τέλη του 19ου αιώνα, επένδυση στη μέση που έκανε τη φούστα να φουσκώνει- σ.σ., διάταξη υφάσματος που σχηματίζει μια μάζα στη μέση.]
Μήπως, επομένως, το πούφι στο στίχο είναι δίσημο; Δηλαδή, εννοεί ότι σκέφτεται το πούφι της (λόγω του σημείου εννοεί τον κώλο της), αλλά παραπέμπει και στο πουφ του καπνίσματος;
Mια που από το σύστημα ανασύρθηκε αυτό το νήμα, είπα να ρίξω μια ματιά. Βέβαια, με 112 αναρτήσεις, η ματιά θα αφήσει πολλά απ’ έξω αλλά ήδη, κάτι ίσως εντόπισα.
Θα παραμείνω βέβαια σ’ αυτό που είχα τότε γράψει (#8), ότι το 1934 η μόδα του πουφ στα φορέματα είχε παντελώς ξεχαστεί και το (πολύ μετέπειτα) φουρώ δεν είχε ακόμα εφευρεθεί, ενώ σαφής ήταν η προτίμηση στο ριχτό και χωρίς μέση τύπου τσάρλεστον σχέδιο. Παρατηρώ όμως στο #11 του Περικλή μιαν αναφορά σε δημοτικό τραγούδι:
Μια κόρη τους αγρίκησε κι’ από κοντά τους παίρνει.
«Πάρτε κ’ εμένα, βρε παιδιά, βγάλτε μ’ από τόν "Αδη
— Κόρη, βροντάν τά πούφια σου και μας ακούν οί άλλοι
— Τά βγάνω και τ’ αφήνω δώ γιά νά βγ’ από τόν "Αδη
δημοσιευμένη στη «Λαογραφία» το 1912. Πράγματι, κατά το τέλος του 19ου αιώνα το πουφ στα φορέματα ήταν της μόδας και πέρασε και σε τραγούδια. Μάλιστα, όπως ο Περικλής αναφέρει, οι στίχοι αυτοί επέζησαν και στην Κάρπαθο μέχρι τη δική μας εποχή. Βέβαια ο βρόντος εδώ προκαλείται από κολλαΐνα και καλλίκια (κοσμήματα / πατούμενα) της κόρης, αφού τα πούφια ήταν άγνωστα στην Κάρπαθο και, ως γνωστόν, ο λαϊκός ποιητής προσπαθεί να προσαρμόσει τα όσα παράξενα του έρχονται απ’ έξω σε πράγματα που του είναι οικεία. Όμως, θα διαφωνήσω με την υπόθεση του Περικλή, μήπως και «πούφι» θα μπορούσε να είναι κόσμημα, αφού προφανώς, η λέξη δεν «επέζησε» στην καρπάθικη παραλλαγή του τραγουδιού.
Δεν νομίζω, αφού η λέξη πουφ δεν παρατίθεται και με την έννοια του “παφ - πουφ” του καπνίσματος.