Στης Σύρας τον ανήφορο

Η συζήτηση για το δίστιχο «Αν είσαι μάνα …κλπ.» ήταν αναπόφευκτο να οδηγήσει και σε άλλους κύκλους μετακινούμενων διστίχων και σκοπών, με νέα αφετηρία το δίστιχο για της Σύρας τον ανήφορο.

Στον Κατσαρό, που το τραγούδι του (ας το ξαναθυμηθούμε) τιτλοφορείται ακριβώς από τον πρώτο στίχο αυτού του διστίχου, έχουμε τη μορφή «Στης Σύρας τον ανήφορο / μου την εσκάσαν σήμερο». Το επόμενο δίστιχο, «Στα ζάρια με τυλίξανε / και τα λεφτά μού πήρανε» δείχνει μια φευγαλέα προσπάθεια να στηθεί μια ιστορία με συνέχεια. Από το τρίτο δίστιχο όμως και εξής η προσπάθεια εγκαταλείπεται, και η στιχουργική επανέρχεται στη γνωστή δοκιμασμένη λύση της ελεύθερης συρραφής.

Το δίστιχο αυτό ξεκάθαρα προέρχεται από το άλλο, «Στης Σύρας τον ανήφορο / κανέλλα και γαρίφαλλο» που στο δεύτερο τραγούδι, με τον Π. Κυριακό, ο στιχουργός Ζαχόπουλος το δανείζεται αυτούσιο, μαζί με άλλα μουρμούρικα δίστιχα που παρεμβάλλονται στα ρεφρέν (ανάμεσα στους καθαρά επιθεωρησιακούς στίχους τοων κουπλέ).

Από το δίστιχο «στης Σύρας τον ανήφορο…» έχει προέλθει κι ένα άλλο: «Στα Συριανά δυο Συριανές / μου δώσανε δυο μαχαιριές». Δε θυμάμαι αν το έχω ακουσμένο, και πού, ή διαβασμένο. Τα Συριανά φαντάζομαι ότι θα είναι συριανός μαχαλάς του Πειραιά. Της Σύρας ο ανήφορος πρέπει να είναι τα «πολλά σκαλάκια» του Μάρκου, που οδηγούν από την καινούργια / κάτω Χώρα, την Ερμούπολη, στην παλιά / επάνω Χώρα, την Άνω Σύρο.

Πάντως και αυτό το δίστιχο, που γέννησε τόσα άλλα, προήλθε με τη σειρά του από μια μήτρα που βρίσκεται έξω από τον χώρο του μουρμούρικου και του ρεμπέτικου, την ίδια που έχει δώσει και τις παραλλαγές:

«Στης Πάργας τον ανήφορο / κανέλλα και γαρίφαλλο»

και «Στ’ Άη Γιωργιού τ’ ανήφορο / κανέλλα και γαρίφαλλο».

Της Πάργας ο ανήφορος δεν ξέρω πού είναι, αλλά δεν αμφιβάλλω ότι θα είναι υπαρκτός τόπος κι αυτός. Τ’ Άη Γιωργιού στην Κάσο είναι καθ’ οδόν προς το μοναστήρι του Άη Γιώργη στις Χαδιές (ή της Χαδιές), στον οποίο αναφέρονται συνήθως τα δίστιχα που τραγουδούν στον Ζερβό.

2 «Μου αρέσει»

Άλλος ανάλογος κύκλος:

Ένα από τα δίστιχα που λέει ο Κατσαρός στης Σύρας τον ανήφορο είναι «Έλα στα Παραπήγματα / μ’ ένα ματσάκι δίφραγκα».

Το ίδιο δίστιχο το έχει βάλει και σ’ ένα άλλο μουρμούρικο που ηχογράφησε, το «Τώρα τα παίρνω κι έρχομαι»:

Το τραγούδι αυτό το πρωτοέμαθα αρκετά παλιά, από την αξιόλογη σειρά δίσκων βινυλίου «Το Ρεμπέτικο τραγούδι - Ρεμπέτικα και Παραδοσιακά ηχογραφημένα στις ΗΠΑ στις αρχές του 20ού αιώνα» (πέρίπου έτσι είναι ο τίτλος). Εκεί λοιπόν υπήρχε ένα σχόλιο για το τραγούδι που, αντιπαραβάλλοντας αυτό το δίστιχο με τα άλλα δύο που προηγούνται, «Τώρα τα παίρνω κι έρχομαι / τα γίδια και τ’ αρμέγουμε» και «Τώρα τα παίρνω και τα δυο / τ’ αδράχτι και τον αργαλειό», και διαπιστώνοντας ότι το τελευταίο στη σειρά είναι καθαρά ρεμπέτικο έως υποκοσμικό ενώ τα δύο πρώτα αναφέρονται στην αγροτοποιμενική ζωή της υπαίθρου, κατέληγε ότι έχουμε εδώ ένα ενδιαφέρον και σπάνιο δείγμα τραγουδιού όπου η παλιότερη δημοτική και η νεότερη αστική λαϊκή παράδοση συνυπάρχουν.


Προσθετέον ότι αν πρέπει να αναζητήσουμε πραγματολιγική ακρίβεια, το «ματσάκι δίφραγκα» χρονολογεί το δίστιχο σε κάποια περίοδο όπου να υπήρχαν χαρτονομίσματα των δύο δραχμών. Με κέρματα υπάρχει η παραλλαγή «μ’ ένα μασούρι δίφραγκα».

1 «Μου αρέσει»

Στ’ Αη Νηγιά τ’ ανήφορο
κανέλλα και γαρύφαλλο
(Τσάκισμα στον “Αη Νηγιά”)

(Γιατί γράφεις “της Χαδιές” και όχι “τις Χαδιές”; )

1 «Μου αρέσει»

Γιατί είναι γενική. Είναι ένας περίεργος κασοκαρπάθικος ιδιωματισμός. Οι Χαδιές της Κάσου και οι Μενετές, οι Πηλές (ή Πυλές) και οι Στες της Καρπάθου, ενώ είναι τοπωνύμια θηλυκά στον πληθυντικό, μερικές φορές παίρνουν άρθρο ενικού και κλίνονται αλλιώς.

Ο στίχος λέει «Άη μου Γιώργη της Χαδιές (σαν να ήταν «η Χαδιέ»), βοήθα να γυρίσω…». Ή, εναλλακτικά, «στις Χαδιές». Δε νομίζω να έχω ακούσει ποτέ «των Χαδιών», που θα ήταν το ομαλό (ίσως μόνο από πρόσφατη επίδραση της επίσημης γλώσσας -κοινότης Μενετών κλπ.), αλλά μετά βεβαιότητος ούτε και «η Χαδιέ».

Μάλιστα. Κοίταξε τώρα να δεις τι γίνεται. Στη Σίφνο έχουμε και εμείς ένα τέτοιο φαινόμενο που δεν υπάρχει περίπτωση να παραπέμπει σε Γενική:

“στον Αη Νικόλα τ’ Αερινά” και όχι “στον Αη Νικόλα στ’ Αερινά”

“Παναγιά τ’ Ανεμορδίλι” (φέρε μου τονε το γρύλη) και όχι Παναγιά στ’ Ανεμορδίλι.

“Παναγιά τα Μάγγανα (ή Μάγκανα)” (η Παναγιά τα Μάγγανα -μεγάλη της η χάρη-σημαίνει διπλοκάμπανα (ποίημα Θεοδοσίου Σπεράντσα), “Ε Παναγιά τα Μάγκανα/ Ε Παναγιά Τόσο Νερό”, Οδ. Ελύτης, Μικρός Ναυτίλος).

Δεν μπορώ να ερμηνεύσω τη σίγηση του -σ- στο “στ”. Εντελώς απλοϊκά λέω ότι το “σ” μας ταλαιπωρεί να το εκφέρουμε και το τρώμε.

VICTOR 68960  B

VICTOR 58016  A

Το δίστιχο αυτό το βρίσκουμε σε ρεπορτάζ για τις φυλακές των Παραπηγμάτων, το οποίο δημοσιεύτηκε στις 15/2/1929 στην εφημερίδα «Ακρόπολις».

ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ-15-2-1929

Το σκίτσο που συνοδεύει το ρεπορτάζ, ενδέχεται να είναι του Κ.Μπέζου, ο οποίος σκιτσογραφούσε την περίοδο εκείνη στην «Ακρόπολη». Είναι ανυπόγραφο γι΄αυτό γράφω ότι ενδέχεται να είναι δικό του.

ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ 15-2-1929

Το ρεπορτάζ του Τ.Ντόκου, μπορείτε να το διαβάσετε εδώ:

ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ 15-2-1929.pdf (998,7 KB)

Να τη:

1 «Μου αρέσει»

Και το Ματσάκια πεντοχίλιαρα καταγράφει την εποχή του ιλιγγιώδους πληθωρισμού. Μου διηγόνταν ο πατέρας μου, μισθοσυντήρητος, ότι η πληρωμή έγινε από μήνας δεκαπενθήμερο, γρήγορα εβδομάδα και τελικά μεροκάματο όλοι. Και μόλις τσέπωναν (κυριολεκτικά, τα έχωναν στην τσέπη) τα ματσάκια απ’ το ταμείο της εταιρίας, έτρεχαν στην αγορά γιατί, δύο ώρες αργότερα οι τιμές είχαν τσιμπήσει κάτι ακόμα…

1 «Μου αρέσει»

ματσακια πεντοχιλιαρα, διοτι το 43’ που το εβγαλε δεν ειχαν κυκλοφορησει ακομα τα εκατομμυρια. τον αυγουστο του 43’ κυκλοφορησε το χαρτονομισμα των 25.000 δραχμων και το γεναρη του 44’ το χαρτονομισμα των 50.000 δραχμων. και εκει ξεκινα η μεγαλη κατρακυλα. χαρτονομισματα των 1 και 2 δραχμων πρωτοκυκλοφορησαν το 1885 απο τρεις διαφορετικες τραπεζες. ονομαζονται κερματικα γραμματια.

2 «Μου αρέσει»