Ενδιαφέρον και περίεργο βιβλίο.
Η μεγάλη πλειοψηφία των ανθολογούμενων κειμένων εντάσσεται στη γνωστή κόντρα μεταξύ υποστηρικτών και διωκτών του ρεμπέτικου, του αμανέ, του ανατολίτικου τραγουδιού και άλλων μορφών που ως επί το πλείστον τσουβαλιάζονται αδιακρίτως.
Από αυτά τα κείμενα, τα περισσότερα είναι εξαιρετικά φτωχού επιπέδου, και όχι μόνο δε μαθαίνει κανείς τίποτε από αυτά παρά κινδυνεύει να ξεχάσει και όσα ήξερε. Εκτός από τις πληροφορίες που σφηνώνονται παρεμπιπτόντως, χωρίς να βρίσκονται στο κέντρο του θέματος που έχει επιλέξει να πραγματευτεί ο κάθε συντάκτης. Αυτές είναι όλα τα λεφτά. Θα δώσω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα:
Είναι δεκάδες οι συντάκτες που ξεσπαθώνουν κατά του αμανέ, και αρκετοί κι εκείνοι που τον υπερασπίζονται, είτε έχουν καταλάβει (και οι μεν και οι δε) ποιο πράγμα λέγεται αμανές είτε όχι. Κάποιοι λοιπόν από αυτούς αναφέρουν τους φωνογράφους που, είτε σε ιδιωτικά σπίτια, είτε σε καφενεία, είτε στα χέρια πλανόδιων φωνογραφιτζήδων, παίζουν αμανέδες ενοχλώντας τους. Μέχρι εδώ, έχουμε αυτό περίπου που θα φανταζόταν πρώτα απ’ όλα κι ένας σημερινός αναγνώστης, μόλις άκουγε ότι την εποχή εκείνη είχε εγερθεί ζήτημα σχετικα΄με τον αμανέ. Παράλληλα, υπάρχουν και αρκετές αναφορές για τους αμανέδες που τραγουδιούνται ζωντανά στα κέντρα, οι περισσότερες θετικές ή έστω ουδέτερες. Δίνονται και λεπτομέρειες όπως ονόματα μουσικών και τραγουδιστών. Εδώ λοιπόν, ίσως πολλών από εμάς να μας διαφεύγει ότι στη δεκαετία του 30 ιερά τέρατα όπως η Ρόζα, η Μαρίκα Πολίτισσα, ο Νταλγκάς, ο Σαλονικιός, ο Ογδοντάκης, ο Τομπούλης, ο Ρούκουνας, αλλά βέβαια και οι ρεμπέτες όπως ο Μάρκος, έπαιζαν ζωντανά, κάθε βράδυ, σχηματίζοντας συγκροτήματα μεταξύ τους (εννοώ: όχι ο καθένας από αυτούς πλαισιωμένος από άσημους διεκπεραιωτές μουσικούς, αλλά π.χ. Ρόζα-Σαλονικιός-Τομπούλης μαζί), σε φτηνά μαγαζιά που απείχαν ελάχιστο ποδαρόδρομο το ένα από το άλλο - μιλάμε για μια εποχή απίστευτης δόξας για τη μουσική ζωή της Αθήνας!
Επιπλέον όμως, και κυριότατα ίσως, το πρόβλημα των αντιαμανεδιστών δεν ήταν τόσο ότι κάποιοι τραγουδιστές έλεγαν αμανέδες στα πάλκα και στους δίσκους, αλλά ότι ο κόσμος τραγουδούσε αμανέδες, και μάλιστα, ως φαίνεται, διαρκώς! Με αμανέδες περιγράφεται να γίνονται οι καντάδες, να γλεντούν οι θαμώνες όσων μαγαζιών δεν πρόσφεραν μουσική, να γίνονται οι άτυπες μικρές παρέες στις αυλές των συνοικισμών. Εντάξει, ένας αστός που αισθάνεται τόση προσβολή (και απειλή ίσως) από τον αμανέ μπορεί και να υπερβάλλει λίγο ως προς το πόσο πολύ τραγουδιόταν από τον κόσμο, αλλά παραμένει γεγονός -που δε βλέπω λόγο να αμφισβητηθεί- ότι το τραγούδι ήταν δραστηριότητα τουλάχιστον εξίσου σημαντική με την ακρόαση του τραγουδιού του αλλουνού.
Κατ’ αντίστοιχο τρόπο, συχνά αναφέρονται (προς έπαινο ή προς ψόγο ή ουδέτερα) διάφοροι στίχοι τραγουδιών που, όπως φαίνεται από τα συμφραζόμενα, θα ήταν μάλλον πολύ δημοφιλή τότε, αλλά εμένα μου είναι τόσο άγνωστα ώστε υποθέτω ότι δε θα ηχογραφήθηκαν ποτέ. (Εξαιρώ μια περίπτωση όπου και ο επιμελητής του βιβλίου εκτιμά, αλλά και οι περισσότεροι αναγνώστες θα συμφωνούσαν, ότι κατά πάσα πιθανότητα ο συντάκτης ενός λιβέλλου επινοεί δικούς του δήθεν ρεμπέτικους στίχους για να τους κατακεραυνώσει στη συνέχεια.)
Επομένως, μία πολύ σημαντική οπτική που μας προσφέρει αυτή η συλλογή άρθρων είναι ότι το ρεμπέτικο, ο αμανές και κάθε άλλη κάπως σχετική μουσική μορφή ούτε ως ρεπερτόριο περιορίζονταν σε όσα ξέρουμε από τη δισκογραφία, αλλά κυρίως, ούτε και ως παρουσία στην καθημερινή ζωή των πολιτών περιορίζονταν στην ακρόαση δίσκων. Εμεις σήμερα στηριζόμαστε στις παλιές ηχογραφήσεις γιατί αυτές έχουμε, αλλά καμιά φορά ξεχνάμε ότι τότε αυτές δεν ήταν παρά μία από τις ψηφίδες, και όχι η σπουδαιότερη, του ψηφιδωτού.
Παρεμπιπτόντως, έχω να πω ότι σχεδόν δε γνωρίζω ούτε ένα ρεμπέτικο που να μην έχει ηχογραφηθεί. Με σπανιότατες εξαιρέσεις (Χαϊδάρι με την παλιά μελωδία που διέσωσε ο Στέλιος Βαμβακάρης, Θε μου Μεγαλοδύναμε αν όντως είναι παλιό), μέσα σε τρεις γενιές η προφορική παράδοση φαίνεται να έσπασε σε βαθμό ώστε να μη μας μεταφέρει τίποτε, πέρα από όσα απαθανάτισε το σελάκ.
Πεταχτά μερικά ακόμη σχόλια για τα περιεχόμενα στο βιβλίο:
- Την περίφημη Σοφία Σπανούδη βαρέθηκα να τη διαβάζω και να την ξαναδιαβάζω. Δεν είναι που δε συμπαθούσε αυτή τη μουσική - τόσα χρόνια μετά, μπορώ να αποδεχτώ ως ιστορική πραγματικότητα το γεγονός ότι πολλοί δεν τη συμπαθούσαν, χωρίς να μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι για τον καθένα ξεχωριστά από εκείνους, παρά ψύχραιμα και αμέτοχα να διαβάζω την ιστορία της πρόσληψης του ρεμπέτικου από τον κόσμο της εποχής του. Αλλά αυτή η ευλογημένη, λέει σε ένα σωρό άρθρα τα ίδια και τα ίδια, επιμένει να στηρίζει τις αξιολογικές της κρίσεις στα ίδια και τα ίδια πέντε παραδείγματα, και να αντιπροβάλλει ως αξιόλογη μουσική τα ίδια και τα ίδια άλλα πέντε τραγούδια. Φτώχεια…
- Από τους μη πολέμιους, λίγοι και πάλι έχουν κάτι άξιο λόγου να πουν. Ξεχώρισα ιδιαίτερα τον Κ. Ψάχο (τον γνωστό μουσικό και μουσικολόγο), ο οποίος φαίνεται να κατανόησε το φαινόμενο του αμανέ καλύτερα από οποιονδήποτε ίσως σύγχρονό του. Σήμερα, τόσα χρόνια μετά, είμαστε σε θέση να δούμε ότι κι αυτός έπεσε σε κάποια λάθη, αλλά αυτό οφείλεται σε πρόοδο της γνώσης που τότε δεν είχε συντελεστεί ακόμη. Τουλάχιστον όμως δε λέει αντιεπιστημονικές αρλούμπες, σαν άλλους που προσπαθούν να καθαγιάσουν ό,τι συμπαθούν εφευρίσκοντας βυζαντινές και αρχαιοελληνικές ρίζες.
Γράφω απλώς τις εντυπώσεις μου. Έχω διαβάσει εκατοντάδες σύντομα κείμενα, και μου μένουν ακόμη μερικά. Μη μου ζητήσετε να τεκμηριώσω με ακριβείς παραπομπές την κάθε μου λέξη, γιατί δεν ήταν η πρόθεσή μου να κάνω τέτοιου είδους κριτική.