Αναδημοσιεύω την ανταπόκριση από τα «Λαϊκά Αερόφωνα». Βέβαια εκεί είναι γραμμένη ως μεταξύ γνωστών, κάποια αυτονόητα εδώ δε θα είναι τόσο αυτονόητα, αλλά πιστεύω να πιάσετε το γενικό νόημα.
Θα σας πω την ιστορία όπως την έζησα. Θα ήθελα όποιος ξέρει να συμπληρώσει τα κενά, γιατί δεν ήμουν παντού ταυτόχρονα.
Το αρχικό μας ραντεβού ήταν στη 1 στο Θησείο. Το σχέδιο προέβλεπε να το στήσουμε αρχικά εκεί, μέχρι να μαζευτούμε όλοι ή τέλος πάντων αρκετοί, και μετά να προχωρήσουμε προς:
α) Λουμπαρδιάρη
β) Κορυφή Φιλοπάππου, αν ο Λουμπαρδιάρης ήταν πιασμένος από καμιά βάφτιση
γ) Παρκάκι δίπλα στο σταθμό του Θησείου, αν ο καιρός παραήταν ζόρικος για την κορυφή.
δ) Ενδεχομένως αλλού, αν έτσι κανονιζόταν εκείνη τη στιγμή επιτότπου.
Δεν ήμουν στο αρχικό ραντεβού. Έφτασα στην ευρύτερη περιοχή κατά τις δυόμιση. Πέρασα από το σταθμό του Θησείου. Δε βρήκα κανέναν, αλλά τέτοια ώρα αυτό δε με ανησύχησε. Θα μαζεύτηκαν, λέω, και θα έχουν ήδη προχωρήσει. Αν εξαιρέσουμε μια σύντομη και ελαφριά ψιχάλα, ο καιρός ήταν τόσο γλυκός ώστε λογικά όλοι θα ήταν ήδη στου Φιλοπάππου, είτε στον Λουμπαρδιάρη είτε στην κορυφή. Έτσι κι αλλιώς για να πάω εκεί πέρναγα κι απ’ το παρκάκι, που ήταν μια άλλη από τις πιθανότητες. Ούτε εκεί ήταν κανείς. Πήρα τη Διονυσίου προς Φιλοπάππου.
Να διευκρινίσω ότι δεν πήρα κανέναν στο κινητό να τον ρωτήσω πού είστε, γιατί δεν έχω κινητό. Βέβαια έχω μια χάρτινη ατζέντα με όλα μου τα τηλέφωνα και φροντίζω πάντα να κουβαλάω τηλεκάρτα, ώστε να μπορώ να παίρνω τηλέφωνα από το δρόμο. Όμως είχα ξεχάσει την ατζέντα και την τηλεκάρτα (που τη βάζω μες στην ατζέντα για να μην την ξεχνάω) στο σπίτι. Δεν υπήρχε όμως λόγος να πτοηθώ, αφού καμία ένδειξη δεν υπήρχε ότι τα πράγματα εξελίσσονται διαφορετικά από το πρόγραμμα.
Ανηφορίζοντας τη Διονυσίου σκέφτηκα προς στιγμήν να ρωτήσω κανένα μαγαζάτορα ή υπαίθριο μουσικό αν πέρασε μια παρέα με γκάιντες και τσαμπούνες, αλλά μετά λέω, άσε: αν μου πουν «είμαι εδώ από το πρωί και δεν πέρασε κανείς», τι θα έκανα; Οπότε καλύτερα να συνεχίσω τη στράτα μου ως να μην υπήρχε το ερώτημα.
Στον Λουμπαρδιάρη είχε βάφτιση. Κόβω λοιπόν δεξιά και ανεβαίνω στην κορυφή. Πλησιάζοντας, το εξασκημένο αφτί μου αρχίζει να διακρίνει στο βάθος μια χαρακτηριστική σιωπή, όπως όταν κανείς δεν παίζει τσαμπούνα, γκάιντα και τουμπάκι. Αυτό ήταν λίγο εκτός προγράμματος. Αλλά τι να κάνω, συνέχισα μέχρι την κορυφή γιατί δεν ήξερα πού αλλού να πάω.
Στην κορυφή υπήρχε μια παρέα μεσηλίκων, δυο τρεις, όχι παραπάνω, χωρίς γκάιντες. Τρεις Χρυσαυγίτες, χωρίς τσαμπούνες. Μια κοπέλα μόνη της, χωρίς τουμπάκι, που μάλλον κάτι περίμενε, τόσο όμορφη ώστε θα χαιρόμουν πολύ να περιμένει εμένα. Κι ένας κύριος με γυρισμένη πλάτη που ατένιζε την Ακρόπολη και συλλογιζόταν τα πεπρωμένα της φυλής.
Όταν ο κύριος ολοκλήρωσε τις σκέψεις του κι έκανε μεταβολή, είδα ότι ήταν ο Φραγκίσκος. Τέλεια! Όποιος χαθεί μαζί με το Φραγκίσκο έχει εξασφαλίσει διάσωση από τη Σμαράγδα. Η ώρα είχε πάει τρεις, τρεις και. Τον ρώτησα αν ξέρει πού είστε, κι εκείνος με ρώτησε επίσης το ίδιο. Απ’ όσο ήξερε, φαίνεται ότι είχατε μόλις μαζευτεί στο Θησείο και περιμένατε εμένα και τον Γκελέσο. Εγώ δεν είχα ζητήσει να με περιμένει κανείς -και μάλιστα τόσες ώρες μετά το ραντεβού- και όλη μαζί η πληροφορία μού φαινόταν κάπως παράξενη, αλλά τέλος πάντων, το θέμα ήταν ότι ο Φραγκίσκος είχε μιλήσει με την ομάδα και εκείνοι ήξεραν πού βρίσκεται αυτός. Άρα όλα καλά.
-Και έρχονται κατά δω; πετάχτηκε και ρώτησε η ωραία άγνωστη.
Τόμπολα!
Κάτσαμε λοιπόν να γνωριστούμε over μια πιατέλα φασόλια πιάζ, ένα κρασοτύρι Λέρου και λίγη ρακή. Μετά κάναμε με το Φραγκίσκο μια προθέρμανση στα τσαμπουνοτούμπακα. Όλα πήγαιναν όλο και καλύτερα. Τη στιγμή ακριβώς που έπρεπε, ακούστηκε από κάτω ο αχός των γκαϊντοτσαμπουνοτουμπάκων των υπολοίπων, που ανέβαιναν εν πομπή. Φουσκώσαμε κι εμείς (ο Φραγκίσκος δηλαδή, εγώ έπαιξα τουμπάκι) για την τελετή υποδοχής, και μετά ξεκίνησε το γλέντι.
Ο καιρός ήταν γλυκύτατος. Η τοποθεσία ιδανική, ένα μαρμαρένιο αλώνι με γύρω γύρω πεύκα και απέναντι την Ακρόπολη. Σε μια μαρμάρινη πλάκα που τελούσε χρέη τραπεζιού στρώθηκαν κάτι καβουρμάδες και άλλα εκλεκτά εδέσματα, για να κάνουν παρέα στα φασόλια πιάζ μας και το κρασοτύρι Λέρου μας. Τα όργανα ήταν: Χρήστος-γκάιντα, Αλέκος-τσαμπούνα, Φυσάλης-τσαμπούνα, Γκελέσος-τσαμπούνα, Δημήτρης-λύρα, Βασίλης Μιχ.-λαούτο, νομίζω αυτοί αρχικά. Αργότερα έσκασαν ακόμη Τρελολευτέρης, Ρουσολιανός με Νίκη, Μακρής-γκάιντα με μερικούς μαθητές του, καθώς κι ένας Γαλικιανός (Ισπανός), ο Σεβερίνο, με τη γάιτα γαγιέγα (γαλικιανή γκάιντα) του. Ήταν επίσης ο μαθητής μου ο Κωνσταντίνος που έχει μόλις ξεκινήσει, είναι ακόμη στο μονοτσάμπουνο, αλλά έπαιξε τουμπάκι.
Ανάμεσα στα άλλα ακούστηκαν και τα δέοντα αποκριάτικα. Πέρα από τον καθιερωμένο σταρ του είδους Γκελέσο (που όμως η καλή του ώρα δεν ήταν η καλύτερη ώρα του όλου γλεντιού, καθώς θύμιζε περισσότερο Παγκόσμια Ημέρα iPhone Και Κάμερας παρά Γκάιντας Και Τσαμπούνας, αλλά τι να κάνεις) είπαμε και οι υπόλοιποι το κατιτίς μας, το δε πιπέρι ετρίβη θρακιστί.
Την κοπάνησα στις οχτώμιση - εννιά παρά. Αν δε χρειαζόταν να μαζέψω τα πράγματά μου που ήταν σκόρπια από δω κι από κει, ούτε που θα το 'παιρνα χαμπάρι ότι έχει νυχτώσει. Το γλέντι κρατούσε καλά ακόμη, και υπό Κ.Σ. δε θα το εγκατέλειπα, ούτε φυσικά θα κανόνιζα τίποτε για το βράδυ μιας τέτοιας μέρας. Όμως είχα κανονίσει κάτι που άξιζε την εξαίρεση: ο Πάνος Αθανασόπουλος έπαιζε Αριστοφάνη (τον Πλούτο) στο «Εμπορικόν» της οδού Σαρρή, εκεί κοντά (Ψυρρή). Ο Πάνος Αθανασόπουλος είναι αυτός που θα είχε γράψει όλες τις κωμωδίες του Αριστοφάνη και όλα τα αποκριάτικα τραγούδια της Σάμου και των άλλων νησιών, αν τυχόν δεν είχαν προλάβει ο Αριστοφάνης και η γιαγιά του Γκελέσου. Για να δω λοιπόν μια τέτοια παράσταση, δεν υπήρχε ιδανικότερη στιγμή από το βράδυ της Ημέρας Ασκαύλου, ιδίως που έπεφτε και Αποκριά! Φρόντισα να πάω στο θέατρο ολομέθυστος, αλλά για καλό και για κακό συνέχισα να πίνω και κατά τη διάρκεια της παράστασης. Νομίζω ότι το κατάλαβα τέλεια το έργο.
Ως εκ τούτου δεν ξέρω πώς συνέχισε η βραδιά, και πού και πότε σχόλασε. Είδατε επίσης ότι δεν έχω ακόμη καταλάβει πώς και πότε ξεκίνησε. Περιμένω λοιπόν τις συμπληρώσεις, καθώς και όσες φωτογραφίες και βίντεα έχετε τραβήξει (και δε θέλω δικαιολογίες, σας είδα όλους σας, τζαπάνια, γύρω από τον Γκελέσο), ώστε να μείνει ένα πλήρες ραπόρτο στη διάθεση του μελλοντικού ιστοριογράφου.
Και του χρόνου μας, και καλήν Αποκριά!