Η συγκέντρωση του λεξιλογίου έχει προχωρήσει νομίζω αρκετά.
Μπορούμε να περιμένουμε και να μην βάλουμε ακόμα στον πίνακα τις λέξεις «μπιλαντέρια» και «μπιτιρίνι», αλλά πιστεύω πως έχει διευκρινιστεί σε μεγάλο βαθμό το νόημα των λέξεων αυτών.
Προσθέτω και τη λέξη σορολόπ:
(το ρίχνω στο) σορολόπ σημαίνει: συμπεριφέρομαι ανέμελα και αδιάφορα, κάνω ό,τι μου έρχεται στο μυαλό αδιαφορώντας για τις συνέπειες ή δεν αντιμετωπίζω κάποιον σοβαρά.
[τουρκ. sorolop].
Θα ήθελα όμως να ξαναδούμε τη φράση «κάνω σαρμάκο».
Η τούρκικη αυτή λέξη επιβίωσε στη χώρα μας στις φράσεις:
σαρμάδες = φαγητό από γέμιση καλά τυλιγμένη, σχεδόν κρυμμένη μέσα σε φύλλα και
σαρμαγιά = χαρτονομίσματα και πάλι τυλιγμένα καλά - κρυμμένα σχεδόν και εδώ - μέσα σε κομμάτι χαρτιού ή σε πανί.
Και στις δυο περιπτώσεις, διατηρείται από την τουρκική η σημασία του τυλίγω, πουθενά δεν προκύπτει έννοια επίθεσης, εφόδου, πολιορκίας κ.λπ.
Η φράση «κάνω σαρμάκο» και στην προφορική χρήση και σε όλες τις γραπτές πηγές που έχουμε στη διάθεσή μας έχει την έννοια: «υποχωρώ», «κάνω πως δεν καταλαβαίνω», «κάνω τουμπεκί», «σιωπώ».
Ακριβώς όπως και στις προηγούμενες περιπτώσεις δηλαδή, τον πόνο, το μαράζι, τον καϋμό κ.λπ. τα κρύβω μέσα μου καλά, περιχαρακώνομαι γύρω από αυτά… άρα σωστά λέγεται από το λαό μας η φράση “κάνω σαρμάκο” με την έννοια “κάνω υπομονή”, “δεν μιλώ”.
Θεωρώ απίθανο ο Μάρκος και μόνο αυτός να γνώριζε και μια άλλη, διαφορετική εντελώς σημασία της φράσης «κάνω σαρμάκο» και να την χρησιμοποίησε στο τραγούδι του.
Αντίθετα, θεωρώ τραβηγμένο να εξηγήσουμε τη φράση με την έννοια της επίθεσης, της πολιορκίας κ.λ.π., βάζοντας στο στόμα του Μάρκου μια εξήγηση που νομίζουμε πως εννοεί, πέρα από όλα τα στοιχεία όμως που έχουμε στη διάθεσή μας, ενώ το πιο πιθανό είναι πως πρόκειται για μια απλή προσπάθεια δημιουργίας ομοιοκαταληξίας.
Θα ήθελα και τις δικές σας απόψεις πάνω σε αυτό τον προβληματισμό.