Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Προσθέτω λέξεις.
σουρτούκα: αλήτισσα, γυναίκα που δεν μένει στο σπίτι αλλά γυρίζει εδώ κι εκεί, άτομο που του αρέσει να αλητεύει και να ζει άστατα και ανέμελα.
[< τουρκ. sürtük].
(Από το τραγούδι “Παλαμήδι”).

Επίσης, απαντάται και η λέξη: σουρουκλεμές : άνθρωπος που γυρίζει από εδώ κι από εκεί, αχαΐρευτος.
[τουρκ. sürüklenmek `σέρνω, σέρνομαι, κάνω άσχημη ζωή] .

Νομίζω πως μπορούμε να προσθέσουμε στο νέο πίνακα και τη λέξη: “μπελεντέρια”.
Είναι σχεδόν βέβαιο πως ή πρόκειται για σαρδάμ της στιγμής ή για άγνοια της σωστής λέξης,η οποία πρέπει να είναι “μπιραντέρ” που σημαίνει “αδελφέ”.

Σας ευχαριστω θερμα και τους δυο για ολη την προσπαθεια:088:

Είναι τα on-line προσκοπάκια του forum…:slight_smile:

Δεν βλέπω σαρδάμ, ούτε άγνοια της λέξης. Από το μπιραντέρ στο μπελεντέρια (ή μπιλαντέρια, όπως σαφώς λέει ο Κασιμάτης) ακολουθούνται όλοι οι γλωσσολογικοί κανόνες:

συγγένεια μεταξύ ι και ε (κυρά - κερά, μεσημέρι - μισημέρι…)
συγγένεια μεταξύ ρ και λ (Γρηγόρης - Γληγόρης, άλφα -άρφα…)
συγγένεια μεταξύ α και ε (επάνω - απάνω και άπειρα παραδείγματα στις αραβικές και στην τουρκική γλώσσα)
η προσθήκη της κατάληξης, για ελληνοποίηση και πρόσδοση δυνατότητας κλίσεως, πληθυντικού κλπ.

Και η έννοια: μην ψάχνεις αλλού για βοήθεια, κάνε κάτι μόνος σου και βούρ για δράση, γιατί χανόμαστε!

Θα μου επιτρέψετε να διαφωνήσω. Τουλάχιστον σαρδάμ αποκλείεται να είναι, αφού ειπώνεται με βάση τη ρίμα του τραγουδιού (εκτός κι αν εννοείτε το “λ” αντί για “ρ”). Οσο για τα “αδερφιλίκια”, πού κολλάνε στο “μην ψαρέψεις μπιλαντέρια”;

Τη λέξη “μπιραντέρ” και “μπιραντέρι” την ήξεραν και τη χρησιμοποιούσαν οι Μικρασιάτες με αυτή ακριβώς ην προφορά, όπως στα τουρκικά.
Τη συναντάμε και στη λογοτεχνία, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, χωρίς αναγραμματισμούς κ.λ.π.
Άρα, μπορεί την ώρα της ηχογράφησης να έγινε λάθος και να ακούστηκε σαν “μπιλαντέρια”.

Θα ήθελα κάποιος που έχει σε καθαρή εκτέλεση το τραγούδι αυτό, να μας πει τι λέει στο επίμαχο σημείο:
“ε, ρε, σεις, μπελεντέρια” (αυτό ακούω εγώ…) ή “μην ψαρεύεις μπελεντέρια…”
Έχει πολλή μεγάλη σημασία για το νόημα που θα δώσουμε.

Και βέβαια μπορούμε να μην την βάλουμε προς το παρόν στον πίνακα τη λέξη αυτή.

Όχι Νίκο και εγώ το σκέφτηκα ρωτώντας πρόσφυγες.Μάλιστα αρκετές φορές το έχουν επισκεφθεί, με τον Σύλλογο Μικρασιατών που έχουν.

  1. Οπότε, Αντώνη, δεν έχουμε λύση.

  2. Για τα μπελεντέρια έχει ήδη γίνει έντονη συζήτηση. Τελικά, νομίζω πως πρέπει να παραδεχτούμε και εδώ πως δεν υπάρχει λύση. Ο Κασιμάτης (για μένα) λέει αρκετά καθαρά «μην ψαρεύεις μπιλαντέρια», άρα νόημα δεν βγαίνει παρά τα λεγόμενα προηγούμενου μηνύματός μου. Δεν βλέπω λογικό οι “αδελφοί” που θα βοηθήσουν την κατάσταση να πρέπει να ψαρευτούν.

(Του Άρη η άποψη μου είχε ξεφύγει. Αφού και αυτός συμφωνεί πως δεν υπάρχει λογική εξήγηση, καλύτερα ας μην καταχωρηθεί το λήμμα)

Γεια σου ρε Ελένη!
Το “λ” έχει πολύ κακή προφορά, κάτι σπάνιο για τον Κασιμάτη. Τι εννοώ; Ο Κασιμάτης προφέρει το “ρο” σαν …ρυάκι που τρέχει! Ενα πεντακάθαρο “ρρρρ” (ακούστε άλλα του τραγούδια). Οπότε, πραγματικά “παίζει” η πιθανότητα του σαρδάμ.
Γιατί τα λέω αυτά;
Μ’ “ενοχλούσε” ότι στη μέχρι τώρα εκδοχή άκουγα “μην ψαρέψεις” κι όχι “μην ψαρεύεις”. Το στιγμιαίο του ρήματος δε δικαιολογείται με τίποτα.
Εβαλα λοιπόν καλά -δανεικά- ακουστικά, “έπαιξα” και λιγάκι με τα φίλτρα και ακούω:
“…ίσα ρε σεις μπιλαντέρια, το λουλά πιάστε στα χέρια”.
Θεωρώ πια απίθανο να λέει κάτι άλλο.
Μπράβο (ξανά) Ελένη για την επιμονή σου!

Μη διαθέτοντας άλλα ακουστικά, δανεικά ή μή, αλλά με καταχωρημένο στον εγκέφαλό μου το αποτέλεσμα του Άρη, ξανάκουσα το επίμαχο κομμάτι καμμιά τριανταριά φορές, αλλάζοντας (στην τύχη) συνεχώς το ηκουαλάιζερ του γουίναμπ. Το “Ίσα ρε ΄σεις, μπιλαντέρια” είναι πράγματι σχεδόν σίγουρο. Λοιπόν: να τελειώνουμε; το υιοθετούμε;

Τα “δανεικά” ακουστικά κάνουν κοντά 400 ευρώ.:087: Οπως καταλαβαίνεις μόνο ως δανεικά μπορώ να τα χρησιμοποιήσω.:slight_smile:

“Ισα ρε `σεις μπιλαντερια”, λεει, δυο φορες ακουγεται καθαρα, χωρις ακουστικα (δεν εχω).
Επι τη ευκαιρια, δεν δυναμαι να βγαλω καθαρα τα λογια απο την “Καρδιοκλεφτρα” του Αραπακη,
που μου την εστειλε ο Αρης και παλι τον ευχαριστω.

Άλλη μια λέξη που μας μένει αδιευκρίνιστη είναι το “μπιτιρίνι”.
Μετά από πελάγωμα σε τουρκικά λεξικά στη Βιβλιοθήκη της πόλης, όπου έβρισκα τα εξής:
[bitirilmek = τερματίζομαι
bitirme = τερματισμός, περάτωση
bitirmek = (sonuca varma) τελειώνω, τερματίζω
και bitiren = καταναλώνω…]

και με τα οποία δεν έβγαλα άκρη καμία…
ένας Τούρκος (Αρμένιος για την ακρίβεια ) πολιτικός πρόσφυγας που ζει εδώ κάτω μου είπε, όταν άκουσε και τους στίχους, πως πρόκειται για τη λέξη “bitirim”, η οποία στην τούρκικη καθομιλούμενη σημαίνει “στήσιμο τυχερών παιχνιδιών”, “μπαρμπουτιέρα”.

ναι, αλλά μάλλον κατ’ επέκτασιν:
bitirim: μάγκας, αλητάκι, τσακάλι, καταπληκτικός, περίφημος
bitirim yatagi: στέκι, καταγώγιο, χαμαιτυπείο
bitirimlik: αλητεία
bitirimci: μπαρμπουτιέρης
και bitirme: τερματισμός, περάτωση κλπ.

Η συγκέντρωση του λεξιλογίου έχει προχωρήσει νομίζω αρκετά.
Μπορούμε να περιμένουμε και να μην βάλουμε ακόμα στον πίνακα τις λέξεις «μπιλαντέρια» και «μπιτιρίνι», αλλά πιστεύω πως έχει διευκρινιστεί σε μεγάλο βαθμό το νόημα των λέξεων αυτών.

Προσθέτω και τη λέξη σορολόπ:
(το ρίχνω στο) σορολόπ σημαίνει: συμπεριφέρομαι ανέμελα και αδιάφορα, κάνω ό,τι μου έρχεται στο μυαλό αδιαφορώντας για τις συνέπειες ή δεν αντιμετωπίζω κάποιον σοβαρά.
[τουρκ. sorolop].

Θα ήθελα όμως να ξαναδούμε τη φράση «κάνω σαρμάκο».
Η τούρκικη αυτή λέξη επιβίωσε στη χώρα μας στις φράσεις:
σαρμάδες = φαγητό από γέμιση καλά τυλιγμένη, σχεδόν κρυμμένη μέσα σε φύλλα και
σαρμαγιά = χαρτονομίσματα και πάλι τυλιγμένα καλά - κρυμμένα σχεδόν και εδώ - μέσα σε κομμάτι χαρτιού ή σε πανί.

Και στις δυο περιπτώσεις, διατηρείται από την τουρκική η σημασία του τυλίγω, πουθενά δεν προκύπτει έννοια επίθεσης, εφόδου, πολιορκίας κ.λπ.

Η φράση «κάνω σαρμάκο» και στην προφορική χρήση και σε όλες τις γραπτές πηγές που έχουμε στη διάθεσή μας έχει την έννοια: «υποχωρώ», «κάνω πως δεν καταλαβαίνω», «κάνω τουμπεκί», «σιωπώ».
Ακριβώς όπως και στις προηγούμενες περιπτώσεις δηλαδή, τον πόνο, το μαράζι, τον καϋμό κ.λπ. τα κρύβω μέσα μου καλά, περιχαρακώνομαι γύρω από αυτά… άρα σωστά λέγεται από το λαό μας η φράση “κάνω σαρμάκο” με την έννοια “κάνω υπομονή”, “δεν μιλώ”.

Θεωρώ απίθανο ο Μάρκος και μόνο αυτός να γνώριζε και μια άλλη, διαφορετική εντελώς σημασία της φράσης «κάνω σαρμάκο» και να την χρησιμοποίησε στο τραγούδι του.

Αντίθετα, θεωρώ τραβηγμένο να εξηγήσουμε τη φράση με την έννοια της επίθεσης, της πολιορκίας κ.λ.π., βάζοντας στο στόμα του Μάρκου μια εξήγηση που νομίζουμε πως εννοεί, πέρα από όλα τα στοιχεία όμως που έχουμε στη διάθεσή μας, ενώ το πιο πιθανό είναι πως πρόκειται για μια απλή προσπάθεια δημιουργίας ομοιοκαταληξίας.

Θα ήθελα και τις δικές σας απόψεις πάνω σε αυτό τον προβληματισμό.

Επ’ αυτού και μόνον, δεν υπάρχει κάποιος που να έχει χρόνο και γνώσεις να στήσει κάτι σαν wiki dictionary για το λεξιλόγιο; Ετσι όπως είναι τώρα είναι δύσχρηστο και του λείπει η δυνατότητα προσθηκών από άλλους κ.λπ. Ασε που δεν είναι on-line που το θεωρώ το σημαντικότερο.

Δεν ξέρω τι να προτείνω που να βοηθήσει περισσότερο.
Πάντως, κάθε φορά το στέλνω και σε μορφή word, που νομίζω πως είναι πιο εύχρηστη.
Βεβαίως, εννοείται πως ό,τι εντοπίσετε, λάθος, παράλειψη κ.λ.π., καλό είναι να λέγεται, για να διορθώνεται / προστίθεται αμέσως.

Ελένη, εμένα το ΤΥΛΙΓΩ με πάη στο ΠΕΡΙΚΥΚΛΩΝΩ ίσον ΠΟΛΙΟΡΚΩ, άρα και κάνω επίθεση/ έφοδο ντου κλπ.
Τα παλιά τα χρόνια μην ξεχνάς στις μάχες κάναν τις εφόδους από γύρω-γυρω μην τους ξεφύγει κανείς.

Αν και αρχικά πιθανολογούσα ότι το “σαρμάκο” έχει να κάνει με επίθεση-πολιορκία, τώρα τείνω να πιστεύω ότι μάλλον πρόκειται για μια έκφραση που σημαίνει περίπου “κάνω κύκλους”, “γυρνάω γύρω-γύρω”, “περιφέρομαι ασκόπως” και -σε περαιτέρω γενίκευση- “περιφέρομαι χωρίς να ξέρω τι να κάνω” και -ακόμη πιο αυθαίρετα- “είμαι σε αμηχανία”.
Δεν ξέρω αν καταλαβαίνετε το σκεπτικό μου, αλλά αυτή είναι η μόνη λογική εξήγηση που μπορώ να δώσω στα λόγια του Μάρκου.
Εκτός κι αν δούμε σουρεαλιστικά το θέμα, οπότε ο Μάρκος έγραψε “κάνω σαρμάκο” μόνο και μόνο επειδή “ταιριάζει τ’ όνομα για να τον λένε Μάρκο”.

Κατʼ αρχήν έχω ένσταση για τη σαρμαγιά: εγώ το ξέρω ως σιρμαγιά, που υποδηλώνει τα χρήματα που χρειάζονται για το ξεκίνημα μιάς δουλειάς και κυρίως, τα λεφτά που συγκεντρώνει ο γεμιτζής (καραβοκύρης, εφοπλιστής) για την αγορά εμπορεύματος. Και πράγματι, το λεξικό λέει sermaye = κεφάλαιο, σερμαγιά. Το ότι τα χρήματα αυτά, το κεφάλαιο δηλαδή, θα είναι καλά τυλιγμένα και φυλαγμένα χαρτονομίσματα είναι αυτονόητο μέν, δεν έχει όμως, κατά τη γνώμη μου βέβαια, σχέση με το sarma = τύλιγμα, δέσιμο κλπ. (περιλαμβάνεται πάντως στις ερμηνείες του λεξικού και το περικύκλωση / μπλόκο), ούτε και με το ρήμα sarmak = περιτυλίγω, μπαντάρω, κυκλώνω, πολιορκώ.

Όλοι οι κάπως παλαιότεροι θυμόμαστε τις σχετικές έντονες συζητήσεις και διαπληκτισμούς. Βαρυέμαι να ψάξω αλλά πρέπει να είχα αναφέρει τότε ότι (πάντα φυσικά κατά την άποψή μου) ο Μάρκος χρησιμοποιεί μιάν έκφραση που ήταν πολύ διαδεδομένη στους συχνούς θαμώνες τεκέδων και έχει παραμείνει ως και σήμερα: ο υπηρέτης που σιωπηλός στη γωνιά του, ασχολείται με το ψιλοκόψιμο του καπνού (τουμπεκί, δηλαδή ταμπάκο) και αμέσως μετά τυλίγει τα ψιλοκομμένα φύλλα (κάνει σαρμάκο) προετοιμάζοντάς τα για το λουλά, οφείλει να ασχολείται αποκλειστικά με τη δουλειά του και να μην εμπλέκεται στις συζητήσεις των θαμώνων. Αν το κάνει, θα δεχτεί αμέσως την παρατήρηση: -Εσύ, κάνε τουμπεκί ψιλοκομμένο! ή –Εσύ, κάνε σαρμάκο!

Ήδη τότε είχα κριτικάρει ακριβώς την αυθαίρετη ερμηνεία (της πολιορκίας της γκόμενας κλπ.) που από κάποιους δόθηκε, χωρίς να είναι δυνατόν φυσικά να ερωτηθεί ο Μάρκος, αλλά με βάση αυτά που ο καθένας νομίζει ότι ισχύουν, επειδή ο ίδιος έτσι πιστεύει. Το ίδιο θα πώ και σήμερα και στον Δανό αλλά ως ένα βαθμό και στον Άρη, που πάντως είναι πολύ προσεκτικότερος αποφεύγοντας την αυθαιρεσία με τη χρήση των εκφράσεων «πιθανολογούσα» και «τείνω να πιστεύω».

Επί του πρακτέου: για το σαρμάκο υιοθετώ πλήρως την άποψη της Ελένης, προτείνω όμως να μην παραλειφθεί από την ερμηνεία του sarmak και η έννοια πολιορκώ. Για τη σι(ε)ρμαγιά: θα την απέδιδα ως κεφάλαιο.