ακριβώς την ίδια σημασία με την παραπάνω έχει και η άλλη φράση που χρησιμοποιεί ο μπάτης: “σαν μπαρμπούνι μέσ’ στα δίχτυα”. το μπαρμπούνι έχει μουστάκια, τα οποία μπλέκονται στο δίχτυ και είναι δύσκολο να ξεψαριστεί.
άρα, υπάρχει τρόπος, τόπος δυασταυρώσεις, έλεγχο. ευχαριστώ.
παρακαλώ ξεγράψτε τα άχρηστα.
Zambelis, καλά τα στοιχεία για το παραγάδι (για τους μη γνωρίζοντες, βεβαίως) αλλά δεν μας φωτίζουν για την απορία του Akis K. Και μιάς και πιάσαμε τα ψαρέματα, πρώτον:
Μπάφα: τα αρσενικά ουδόλως, βεβαίως, ενδιαφέρονται για τη γονιμοποίηση, αυτή έρχεται «παρεμπιπτόντως». Αυτό που τα ενδιαφέρει είναι να καταβροχθίσουν όσα περισσότερα αυγά μπορούνε, χοντρικά τα μισά, λέει. (πεζόβολος: η βολή του γίνεται από πεζό ψαρά). Δεύτερον:
Παραγάδι: η νεώτερη προσθήκη είναι τα «αφροπαράγαδα», μήκους πολλών χιλιομέτρων, για αφρόψαρα. Γιαυτό και οι ξιφιοί και τόνοι πλέον δεν ξεπερνάνε, συνήθως, τα λίγα κιλά. Όταν, πρώτοι οι Ιταλοί, τα έφεραν στις ελληνικές θάλασσες (αφού πρώτα ξεπάστρεψαν ότι κολυμπούσε στα δικά τους μέρη), κάποιοι δικοί μας οργάνωσαν «ρεσάλτο» στο αλιευτικό τους, όχι για να κλέψουν τα ψάρια αλλά ένα παραγάδι, για δείγμα προς αντιγραφήν. Τρίτον:
Κιούρτος: Βρε Άρη, ποιο είναι το ψάρι που δεν πιάνεται ποτέ στον κιούρτο, γιατί οι σύντροφοί του καταφέρνουν να το τραβήξουν έξω, τσιμπώντας το από την ουρά; Ο σκάρος; Κάπου το ανέφερε, νομίζω, ο Ποταμιάνος αλλά άντε ψάξʼ το τώρα…
Ώχ, και εγώ την πάτησα με τα ψαρέματα… έχουν πλάκα όμως, ρε γουέμπ μάστορα!
Πάντως, δεν φταίω και πολύ αφού το σύστημα στην εντολή μου να με φέρει στο τελευταίο δημοσιευμένο μήνυμα με πήγε στο τέλος της σελίδας 6. Έτσι δεν είδα την κατσάδα του γουέμπ μάστορα.
ίσος γίνεται [b]συνεργασία?
[/b]http://thesaurus.iema.gr/thesaurus_s.php?lang=el&a=�
θέλετε να ρωτήσω τον επικεφαλή Μόσχο?
Η προσωπική μου εμπειρία με το μπαρμπούνι (κουτσομούρα) στο δίχτυ δείχνει πολύ γρήγορο θάνατο.
Η αντοχή του είναι μικρότερη ακόμα κι από αυτή των αφρόψαρων, τα οποία ως γνωστό πεθαίνουν (σκάνε) πιο γρήγορα σε συνθήκες αιχμαλωσίας (δίχτυ, παραγάδι, κουβά του ψαρά) σε σχέση με τα πετρόψαρα ή άλλα ψάρια του βυθού με περιορισμένο χώρο δράσης (δράκαινα, γοβιό κ. λ. π).
Εγώ ακούω: “Με ψαρέψαν μιαν ημέρα, μέσα καλέ στον Περαία”. Τώρα για όλα τα υπόλοιπα περί είδη ψαρέματος, δεν ξέρω από που βγήκε η φήμη ότι ο Μπάτης ήταν επαγγελματίας ψαράς. :):)χιχιχι!
Στην προσπάθειά μας να συμπληρώσουμε ένα “γλωσσάρι” με τις λέξεις που συναντώνται στο λαϊκό μας τραγούδι δημιουργείται ένας προβληματισμός: να επεκταθούμε γενικότερα στις σημασίες των λέξεων αυτών, να αναφέρουμε μόνο τη σημασία τους όπως προκύπτει από τη χρήση τους στο λαϊκό τραγούδι ή όλες τις σημασίες γενικά, προτάσσοντας όμως ό,τι σχετίζεται με το λαϊκό τραγούδι;
Θα ήθελα την άποψή σας πάνω σ΄αυτό το θέμα.
(Παράδειγμα, το “κουσουμάρω” πέρα από την ερμηνεία “γουστάρω”, απαντά και με την έννοια “ζυγίζω με το μάτι” στον Τσιφόρο, συγκεκριμένα. Αναφέρουμε όλες τις έννοιες, σ΄αυτή την περίπτωση;).
Και… συνεχίζω να σας ζαλίζω και με άλλες λέξεις…
Τσίφτης, τσίφτισσα : άνθρωπος πανέξυπνος, καπάτσος, μάγκας,
άνθρωπος άψογος: α. στην εξωτερική του εμφάνιση. β. στη συμπεριφορά του· άνθρωπος εντάξει. [αλβ. qift γεράκι]
μπουγιουρντί: επίσημο έγγραφο, διαταγή με δυσάρεστο συνήθως περιεχόμενο.
Αρχική σημασία: έγγραφη διαταγή αξιωματούχου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Μπεγλέρι: κομπολόι.
Ανθίζομαι: υποπτεύομαι, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω.
Σατράπης, σατράπισσα: άνθρωπος αυταρχικός, σκληρός και βίαιος.
Αρχική σημασία: διοικητής σατραπείας.
Τσακίρικος: (μάτια) = ελκυστικός, γοητευτικός.
Ζούλα: στα κρυφά, σε μια στιγμή εφησυχασμού, χαλάρωσης των άλλων.
Μέγκλα (από το Made in England): ο όρος χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάτι κομψό, φίνο και πολυτελές, ένα προϊόν αρίστης ποιότητας.
Κουλαντρίζω: προκαλώ με πειράγματα, ερεθίζω, αλλά και κολακεύω, προσπαθώ να εξασφαλίσω την εύνοια κάποιου.
(τουρκ. Kullandi, kullanmak: χρησιμοποιώ, οδηγώ).
Κούφιο: περίστροφο, όπλο.
(Για ανθρώπους: κάποιος χωρίς αξία, άδειος, χωρίς πνευματικές ανησυχίες).
Κορδελάκι(α): φιγούρες, προσποιήσεις.
Κοχλαράκιας: ο τοξικομaνής, που παίρνει ναρκωτικά με το κουτάλι.
(κοχλάρι=κουτάλι).
Μπελαλής: αυτός που γίνεται αφορμή για φασαρίες, καυγάδες, αντεγκλήσεις, ο ζόρικος, ο δύστροπος.
(Από το τούρκ. Belali).
Μπέσα: λόγος τιμής, εμπιστοσύνη.
(αλβαν. Besa)
Μπεσαλής: αυτός που κρατά το λόγο του, ο ντόμπρος, ο έμπιστος, ο τίμιος.
Παρόλες: παχιά λόγια, ανόητα,χωρίς αξία.
(Ιταλ. Parola: λέξη, λόγος)
ντουμάνι: πυκνός καπνός που δημιουργεί αποπνικτική ατμόσφαιρα
(τουρκ. Duman: καπνός, γεμάτο καπνό).
Φιγουρατζής: αυτός που του αρέσει να επιδεικνύεται, να εντυπωσιάζει με εμφάνιση ή με φερσίματα, που κάνει το σπουδαίο χωρίς να΄ναι (μερικές φορές).
Έτσι ακούω και εγώ αλλά δεν μου πολυαρέσει. Τώρα, αν νομίζεις πως εμείς τουλάχιστον είμαστε επαγγελματίες, όχι δεν είμαστε, απλά μας πολυαρέσει. Μόνο του γουέμπ μάστορά μας δεν του αρέσει και τόσο, φαίνεται…
Καλώς ήρθες στο φόρουμ, “Στέλλα”.
Εγώ θα έβλεπα πιο σωστό να αναφέρουμε όλες τις σημασίες, επεξηγώντας φυσικά και εκείνες που επεκράτησαν στους μάγκες και κατʼ επέκτασιν, μπήκαν σε λαϊκά τραγούδια. Π.χ. το κούφιο έχει τη συγκεκριμένη σημασία του, αλλά στη διάλεκτο των «ανθρώπων της πιάτσας» έγινε υποκατάστατο για το πιστόλι. Και συνεχίζω με σχόλια:
Μέγκλα: η ετυμολόγηση (made in England) δεν είναι αποδεδειγμένη, εκτός και αν βρεθούν αποδείξεις. Παραμένει εικασία και αυτό πρέπει να λεχθεί.
Κοχλαράκιας: το κουτάλι εδώ δεν έχει την έννοια της κατάχρησης ποσοτήτων, είναι «κοχλαράκι», κουταλάκι του γλυκού μέσα στο οποίο, με κάποιο τρόπο που αυτή τη στιγμή δεν θυμάμαι, διέλυαν ή ζέσταιναν τη σκόνη. Πρέπει να ψαχτεί.
Besa (αλβ.) = καρδιά.
Ωραία η ιδέα για τη συγκέντρωση της ειδικής φρασεολογίας και σημειολογίας των λέξεων στο τραγούδι, αλλά βλέπω μπερδέματα, από τα πολλά ποστ και τις διορθώσεις, στην τελική συγκεντρωτική λίστα.
ΠΡΟΤΑΣΗ:
Μάστορα, θα ήταν καλό αυτό το θέμα, να ήταν ανοιχτό για επεξεργασία σε όλους. Στο ίδιο ποστ να επεμβαίνουμε και να τροποποιούμε.
π.χ.
Ζούλα:
- Στα κρυφά, σε μια στιγμή εφησυχασμού, χαλάρωσης των άλλων. [Ελένη]
- Το κρησφύγετο. Η απόμερη μεριά, καταφύγιο, κρυψώνας (“Τη ζούλα μου ανακάλυψαν”) [Ιωάννα]
- Σαν επίρρημα, σημαίνει κρυφά μα πονηρά και αρπαχτά (“Ζούλα, αβέρτα, πονηρά”) [Γιαννούλα]
- Κυριολεκτικά είναι η κλεψιά [το μέλος Μπαμπινιώτης ! ]
Σημείωση: Σαν πρώτη μας κίνηση πρέπει να σημειώνουμε τι σημαίνει στο τραγούδι η έκφραση-λέξη και όχι γενικώς… Ρεμπέτικη φρασεολογία να κάνουμε πρώτα και όχι ερμηνευτικό λεξικό !
Αφού αναφέρουμε τη σημασία τής λέξης στο τραγούδι, ας αναλύσουμε την ετυμολογία της, την προέλευσή της κλπ…
Πώς σας φαίνεται η ιδέα ;
Για να είναι όλα συγκεντρωμένα – και ο διάλογος για τις ερμηνείες και ισχυρισμούς - διαφωνίες να είναι κάτω από το ποστ τής λίστας.
Τώρα…
>>> Κουσουμάρω : Σε ποιο τραγούδι έχει απαντηθεί με την έννοια του γουστάρω; Παράδειγμα;
(μήπως εννοείς το: Κογιονάρω ; = Περιεργάζομαι, Γουστάρω, Κάνω μάτι, Βλεφαρίζω. Κόβω απ’ την κορφή ώς τα νύχια. Αλλά κοροϊδευτικά, με την έννοια πως σε κοροϊδεύω, σε κοιτώ ειρωνικά)
-
Κουσουμάρω : Σημαίνει : Χρησιμοποιώ. Χειρίζομαι κάτι σωστά, επαρκώς. Τα καταφέρνω καλά στη χρήση. Κουλαντρίζω μια χαρά. Και επιδεικνύω… Μοστράρω…
-
Μπουγιουρντί: Τα κακά μαντάτα, η κατσάδα, κάτι επιτιμητικό και δυσάρεστο
[από το τουρκικό buyrultu = έγγραφο στο οποίο ανακοινώνεται η επιβολή ποινής] -
Ανθίζομαι: υποπτεύομαι, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω [Ελένη]
Καθώς και συνώνυμο στα τραγούδια και με τη λέξη “οσμίζομαι”. Παίρνω χαμπάρι τι γίνεται… -
Σατράπης, σατράπισσα: άνθρωπος αυταρχικός, σκληρός και βίαιος [Ελένη]
Και : Τυρρανικός, δεσποτικός, με πράξεις και συμπεριφορές υπεροπτικές
(Σημ: Διοικητής επαρχίας τού αρχαίου περσικού κράτους)
>>>> Κουλαντρίζω: προκαλώ με πειράγματα, ερεθίζω, αλλά και κολακεύω, προσπαθώ να εξασφαλίσω την εύνοια κάποιου. [Ελένη]–>> (από πού προκύπτουν οι ερμηνείες αυτές;)
5. Κουλαντρίζω: Το ζυγίζω για τις δυνάμεις μου. Μετράω πώς θα καταφέρω να οδηγήσω κάτι σε σωστό αποτέλεσμα. Διευθετώ κάτι καλά. Το “κόβω” πώς θα μου κάτσει καλύτερα…
(με αρνητική σημασία) : συνάπτω παράνομες σχέσεις … πχ Μια παντρεμένη την κουλαντρίζει μια χαρά ο γείτονας !!!
6. Κοχλαράκιας : Ο χρήστης με το κουταλάκι… όχι ο “βελόνιας”…
[από το κοχλιάριον, εκ του αρχαίου κόχλος = κουτάλι ]
Σωστά Νίκο. Αλλά και η Ελένη το ίδιο μάλλον λέει !!!
Κυριολεκτικά αν το διαβάσεις και όχι σαν μεταφορική έκφραση παρομοίωσης …
Κοχλαράκιας: ο τοξικομaνής, που παίρνει ναρκωτικά με το κουτάλι.
(θα μπορούσε να πει “που παίρνει ναρκωτικά μέσα στο κουτάλι” ! )
Μερικές παρατηρήσεις στα σβέλτα:
Κοχλαράκιας είναι ο πρεζάκιας που παίρνει τη δώσει του με ένεση (εκεί χρειάζεται το κουτάλι).
Κουλαντρίζω σημαίνει …αυτά που λέει η Ιωάννα. Η πιο ελεύθερη (αλλά και συχνότερη) χρήση είναι “ρεγουλάρω”, “ρυθμίζω”, “φέρνω κάτι στα μέτρα μου”, “κουμαντάρω” και χρησιμοποιείται συνήθως για ανθρώπους κι όχι αντικείμενα.
Παρόλα -ες: δεν έχει τη σημασία που αναφέρει η Ελένη. Σημαίνει “κωδικός”. Π.χ. η φράση “μου μιλάς με παρόλες” σημαίνει “είσαι ακατανόητος” ή “μιλάς αινιγματικά” ή “μιλάς με υπονοούμενα”.
Επίσης, μια και ανέφερες τον Τσιφόρο, πρέπει να προσέχουμε κάτι:
Οι “λόγιοι”, δηλαδή διάφοροι λογοτέχνες, ηθοποιοί, θεατρικοί συγγραφείς, σεναριογράφοι κλπ., όταν προσπάθησαν να γράψουν ή αποδώσουν μάγκικους ρόλους, να μιλήσουν δηλαδή αργκό, έπεφταν συχνά σε λάθη, όπως θα έπεφτε κάποιος που δε μιλά καλά μια ξένη γλώσσα. Δεν μπορεί κανείς να βασιστεί σε αυτούς, γιατί θα μεταφέρει και τα λάθη τους.
Ιωάννα, το μπουγιουρντί και βέβαια έφτασε να σημαίνει κάτι κακό, επιτιμητικό κλπ. αφού η (όποια) εξουσία δεν συνηθίζει να κυκλοφορεί χαρτιά με περιεχόμενο του τύπου «μπράβο, πολύ καλά κάνατε». Μπουγιουρντί έβγαινε για την όποια απόφαση του σουλτάνου, εντολή, προσταγή κλπ. π.χ. και για την επίλυση διαφορών μεταξύ δύο κοινοτήτων της επικράτειας. Όχι αποκλειστικά για επιβολή ποινής.
Πολύ σωστή και η παρέμβαση του Άρη, έστω και σβέλτη, αυτό ειδικά που λέει για το χειρισμό της αργκό από λογίους είναι πολύ σημαντικό. Και θυμήθηκα και τη χρήση του κουταλακιού στην ένεση: μάλιστα, αυτό εννοούσα. Έτσι όμως όπως το έγραψε η Ελένη, για μένα δημιουργείται η εντύπωση πως ακριβώς, «έπαιρνε τα ναρκωτικά με το κουτάλι», που δεν είναι έτσι.
Η πρόταση της Ιωάννας είναι στη θεωρία της σωστή, τα παραδείγματα επίσης, σε γενικές γραμμές, όμως κινδυνεύουμε να πέσουμε στην παγίδα της τακτικής της Βικιπαιδείας, όπου ο καθένας προσθέτει, αφαιρεί, σχολιάζει κατά το δοκούν και τελικά περισσότερη σύγχυση δημιουργείται παρά σε ένα προϊόν εργασίας που έχει μία μόνο υπογραφή. Γιαυτό προτείνω τη σύσταση «τριμελούς επιτροπής» που σε βραδυνή συνεδρίαση, σε μηνιαία βάση, θα επεξεργάζεται τα καινούργια λήμματα και θα αποφασίζει τελεσίδικα. Τώρα, αν βγούνε και λίγο λιγδωμένα τα πρακτικά από τους μεζέδες έ, δεν χάθηκε ο κόσμος…
Και επειδή αυτά δεν γίνονται τόσο απλά, λύση δεν βλέπω. Όσοι όμως έχουν διαβάσει τις επτά σελίδες αυτού του θέματος, κάτι έχουν όλοι κερδίσει. Ας συνεχίσουμε έτσι, λοιπόν….
Μια άποψη κι από εμένα.
Νομίζω πως ένας (και ας αναλάβει όποιος το επιθυμεί) από όλους μας πρέπει να έχει τον κεντρικό τελικό έλεγχο, να σταχυολογεί, να επιλέγει ανάμεσα στις πληροφορίες που ανεβάζουμε, με γνώμονα την εγκυρότητα και αφού ακολουθήσει κι άλλη, νέα διασταύρωση των πηγών.
Γι΄αυτό, καλό είναι να φέρνουμε τις λέξεις για επεξεργασία (όπως εγώ, π.χ.) και μετά να καταγράφονται, αφού γίνει και πάλι ένας νέος επανέλεχγος.
Ας αναφέρεται πρώτα και κύρια η σημειολογία των λέξεων όπως συναντώνται στο λαϊκό μας τραγούδι.
Διαφορετικά, θα μπλέξουμε…
Το «κουλαντρίζω» για παράδειγμα χρησιμοποιείται στη λογοτεχνία, απαντά σε γλωσσάρι όχι μόνο του Τσιφόρου και αποδίδεται τέλεια με τις σημασίες που έδωσα σε προηγούμενο posting.
Κάποιες παρατηρήσεις συμπληρωματικά με το Νίκο Πολίτη.
“Ζούλα” δεν σημαίνει “κλεψιά”.
«Παρόλες», [π.χ. «δε γουστάρω τις παρόλες… »], ταιριάζει εδώ η ερμηνεία: “τα ανόητα, τα παχιά λόγια”, (σύμφωνα και με τα λεξικά Τριανταφυλλίδη και Μπαμπινιώτη).
Ευχαριστώ πολύ όλους σας για τις διορθώσεις και υποδείξεις σας.
Προσθέτω κι άλλες λέξεις για επεξεργασία.
Αν προλάβω αύριο, θα στείλω στον Admin το νέο πίνακα με τα καινούρια στοιχεία.
Και ό,τι λάθος εντοπίσουμε, θα επανέλθω και πάλι με διορθώσεις.
Λάου-λάου: σιγά-σιγά, με το μαλακό, ύπουλα.
Βαλαντώνω: στενοχωριέμαι υπερβολικά, μαραζώνω, εξαντλούμαι σωματικά.
Γινάτι: πείσμα, επιμονή.
Κιτάπι: τα κατάστιχα, τα εμπορικά ή λογιστικά βιβλία (ενίοτε ειρωνικά), οι σημειώσεις, τα χαρτιά.
(kitap: βιβλίο, στα τουρκ.)
Κουτούκι: μικρή λαϊκή ταβέρνα.
[ Μια άλλη ερμηνεία: αυτός που δεν βλέπει από το μεθύσι (συμφωνεί με το τουρκ. Kutuk= κούτσουρο)].
Μερακλής: αυτός που χαρακτηρίζεται από μεράκι, δηλ. έντονη αγάπη και φροντίδα για κάτι.
(τουρκ. Merakli).
Μόκο: σιωπή, «κάνε μόκο»: μη μιλάς, μη φέρνεις αντίρρηση
(ιταλ. Moco=τίποτε)
μπαλαμούτι: ψέμα, απάτη.
(παλιό σλαβ. Balamut, ρωσσικ. Balamut).
Πάστρα: είδος χαρτοπαιγνίου, ξερή.
(Επίσης σημαίνει «καθαριότητα»).
Ραμί: είδος χαρτοπαιγνίου με διάφορες παραλλαγές που παίζεται συνήθως από 3 έως 7 παίχτες και με 2 τράπουλες.
(γαλλικά, rami).
Σκέρτσο: προσποιητός τρόπος συμπεριφοράς, ιδίως γυναίκας, για να φανεί χαριτωμένη, νάζι.
(ιταλ. Schertzo).
[Επίσης μουσικός όρος: ζωηρό και εύθυμο μουσικό κομμάτι, τμήμα μιας ευρύτερης σύνθεσης].
Σαρμάκο: υποχωρώ, κάνω το κορόιδο, πως δεν καταλαβαίνω.
Ξέμαγκας: αυτός που αποφασίζει να αφήσει την ανέμελη ζωή και να ζήσει προγραμματισμένα.
Νίκο, μάλλον δεν κατάλαβες την πρόταση που έκανα.
Δεν είπα περί σβήσε-γράψε και διόρθωνε των υπόλοιπων τα γραπτά…
Πρότεινα :
Όλες οι λέξεις να είναι στο ίδιο, στο πρώτο ποστ. Και εκεί (με το κουμπί edit που θα είναι ενεργό για όλους, για την πρόσβασή μας στο συγκεκριμένο ποστ) να μπαίνουμε και να σημειώνουμε την εκδοχή μας, όπως έδειξα στο παράδειγμα με τη “Ζούλα”.
Δεν θα σβήνουμε των άλλων για να γράψουμε τα δικά μας !!! Προς Θεού !
Ώστε η Ελένη που τα επεξεργάζεται και τα συντάσσει να τα έχει όλα μαζεμένα για ευκολία, καθώς και ο κάθε αναγνώστης.
π.χ. Ξέφυγε της Ελένης η διόρθωση περί “κουσουμάρω” και επαναλαμβάνει την λανθασμένη της εκδοχή 1 σελίδα κατόπιν! Λογικό είναι, μέσα σε τόσο πανικό διαλόγου-διορθώσεων…
Μετά από αυτό το πρώτο ποστ, το συγκεντρωτικό των λέξεων με τις 2 ή 4 ερμηνείες-εκδοχές, τα παρακάτω ποστ να είναι ο διάλογος, οι ισχυρισμοί και τα παραδείγματα. Και μέσα από τους διαλόγους των επόμενων ποστ θα τροποποιεί ή θα συμπληρώνει η Ελένη την τελική της παρουσίαση.
Την λίστα αυτή την έχει αναλάβει η Ελένη, και όποιος μπορεί συνεισφέρει.
Με αυτό τον τρόπο, νομίζω πως, δεν χρειάζεται ούτε τριμελής, ούτε εξαμελής “επιτροπή” !
Γιατί δεν φαντάζομαι πως κάποιος που δεν γνωρίζει μια λέξη να πάει να επέμβει στο ποστ και να γράψει πχ:
μπουγιουρντί: Το καλύτερο είναι της θειάς μου !!!
Κατανοητό τώρα;
ΥΓ-ΔΙΟΡΘΩΣΗ :
Ελπίζω πως δεν έχετε πάρει στα σοβαρά (και το επικαλεστείτε και πουθενά αλλού δηλαδή!) το σχόλιο του Άρη περί σχέσης συνάχη και Ζαμπέτα (που το δέχτηκε χωρίς να γνωρίζει και ο Νίκος Πολίτης !!!).
Και το σημειώνω αυτό, γιατί το θεωρώ προσβλητικό, μιας και ο Ζαμπέτας δεν έκανε αυτή την κίνηση (να πιάνει με τη μύτη του) από κουτσαβακισμό… αλλά, από χρόνιο ερεθισμό του βλεννογόνου, λόγω λήψης οξυγόνου με τα σωληνάκια για έτη πολλά.
Ελπίζω να έγινα αντιληπτή…
Ελένη, να! Εδώ είναι τελικά το μπλέξιμο… Ότι δε λαμβάνονται ή δεν διαβάζονται όλες οι απόψεις για διασταύρωση και επεξεργασία… και δεν εκτιμούνται σωστά.
Ο Αρης σημείωσε, πολύ ορθά, ότι οι λόγιοι δεν γνωρίζουν τη σημειολογία των λέξεων της “μαγκιάς” και του ειδικού χώρου του τραγουδιού. Κι εσύ επιμένεις και λες τι λέει ένα λογοτεχνικό γλωσσάρι…
Είπαμε : Γίνεται προσπάθεια σύνταξης μιας Ρεμπέτικης Φρασεολογίας και όχι ερμηνευτικό λεξικό “σπανίων” σε χρήση λέξεων στην καθομιλουμένη…
Καθώς -ο ίδιος- έδωσε την ερμηνεία για τις “Παρόλες” (για μισόλογα και υπονοούμενα και τζιριτζάντζουλες) και η αναφορά σου επιμένει να είναι μόνο στην ερμηνεία Μπαμπινιώτη … Γιατί ;
Όπως κι εγώ σου σημείωσα ότι “Ζούλα” κυριολεκτικά είναι η κλεψιά. Και δεν αυτοσχεδίασα…
Και εσύ αυθαιρέτως λες : Δεν σημαίνει κλεψιά. Το ξέρεις; Το διασταύρωσες από κάπου;
Γνωρίζεις την έκφραση “Του ζούληξαν το πορτοφόλι” ;
ΥΓ:
Και τα : κιτάπι, το λάγνο, το κουτούκι, το γινάτι, ο μερακλής και…και…και… δεν είναι λέξεις “ρεμπέτικης φρασεολογίας”…
ΕΡΩΤΗΣΗ προς αδμιν:
Μόλις είδα και το excel που αναφέρθηκε.
Γιατί σε excel το κείμενο ; Τι χρηστικότητα έχει αυτή η μορφή, όπως είναι; Ίσα-ίσα είναι δυσανάγνωστο … και αντιαισθητικό στο διάβασμα.
Καλύτερα θα ήταν σε ένα απλό word.
(και παρατήρησα, πως επιλεκτικά έχουν συμπεριληφθεί διάφορα σχόλια… Προς τι αυτό; )
Αυτό, για πολλούς και διάφορους λόγους, δεν μπορεί να γίνει. Το θέμα του “ρεμπέτικου λεξικού” όμως, σίγουρα θα το αντιμετωπίσουμε πιο σοβαρά, χρόνου επιτρέποντος.
Απαντώ εγώ, μιας και τη διάβασα πρώτος. Μπορεί το excel να είναι αντιαισθητικό στο διάβασμα, υποστηρίζει όμως την ταξινόμηση και την αναζήτηση πολύ πιο εύκολα από το word. Επίσης, από ένα excel αρχείο “περνάς” εύκολα τα στοιχεία σε βάση δεδομένων ενώ από ένα word, με κρυμμένα tags και πρόσθετο κώδικα που περιλαμβάνεται στο κείμενο, δημιουργούνται προβλήματα.
Υπομονή, θα τα φτιάξουμε όλα…
Μάστορα καλημέρα! Μήπως μιλάμε για άλλο αρχείο ή κάτι δεν κάνω σωστά εγώ;
Αυτό το excel που βρήκα πώς υποστηρίζει ταξινόμηση, αφού είναι όλα σε μια στήλη… Και η λέξη και η ερμηνεία (όλα ανά σειρά).
Για κοίτα, αν κάνω ταξινόμηση (μόνο μια στήλη έχει για να κάνω) μπερδεύονται οι λέξεις και οι ερμηνείες ! Κοίτα πράματα στο NTOYZENI !!!
Μια συμβουλή, πληζζζζ… Tι κάνω λάθος; Ή έχω δίκιο ;
Φυσικά και έχεις δίκιο. Κάνε υπομονή, εδώ είμαστε και θα τα φτιάξουμε όλα.
Εδώ είμαστε για να μαθαίνουμε!
Καταρχήν η κίνηση: συχνό ρούφηγμα της μύτης και επίσης συχνό “χάιδεμα” των ρουθουνιών, είτε χώνοντάς ανάμεσα σε αντίχειρα και δείκτη είτε πέρνώντας μόνο το δείκτη από πάνω τους.
Δεν είχα ιδέα για το πρόβλημα του Ζαμπέτα που αναφέρει η Ιωάννα. Παρατηρώντας τον αρκετές φορές σε συνεντεύξεις του, έβγαλα αυτό το συμπέρασμα γιατί ο Ζαμπέτας συνήθιζε το μάγκικο φέρσιμο (και το κουτσαβάκικο), πάντα με μια δόση υπερβολής. Πιθανότατα για να προκαλεί τον καθωσπρεπισμό των άλλων. Η συγκεκριμένη κίνηση ήταν γνωστή στους χώρους της μαγκιάς. Προσωπικά γνώρισα αρκετούς παλιότερους, συνήθως άτομα που είχαν παρελθόν στον υπόκοσμο (καθότι Καλαματιανός) που συμπεριφέρονταν έτσι. Βέβαια δεν είναι χαρακτηριστικό του αληθινού μάγκα. Γι’ αυτό γράφω “κουτσαβάκικο φέρσιμο”. Ο αληθινός μάγκας προσπαθεί να μην μπλέξει στα “σκληρά”. Κι αν όμως τα φέρει η ζωή και βρεθεί μπλεγμένος, δεν έχει έχει κανένα λόγο να καυχιέται γι’ αυτό. Το μάγκικο περπάτημα, το αργό, προσεκτικό περπάτημα του μάγκα σε αυτό ακριβώς αποσκοπεί. Να μη γείρει, να μην παραπατήσει και δώσει δικαιώματα!
Επεξηγηματικά, ο ψευτόμαγκας που κάνει τη συγκεκριμένη κίνηση, το κάνει με σκοπό να δηλώσει στον απέναντί του: “Κοίτα, εγώ τα 'χω κάνει όλα, έχω περάσει από παντού”. Ενίοτε και ως απειλή: “Δε φοβάμαι τίποτα, έχω κάνει τα χειρότερα”.
Και τέλος υπάρχουν φυσικά και οι συστηματικοί χρήστες που κάνουν τη συγκεκριμένη κίνηση επειδή απλώς η μύτη τους είναι μονίμως ερεθισμένη. Αυτοί δε θέλουν να δείξουν τίποτα…
Την Ιωάννα εννούσες βέβαια, Ελένη.
Γινάτι: και Ινάτι (inat )
Σαρμάκο: μόνο σε συνδυασμό με το ρήμα κάνω. Μόνο από τον Μάρκο το έχω απαντήσει. Το ετυμολογώ από το σαρμάκι, τον ντολμά: sarmak = περιτυλίγω, πολιορκώ, περικυκλώνω, περιστοιχίζω. Το τύλιγμα του τουμπεκιού δηλαδή, πρβλ. και κάνω τουμπεκί.
Ξέμαγκας: κατά παρασυρμόν από το ξέπαπας.
Κατά τα άλλα, ας περιμένουμε κάποια τεχνική πρόταση που θα επιτρέψει την παρέμβαση άλλων κλπ. με τα οποία φυσικά συμφωνώ.