Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Εδώ ακριβώς προβληματίζομαι…
Μήπως εννοεί τον Άγιο Παντελεήμονα; Δεν υπάρχει χωριό ή κωμόπολη με αυτό το όνομα στη Σύρο.
Νιχώρι, πάλι, δεν βρίσκω… Μήπως, Νεοχώρι;
Μήπως γι’ αυτά τα τοπωνύμια να πούμε έτσι γενικά “τοποθεσίες στη Σύρο” και να ξεμπερδεύουμε;

Κανείς Συριανός στην παρέα μας, μήπως υπάρχει, να μας διαφωτίσει καλύτερα;

Όσο για τις “μούσες” των δημιουργών, νομίζω πως καλύτερα είναι να γίνεται αναφορά στον τόπο καταγωγής τους, όπου χρειάζεται διευκρίνιση, π.χ. : Ξαβεριώτισσα, αναφορά στο Ξαβέρι.

Υ.Γ. Βέβαια, δεν έχουμε τελειώσει με τα τοπωνύμια.
Για οικονομία στο χώρο, ό,τι άλλο βρω, θα το εντάξω σ’ αυτό το post.

Εγώ ακούω μάλλον ρώ: Παντέρι ή Πατέρι.

Αυτη η πληροφορια μου αρεσε , αλλα φιλτατε κ. Πολιτη , πηρα φοβο και δεν πατω
μπραβοκουμπο , αλλα σας το καταθετω , μεσα απο την καρδια μου … το μπραβο μου …

Το “Πέραν” υπάρχει στο τραγούδι “Στο Γαλατά ψιλή βροχή”. Οι στίχοι λένε:

“Στο Γαλατά θα πιω κρασί
στο Πέραν θα μεθύσω
και μέσ’ απ’ το Γεντί κουλέ
κοπέλα θ’ αγαπήσω”

Νομίζω ότι γράφεται Ντεπό, μιας και προέρχεται από ξένη λέξη.

Και όπως έγραψε κι ο Παλαμάς, “…βρίσκεται το ταπεινό Νιχώρι”, εννοώντας, φυσικά, το Νεοχώρι (Μεσολογγίου).
Άρα, Νιχώρι= Νεοχώρι

Εδώ μου ήρθε και το “ο φόβος φυλάει τα έρημα” αλλά και το “Φοβού τους Δαναούς, και δώρα φέροντας”.

ο Βαμβακάρης το 1936 λέει Παντέλι, αλλά μπορεί να είναι και Παντέλη, και Νιοχώρι και ο Μπιθικώτσης το 1961 Πατέλι και Νιχώρι
όσο για το Ντεπώ την εποχή που έγινε το τραγούδι κι ως το 1958 περίπου που τα λεωφορεία άρχισαν να γράφουν Αποθήκη γραφόταν με ωμέγα αλλά αφού όπως λέει η Pelagia οι ξένες λέξεις γράφονται με όμικρον γιατί το ευρό γράφεται με ωμέγα ;

[b]Το [/b][b]ευρώ, ως άκλιτο ουσιαστικό,[/b] προέρχεται από τη γαλλική euro (ο τόνος στην κατάληξη), η οποία αποτελεί σύντμηση της λέξης Europe που, φυσικά με τη σειρά της, προέρχεται από την ελληνικότατη λέξη “Ευρώπη”, γι’ αυτό και σε αυτή τη δίνη των γλωσσικών αντιδανείων το ωμέγα παραμένει.

Ο φίλος μας ο Μπαμπινιώτης αντιπροτείνει και θεωρεί ορθή τη χρήση του ουσιαστικού ευρό (το) ή εβρό, γένους ουδέτερου, το οποίο πρέπει να κλίνεται κανονικά (τα ευρά, των ευρών κ.λπ.) διότι κατά την άποψή του αποτελεί καινούργια-“ελληνοποιημένη” λέξη που πρέπει να ακολουθεί τους κανόνες της νέας ελληνικής γραμματικής (π.χ. όπως το δολάριο, ουσιαστικό ουδέτερου γένους που κλίνεται κι αυτό κανονικά).

Και οι δύο απόψεις στηρίζονται από σωστά επιχειρήματα. Η λέξη που, βέβαια, επικρατεί τελικά είναι αυτή που χρησιμοποιείται περισσότερο στην καθομιλούμενη.

Πρόκειται για την Ακτή Ξαβερίου, θέατρο των περισσοτέρων διηγημάτων του ανεπανάληπτου Νίκου Τσιφόρου (Τα παλιόπαιδα τα ατίθασα, Τα παιδιά της πιάτσας, Παραμύθια πίσω από τα κάγκελα κλπ).

Το Ντεπώ βρίσκεται στην ανατολική Θεσσαλονίκη και όντως εκεί ήταν οι μύλοι Αλατίνη που σήμερα είναι προς οικιστική αξιοποίηση και ξενοδοχειακή μονάδα, πλην του κεντρικού κτιρίου που είναι διατηρητέο (ιδιοκτησίας ΕΤΕ).
Λίγο μακρύτερα από τους Μύλους και δίπλα στη Νομαρχία βρισκόταν και το περίφημο Τάγμα Τηλεγραφητών που υπηρέτησε ο Τσιτσάνης και έγραψε το περίφημο προπολεμικό τραγούδι του.Πρόκειται για μεγάλο στρατώνα-κτίριο, εξαιρετικά αναπαλαιωμένο σήμερα.
Τα όρια του Ντεπώ είναι όντως ασαφή και πάντως η γραφή που επικράτησε είναι με ωμέγα.
Τα περίφημα “Κούτσουρα του Δαλαμάγκα” δεν ήταν στο Ντεπώ αλλά αρχικά στην προέκταση της οδού Νικηφόρου Φωκά , περίπου απέναντι από τον Λευκό Πύργο, στην καρδιά της Θεσσαλονίκης, όπου πιθανολογείται ότι ήταν και ο “τεκές” του Σιδέρη (Δροσούλα).
Λίγο παραπάνω στην οδό Π.Μελά (πίσω από την Αγία Σοφία) βρισκόταν και το "Ουζερί Τσιτσάνης" που άνοιξε στην περίοδο της Κατοχής .

Γιατί δεν είναι ξένη λέξη! Ευρώπη γράφουμε, όχι Ευρόπη. Εσύ όμως, Σπίρο, να μας εξηγήσεις γιατί το δικό σου όνομα δεν γράφεται Σπύρος: ξενική λέξη είναι;

Τσερκέζος, Τσερκέζα: Κιρκάσιος, Κιρκασία.
Από την περιοχή της Ρωσίας που εκτείνεται από τις πλαγιές του μεγάλου Καύκασου μέχρι τον Εύξεινο Πόντο και την Αζοφική θάλασσα και μέχρι τη Γεωργία.
“Η Τσερκέζα”, παραδοσιακό τραγούδι, σε εκτέλεση με τη Ρόζα το 1934.
Και «Τσερκές» του Παντελίδη, με τη Ρίτα Αμπατζή.
[Ρωσικά: Cerkezy < οσετ. Carkas = αετός].

Ταταύλα: συνοικία της Κωνσταντινούπολης, ΒΔ. του Πέραν.
Μέχρι το 1922 κατοικείτο αποκλειστικά από Έλληνες, φημισμένους για τα γλέντια τους.
« Καροτσέρη τράβα, τράβα για Ταταύλα… »

Τζιτζιφιές: στον όρμο του Φάληρου, μεταξύ του Παλαιού και του Νέου Φαλήρου.
Από τη «Τζιτζιφιώτισσα» του Τούντα, με το Νούρο, 1927.

Σωτήρχαινας: πλούσιος κτηνοτρόφος από τη Λειβαδιά (1893 – 1932) ο οποίος κατηγορήθηκε – μάλλον λόγω πολιτικών αντιπαραθέσεων – για την απαγωγή και μετά την εκτέλεση ενός μικρού παιδιού. Στις φυλακές της Αίγινας και ενώ εκκρεμούσε η έφεση που είχε ασκηθεί στον Άρειο Πάγο κατά της καταδίκης του, εκτελέστηκε.
«Σωτήρχαινας» (1934) του Καρίπη με τον Παπασιδέρη.

Ωρωπός: όρμος και παραθεριστικό συγκρότημα της ΒΑ Αττικής, στις ακτές του Ευβοϊκού κόλπου.
Από το 1933 στεγάστηκαν εκεί οι αγροτικές φυλακές και η φυλακή αυτή παρέμεινε μέχρι το 1970, ενώ κατά τη διάρκεια της Χούντας υπήρξαν και αρκετοί πολιτικοί κρατούμενοι εκεί.
«Οι φυλακές του Ωρωπού» (1934), Μπάτης.

Κοκκινιά: συνοικία του Δήμου Πειραιά, με ένα τμήμα της, την παλιά Κοκκινιά να ανήκει στο Δήμο Πειραιά και τη Νέα στο Δήμο Νίκαιας.
Είναι βέβαια η Κοκκινιά, η συνοικία της Προσφυγιάς και της Αντίστασης, που τραγουδήθηκε και ενέπνευσε ποιητές, στιχουργούς και συνθέτες.
“Το κουκλί της Κοκκινιάς”, του Τούντα
"Σε διώξαν απ’ την Κοκκινιά¨, Τσιτσάνη,
“Στέλιος Καρδάρας”, Γενίτσαρη,
“Πέτρα, πέτρα”, Καλδάρα, Πυθαγόρα κ.λπ.

Βορονώφ Σεργκέι: Ρώσος φυσιολόγος (1866-1951), που πήρε τη γαλλική ιθαγένεια το 1897.
Στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε ως διευθυντής στο χειρουργικό τμήμα του ρωσικού νοσοκομείου στη Γαλλία.
“Ο Βορονώφ”, Σκαρβέλης, Ρόζα, 1933.

Μπουρνόβας: η Πρινόβαλις των Βυζαντινών, προάστιο της Σμύρνης, στα Β.Α.
Η ονομασία του προέρχεται από τις Τουρκικές λέξεις burun καί ova πού σημαίνουν το άκρο (μύτη) της πεδιάδας. Στο προάστιο αυτό έμεναν οι εύπορες οικογένειες της Σμύρνης αλλά ήταν και η συνοικία των ξένων ιδίως των Άγγλων κατοίκων της πόλης.
“Παποράκι του Μπουρνόβα”, παραδοσιακό.
“Μπουρνοβαλιά”, Γκάτσου - Ξαρχάκου.

Και οι δικές μου προσθήκες:

Τα Ταταύλα ονομάζονται σήμερα kara koy νομίζω.

Η πρώην Κοινότητα Ωρωπού, σήμερα Δήμος Ωρωπίων, τρομάρα μας, είναι χωριό της ενδοχώρας της περιοχής. Στην παραλιακή ζώνη, όπου και οι φυλακές, παλαιά δεν υπήρχε τίποτα και απλά ήταν «η παραλία του Ωρωπού». Αργότερα δημιουργήθηκε εκεί η (ιχθυο-)Σκάλα Ωρωπού, σε μία προσπάθεια της τότε κυβέρνησης για διευκολύνσεις στη διακίνηση αλιευμάτων του Νότιου Ευβοϊκού. Δίπλα ακριβώς δημιουργήθηκε και η κοινότητα «Νέα Παλάτια», με (Παλατιανούς) πρόσφυγες από την ομώνυμη κωμόπολη της Μικρασίας.

Η περιοχή της Κοκκινιάς μάλλον πήρε το όνομά της από την αργιλώδη σύσταση του εδάφους της («κοκκινιές») και όχι από τα πολιτικά φρονήματα των κατοίκων της, που ήρθαν αργότερα. Πολύ κοντά στον οικισμό υπήρχε η «Κεραμουργεία Δηλαβέρη, εργοστάσιον Πειραιώς», που κατασκεύαζε κεραμίδια και τούβλα.

Ο Βορονώφ μπορεί να σχεδίαζε (ή να ονειρευόταν), μεταμοσχεύσεις όρχεων πηθίκου σε υπερήλικες άρρενες, αλλά φαίνεται ότι ποτέ δεν υλοποίησε τους σχεδιασμούς του. Δεν γλύτωσε, φυσικά, τη διαπόμπευση από τον Σκαρβέλη.

Την παρατήρηση στην οποία απαντάς την έκανα, ας πούμε, σαν μικρή προβοκάτσια και δεν περίμενα να έχει τόσες αντιδράσεις.
Ξέρω πώς έγινε η λέξη και είμαι απʼ την αρχή αντίθετος, πριν απʼ την αρχή στην Ελάδα γιατί στη Γαλία το ευρό εφαρμόστηκε στις χρηματιστικές και στις δϊεθνείς συναλλαγές δύο χρόνια προτήτερα, κι εγώ από τότε έλεγα όταν μιλούσα εληνικά το ευρό, τα ευρά. Το κάνω και στην Ελάδα από τότε που υπάρχει και κάθε τόσο βρίσκονται νομοταγείς πολίτες που με δϊορθώνουν και φυσικά τους απαντάω κατάλληλα. Μπορώ όμως να πω από την πείραμου ότι όσο πάει γίνονται και πιο σπάνϊοι. Θα μου επιτρέψετε λοιπόν να αναπτύξω τη θέσημου κάπως αναλυτικά παρόλο που η λέξη δεν αναφέρεται στα ρεμπέτικα τραγούδια.

Το νόμισμα χρησιμοποιείται καθημερινά από όλους και ίσως η λέξη που το ορίζει να είναι η πιο συνειθισμένη σε κάθε χώρα.
Το ελληνικό νόμισμα ήταν η δραχμή και το ωμέγα που η κυβέρνηση ήθελε να δϊατηρήσει είναι αρκετά συνειθισμένη κατάληξη σε θηλυκά ουσϊαστικά καί στʼ αρχαία (Λητώ, ηχώ) καί στα τωρινά (Βαγγελιώ, Λενιώ) εληνικά. Θα μπορούσε να προταθεί η λέξη η ευρώ, της ευρώς, οι ευρές. Το ουδέτερο έχει για κατάληξη όμικρον. Απʼ την άλλη μεριά η κλίση των ονομάτων με μεγάλη δϊαφορά ανάμεσα στον ενικό και τον πληθυντικό (κουμαρζτής-κουμαρζτήδες, μπαγλαμάς-μπαγλαμάδες, μπουζουκτσής-μπουζουκτσήδες) είναι πολύ ισχυρό χαρακτηριστικό της γλώσας. Μια κανονική κυβέρνηση θάπρεπε πριν κυκλοφορήσει το καινούργιο νόμισμα νʼ ανακοινώσει την κλίση της λέξης που το ορίζει όπως έγινε σε άλλα κράτη. Στη Γαλία για παράδειγμα ανακοίνωσαν ότι το euro κάνει το πληθυντικό όπως όλες οι γαλικές λέξεις euros.
Γιατί στην Ελάδα έγινε άκλιτο ; υπάρχει εδώ μια αντίθεση γιατί η κυβέρνηση λέγοντας ότι θέλει να κρατήσει την εληνικότητα της Ευρώπης κατασκεύασε μια ξένη λέξη.
Ήταν προβλέψιμο, και μπορώ να πω ότι το πρόβλεψα όχι όμως για τόσο γρήγορα, ότι μια τόσο κοινή λέξη δεν είναι δυνατό να είναι άκλιτη στα εληνικά αλλά ότι χρειάζεται και αντίσταση. Και φαίνεται, απ ό τι γράφεις ότι αυτό γίνεται κιόλας. Είναι σίγουρο πάντως ότι η γραματική μιας γλώσας δεν μπορεί νʼ αλλάξει με κυβερνητικό δϊάταγμα.
Όσο για το Μπαμπινιώτη απʼ ό τι άκουσα ήταν αυτός που πρότεινε, πολλοί λένε κατασκεύασε αυτό το τερατάκι. Αν τώρα άλλαξε γνώμη είναι γιατί υποχρεώθηκε από τα πράγματα. Γιατί υπάρχει αντίσταση. Ο Τσολάκης καί σε άρθρα καί στην τηλεόραση εδώ και δυο χρόνια τουλάχιστο το καταπολεμάει. Έχω κάμποσες φορές διαβάσει σε τοποθεσίες ίντερνετ τα ευρά. Και μ ʽεχουν πει ότι το ινστιτούτο Τρϊανταφυλίδη ήταν απʼ την αρχή αντίθετο.

Απαντάω και στο Νίκο Πολίτη που φαίνεται να ενοχλήθηκε από το σπίρος.
Προσπαθώ να γράφω πιο απλά και όσο γίνεται φωνητικά. Όποιος διάβασε ένα απʼ τα μυνήματάμου στο ρεμπέτικο φόρουμ τόχει καταλάβει.
Ιστορικά έγινε έτσι : Το βαφτιστικόμου είναι βέβαια Σπυρίδων που έγινε στα γαλικά από κάποιον γραφειοκράτη στην υπηρεσία διαβατηρίων Spiridon. Φυσικά δε το χρησιμοποιώ παρά μόνο στα επίσημα χαρτιά και γράφω Spiros απʼ όπου βγήκε το σπίρος ή Σπίρος. Πρόκειται λοιπόν για ξενική λέξη.

Μπράβο κι από μένα
Την εποχή του Τσιτσάνη γραφόταν Ντεπώ. Ως το 1958 περίπου όταν στα λεωφορεία μπήκε η επιγραφή Αποθήκη. Από τότε νομίζω ότι η λέξη είναι μόνο προφορική. Συμφωνώ με την ιστορική γραφή παρόλο που στο πρώτομου μύνημα (#934) το έγραψα με όμικρον.
Για την ουζερί του Τσιτσάνη νομίζω ότι ο καλύτερος προσδϊορισμός είναι στη δϊαγώνϊο, περϊοχή κεντρική και χαρακτηριστική της Θεσαλονίκης.

Ξαναγυρίζω στο πρώτομου μύνημα και τις λέξεις που αναφέρονται σʼ αυτό.
Με την εξήγηση που έδωσε ο Νίκος Πολίτης είναι φανερό ότι «γιαλάνι» είναι άλλη λέξη όπως «γιος» είναι εξέλιξη του «υιός» που δεν υπάρχει πια στα εληνικά και το «γιάμας», ή πιο επίσημα «γειά μας», που βγήκε απʼ την υγεία η οποία όμως εξακολουθεί να ζει. Καί τα δυο βρίσκονται τώρα σʼ όλα τα λεξικά.
Προτείνω να γραφτεί ένα λήμμα στο γλωσάρι συνταγμένο κάπως έτσι : γιαλάνι δες αλάνι, και η λέξη αλάνι να συμπληρωθεί με την εξήγηση για την ευφωνική αλλαγή και τους στίχους όπου εμφανίζεται το γιαλάνι και η γιαλανιάρα
δεν περνάει γιαλάνιμου, βρε πια, για με η μπογιάσου,
Γιατ’ είμαι εγώ η γιαλανιάρα
Στο στίχο Δε με μέλλει εμένα αν είσ’ αλάνι δε χρειάζεται το «γι» γιατί το «αι» έφυγε με την έκθλιψη. Όσο για το κρύγιες θυμίζει το «καινούριος» που πολλοί (κι εγώ φυσικά) το γράφουν «καινούργιος» και άμα πάμε στο λεξικό του ινστιτούτου Τρϊανταφυλίδη που δίνει πάντα τη φωνητική γραφή θα διαβάσουμε «kenurjos». Με λίγα λόγια δεν πρόκειται για ένα απλό γλωσολογικό φαινόμενο αλλά για εξέλιξη της γλώσας και η Ρόζα, που δεν ήταν βέβαια γλωσολόγα, μας δίνει με τη Λιλήτης ένα μάθημα προφοράς.
Στις καινούργιες γενιές ξεχάστηκαν αυτές τις λεπτομέρειες γιατί ψάχνοντας τους στίχους του τραγουδιού πήγα στην τοποθεσία stixoi.info όπου οι κρύγιες ματσαράγκες γίνονται τρίχες ματσαράγκες και η αλανιάρα δεν έχει ίχνος από ευφωνικό γι (Ο Περπινϊάδης, που το ηχογράφησε την ίδια εποχή υποθέτω, δε βάζει). Βρήκα όμως ότι
Ο Κοπανάς είναι μια προσφυγική συνοικία που δημιουργήθηκε στην Αθήνα, μεταξύ Βύρωνα και Ηλιούπολης όπου ήταν νταμάρι επί κατοχής
(στο στίχο Δε με μέλλει εμένα αν είσ’ αλάνι απ’ τον Κοπανά) και προτείνω φυσικά να μπει κι αυτό το τοπονύμϊο στο γλωσάρι.

Πάλι απʼ την εξήγηση του Νίκου Πολίτη βγαίνει ότι το «κόβω» έχει δύο ένοιες.
Τη μια απʼ τα χαρτιά που είναι μεταφορική και, ας πούμε, πιο ειδική απʼ αυτήν που βρίσκεται πια σʼ όλα τα λεξικά (κόβω την τράπουλα πριν το μοίρασμα) και μια εικόνα που σημαίνει ρίχνω, καταφέρνω, επιβάλομαι και νομίζω ότι καί οι δυο πρέπει να μπουν στο γλωσάρι

Επιμένω για την έκφραση τη βιόλα που βαράς

Και μια άγνωστη λέξη: γιάμοπου είναι ο τίτλος από ένα τραγούδι με τη Ρόζα Εσκενάζυ και το Λάμπρο Λεονταρίδη να παίζει λύρα ηχογραφημένο το 1935

Επιμένω για την έκφραση τη βιόλα που βαράς ( απο Σπιρο )

Σπιρο αυτη την εκφραση , εγω προσωπικα την χρησιμοποιω αρκετα συχνα …
ΒΙΟΛΑ , το μεγαλο βιολι ( αλτο ), μεταξυ κοινου βιολιου και βιολοντσελου …
Μεταφορικα … << τι ρολο παιζεις >> …
Τελειως λαικη η ρηση , αλλα τελειως λεμε …

Τωρα που θυμηθηκα και ενα αλλο …<< πως παν’ τα πιανα >> …

Σωστός ο Σπίρος! Εγώ βέβαια δεν συμφωνώ με τη φωνητική ορθογραφία, όχι μόνο γιατί μπορεί να δημιουργήσει παρερμηνείες / παρεξηγήσεις, αλλά κυρίως γιατί έτσι σβήνεται μία παράδοση πραγματικά χιλιετιών, στο δήθεν «βωμό» της σημερινής απλοποίησης. Ίσως όμως εμπεριέχεται εδώ και κάποια ανομολόγητη ζήλια για π.χ. την αγγλική γλώσσα, παραβλέποντας βέβαια ότι και η Αγγλική έχει τους δικούς της μη φωνητικούς ορθογραφικούς κανόνες. Προς επίρρωσιν παραπέμπω στο καταπληκτικό βιβλιαράκι του John Lennon “John Lennon in his own write”, που όποιος μου το βρεί θα εισπράξει ως αντίτιμο το βάρος του μελανιού του σε χρυσάφι! (προσοχή, όχι και του χαρτιού).

Εύκολο για τους Γάλλους να δημιουργήσουν πληθυντικό euros και να ησυχάσουν, ότι πλέον η λέξη κλίνεται και έτσι γαλλοποιείται. Τι θα κάνουμε εμείς οι φουκαράδες όμως, που διαφοροποιούμαστε στις πτώσεις; Ας ξεχάσουμε βέβαια τη δοτική, αλλά του Ευρού θα πούμε; Των Ευρών; Το μέλλον θα δείξει.

Πάντως εγώ θυμάμαι τον θείο μου, που στη δεκαετία ΄50 έμενε στο Ντεπό, να το γράφει με όμικρον. Και δεν καταλαβαίνω καθόλου το ωμέγα, στο κάτω κάτω η λέξη δεν γράφεται depaut ή depault στα γαλλικά.

Δεν συμφωνώ με τον παραλληλισμό γιαλάνι και γιός. Το δεύτερο είναι εξέλιξη του υιός, όπου κάπου έπρεπε να φανεί και το ύψιλον. Μάλιστα, υπάρχει και η ενδιάμεση (χρονολογικά) γραφή «Μάνα με τους εννιά ΄ν υγιούς». Το πρώτο είναι απλά και μόνο ευφωνική τροποποίηση. Η παρατήρηση για την έκθλιψη του –αι πολύ σωστή. Και δεν είναι η πρώτη φορά που αμόρφωτοι άνθρωποι, εδώ και ξένης καταγωγής επιπλέον, δίνουν παραδείγματα σωστού χειρισμού της γλώσσας.

Στα χαρτιά, στην πρέφα π.χ. η έννοια του κόβω είναι «διακόπτω την λογικά αναμενόμενη εξέλιξη», δηλαδή το να καταλήξει η μπάζα (χαρτωσιά) στον αντίπαλο. Κατʼ αναλογίαν, η γκόμενα δεν καταλήγει σε εκείνον που μόνο λιμά διαθέτει.

Η έκφραση «ανθίστηκα τη βιόλα που βαράς» κατά τη γνώμη μου είναι αρκετά σαφής, αν υποτεθεί ως γνωστό το λήμμα ανθίζομαι. Ας προστεθεί όμως, γιατί οι νεότερες γενιές μάλλον δεν ξέρουν την έννοια του βαρώ ως παίζω όργανο. Ίσως και με το παράδειγμα «το μπουζούκι μου κρατάω, το ζεϊμπέκικο βαρώ».

Το γιάμο, μάλλον να το αναζητήσουμε σε τουρκικό λεξικό;

το ζήτημα είναι αν θα μπει στο γλωσάρι κι αυτό προτείνω

Σωστά το επιμένετε και το προτείνετε μια και υπάρχει στο τραγούδι:
Κάτω στο Πασαλιμάνι (Γυναικομάνι) - (1947)
================================
Στίχοι: Πάνος Πετσάς
Μουσική: Πάνος Πετσάς
Πρώτη εκτέλεση: Ιωάννα Γεωργακοπούλου-Στελλάκης Περπινιάδης


ε ρε τι γυναικομάνι
κάτω στο Πασαλιμάνι.

Βαράνε τα κορίτσια
την ίδια πάντα βιόλα
και βρίσκουνε τ’ αγόρια τους
και πίνουνε απ’ όλα.

Το πρώτο είναι:

“Το βράδυ σαν νυχτώσει
την πιο καλή ωρίτσα,
τραβάνε τον κατήφορο
τα όμορφα κορίτσια”

και το τελευταίο:

“Έγια μόλα έγια λέσα
στο Πασαλιμάνι μέσα,
Έγια μόλα έγια λέσα
στο Πασαλιμάνι μέσα

η Πόλυ Πάνου λέει παίρνουνε πότε όμως;
και πού είναι η Φρεατίδα;

Εγώ είμαι της άποψης ότι, εάν θέλουμε να μάθουμε ένα τραγούδι, είτε στίχους είτε μουσική, πρέπει να μελετάμε την πρώτη εκτέλεση. Έτσι όπως το έγραψε ο συνθέτης, και στην συγκεκριμένη περίπτωση το έγραψε έτσι:
“Το βράδυ σαν νυχτώσει
την πιο καλή ωρίτσα,
τραβάνε τον κατήφορο
τα όμορφα κορίτσια”

υ.γ. Άντε να παίξεις σε 1η εκτέλεση το “Αλήτη μ’ είπες μια βραδυά” (“Το παράπονο του αλήτη” κανονικά) ή το “Μες στην πολλή σκοτούρα μου” και πόσα άλλα δηλαδή.
Χρυσές και άγιες οι επανεκτελέσεις, αλλά χρειάζεται λίγος σεβασμός παραπάνω.

Δε νομίζω ότι είναι δύσκολο να πούμε και να γράψουμε ευρών αλλά το πρόβλημα είναι αλού. Μια υπεύθυνη κυβέρνηση και γλωσολόγοι σαν τον Μπαμπινιώτη που τη συμβούλευαν ή που διάλεξε για να τη συμβουλέψουν έπρεπε να ήξεραν γραμματική, και το ότι η κλίση ονομάτων είναι έντονο χαρακτηριστικό της εληνικής γλώσας, και να προτείνουν μια λέξη που να κλίνεται. Η λέξη θα είχε επιικρατήσει με μια προπαγάνδα από τα μέντϊα που τόσο καλά ξέρουν να κάνουν όλες οι κυβερνήσεις.
Όσο για τη γενική, κάντηνμου με το μπαγλαμαδάκι, το καραντουζένι, την ξανθομαλούσα και άλλα τέτοια. Παλιά έγραφαν χιλιάδες δραχμών αλλά κάμποσα χρόνια πριν καταργηθεί η δραχμή καταργήθηκε η γενική και ποτέ κανένας δεν άκουσε ένα μανάβη να λέει οι ντομάτες κάνουν δύο δραχμών ή έναν πωλητή να πληροφορεί τον πελάτητου ότι η τιμή του κουστουμιού είναι τρεις χιλιάδες δραχμών. Η γενική ύστερʼ από αριθμητικό θεωρείται πια από πολλούς γλωσολόγους λάθος αλλά αυτό δεν εμποδίζει να γράφεται ακόμα στο ρεμπέτικο φόρουμ πολλές εκατοντάδες ηχογραφήσεων (#33 στο θέμα διασκευές και αλλοιώσεις). Τι θάλεγες όμως αν είχες να μετρήσεις παρτιτούρες ή βερίκοκα ;

Το ωμέγα στο Ντεπώ βγαίνει απʼ την περισπωμένη του dépôt που κάνει το «ο» να προφέρεται πιο ανοιχτό. Το « au » αποδίδει στα γαλικά το εληνικό «αυ» (autoanalyse, automobile) αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι το αντίστροφο συμβαίνει, βρήκα μόνο τη λέξη Αυστρία (Autriche) που δεν είναι βέβαια γαλικιά.
Όσο για το θείοσου, αν είναι ο Λίνος Πολίτης που σέβονταν και θαύμαζαν οι φοιτητές της φιλοσοφικής σχολής να είσαι σίγουρος ότι το έκαμνε για νʼ απλοποήσει και να χτυπήσει την επίσημη γραφή της εποχής. Κι εγώ τότε έτσι έκαμνα αλλά τώρα που η γειτονιά σχεδόν εξαφανίστηκε, τουλάχιστο στα γραπτά, υποστηρίζω την ιστορική γραφή.