Ρεμπέτικη φρασεολογία και άγνωστες λέξεις

Την Ιωάννα εννούσες βέβαια, Ελένη.

Γινάτι: και Ινάτι (inat )

Σαρμάκο: μόνο σε συνδυασμό με το ρήμα κάνω. Μόνο από τον Μάρκο το έχω απαντήσει. Το ετυμολογώ από το σαρμάκι, τον ντολμά: sarmak = περιτυλίγω, πολιορκώ, περικυκλώνω, περιστοιχίζω. Το τύλιγμα του τουμπεκιού δηλαδή, πρβλ. και κάνω τουμπεκί.

Ξέμαγκας: κατά παρασυρμόν από το ξέπαπας.

Κατά τα άλλα, ας περιμένουμε κάποια τεχνική πρόταση που θα επιτρέψει την παρέμβαση άλλων κλπ. με τα οποία φυσικά συμφωνώ.

  1. Κουτούκι: μικρή λαϊκή ταβέρνα.
    Στην τουρκική : ÇOTUK = κούτσουρο / KÜTÜK = αρχεία, μητρώα
    Πιθανότερη εκδοχή από το KUTU = κουτάκι, μικρή θήκη.
    Άρα: Μικροσκοπικό ταβερνάκι (με όλες τις …πολύτιμες προεκτάσεις του ! )

Από το MERAK = καλή περιέργεια, ενδιαφέρον, ανησυχία
Μερακλής : Ο σχολαστικός. Και (κατά συνέπεια) ο λάτρης κάποιου πράγματος.

Να σημειώσουμε εδώ και τη λέξη :
Παστρικιά : (υποτιμητικά και με υπονοούμενο) Η “καθαρή” όλη την ώρα. Συνεπώς, η γυναίκα ελευθέρων ηθών.
Συνηθισμένος ρατσιστικός κακοχαρακτηρισμός των ντόπιων για τις προσφυγοπούλες των χαμένων πατρίδων… (μιας και φέρανε τη συνήθεια του “καθημερινού πλυσίματος”, μια άγνωστη λέξη για τους γηγενείς ! )

Προσοχή! Τελείως αντίθετης σημασίας η λέξη !!! (αν και Νίκος ενώ μας λέει την προέλευση, του …“ξέφυγε” στο τέλος η ερμηνεία ! )

Σαρμάκο: πολιορκία, σκληρό μαρκάρισμα, περικυκλώνω, έφοδος, “κάνω ντου”.
[Sarmak: πολιορκώ (περιβάλλω κατ’ επέκταση)]

Εννοιολογικά ταιριάζει απόλυτα και με το τραγούδι τού Μάρκου :
(Ο Μάρκος δεν υποχωρεί και κάνει το κορόιδο!!! Θέλει να κάνει ντου ! Να τους “χαλάσει” τη μούρη… )

[i]…Τώρα σε βλέπω μ’ άλλονε κι εγώ κάνω σαρμάκο
γιατί ταιριάζει στ’ όνομα για να με λένε Μάρκο *…"
(Εσένα και τον άντρα σου θε να σε στραπατσάρω
και μέσ’ από το σπίτι σου θε νάρθω να σε πάρω)

[/i]ΥΓ:* Μια σημείωση -σκέψη - εκδοχή :
"
γιατί ταιριάζει στ’ όνομα για να με λένε Μάρκο" = Σαν τον Μάρκο Μπότσαρη στην πολιορκία του Μεσολογγίου.

Βεβαίως μου ξέφυγε η ερμηνεία, Ιωάννα. Έτσι πρέπει να είναι, δεν θα ήταν λογικό να επικαλεστεί το όνομά του ο Μάρκος για μια στάση υποχώρησης, συμβιβασμού. « …κιʼ εγώ σε πολιορκώ», λοιπόν!

Πολύτιμη η προσπάθεια που γινεται και μπράβο σε ολους που διαθέτουν χρονο και υπομονή!!
Νομίζω πως λειτουργεί άψογα: κάποιος παραθέτει τις λεξεις, άλλοι συμπληρώνουν και διορθωνουν και κάποιος πάλι εχει την ευθυνη να το παρουσιάσει στην τελική του μορφη.

Προταση:
Να προσθέταμε και τοπωνυμια; Χρειάζονται κι αυτά!

Ελένη … Αν προλάβω αύριο, θα στείλω στον Admin το νέο πίνακα με τα καινούρια στοιχεία.
Και ό,τι λάθος εντοπίσουμε, θα επανέλθω και πάλι με διορθώσεις

Ωραία!!!

Υ.Γ. “κάθομαι σαρμακο” ή “κάνω σαρμάκο” στα μερη μας σημαίνει “δε μιλώ”, “ησυχάζω” και “δεν προκαλώ με τη συμπεριφορα μου”.

Μερικές λέξεις ακόμα.

Ρέφα: το μερίδιο του αστυνομικού επί των κλοπιμαίων, με αντάλλαγμα τη σιωπή του.

Τσιμπώ λάχανα: κλέβω πορτοφόλια.

Αντάμ αμάν: άνθρωπέ μου, έλεος.

Γκελ: έλα

Καζαντίζω και καζάντι(α): προκόβω, βγάζω λεφτά, κερδίζω, κάνω περιουσία.

λουλάς : το μέρος του ναργιλέ όπου τοποθετούνται:
α. ο καπνός και τα κάρβουνα των καπνιστών.
β. το χασίσι ή το όπιο και τα κάρβουνα των ναρκομανών.
(« άρτζι μπούρτζι και λουλάς»= χωρίς τάξη ή λογική συνοχή, ανάκατα, φύρδην μίγδην)
. [τουρκ. lûl(e) ]

μπαμπέσης , μπαμπέσα : άνθρωπος δόλιος, πονηρός, ύπουλος.
[αλβ. pabes(ë) ]

νταβατζής: προστάτης και κυρίως εκμεταλλευτής κοινών γυναικών.
[τουρκ. davacι `κατήγορος, συνήγορος]

ξέρω μηχανή: ξέρω τον τρόπο, την κατάλληλη τακτική, είμαι ικανός και πονηρός.

Τσαρδί, τσαρδάκι : σπίτι, καλύβι ή υπόστεγο σκεπασμένο με κλαδιά, άχυρο ή καλάμια.
[τουρκ. çardak -ι ]

φθισικός (φθίση): φυματίωση

χτικιό : 1. φυματίωση.
2. (μτφ.) μεγάλη κούραση, ταλαιπωρία.
Χτικιάζω:.1) Προσβάλλομαι από χτικιό, από φθίση
2) (Μεταφ.) για δήλωση έντονης στενοχώριας, αγανάκτησης.
Ταλαιπωρούμαι, κουράζομαι.
Επίσης, κάνω κάποιον να πάθει φθίση, «λειώνω», εξαντλώ κάποιον.

φουμάρω και φουμέρνω : καπνίζω (τσιγάρο, χασίς κτλ.).
[ιταλ. fumar(e) ]

μπαγάσας και μπαγάσικος : έξυπνος, πονηρός, γενικά ικανός.

Τζιμάνι: πολύ ξύπνιος, ικανός άνθρωπος.
(Κατά μια άποψη, από το αγγλ.-αμερικ. G-man, σύντμηση του Government man, συνθηματικό για τους πράκτορες του FBI).

Και μερικά τοπωνύμια:

Καπετανάκης: ονομαστός για τη σκληρότητά του δεσμοφύλακας των φυλακών της Αίγινας, άγνωστο όμως πότε ακριβώς.
(Οι φυλακές της Αίγινας πάντως λειτούργησαν από το 1880 έως το 1985).

Μπαρμπαριά: η Αλγερία.
Βέρβεροι ή Μπέρμπεροι οι κάτοικοί της, εξ΄ου και το όνομά της.

Τούνεζι: η Τυνησία.
(Από το Tunes ή Tunis, στα αραβικά).

Καραντάσι και Καρανταΐ: μαύρο βουνό, κοντά στα Αλάτσατα.

Βουρλά: περιοχή της Σμύρνης.

Κορδελιό: συνοικία της Σμύρνης.

Κουσαντιανή: η καταγόμενη από την Έφεσο (Κουσάνταση, κατά τους Τούρκους).

Λεμονάδικα: Συνοικία στον Πειραιά, στο σημερινό γήπεδο Καραϊσκάκη.

Σχόλια και ερωτήσεις για Ελένη:

Ρέφα: οι εξ υμών χαρτοπαίκτες ας εξηγήσουν: τι ακριβώς σημαίνει ρεφάρω; Ξανάρχομαι στα ίσα μου μετά από σοβαρή χασούρα, ή απλά κερδίζω; Νομίζω πως η ρέφα των λαχανάδων από το χαρτοπαίγνιο είναι δανεισμένη.

Τσιμπώ λάχανα: νομίζω πως το λήμμα λάχανα ήδη περιελήφθη. Επομένως το τσιμπώ λάχανα περιττεύει.

Η έκφραση άρτζι μπούρτζι και λουλάς δεν νομίζω πως έχει θέση στο λεξιλόγιό μας, είναι γενικώς εν χρήσει. Δεν ξέρω πάντως πως προκύπτει.

Pabes; Ελένη, το βρήκες στο λεξικό; (εγώ ακόμα δεν αξιώθηκα να αγοράσω ένα). Θα υπέθετα ότι αφού μπέσα σημαίνει καρδιά, μπαμπέσης / μπαμπέσα σημαίνει νιξ καρδιά (μπά - μπέσα, είναι γνωστό ότι στα αλβανικά υπάρχουν πολλά δάνεια από τα ελληνικά)

Ξέρω μηχανή: σωστότερο είναι να καταχωρηθεί το λήμμα ως Μηχανή = κόλπο, πονηριά, μεθόδευση.

Φθίση = φυματίωση, φθισικός = ο έχων φθίση.

Είναι τόσο σίγουρο ότι τα νέα παιδιά δεν ξέρουν τη λέξη φουμάρω ως συνώνυμο του καπνίζω; Αν ναι, να συμπεριληφθεί.

Αδυνατώ να δόσω ερμηνεία στη λέξη. Μπαγάσας είναι μπαγάσας, πολύ περισσότερα από όσα αναφέρονται.

Τζιμάνι: Πιθανολογώ πως η λέξη προϋπήρξε της FBI και πάντως, δεν έχω απαντήσει ποτέ, στα ελληνικά πράγματα, εκτεταμένη χρήση του G man, που να δικαιολογεί την ερμηνεία.

Καπετανάκης: στην Αίγινα ήταν;

Νομίζω (δεν είμαι σίγουρος) πως άλλο Καρατάσι (προάστειο της Σμύρνης;) και άλλο Καρά ντα(γ)ί, βουνό κοντά στα Αλάτσατα.

Κούς Αντασί (Νήσος Κούς) είναι τοπωνύμιο παραλιακής περιοχής (σήμερα τουριστικής μεγαλούπολης), η Έφεσος είναι απλώς κοντά.

Τι στοιχεία έχουμε για το που ακριβώς ήταν τα λεμονάδικα; Συνοικία ήταν ή μέρος του λιμανιού;

Και για την Ειρήνη: Από πού είσαι, Ειρήνη; Μωραίτισσα; Το στοιχείο που δίνεις (στην μετέπειτα επεξεργασία σου) μας προβληματίζει, την Ιωάννα και εμένα! (και είναι και η Ιωάννα κοντοχωριανή σου…). Άλλος κανείς, να έχει ακούσει για σαρμάκο στα μέρη του; Κανένας κυκλαδίτης; Συριανός;

(Γιατί βγαίνουν τόσο αραιές οι αράδες;)

Νίκο,

Η κυριότερη (και εγκυρότερη) πηγή για ερμηνείες, ετυμολογήσεις κλπ.που χρησιμοποιώ είναι το «Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής» του Τριανταφυλλίδη. (από εκεί και οι ετυμολογήσεις που έδωσα), της «Νεοελληνικής γλώσσας» του Μπαμπινιώτη, το αργκοτικό λεξικό του Π. Πικρού από το «Τουμπεκί», λεξιλόγιο άφθονο που έχω περάσει στον Η/Υ η ίδια από πολλά λογοτεχνικά βιβλία και το «Λεξικό της ελληνικής αργκό» του Ζάχου Παπαζαχαρίου.

Για τον Καπετανάκη: στις φυλακές της Αίγινας ήταν, αλλά δεν έχω βρει στοιχεία αξιόπιστα για το πότε ακριβώς ήταν δεσμοφύλακας εκεί.

Λεμονάδικα, νομίζω πως την εποχή που έγραφε το ομώνυμο τραγούδι ο Παπάζογλου, ήταν η συνοικία με τις παράγκες στο σημερινό χώρο του γήπεδου Καραϊσκάκη.

θα λάβω υπόψη μου φυσικά τις υποδείξεις σου σε ό,τι αφορά στα υπόλοιπα.

ρεφάρω=ξανακερδίζω αυτά που είχα χάσει.
Η ρέφα είναι άλλο πράγμα (=μίζα) και δεν είναι καν σίγουρο ότι έχουν την ίδια ρίζα. Το πρόθεμα “ρε-” στο “ρεφάρω” είναι πιθανώς λατινική (π.χ. rekalkulator=ξαναϋπολογίζω).

Ο Καπετανάκης ήταν δεσμοφύλακας. Αλλοι λένε στην Αίγινα κι άλλοι στη Σμύρνη. Χου νόουζ…

Τα Λεμονάδικα ήταν στου Καραϊσκάκη (προ γηπέδου).

Τη λέξη “σαρμάκο” πράγματι τη χρησιμοποιούν στην Πελοπόννησο, αλλά μάλλον λανθασμένα (παρερμηνεία που έγινε κάποτε κι έμεινε). Νομίζω ότι η ακριβής μετάφραση είναι περικύκλωση - πολιορκία. Στην περίπτωση του Μάρκου ταιριάζει απόλυτα. Οσο για την υπόθεση της Ιωάννας (αν δηλαδή ο Μάρκος είχε πράγματι στο μυαλό του τον Μπότσαρη) είναι ευφυέστατη! Ο Μάρκος είχε τρέλα με τους παραλληλισμούς με ιστορικά πρόσωπα. Ισως και να 'ταν έτσι. Πρόκειται για μία εκδοχή που ποτέ δε μου πέρασε από το μυαλό. Μέχρι τώρα πίστευα ότι ήταν απλώς μία “σουρεαλιστική” στιγμή του Μάρκου σε κάποια δυνατή προσπάθειά του να βγάλει ρίμα.

Λουλά στα βουλγάρικα λένε το τσιμπούκι. Οι Βούλγαροι θεωρούν ότι η λέξη είναι τουρκικής προέλευσης.

Να προσθέτατε στο λεξιλογιο και τις λέξεις μάγκας και ρεμπέτης;
Θα ηθελα να δω τις σημασιες τους, κύρια στο λαϊκό τραγούδι. :085:

Κατάγομαι από το Ναύπλιο, αλλα έχω ζήσει σε πολλές περιοχές της Ελλάδας λόγω μεταθέσεων του πατέρα. Από οσο θυμάμαι αλλά και ρωτώντας εδώ στην Πάτρα που μένω τώρα, η φράση “κάνε σαρμάκο” χρησιμοποιείται με την έννοια “πάψε”.
Ακομα και στο στρατό… η προσταγή Κεφαλλονίτη όταν εμπαινε στο θάλαμο , ήταν “σαρμάκο” , δηλ. “μούγκα”…
Αν δεν απαντά και στα λεξικά με αλλη σημασία εκτος από αυτή, πώς να την βαλετε στον πίνακα με τη ρεμπ. φρασεολογία;

Σαρμάκο: μετά τον κατακλυσμό στοιχείων για την ερμηνεία «= κάνω τουμπεκί» νομίζω πως το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να αναφέρουμε και τις δύο εκδοχές ως πιθανές. Και βέβαια έχει δίκιο ο Άρης λέγοντας ότι ίσως πρόκειται για παρερμηνεία, και βέβαια ταιριάζει γάντι η ερμηνεία πολιορκώ και ο ΜΑΡΚΟΣ Μπότσαρης, αλλά δεν μπορούμε να βγάλουμε ασφαλές συμπέρασμα χωρίς μηχανή του χρόνου. Παρερμηνείες υπάρχουν πάμπολες στη λαϊκή παράδοση και δεν γίνεται να τις διορθώσεις ως ο λόγιος που όλα καλύτερα τα ξέρει. Άντε να εξηγήσεις στη γιαγιούλα που καταθέτει στην εκκλησία τη φανουρόπιτα να ευλογηθεί, πως ο φουκαράς ο Φανούριος ουδεμία ετυμολογική σχέση έχει με τη φανέρωση χαμένων αντικειμένων.

Και βέβαια είναι τουρκικής προέλευσης ο λουλάς (lule). Τώρα, αν σε κάποια περιοχή σημαίνει το σημείο φωτιάς του ναργιλέ και σε άλλη το τσιμπούκι, αυτό είναι φυσικό.

Θεωρώ σίγουρη παρερμηνεία του “σαρμάκου” από τη στιγμή που υπάρχει αντίστοιχη λέξη στα τουρκικά και από τη στιγμή επίσης που οι μάγκες του Πειραιά τη χρησιμοποιούν με σωστό τρόπο. Η παρερμηνεία αυτή μου θυμίζει τη φράση που χρησιμοποιεί ο κόσμος κατακόρον: “Εχει καλή ψυχολογία”, “Η ψυχολογία του βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα” κλπ. (αν πιάσετε μία αθλητική εφημερίδα, θα βρείτε αυτή την έκφραση σε κάθε σελίδα). Ο πρώτος διάσημος που τη χρησιμοποίησε λανθασμένα πρέπει να ήταν ο Σερ, λέγοντας το αμίμητο “είχα πάθει μια ψυχολογία”, όταν κώλωσε να βγει στην πρώτη του συναυλία με το Μίκη κι έκανε τον άρρωστο (υπάρχει και η εκπληκτική γελοιογραφία του Μποστ). Το ίδιο ισχύει και για τη Χημεία. Σ’ αυτό το σημείο λοιπόν θέλω να διαμαρτυρηθώ εκ μέρους των Γεωγράφων, καθώς όταν θέλουμε να πούμε ότι π.χ. η Κωνσταντινούπολη ευνοείται από τη γεωγραφική της θέση, δε λέμε “Η Κωνσταντινούπολη έχει καλή γεωγραφία”. Γιατί αυτός ο ρατσισμός;

ΥΓ. Απ’ όλες τις λέξεις που σχετίζονται με το “σαρμάκο”, έχουν μείνει στην καθομιλουμένη μόνο δύο:

  1. Ο σαρμάς (ή σαρμαδάκι), το φαγητό στο οποίο κομμάτια κρέας είναι τυλιγμένα με αμπελόφυλλα ή λάχανο.
  2. Η σαρμαγιά, που κατά κύριο λόγο σημαίνει τυλιγμένα χαρτονομίσματα (μασούρι), αλλά χρησιμοποιείται και για άλλα αντικείμενα.
    Και οι δύο λέξεις έχουν να κάνουν με τύλιγμα, περιτύλιγμα, περικύκλωση, δίπλωμα κλπ. Αυτή είναι η σωστή του έννοια. Ας μην το ψειρίσουμε παραπάνω.

Μπορεί να γίνει μεγάλη κι ενδιαφέρουσα κουβέντα για το πώς χρησιμοποιούμε (ή για το αν πρέπει ή όχι) παρερμηνευμένες φράσεις και λέξεις ή για το σωστό χειρισμό τους. Ομως δεν μπορεί να γίνει σ’ αυτό το topic γιατί θα απομακρυνθούμε πολύ από το θέμα του. Ας την κάνουμε σε άλλο topic ή καλύτερα από κοντά σε καμιά μάζωξή μας. Δεν είναι απαραίτητο να ακούμε ασταμάτητα το μπουζούκι του Αδμιν. Ασε που και το ίδιο το κακόμοιρο αγανάχτησε και …έσπασε. Ολα εδώ πληρώνονται Γιώργο μου!

Μερικές λέξεις ακόμα.

γκιουζέλ: πολύ ωραία, πανέμορφα (:wink:

μπαρμπούτι : τυχερό παιχνίδι που παίζεται με ζάρια.
[τουρκ. barbut -ι]

Σιδέρης: όνομα δυο ιδιοκτητών τεκέ, στον Πειραιά και στη Θεσσαλονίκη.

Σπαθί (εξηγιέμαι σπαθί): χωρίς περιστροφές, τίμια, ίσια, χωρίς πλάγια μέσα.

Καψούρης, καψούρα : ερωτευμένος με πάθος και συνήθως χωρίς ανταπόκριση, παθιασμένος με κάτι.

οντάς : δωμάτιο, ιδίως το επίσημο.
[ τουρκ. oda -ς]

ρούγα : δρόμος ή πλατεία, συνοικία, μαχαλάς.
[ ιταλ. ruga]

στράφι : πηγαίνει χαμένος, δεν αξιοποιείται ή καταστρέφεται.
[τουρκ. israf , σπατάλη].

Χήνα: το χιλιάρικο.
(Μεταφορικά, οποιοδήποτε χάρτινο νόμισμα).

Τζαντερμάς: χωροφύλακας.

Φουντάρω, φουνταρισμένος : βουλιάζω, βυθίζομαι, πάω στον πάτο, στο βυθό, (κατ΄επέκταση: πέφτω από ένα ύψος προς τα κάτω , στο βυθό, στο έδαφος κτλ.), βουλιάζω, ρίχνω άγκυρα, αγκυροβολώ και αράζω
[παλ. ιταλ. fondar(e)]

μαστραπάς : μικρό φορητό δοχείο για τοποθέτηση υγρών, ιδίως πόσιμου νερού ή κρασιού.
[τουρκ. maşrapa]

κιμπάρης : άνθρωπος με φυσική ευγένεια, γενναιόδωρος, ντόμπρος και αξιοπρεπής, αυτός που είναι ντυμένος με ρούχα ακριβά, κομψά και διακριτικά.
[τουρκ. kibar ]

κατσιβέλα: γύφτισσα
[ιταλ. Cattivelo=σκλάβος, δυστυχής]

σαλτάρω: πηδώ, αλλά και τρελαίνομαι.
[ιταλ. saltar(e)]
σαλταδόρος : αυτός που είναι επιδέξιος στο να σαλτάρει· ειδικότερα στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, αυτός που πηδούσε επάνω στα αυτοκίνητα των κατακτητών για να κλέψει.
Επίσης, μικροαπατεώνας, επιτήδειος σε αιφνιδιαστικές ενέργειες.

σουρουκλεμές : άνθρωπος που γυρίζει από εδώ κι από εκεί· αχαΐρευτος.
[τουρκ. sürükle(n)me(k)]

σαράκι : μακροχρόνιος ψυχικός πόνος, καημός που δεν εκδηλώνεται και γι΄ αυτό φθείρει.
Κυριολεκτικά, το έντομο που κατατρώει το ξύλο.

περονιάζω : για κρύο και υγρασία που είναι ιδιαίτερα διαπεραστικά.
[από την περόν(η) -ιάζω ]

Γεροντας με μικρασιατική καταγωγή θυμάται πως “κάνω σαρμάκο” το έλεγαν με την εννοια “σταματω”, “περιοριζομαι” κλπ.".
Εξ αλλου, στα τουρκικα σημαίνει “τυλίγω”. Μάλλον και ο λαος μας σωστα το αποδίδει μεχρι σήμερα.

Άλλο το “τυλίγω” και αλλο το “πολιορκώ”.

Προσοχή, να μην υπαρξει παρετυμολογία

Σαρμάααααααακο !!!
(όχι με την έννοια του “τουμπεκί ψιλοκομμένο” αλλά, με την κανονική έννοια του… -ακριβώς πριν ξεσπάσει ο πελοποννησιακός… Μια ώρα -ακριβώς- πριν την πολιορκία! )
:slight_smile:

Λοιπόν, αφού ρώτησα χτες 2 λοχαγούς (χοντρομεγαλωμένους) και δεν ήξεραν ούτε τη λέξη, πόσο μάλλον την εξήγησή της, η επόμενή μου κίνηση ήταν να ρωτήσω τον τουρκόφωνο συγγενή…παππού !
Ο δικός μου ο Κωνσταντινουπολίτης γέροντας, που έκανε βεβαίως και δυο φορές στον τουρκικό στρατό, μόλις σήμερα το μεσημέρι μου εξήγησε :
Σαρμάκο είναι : "Εφοδος! Μαζευτείτε! Προσοχή!"
Δεν τον ρώτησα τίποτε άλλο… Ούτε για πολιορκίες, ούτε για ησυχίες (κλπ ψιλοκομμένα).
Μου ήταν επαρκής η εξήγηση. Σαφές το συμπέρασμά μου… Ξεκάθαρο !!!

Αφού sarmak = πολιορκώ, περικυκλώνω, περιβάλλω, περιστρέφομαι, ζώνομαι, αγκαλιάζω γύρω-γύρω, τυλίγομαι… και τα συναφή.
(μέχρι και αναρριχώμαι για τα φυτά σαν την…άμπελο -και την περικοκλάδα γενικώς. Οι τουρκοεγγλέζοι μέχρι και το ίδιο το πλαίσιο στήριξης των αναρριχητικών αποκαλούν έτσι…κλπ…κλπ)

Σαρμάκο λοιπόν!
Και γιαυτό:
Τουμπεκί… Τσιμουδιά… Βουλώστε το… Συμμαζευτείτε… Περιοριστείτε… Λουφάξτε… Τυλιχτείτε… Γιατί σας περικυκλώνουνε… Σας πολιορκούν! Σας την πέφτουνε !!!
(διότι -κύριος, αν δεν μου την πέσουνε, γιατί να λουφάξω;)

Είναι προφανής, για μένα, η εξέλιξη της λέξης, η μετάφραση, η αναγωγή και το “καθρέφτισμα” τής χρήσης της στο λαό (σε πάρα πολύ λίγες περιοχές, ίσως).
Δεν είναι παρερμηνεία Άρη, αν το καλοσκεφτούμε… Είναι μια παραγωγική αναγωγή από μια ιδιόλεκτο λέξη.

Αγαπητοί,

Είναι ηλίου φαεινότερο, πως ο Μάρκος δεν κάθεται σούζα, ούτε κάνει τουμπεκί, δεν αναδιπλώνεται, συσπειρώνεται, συμπτύσσεται και συμμαζεύεται για να ρίξει τη γκόμενα… Απ’ τα μαλλιά θα πάει να την τραβήξει έξω…
Την περιτριγυρίζει. Κάνει τα “κυκλωτικά του κόλπα”, την πολιορκία του, την ηρωϊκή του έξοδο, το “ντου” και την έφοδο για να την κερδίσει.
Κι όχι, τουμπεκί στριφτά (κορδελιασμένα και περικοκλαδένια…)
Χαίρομαι !!! (κι εγώ μαζί του…)

*(Βεβαίως, δε σημειώνω τίποτα για την οδηγία τής προσοχής σας, στα παραετυμολογίας μου -από τον συμφορουμίστρια, γιατί η ετυμολογία είναι άλλο θέμα… και άλλο μάθημα!)

Την προσοχή σας λοιπόν, στην όλη συλλογιστική μου, χωρίς ετυμολογίες και παραετυμολογίες…
Αλλά, στο προφανές τού πράγματος.

ΥΓ:
Όποιος συμβουλεύεται ένα συγκεκριμένο τουρκικό λεξικό (Αφων Κυριακίδη) να προσέξει! Εχει μπόλικα λαθάκια…
Μέχρι να καταλήξω στον παππού, είχα ήδη διασταυρώσει σε 4 άλλα λεξικά -και βαρβάτα- την ακριβή ερμηνεία (και στα αγγλικά και στα γαλλικά και στα ελληνικά…)
Δεν μου ήρθε “επιφοίτηση”…

Αααααααα…
Και παρακαλώ, όπου χρησιμοποιηθεί αυτή η ερμηνεία να μου αποδοθούν τα εύσημα !!!
(κ. Νι.Σαρ., θα σας ενημερώσω να το…κατοχυρώσουμε !!! Χεχεχε…)

Αρα, ισχυει και η ερμηνεια:" κάνω τουμπεκί, δεν βγάζω τσιμουδιά, λουφάζω. μούγκα, περιοριζομαι…"
Και όλα αυτα σε αναμονη για προετοιμασία πολιορκιας, ντου, εφοδου;;;

Ενδιαφέρον!

Επειδή δεν υπάρχει ακομα ο νέος πίνακας και εχω μπερδευτεί, θελω να ρωτήσω τελικά στο “κουσουμάρω” και στο “ζούλα” τι ερμηνείες δινουμε;

Όλα αυτά τα παραπάνω, Ιωάννα, βασίζονται σε μια μαρτυρία από ένα συγγενή σου κα ι σε συμπεράσματα δικά σου.

Έναντι μιάς μαρτυρίας, λοιπόν, με την έννοια «πολιορκία» έχουμε (κατά σειρά δημοσιεύσεως):

Μία ερμηνεία «υποχωρώ, κάνω το κορόϊδο, πως δεν καταλαβαίνω» (από Ελένη)

Μία ερμηνεία (από την έννοια sarmak = περιτυλίγω, πολιορκώ, περικυκλώνω, περιστοιχίζω) ως «κάνω τουμπεκί» (από Νίκο)

Μία ερμηνεία «πολιορκώ» (από Ιωάννα)

Μία υπαναχώρηση από την πιο πάνω ερμηνεία, με τρέχον σκόρ 2 -1(από Νίκο)

Μια μαρτυρία «δεν μιλώ, ησυχάζω, δεν προκαλώ με τη συμπεριφορά μου» (Ειρήνη)

Μια μαρτυρία του τύπου υποχωρώ, κάνω τουμπεκί, που όμως αμφισβητείται από τον καταγραφέα της (Άρης)

Μια μαρτυρία «μούγκα» (Ειρήνη)

Μια μαρτυρία «με το σωστό τρόπο» (δηλαδή πολιορκώ) (Άρης).

Μια μαρτυρία «σταματώ, περιορίζομαι κλπ.» (Ειρήνη).

Τρέχον σκόρ, πάρʼ τʼ αυγό και κούρευʼ το.

Αλλά η γλώσσα δεν είναι μαθηματικά, να στηρίζεται στη στατιστική, ούτε ποδόσφαιρο βεβαίως. Άλλους κανόνες έχει. Γιαυτό και πρότεινα αποδοχή και των δύο ερμηνειών ως πιθανών.

Να αναφέρω μόνο, ακόμα, ότι η πολύτιμη βεβαίως μαρτυρία του τουρκόφωνου βασίζεται σε εμπειρία από τουρκόφωνο περιβάλλον, όχι από ελληνόφωνο. Εδώ όμως αναλύουμε και καταγράφουμε ελληνικές, όχι τουρκικές ερμηνείες μιάς τουρκικής λέξης.

Και τελειώνοντας, ολόκληρο το λήμμα sarmak από το Τουρκοελληνικό λεξικό του κέντρου ανατολικών γλωσσών και πολιτισμού:

Sar|mak (ρήμα): 1. (paketlemek) περιτυλίγω 2. (yara): επιδένω, μπαντάρω 3. (cevirmek) περικυκλώνω, κυκλώνω, ζώνω, περιζώνω 4. (kusatmak) πολιορκώ 5. (ozen gostermek) περιβάλλω, περιστοιχίζω

Για το ότι ο πίνακας δεν είναι ακόμη στη θέση του ευθύνονται κάτι “σταγονίδια” τεχνικών προβλημάτων που ελπίζω να τα επιλύσουμε σύντομα. Η Ελένη μου έχει στείλει το αρχείο και θα είναι στη θέση του μόλις μπορέσουμε να το ανεβάσουμε.

ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΗ

Επειδή φοβάμαι πως παρεξηγήθηκαν τα όσα είπα σε προηγούμενα posting και κακώς που δεν πήρα θέση, ας το κάνω τώρα.

Καθόλου και σε τίποτε δεν αντιδίκησα με τον Άρη σε ό,τι αφορά ερμηνείες λέξεων που συναντάμε στο λαϊκό μας τραγούδι.

Το «κουσουμάρω» εκτός από την έννοια «χειρίζομαι» που έδωσα εγώ , έχει και τη σημασία του «φέρω», όπως σωστά πρόσθεσε ο Άρης.
Αυτές μόνο τις ερμηνείες έβαλα στο νέο πίνακα, γιατί αυτές μόνο απαντούν στο λαϊκό μας τραγούδι.

Όμως, σας ρώτησα τη γνώμη σας: να επεκταθούμε γενικότερα στις χρήσεις των λέξεων αυτών και πέρα από το λαϊκό μας τραγούδι;
Αν είναι έτσι, όφειλα να προσθέσω και τις έννοιες «γουστάρω» και «ζυγίζω με το μάτι».

…[Διάλογος σχετικός από λογοτεχνικό κείμενο:
«-Όλες οι γυναίκες τον κουσουμάρουνε.
-Τι να κάνει, αδελφάκι μου, είναι γλυκοαίματος …» (:γουστάρω)
Ή αλλού:
«-Το κουσουμάρησες;
Για πε μας, για πόσο το κάνεις; Αξίζει δυο χήνες;» (εδώ: ζυγίζω με το μάτι).

Δεν πρόσθεσα αυθαίρετα τις ερμηνείες αυτές…
Καλώς ή κακώς, χρησιμοποιήθηκαν.
Τι να κάνουμε; Να τις σβήσουμε με μπλάνκο; ]

Απλά, ξαναλέω πως συμφωνήσαμε να περιοριστούμε μόνο σε ό,τι συναντάται στο λαϊκό τραγούδι και αυτό ακριβώς εφάρμοσα.

Τα ίδια μέτρα και σταθμά ισχύουν και για τη λέξη «ζούλα»: «κρυφά, κρυψώνας, κρησφύγετο» είναι οι έννοιες με τις οποίες απαντά στο λαϊκό μας τραγούδι.
Δεν απαντά με την έννοια «κλοπή», γι΄αυτό και δεν την έβαλα.

Τελειώνοντας, θα συστήσω όποιος έχει εντοπίσει λάθη, παραλείψεις κλπ. στον πίνακα να τα αναφέρει συγκεκριμένα, για να ξέρω κι εγώ τι και πού να διορθώσω.

Και βέβαια προτιμώ μια τέτοια ξεκάθαρη συζήτηση από υπονοούμενα και μισόλογα για επιλεκτική αντιμετώπιση ερμηνειών κλπ.

Λάθη εξάλλου είναι φυσικό να γίνονται σε μια τέτοια εργασία και ελπίζω στην κατανόηση όλων σας.