Μερικές λέξεις ακόμα.
Ρέφα: το μερίδιο του αστυνομικού επί των κλοπιμαίων, με αντάλλαγμα τη σιωπή του.
Τσιμπώ λάχανα: κλέβω πορτοφόλια.
Αντάμ αμάν: άνθρωπέ μου, έλεος.
Γκελ: έλα
Καζαντίζω και καζάντι(α): προκόβω, βγάζω λεφτά, κερδίζω, κάνω περιουσία.
λουλάς : το μέρος του ναργιλέ όπου τοποθετούνται:
α. ο καπνός και τα κάρβουνα των καπνιστών.
β. το χασίσι ή το όπιο και τα κάρβουνα των ναρκομανών.
(« άρτζι μπούρτζι και λουλάς»= χωρίς τάξη ή λογική συνοχή, ανάκατα, φύρδην μίγδην)
. [τουρκ. lûl(e) ]
μπαμπέσης , μπαμπέσα : άνθρωπος δόλιος, πονηρός, ύπουλος.
[αλβ. pabes(ë) ]
νταβατζής: προστάτης και κυρίως εκμεταλλευτής κοινών γυναικών.
[τουρκ. davacι `κατήγορος, συνήγορος]
ξέρω μηχανή: ξέρω τον τρόπο, την κατάλληλη τακτική, είμαι ικανός και πονηρός.
Τσαρδί, τσαρδάκι : σπίτι, καλύβι ή υπόστεγο σκεπασμένο με κλαδιά, άχυρο ή καλάμια.
[τουρκ. çardak -ι ]
φθισικός (φθίση): φυματίωση
χτικιό : 1. φυματίωση.
2. (μτφ.) μεγάλη κούραση, ταλαιπωρία.
Χτικιάζω:.1) Προσβάλλομαι από χτικιό, από φθίση
2) (Μεταφ.) για δήλωση έντονης στενοχώριας, αγανάκτησης.
Ταλαιπωρούμαι, κουράζομαι.
Επίσης, κάνω κάποιον να πάθει φθίση, «λειώνω», εξαντλώ κάποιον.
φουμάρω και φουμέρνω : καπνίζω (τσιγάρο, χασίς κτλ.).
[ιταλ. fumar(e) ]
μπαγάσας και μπαγάσικος : έξυπνος, πονηρός, γενικά ικανός.
Τζιμάνι: πολύ ξύπνιος, ικανός άνθρωπος.
(Κατά μια άποψη, από το αγγλ.-αμερικ. G-man, σύντμηση του Government man, συνθηματικό για τους πράκτορες του FBI).
Και μερικά τοπωνύμια:
Καπετανάκης: ονομαστός για τη σκληρότητά του δεσμοφύλακας των φυλακών της Αίγινας, άγνωστο όμως πότε ακριβώς.
(Οι φυλακές της Αίγινας πάντως λειτούργησαν από το 1880 έως το 1985).
Μπαρμπαριά: η Αλγερία.
Βέρβεροι ή Μπέρμπεροι οι κάτοικοί της, εξ΄ου και το όνομά της.
Τούνεζι: η Τυνησία.
(Από το Tunes ή Tunis, στα αραβικά).
Καραντάσι και Καρανταΐ: μαύρο βουνό, κοντά στα Αλάτσατα.
Βουρλά: περιοχή της Σμύρνης.
Κορδελιό: συνοικία της Σμύρνης.
Κουσαντιανή: η καταγόμενη από την Έφεσο (Κουσάνταση, κατά τους Τούρκους).
Λεμονάδικα: Συνοικία στον Πειραιά, στο σημερινό γήπεδο Καραϊσκάκη.