Ρεμπέτικα για λαθρεμπόριο, λαθρέμπορες

Μόνο από το συγκεκριμένο τραγούδι, ίσως ναι, δεν μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα.

Όμως, είναι ιστορικά καταγεγραμμένη η δράση των σαλταδόρων σε πάρα πολλές πηγές και όλοι ανεξαιρέτως τονίζουν την τεράστια διαφορά ανάμεσα στους σαλταδόρους - αυτά τα ξυπόλητα τάγματα ανηλίκων, στην πλειοψηφία τους - και στους μαυραγορίτες της κατοχής, οι οποίοι όχι μόνο έμεναν ασυγκίνητοι από τους θανάτους λόγω πείνας των συνανθρώπων τους, αλλά κοίταζαν και να πλουτίσουν από πάνω.
Mε ευελιξία αίλουρου πηδούσαν στα καμιόνια, που μετέφεραν τρόφιμα και πετούσαν στο δρόμο κουραμάνες για τον κόσμο που λιμοκτονούσε.

Πηγές: το βιβλίο του Ξενοφώντα Φιλέρη, (ο οποίος υπήρξε και ο ίδιος σαλταδόρος) “Οι σαλταδόροι του Βύρωνα”
αλλά και σχεδόν όλα τα ιστορικά βιβλία της εποχής,
ακόμα και οι μνήμες από τα κρατητήρια της κομαντατούρ, στην Κοραή, όπου οι μελλοθάνατοι σαλταδόροι έγραφαν το όνομα, το παρατσούκλι με το οποίο ήταν γνωστοί, την ηλικία τους κ.λπ., πράγμα που δείχνει πως έπαιζαν τη ζωή τους κορώνα - γράμματα, για τον επιούσιο, αλλά όχι μόνο το δικό τους, 'εσωσαν και κόσμο από την πείνα.

Ας μιλήσουν οι στίχοι:

“Ο Φιφίκος”[παρατσούκλι σαλταδόρου], Φιλέρη - Ζαμπέτα:

Σταδίου και Αμερικής άραζε το καμιόνι
για βραδινό συσσίτιο, κρέας με μακαρόνι.
Κι ένας Φρατέλος έβγαινε διανομή να κάνει
στο διπλανό φυλάκιο, σβέλτα και μάνι μάνι.

Βρε Φιφίκο, βρε Αλέκο, βρε Μενέλαε κουνήσου.
Κάνε ντου στον Ιταλιάνο κι ύστερα εξαφανίσου.
Σταδίου και Αμερικής άραζε το καμιόνι.

Τρεις φίλοι απʼ τον Βύρωνα με τρύπιο παντελόνι
χωρίς να κάνουν σαματά κούρσεψαν το καμιόνι.
Και μύρισε, Θεούλη μου, ο δρόμος μακαρόνι
Σταδίου και Αμερικής, μέχρι Κολοκοτρώνη.

Βρε Φιφίκο, βρε Αλέκο, βρε Μενέλαε κουνήσου.
Κάνε ντου στον Ιταλιάνο κι ύστερα εξαφανίσου.
Τρεις φίλοι απʼ τον Βύρωνα κούρσεψαν το καμιόνι.

«Mε κυνηγάνε οι καιροί
το δέντρο που μαράθηκε
ο Bύρωνας, η Kατοχή
κι η λευτεριά που χάθηκε.
Στα χρόνια τα κατοχικά
άφησα στο Παγκράτι
σ’ ένα θρανίο σχολικό
τα γράμματ’ αμανάτι.
Mια σιδερένια Mερσεντές
με δυο σημαίες των Eς-Eς.
Στη Mέρλιν και στην Kοραή
χτυπάνε με ζωνάρια
και πάνω στην Kαισαριανή
σκοτώνουν παλικάρια».
Tρεις φίλοι απ’ το Bύρωνα
με τρύπιο παντελόνι
χωρίς να κάνουν σαματά
κουρσέψαν το καμιόνι.
Άντε να σαλτάρω, άντε να σαλτάρω
μαύρη κουραμάνα μάνα να σου πάρω».

Ποιος διαστρεβλώνει;
Μας αρέσει να ωραιοποιούμε, να διυλίζουμε και να φιλτράρουμε την ιστορία μας, ώστε να γίνεται πιο εύπεπτη… Κάπως σαν το μύθο με το κρυφό σχολειό, ή τους Αρματωλούς της Τουρκοκρατίας… Ε! όχι και Ρομπέν των Δασών οι σαλταδόροι! Σιγά μην ήσαν και αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης… Γιώργος Θαλάσσης και η παρέα του!
Οι σαλταδόροι ήσαν θρασύτατοι και ριψοκίνδυνοι, λόγω του τεράστιου κέρδους που αποκόμιζαν… Φυσικά και δεν ήσαν λαθρέμποροι, ήσαν κατάπτυστοι μαυραγορίτες, τουλάχιστον οι περισσότεροι, και όσοι είχαν μυαλό και δεν τα έφαγαν στα ζάρια, αγόρασαν τα ακίνητα του πεινασμένου κοσμάκη για μια κουραμάνα και έτσι έκαναν τεράστιες περιουσίες…
Και μη μου ζητήσετε τις πηγές μου, γιατί η τελευταία πέθανε τον Ιούνιο…

…:240:

Δείτε αυτή την ταινία: [b][u]«Το ξυπόλητο τάγμα», του Γκρεγκ Τάλλας (Γρηγόρη Θαλασσινού), ταινία του 1953, με πολλές διεθνείς διακρίσεις.[/b][/u]

Στη Θεσσαλονίκη, στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, εκτυλίσσεται η ιστορία της ταινίας αυτής. Πρωταγωνιστές της ταινίας, μια ομάδα ορφανών παιδιών, που, όταν τα ορφανοτροφεία της Θεσσαλονίκης επιτάσσονται από τους Γερμανούς, καταφεύγουν σ’ ένα απομακρυσμένο, μισογκρεμισμένο κτήριο και, έχοντας φτιάξει μια καλόκαρδη «συμμορία», γίνονται σαλταδόροι, κλέβουν από τους Γερμανούς και τους μαυραγορίτες για να συντηρούνται αλλά και να βοηθούν τους ανθρώπους γύρω τους, μαζί κι εκείνους της Αντίστασης.
Η μουσική είναι του Μίκη.

Δεν είναι τυχαίο ότι αγαπήθηκε και διαδόθηκε τόσο από στόμα σε στόμα «Ο σαλταδόρος» του Γενίτσαρη, μέχρι την κυκλοφορία του σε δίσκο.
Η ιστορία των μικρών σαλταδόρων ενέπνευσε και αυτή την ταινία, η οποία δεν έχασε τη φρεσκάδα της και προβάλλεται - και πρέπει να προβάλλεται - τόσο πολύ και τόσα πολλά χρόνια από την πρώτη κυκλοφορία της.
Οι σαλταδόροι έμελλε να μείνουν στην ιστορία της χώρας μας ως ακόμα ένα μοναδικό φαινόμενο αντίστασης κατά των κατακτητών.

Εγώ δεν θα συνεχίσω πάνω σʼ αυτό το θέμα.
Ο καθένας, πια, ας βγάλει τα συμπεράσματά του.

Τουλάχιστον όσοι είμαστε της άποψης ότι οι σαλταδόροι δεν ήταν μαυραγορίτες, και ότι υπήρχε σε αυτούς ένα αίσθημα αντίστασης,παραθέσαμε έγκυρες πηγές…
Εγώ μάλιστα παρέθεσα κείμενο αντιστασιακού, του οποίου δε δημοσίευσα το όνομα, γατί η γενιά εκείνη ήταν η πιο σεμνή που πέρασε και δεν ιδιοποιήθηκε καμιά αφήγηση γαι τον εαυτό της…

Σέβομαι την τελευταία φράση σου και το γεγονός, και φυσικά δεν αμφισβητώ οτι μπορεί να έχεις όντως πηγές για κάποια γεγονότα.

Πέραν τούτου όμως, ο χαρακτηρισμός των σαλταδόρων ως “κατάπτυστοι μαυραγορίτες” είναι πέρα για πέρα αστήρικτος, ως και ανιστόρητος, για να μην πω απαράδεκτος (εφόσον δεν παραθέτεις στοιχεία που να αντικρούουν αυτά που γράψαμε οι υπόλοιποι). Χωρίς παρεξήγηση…

Ας βγάλει καθένας τα συμπεράσματά του,πηγές υπάρχουν και για το ένα και για το άλλο…το θέμα είναι ποιές είναι οι έγκυρες και ποιές δε μιλάν για εξαιρέσεις, αλλά για τον κανόνα…

Κυριακή, 12 Απρίλιος 2009

Ο Σαλταδόρος


Tο σαράβαλο φορτηγό τα ʽπαιξε στον ανήφορο. Κώλωσε σαν την πουτάνα μπρος στο νταβατζή της. Έπρεπε κι αυτήν την αριστερή στροφή να πάρει. Είχε ντουμανιάσει η μισή Ιερά οδός.
Η συμμορία των πιτσιρικάδων την είχε ανθιστεί τη δουλειά. Εδώ υπήρχαν κελεπούρια αφύλαχτα. Οι φρουροί ψιμάρια ,σαν κάτι τύπους που περιμένουν να κονομήσουν απʼ την τεχνική ανάλυση. Κι η καρότσα τίγκα στο πράμα. Τί ψωμιά, τί κρέατα, τί τυριά ,τί αλεύρια!
Σάλταραν σαν ιαγουάροι . Τα τσουβάλια πετιόνταν στο δρόμο με ταχύτητα αστραπής. Η υπόλοιπη μαρίδα μάζευε δαιμονισμένα. Εντός διλέπτου ο οδηγός αντιλαμβανόταν την ιπποδύναμη του σαράβαλου να αυξάνει περίεργα. Κι όταν έφτανε στον προορισμό του, χάζευε σα χάνος την άδεια καρότσα.
Την ίδια ακριβώς στιγμή στη Θεσσαλονίκη ένα άλλο Ξυπόλητο Τάγμα αγοριών του Ορφανοτροφείου ξεψίλλιαζε το καμιόνι κάποιων Φρίτσηδων.
Οι σαλταδόροι είχαν αρχίδια και ψυχή. Σούφρωναν στο πι και φι τις κουραμάνες των Δυνάμεων Κατοχής , έτρωγαν όσο μπορούσαν να φάνε ,κουβαλούσαν όσα μπορούσαν να κουβαλήσουν και την υπόλοιπη μάσα τη μοιράζονταν οι περαστικοί.
«Τρεις φίλοι απʼ το Βύρωνα με τρύπιο παντελόνι
Χωρίς να κάνουν σαματά κουρσέψαν το καμιόνι
Και μύρισε Θεούλη μου ο δρόμος μακαρόνι
Σταδίου και Αμερικής μέχρι Κολοκοτρώνη»
Αν τώρα στη θέση των δυνάμεων κατοχής βάλεις τον Ελληνικό λαό και την κουραμάνα τη βαφτίσεις φόρο, εύκολα βρίσκεις τους αντίστοιχους σημερινούς σαλταδόρους. Χωρίς τʼ αρχίδια ,όμως , να παίρνουν τη θέση του ουσιαστικού. Αν τʼ αρχίδια χρησιμοποιηθούν ως επίθετο ,δένουν στον προσδιορισμό των πολιτικών σαλταδόρων.
Οι σαλταδόροι ήτανε μερακλήδες τύποι. Όσα κονομούσαν απʼ την πώληση των κλεψιμαίικων, τα έτρωγαν στην καλοπέραση. Και την κουστουμιά τους και το πατούμενό τους και την γκομενίτσα την πεουλοπνίχτρω γούσταραν. Και καλά έκαναν. Δουλεμένα τα είχαν. Μα θα μου πεις τα έκλεβαν. Άντε συ, ρε χέστη, να σκαρφαλώσεις σε γερμανικό φορτηγό εν κινήσει, να μη σε πάρουν είδηση, να ξεφορτώσεις και να την κάνεις. Ή μήπως νομίζεις πως αν σε τσάκωναν στα πράσα, σε πήγαιναν στο κοντινότερο Αστυνομικό Τμήμα και ξεκινούσε η διαδικασία του Αυτόφωρου; Την έτρωγες τη σφαίρα στο Δόξα Πατρί και κοίταζες τα ραδίκια ανάποδα. Χέστη, ε χέστη , ακριβολόγε!
Και μου την πέφτει καμιά φορά στο μπλογκ ο συνέταιρος γιατί μʼ αρέσουν τα τσίφτικα τα ρούχα. Ξέρεις, ρε ανιστόρητε, πώς κυκλοφορούσαν το βράδυ οι σαλταδόροι; Στην πένα ντυμένοι. Ή τον έχεις για μαλάκα το Γενίτσαρη που έγραψε το
«Ζηλεύουνε δεν θέλουνε ντυμένο να με δούνε
μπατίρη θέλουν να με δουν για να φχαριστηθούνε"
Οι ʽέντιμοιʼ έμποροι τότε ,τους σαλταδόρους τους λέγανε κλεφτρόνια. Όπως οι σημερινοί μεγαλομπακάληδες τα μπατιράκια που τσουρνεύουν καμιά κονσέρβα από κάνα ράφι. Αλλά έχει ο καιρός γυρίσματα. Εκείνους τους «έντιμους» ο λαός τους ονόμασε μαυραγορίτες. Κι οι σαλταδόροι έγιναν ο ύμνος της Κατοχής.
Με φτιάχνουν, που λέτε, κάτι τέτοια. Και κάθομαι κι απαγγέλλω στιχάκια:
«Θέλω κουκούλα να φορώ, όχι προδότη μα Ζορό, στα “σούπερ” να μπουκάρω.
Όρυζα και ζυμαρικά, εδώδιμα, αποικιακά στο δρόμο να σουτάρω.
Μια τέτοιου είδους εκτροπή θα έκανα χωρίς ντροπή κι ας είχα επιπτώσεις.
Ο Γαβριήλ κι εσύ μαζί, πάμε σε κάποιο μαγαζί, για απαλλοτριώσεις».
Kι ο συνέταιρος, σαν μʼ ακούει, μʼ αρχίζει στην καζούρα:
«Εσύ δεν είσαι ποιητής, δεν είσαι δικηγόρος.
Είσαι κλεφτοαρματολός, αντάρτης στο Βελούχι,
ατρόμητος της Κατοχής έφηβος σαλταδόρος,
που την ορμή σου τρέμουνε του πλούτου οι ευνούχοι.
Είσαι Ακρίτας Διγενής, νησιώτης μπουρλοτιέρης,
Σουλιώτης απροσκύνητος, τρανός Μεσολογγίτης,
του Σολωμού ο Πόρφυρας, του Ελύτη ο Λευτέρης,
της θείας Καλβικής Ωδής ο Ιερολοχίτης».


παρτε μια γευση απο σελιδα του ιντερνετ …

Το ένα μπράβο στην ΠΕΛΑΓΙΑ δεν φθάνει,γι αυτό και η απάντηση. Τις περισσότερες φορές η αλήθεια είναι κάπου στην μέση. Βεβαίως και υπήρχαν, σαλταδόροι μαυραγορίτες,(του κερατά θα προσθέσω εγώ), αλλά ΟΧΙ ΜΟΝΟΝ.Το αντίθετο θα ήταν λιγάκι αφύσικο.Υπήρχαν κυρίως σαλταδόροι,των οποίων αυτή η ιδιότητα,εθεωρείτο από τον κόσμο,ως μορφή αντίστασης,και πάλης,ενάντια στον κατακτητή.Ας μην ξεχνάμε ότι τα προιόντα της “απαλλοτρίωσης” ,- κλοπής - από τους ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ μόνο,στην μαύρη αγορά θα μπορούσαν να διακινηθούν.Δηστυχώς πολλές φορές τα πράγματα ονοματίζονται,σύμφωνα με τις πεποιθήσεις του καθενός και όχι αντικειμενικά.ΝΑΙ υπήρχαν σαλταδόροι ανάλγητοι,που δεν έδιναν του αγγέλου τους νερό, υπήρχαν όμως και οι “άλλοι”,για τους οποίους φυσικά έχουν γραφτεί και κάποια τραγούδια.
¨Εχω ξαναπεί ότι γεννήθηκα και ζω σε μία περιοχή πολύ πλούσια σε νεώτερη ιστορία. Εδώ λοιπόν στην ΚΟΚΚΙΝΙΑ έδρασε ο ονομαστός ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΡΔΑΡΑΣ σαλταδόρος,σαμποτέρ,αντιστασιακός,κ.λ.π.
Είχε τη τύχη να τον ξέρει, ο πατέρας μου,τότε που ήταν παιδιά. (ο πατέρας μου έχει κάνει εξορία στην ΕΛ ΝΤΑΜΠΑ ακριβώς για τέτιοιν λόγο.) Αυτός ο άνθρωπος ήταν μέγας πονοκέφαλος για τους ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ. Παρακάτω δίνονται κάποια στοιχεία.

Με αφορμή το τραγούδι “Στέλιος ο Καρδάρας” του μεγάλου Μιχάλη Γεννίτσαρη (15-6-1917 – 11-5-2005) :

Ο Στέλιος Καρδάρας ήταν ένας απʼ τους ηρωικότερους σαμποτέρ της Εθνικής Αντίστασης κατά των Γερμανών. Ανατίναζε αυτοκίνητα, αποθήκες, σαλταδόρος με καρδιά, άρπαζε τρόφιμα και άλλα αγαθά από τους Γερμανούς και τα μοίραζε στο φτωχό κοσμάκη που πέθαινε της πείνας. Η φήμη του σαν Αγωνιστή μεγάλη, Θεός της φτωχολογιάς. Οι Γερμανοί τον καταζητούσανε με λύσσα αλλά που να πιαστεί το παλικάρι. Ότι δεν κατάφεραν οι φασίστες το κατόρθωσαν « έλληνες» χαφιέδες ,οι γνωστοί ταγματασφαλίτες.

Ήταν καλοκαίρι και πήγε να πιει νερό και να πλυθεί σε μια στέρνα στα περβόλια στον Άγιο Γιάννη Ρέντη. Εκεί του την είχανε στημένη, τον πιάσανε τον πήγανε στον Άγιο Διονύση στη Δραπετσώνα κοντά και τον εκτελέσανε. Τέτοιο μίσος του είχανε που του έκοψαν και τα γεννητικά όργανα. Τον άδικο χαμό του 18χρονου λεβέντη θρήνησε όλος ο Πειραιάς, μαζί και ο Μ. Γ. που έκανε το θρήνο του τραγούδι. Να πως περιγράφει την απήχηση που είχε το τραγούδι στον σκλαβωμένο Έλληνα. «Μόλις έβαλα μουσική και το ʼπαιξα λίγες φορές, το μάθανε παντού. Το μάθανε όλοι οι σαμποτέρ, οι αγωνιστές, οι αντάρτες, όλοι. Το μάθανε και ήρθανε και με πήρανε ΕΑΜίτες και αντάρτες, και με πήγανε στην πλατεία στην Κοκκινιά. Πέντε χιλιάδες κόσμος και παραπάνω μαζεύτηκε. Με βάλανε και το ʼπαιξα και το τραγούδησα. Πριν αρχίσω, κρατήσαμε ενός λεπτού σιγή στη μνήμη του ήρωα. Όταν το τραγουδούσα όλος ο κόσμος έκλαιγε».

Σημ: Ο Μ. Γ. αναφέρεται στην εκδήλωση που έκανε ο ΕΛΑΣ για να τιμήσει τον Καρδάρα λίγους μήνες αργότερα από το θάνατο του.

Πενθοφορεί η Αγιά Σοφιά, Παλιά και Νέα Κοκκινιά,
κλάψε κι εσύ τώρα, ντουνιά, πιάσαν τον Στέλιο τα σκυλιά.
Τον πιάσαν γερμανόφιλοι και ταγματασφαλίτες
τον Στέλιο τον Καρδάρα μας, στο Ρέντη, οι αλήτες.
Δεμένο τον επήγανε προς τον Άγιο Διονύση,
δέκα ντουφέκια του ʽριχναν, ώσπου να ξεψυχήσει.
Θεέ μου, ας προλάβαινες, να ʽκανες άλλη κρίση,
που ʽχε μανούλα κι αδελφές και έπρεπε να ζήσει.
Άδικα τον σκοτώσανε, λες κι ήτανε κατάρα,
γιατʼ ήταν στην Αντίσταση, τον Στέλιο τον Καρδάρα.

Το παραπάνω συγκλονιστικό τραγούδι μαζί με παρόμοια τραγούδια άλλων λαϊκών δημιουργών καταδεικνύουν τη σχέση που υπήρχε, υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει μεταξύ λαϊκού τραγουδιού και λαϊκής αντίστασης, παρά το λυσσαλέο αγώνα της εξουσίας να τη διαλύσει.

Στοιχεία: «Ρεμπέτικο και πολιτική»-Νέαρχος Γεωργιάδηςα

Το γεγονός είναι πάντως πως κανένα ιστορικό βιβλίο, καμιά επίσης γραπτή μαρτυρία δεν επιβεβαιώνει οποιαδήποτε είδους συναλλαγή μεταξύ μαυραγοριτών και σαλταδόρων ούτε αφήνει να εννοηθεί πως οι σαλταδόροι τα κονόμησαν από τέτοιες δραστηριότητες.
Απλά, επιβίωσαν οι ίδιοι με αξιοπρέπεια χάρη στο παράτολμο των πράξεών τους, αλλά, ας το τονίσουμε αυτό, μαζί με αυτούς και αρκετός κόσμος.

Τα προϊόντα “απαλλοτρίωσης” των αγαθών που κλέβονταν από τους κατακτητές, μοιράζονταν στο λαό, το αναλάμβαναν αυτό οι ίδιοι οι μικροί σαλταδόροι.
Και στο διαδίκτυο, με ένα πρόχειρο ψάξιμο, μπορεί κανείς να βρει στοιχεία επίσημα από οικονομολόγους και ιστορικούς, για το πώς ακριβώς πλούτισαν οι μαυραγορίτες, ούτε από εκεί προκύπτει κάτι μεμπτό για τους σαλταδόρους.

Οπωσδήποτε χρειάζεται πολλή προσοχή στις πηγές στις οποίες ανατρέχουμε, και η όποια πληροφορία παρέχεται, πρέπει να διασταυρώνεται.

Κατά τα άλλα, ο Γενίτσαρης εξηγεί τι ακριβώς εννοεί στους πρώτους στίχους του “Σαλταδόρου”…

Ο παππους μου που εμενε Παλια Κοκκινια και ειχε εξη παιδια να θρεψει μεσα στην Κατοχη,πηγαινε με αλλους και εκλεβε οτι μπορουσε απο τους Γερμανους.Μου εχει πει οτι πολλες φορες κλεβανε ντεποζιτα με βενζινη,η λαδια για τα αυτοκινητα,και ολα αυτα που μπορουσε να φανταστει κανεις οτι μπορει να εχει μεσα ενα φορτηγο απο τους κατακτητες.
Μια φορα ,μου ειπε ,ετυχε να βρουν και να κλεψουν απο ενα φορτηγο στην Θηβων,που πηγαινε για μια στρατωνα,τρια μεγαλα καλαθια με καρβελια ψωμι!!!
Εκεινη την μερα λοιπον, ολα τα σπιτια της οδου Κατακουζηνου στην Παλια Κοκκινια ειχαν φρεσκο ψωμι στα τραπεζια τους!!!
Οτι αλλο επεφτε στα χερια τους ,που δεν μπορουσαν να το χρησιμοποιησουν,προσπαθουσαν να το δωσουν με ανταλλαγμα κατι το φαγωσιμο.Ο αγωνας της επιβιωσης!!!Ο κοσμος και τα παιδια πεθαιναν απο την πεινα τοτες.
Λοιπον,βαζανε σε τσουβαλια με τα κλεψιμεικα στους ωμους τους,και τραβουσαν για τα χωρια,στην Βοιωτια αλλα και μεχρι την Πελλοπονησο, οπου και τα ανταλλαζαν ,με κοτες,αυγα,λαδι,…και αλλα φαγωσιμα,με τα οποια ταιζαν και μεγαλωναν τα παιδια τους!!!
Υπηρχαν φυσικα και ατομα ,που εκαναν περιουσιες εκεινη την εποχη.
Αυτοι που ανταλλαζαν εναν ντενεκε λαδι με ενα οικοπεδο!!!
Αλλα τους σαλταδορους σαν τον Παππου μου θα τους τιμω σε ολη την ζωη μου,γιατι για μενα ηταν οι ηρωες εκεινης της εποχης!!!
Επαιζαν την ζωη τους κορωνα γραμματα,για να σωσουν αλλες!!

1 «Μου αρέσει»

Μπράβο κ.Κώστα, ως πραγματικά Νεαπολιώτης είπες τα πράγματα όπως τα ήξερες από πρώτο χέρι.
Δεν μπαίνουν όλοι στο ίδιο τσουβάλι! Αυτοί που κάναν οικόπεδα από τη μαύρη, όπως είπα και γω πριν δεν ήταν επουδενί ο κανόνας!

Να ναι καλά όλοι οι επώνυμοι και ανώνυμοι άνθρωποι σαν τον παππού σου, και όσοι έχουν φύγει απ τη ζωή η μνήμη τους έχει καταγραφεί στην ιστορία με φωτεινά γράμματα, ως ήρωες της καθημερινότητας. Να θρέφεις τα στόματα των διπλανών σου στην Αθήνα της Κατοχής, ήταν σα να πολεμάς στο βουνο εναντίον των κατακτητών. Εκείνη η γενιά ήταν από τις πιο αλτρουϊστικές που έχουν περάσει από αυτό τον τόπο!

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ Ο ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΑΣ ΖΩΝΤΑΝΗ ΑΡΧΕΙΑΚΗ ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ

— Νέο μήνυμα προστέθηκε στις 23:04 ::: Το προηγούμενο μήνυμα δημοσιεύθηκε στις 22:59 —

Ο ΛΑΘΡΕΜΠΟΡΑΣ, 1934, ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΠΑΝΑΓΗΣ

1 «Μου αρέσει»

Νομίζω ότι η συζήτηση για τους σαλταδόρους θα άξιζε να αυτονομηθεί. Πιθανόν και να ανακινηθεί, γιατί δεν αμφιβάλλω ότι στο διαδίκτυο θα υπάρχουν περισσότερες πηγές και πληροφορίες απ’ ό,τι το 2009.

Οι σαλταδόροι ήταν:

  • στυγνοί μαυραγορίτες;
  • απλοί ριψοκίνδυνοι βιοπαλαιστές;
  • ρομπέν των δασών;

Ε, το λογικό μοιάζει να είναι ότι είχε κι απ’ τα τρία, βέβαια, αλλά δεν υπάρχει μόνο η κοινή λογική, ούτε μόνο οι μαρτυρίες που ήδη κατατέθηκαν τότε προ δεκαετίας+.

3 «Μου αρέσει»

Ενδιαφέρον ντοκουμέντο από το 1945 για τους σαλταδόρους, που περιλαμβάνει και κάποιους στίχους του γνωστού τραγουδιού. Ίσως το πλησιέστερο προς την εποχή εκείνη σχετικό κείμενο.
(εφημ. ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΕΣΠΕΡΑ 9/2/1945)

3 «Μου αρέσει»

Για τους σαλταδόρους έχουμε συζητήσει πολλές φορές και εδώ, και εδώ και εδώ πιο πάνω , και έχουμε και «τσακωθεί», αφού κάποιοι θεωρήσαμε τους σαλταδόρους κανονικούς μαυραγορίτες (όπως δηλαδή και ο Γενίτσαρης), ενώ κάποιοι άλλοι βλέπαμε μικρά πεινασμένα παιδάκια να κλέβουν ψωμί και να το μοιράζουν (τζάμπα) στη γειτονιά. Φυσικά, και οι δύο περιπτώσεις υπήρξαν, αλλά καλό θα ήταν το αρθράκι αυτό να διαβαστεί απ’ όλους μας…

1 «Μου αρέσει»

Έχουμε ξαναπεί. Η αλήθεια συνήθως είναι πάντα κάπου στην μέση.

«Κάπου» στη μέση, ναι, πάντα. Όμως, αν κοιτάξουμε και τον «τζίρο» των (πολύ συμπαθέστερων βέβαια, θα συμφωνήσω!) ξυπόλητων πιτσιρικάδων και τον τζίρο των επαγγελματιών μαυραγοριτών, η αλήθεια σπρώχνεται πολύ κοντά προς την άκρη…

1 «Μου αρέσει»

Συμφωνώ Νικόλα. Στο μύνημα 27 έχω αναφερθεί εκτενέστερα.

Ναι Νικόλα, το ΄χω διαβάσει, και τα λες πάρα πολύ ωραία και για τους φτωχούς σαλταδόρους και για τον Στέλιο Καρδάρα ειδικότερα. Απλά, αυτό που θέλω να τονίσω είναι ότι υπήρξαν και μαυραγορίτες σαλταδόροι και ήταν πολλοί, και όλο το εμπόρευμα που διακινούσαν, από κινούμενα ή σταθμευμένα φορτηγά το έπαιρναν, κάτι που ο απληροφόρητος μέσος ακροατής δεν θα μπορούσε να το φανταστεί διαβάζοντας τα γραφόμενα του Νταλάρα στο άλμπουμ «Ρεμπέτικα της Κατοχής» ή σε συνεντεύξεις του για το δίσκο αυτό.

2 «Μου αρέσει»