Μόνο από το συγκεκριμένο τραγούδι, ίσως ναι, δεν μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα.
Όμως, είναι ιστορικά καταγεγραμμένη η δράση των σαλταδόρων σε πάρα πολλές πηγές και όλοι ανεξαιρέτως τονίζουν την τεράστια διαφορά ανάμεσα στους σαλταδόρους - αυτά τα ξυπόλητα τάγματα ανηλίκων, στην πλειοψηφία τους - και στους μαυραγορίτες της κατοχής, οι οποίοι όχι μόνο έμεναν ασυγκίνητοι από τους θανάτους λόγω πείνας των συνανθρώπων τους, αλλά κοίταζαν και να πλουτίσουν από πάνω.
Mε ευελιξία αίλουρου πηδούσαν στα καμιόνια, που μετέφεραν τρόφιμα και πετούσαν στο δρόμο κουραμάνες για τον κόσμο που λιμοκτονούσε.
Πηγές: το βιβλίο του Ξενοφώντα Φιλέρη, (ο οποίος υπήρξε και ο ίδιος σαλταδόρος) “Οι σαλταδόροι του Βύρωνα”
αλλά και σχεδόν όλα τα ιστορικά βιβλία της εποχής,
ακόμα και οι μνήμες από τα κρατητήρια της κομαντατούρ, στην Κοραή, όπου οι μελλοθάνατοι σαλταδόροι έγραφαν το όνομα, το παρατσούκλι με το οποίο ήταν γνωστοί, την ηλικία τους κ.λπ., πράγμα που δείχνει πως έπαιζαν τη ζωή τους κορώνα - γράμματα, για τον επιούσιο, αλλά όχι μόνο το δικό τους, 'εσωσαν και κόσμο από την πείνα.
Ας μιλήσουν οι στίχοι:
“Ο Φιφίκος”[παρατσούκλι σαλταδόρου], Φιλέρη - Ζαμπέτα:
Σταδίου και Αμερικής άραζε το καμιόνι
για βραδινό συσσίτιο, κρέας με μακαρόνι.
Κι ένας Φρατέλος έβγαινε διανομή να κάνει
στο διπλανό φυλάκιο, σβέλτα και μάνι μάνι.
Βρε Φιφίκο, βρε Αλέκο, βρε Μενέλαε κουνήσου.
Κάνε ντου στον Ιταλιάνο κι ύστερα εξαφανίσου.
Σταδίου και Αμερικής άραζε το καμιόνι.
Τρεις φίλοι απʼ τον Βύρωνα με τρύπιο παντελόνι
χωρίς να κάνουν σαματά κούρσεψαν το καμιόνι.
Και μύρισε, Θεούλη μου, ο δρόμος μακαρόνι
Σταδίου και Αμερικής, μέχρι Κολοκοτρώνη.
Βρε Φιφίκο, βρε Αλέκο, βρε Μενέλαε κουνήσου.
Κάνε ντου στον Ιταλιάνο κι ύστερα εξαφανίσου.
Τρεις φίλοι απʼ τον Βύρωνα κούρσεψαν το καμιόνι.
…
«Mε κυνηγάνε οι καιροί
το δέντρο που μαράθηκε
ο Bύρωνας, η Kατοχή
κι η λευτεριά που χάθηκε.
Στα χρόνια τα κατοχικά
άφησα στο Παγκράτι
σ’ ένα θρανίο σχολικό
τα γράμματ’ αμανάτι.
Mια σιδερένια Mερσεντές
με δυο σημαίες των Eς-Eς.
Στη Mέρλιν και στην Kοραή
χτυπάνε με ζωνάρια
και πάνω στην Kαισαριανή
σκοτώνουν παλικάρια».
Tρεις φίλοι απ’ το Bύρωνα
με τρύπιο παντελόνι
χωρίς να κάνουν σαματά
κουρσέψαν το καμιόνι.
Άντε να σαλτάρω, άντε να σαλτάρω
μαύρη κουραμάνα μάνα να σου πάρω».