Ρεμπέτικα για λαθρεμπόριο, λαθρέμπορες

Kalispera se olous. molis egina melos. psaxno rebetika sta opoia ginontai anafores se lathremporio kai lathrempores. tha ektimousa ti voitheia sas.

giorgos

Ελληνικά, παρακαλώ!!

Με μια γρηγορη σκεψη…αυτα τα 3…ειναι κ η ωρα δυσκολη:)

O λαθρεμπορος με τον Παναγη Χαραλαμπο

Ο λαθρεμπορας με το Στελλακη Περπινιαδη

Κοντραμπατζηδες με το Ρουκουνα

Υπάρχουν και παραδοσιακά τραγούδια για το λαθρεμπόριο, από τη Σάμο και από την Κάρπαθο, γενικά από τα νησιά και τις παραθαλάσσιες περιοχές, όπου και διεξαγόταν.

Άλλο ένα είναι “Ο μπάρμπας μου ο Παναγής” σε στίχους Ευτ. Παπαγιαννοπούλου.
Και αργότερα - με το καλό - θα προσθέσω και μια αναφορά στο κοντραμπάντο, με ενδιαφέροντα στοιχεία που έχω βρει, ως αρχείο κειμένου στο γλωσσάρι, στο αντίστοιχο λήμμα.

Ρε παιδια “Το βαπόρι απο την Περσία του Τσιτσάνη” δεν αναφέρεται εμέσως πλην σαφώς στο λαθρεμπόριο (χασισιού σε αυτή την περίπτωση)? Α και κάτι άλλο, αν δεν έχει απαντηθεί σε αυτό το τόπικ ή έχει απαντηθεί ηδη κάπου αλλού, το γεγονός αυτό (το βαπόρια απο την “Περσία” που μετέφερε παράνομα χασίσι στην Ελλάδα) αποτελεί πραγματικό γεγονός?

Γιατί υπάρχει και νόμιμο εμπόριο για τα ναρκωτικά?

Όχι εμμέσως, σαφέστατα αναφέρεται ο Τσιτσάνης στο (λαθρ-) εμπόριο χασισιού και το συμβάν ήταν πραγματικό και όπως το περιγράφει (καρφωτή). Ήταν στα πρωτόστηλα των εφημερίδων για αρκετές μέρες. Το καράβι πιάστηκε κατά τη διέλευσή του από τη διόρυγα της Κορίνθου.

Τα αλάνια δεν έμειναν βέβαια χαρμάνια, αλλά η τιμή του προϊόντος παρέμεινε εκεί που έπρεπε, δεν κατέβηκε όπως κινδύνευσε πριν το καράβι πιαστεί.

Για “Το βαπόρι από την Περσία” του Τσιτσάνη, μια αναφορά από τον καταπληκτικό blogger Πάνο Ζέρβα , [b][u]εδώ.[/b][/u]

θα σαλτάρω θα σαλτάρω την ρεζέρβα να τους πάρω

Δε νομιζω οτι εχει σχεση. Απ’ οτι εχω μαθει το τραγουδι αυτο αναφερεται στους σαλταδορους που επι κατοχης εκλεβαν τη βενζινη απο τα γερμανικα αυτοκινητα. Εκτος βεβαια αν εννοεις οτι μετα την πουλουσαν…

Niefski, καλώς ήρθες στο φόρουμ.
Το τραγούδι στο οποίο αναφέρεσαι, “Ο σαλταδόρος”
[γραμμοφωνήθηκε για πρώτη φορά το 1945 στην Αμερική από το Γ., Θεολογίτη - Κατσαρό και μετέπειτα το 1975, από το Μήτσο Ευσταθίου και Γιώτα Σύλβα] του Μ. Γενίτσαρη
δεν έχει σχέση με λαθρεμπόριο.

Θεωρήθηκε ο ύμνος της Κατοχής, αναφέρεται σε σαλταδόρους (υπήρξαν και σαλταδόρισες) συνήθως έφηβους, που «σαλτάριζαν» σε στρατιωτικά αυτοκίνητα εν κινήσει, για να αρπάξουν από τους Γερμανούς τη ρεζέρβα και να την πουλήσουν, εξασφαλίζοντας ένα καρβέλι για την επιβίωσή τους, αλλά έκαναν ταυτόχρονα σαμποτάζ στον κατακτητή.
Ή, μαζί με τσιλιαδόρους άδειαζαν τα γερμανικά φορτηγά από τις κουραμάνες ή από άλλα αγαθά και τα οποία στη συνέχεια μοίραζαν, βοηθώντας έτσι να μην πεθάνει από την πείνα ο κόσμος.
Να τονίσουμε πως δεν γινόταν κανενός είδους εμπόριο στη συνέχεια, από τους σαλταδόρους, με αυτά τα κλεμμένα από τους Γερμανούς αγαθά, άρα δεν εντάσσεται σε αυτή την κατηγορία.

σίγουρα οι σαλταδόροι εκτός από βιοπορισμός ήταν και πράξη αντίστασης,
αν και στο τραγούδι ο στίχος “βενζίνες και πετρέλαια εμείς τα κυνηγάμε, γιατί χουνε πολλά λεφτά και φίνα την περνάμε” αφήνει κάποιο παράθυρο ανοιχτό για το αν γινόταν εμπορία των ειδών μετά…

Αγαπητή Ελένη, θα μου επιτρέψεις να διαφωνήσω για τα αλτρουιστικά κίνητρα, των σαλταδόρων της κατοχής. Αντί άλλης επιχειρηματολογίας, παραθέτω τους στίχους του “Σαλταδόρου” (οι υπογραμμίσεις δικές μου) που νομίζω ότι αποκωδικοποιούν πλήρως τα κίνητρα των ανθρώπων αυτών:
"Ζηλεύουνε δε θέλουνε, ντυμένο να με δούνε,
θέλουν μπατίρη να με δουν για να φχαριστηθούνε.

Μα εγώ, πάντα βολεύομαι, γιατί την εσαλτάρω
σε κανά αμαξι Γερμανού και πάντα τη ρεφάρω.

Βενζίνες και πετρέλαια, εμείς τα κυνηγάμε,
γιατί έχουνε πολλά λεφτά, και μόρτικα γλεντάμε."

Λέει ο Γενίτσαρης στα “Απομνημονεύματά του”:

«…Εκεί λοιπόν στο υπόγειο που δούλευα στην Κατοχή, το 1941-42, ερχόντουσαν πολλοί σαλταδόροι και πολλοί ήτανε φίλοι μου. Αυτοί ήτανε πάντα καλοντυμένοι, χορτάτοι και φτιαγμένοι στην πένα. Ένας σαλταδόρος φίλος μου, ένα βράδυ, μου 'κανε παράπονα γιατί τον ζηλεύανε οι άλλοι, επειδή ήταν κονομημένος πάντα και τον κατηγοράγανε. Μου 'πε ο άνθρωπος, ότι αυτή τη δουλειά δεν μπορεί να την κάνει όποιος-όποιος -γιατί θέλει ψυχή- επειδή οι Γερμανοί δε χάριζαν. “Αφού δεν μπορούν να την κάνουν, έλεγε, γιατί ζηλεύουνε;”. Τότες κι εγώ έγραψα το πρώτο στιχάκι που λέω: “Ζηλεύουνε, δε θέλουνε ντυμένο να με δούνε, μπατίρη θέλουν να με δουν για να φχαριστηθούνε” Και ύστερα, αμέσως, έγραψα και τα άλλα στιχάκια. Το ρεφρέν που λέω: “Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα να τους πάρω”, το έγραψα μετά από λίγες μέρες…"

Βεβαίως γινόταν και για την επιβίωσή τους, αλλά και ο κίνδυνος για τη ζωή τους ήταν τεράστιος.
Μια παραλλαγή των στίχων:

"«Απάνω που ξεβίδωνε την έβδομη τη βίδα,
του ρίξανε οι Ιταλοί με μία αραβίδα.

Απάνω που ξεβίδωνε την τέταρτη ρεζέρβα,
οι Γερμανοί στα σπλάχνα του τού ρίξανε μια σφαίρα.

Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω,
στο γερμανικό το κάρο
και θα πάρω κουραμάνα,
για να φάει παιδί και μάνα».

Για την ιστορία, να σημειώσουμε ότι οι σαλταδόροι αυτοί ήταν μοναδικό φαινόμενο σ’ όλες τις κατεχόμενες από τους Γερμανούς χώρες.

1 «Μου αρέσει»

Η Προύσσα σε μουσικη και στιχους Σωτήρη Γαβαλα (Μεμετη) και φυσικα πρωτη εκτελεση απο τον Σ.Περπινιαδη!

Τελικά, μάλλον, δε διαφωνούμε. Άλλωστε είναι δύσκολο να μη συγκινηθείς στι θέαμα ενός σκελετωμένου παιδιού. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι Σερβία και Ελλάδα, πλήρωσαν το βαρύτερο φόρο αίματος στη διάρκεια της κατοχής απ’ όλες τις κατακτημένες χώρες της Ευρώπης (αναφέρομαι σε ποσοστό νεκρών επί του πληθυσμού και όχι σε απόλυτους αριθμούς): γύρω στο 10% για τη Σερβία και 8% περίπου για την Ελλάδα :frowning:

Οι στίχοι (διασκευασμένοι) από τον Κατσαρό είναι:

  • ΣΑΛΤΑΔΟΡΟΙ [ΓΙΩΡΓΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΤΗ-ΚΑΤΣΑΡΟΥ - Μ. ΓΕΝΙΤΣΑΡΗ] (Γ. Κατσαρός - άγνωστη τραγουδίστρια) (1945).

«Δεν τη φοβάμαι τη στενή, το ξύλο, την κουμπούρα, βρε
εκείνο που φοβήθηκα είν’ η κομαντατούρα.

Όταν περνούν οι Γερμανοί, περνάνε μ’ όλο πόζα,
πηδάω στ’ αυτοκίνητο και τους τα κλέβω όλα.

Θα σαρτάρω, θα σαρτάρω, βρε
κι έτσι θα ξαναρεφάρω. (δις)

Μπενζίνες και πετρέλαια εμείς τα κυνηγάμε,
γιατ’ έχουνε πολλά λεφτά και φίνα την περνάμε.

Θα σαρτάρω, θα σαρτάρω, βρε
και την τσίκα θα φουμάρω. (δις)

Ζηλεύουνε, δεν θέλουνε ντυμένο να με δούνε,
μπατίρη θέλουν να με δουν, για να φχαριστηθούνε.

Θα σαρτάρω, θα σαρτάρω, βρε
και την τσίκα θα φουμάρω. (δις)
Γεια σου Κατσαρέ, γεια σου».

Ενώ, οι στίχοι του Γενίτσαρη είναι:

  • ΣΑΛΤΑΔΟΡΟΣ (ΘΑ ΣΑΛΤΑΡΩ) [Μ. ΓΕΝΙΤΣΑΡΗ] (Στίχοι - σύνθεση του 1942).

«Ζηλεύουνε δεν θέλουνε ντυμένο να με δούνε
μπατίρη θέλουν να με δουν για να φχαριστηθούνε.

Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω,
τη ρεζέρβα να τους πάρω.

Μα ‘γω πάντα βολεύομαι γιατί τήνε σαλτάρω
σε καν’ αμάξι Γερμανού και πάντα τη ρεφάρω.

Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω,
τη ρεζέρβα να τους πάρω.

Μπενζίνες και πετρέλαια εμείς τα κυνηγάμε
γιατ’ έχουνε πολλά λεφτά και μόρτικα περνάμε.

Σάλτα ρίξε τη ρεζέρβα
κάνε ντου και σήκω φεύγα.

Οι Γερμανοί μας κυνηγούν, μα 'μεις δεν τους ακούμε
εμείς θα τη σαλτάρουμε ώσπου να σκοτωθούμε.

Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω,
τη ρεζέρβα να τους πάρω».

Παρά τα επιπλέον στοιχεία και τα νοήματα, η αλήθεια είναι ότι οι σαλταδόροι ήταν ριψοκίνδυνοι αναζητητές του προς το ζην στην Κατοχή, και ενίοτε βοηθούσαν και τον πεινασμένο κόσμο. Καμία σχέση με τους μαυραγορίτες που εκμεταλλεύονταν στη συνέχεια τις αρπαγές. Διαβάστε και το βιβλίο “Οι σαλταδόροι του Βύρωνα- Οι πιτσιρικάδες της Αντίστασης” Ξ. Φιλέρης, εκδόσεις Καστανιώτη.

Απόσπασμα από άρθρο αντιστασιακού:

"Για τους σαλταδόρους της Κατοχής μιλάμε, ως ιστορική αναφορά, για μια ιδιόμορφη δηλαδή ομάδα παράτολμων νέων μικροκατεργαραίων, που έκαναν «σάλτο-ρεσάλτο» σε καμιόνια, αποθήκες και άλλες γερμανικές εγκαταστάσεις και συναποκόμιζαν ό,τι μπορούσαν και ιδιαίτερα μπιτόνια με συνθετική βενζίνη, ρεζέρβες αυτοκινήτων και άλλα υλικά.
Πολλοί απ’ αυτούς έχασαν τη ζωή τους κατά τις παράτολμες «επιχειρήσεις» τους, όπως ο αρχισαλταδόρος ο Φώντας, που έγινε τραγούδι όταν σκοτώθηκε εκεί «στη στρίψη του Βοτανικού», όπου έκοβαν ταχύτητα τα γερμανικά καμιόνια, δίνοντας ευκαιρία για το ρεσάλτο.
Τους Ελληνες συντοπίτες τους δεν τους πείραζαν, γιατί, εκτός των άλλων, δεν είχαν τίποτα να τους πάρουν!
Τα γερμανικά λάφυρά τους τα αποθήκευαν σε ξεροπήγαδα στην περιοχή Ασυρμάτου των Πετραλώνων και σ’ αυτά περιλαμβάνονταν ακόμη και νάρκες και όπλα. Και δεν είναι λίγες οι φορές που αυτοί οι «Ρομπέν» των δρόμων μοίραζαν ιταλικές «πανιότες» και γερμανικές κονσέρβες σε παιδιά και οικογένειες που πέθαιναν από την πείνα.
Κατά τούτο, οι σαλταδόροι της Κατοχής δεν είχαν καμιά σχέση και ομοιότητα με τους στυγερούς μαυραγορίτες που πούλαγαν τη μάνα και τον πατέρα τους για να αποκομίσουν χρυσάφι από το αίμα των συμπατριωτών τους. Και όταν κατέρρεε ο Αξονας στην Αφρική… αντιστέκονταν με το σύνθημα «Βάστα Ρόμελ» για να παρατείνουν τη μαύρη αγορά των εγκληματικών συμφερόντων τους."

Συνέχεια διήγησης Γενίτσαρη, από το σημείο που το έπιασε η Ελένη:

"…Κι όταν το έπαιξα και το τραγούδησα για πρώτη φορά στο μαγαζί, έγινε χαλασμός κόσμου. Το τι έγινε, δεν μπορεί να το βάλει το μυαλό σας! Το 'παιξα 20 φορές -το λιγότερο- ένα βράδυ. Όσοι το άκουγαν στο μαγαζί κι έφευγαν, το τραγούδαγαν στο δρόμο. Και όταν πήγαιναν στη γειτονιά τους, στα σπίτια τους -τα ίδια. Ο ένας το ‘λεγε, ο άλλος το άκουγε και το μάθαινε έτσι, όλος ο Πειραιάς. Σε λίγες βδομάδες, όλη η Ελλάδα! Στη Θεσσαλονίκη στα μαγαζιά και παντού, τραγουδάγανε το “Σαλταδόρο” -το ξέρει ο Τσιτσάνης. Στο μαγαζί μου, εκεί στη Ζήνωνος, στην Ομόνοια, ερχόντουσαν σαλταδόροι και ακουμπάγανε πολλά λεφτά για να το ακούσουν. Και δεν υπήρχε μαγαζί στην Αθήνα και στον Περαία, που να μη τραγουδάγανε 50 φορές κάθε βράδυ, αυτό το τραγούδι. Αφού, όποιος μουσικός πήγαινε για δουλειά σε μαγαζί, πρώτα ο καταστηματάρχης τον ρώταγε, αν ήξερε να παίξει το “Σαλταδόρο”. Ακόμα και στα συγκροτήματα που παίζανε δημοτικά τραγούδια, παίζανε κάθε μέρα το τραγούδι αυτό, που ήτανε ρεμπέτικο. Γιατί ο “Σαλταδόρος” έκανε τους πελάτες και πετάγανε χαρτούρα και παραγγέλνανε συνέχεια και αφήνανε λεφτά στα μαγαζιά. Πολλοί συνάδελφοι που δουλεύανε σ’ άλλα μαγαζιά -και μουσικοί από τα δημοτικά- ερχόντουσαν στο μαγαζί μου και τους έκανα πρόβα το “Σαλταδόρο” για να το λένε στα μαγαζιά τους. Χωρίς “Σαλταδόρο” τα μαγαζιά δεν είχανε επιτυχία, ούτε λεφτά, ούτε τίποτα. Ακόμα και Γερμανοί που είχανε μάθει ελληνικά, τραγουδάγανε το “Σαλταδόρο” -και μη σας φαίνεται παράξενο. Για όλα αυτά λοιπόν, λέω, ότι το τραγούδι μου αυτό είναι ο Ύμνος της Κατοχής. Και όλοι, όπως ξέρω, το παραδέχονται: Όλοι! Γιατί δεν υπάρχει άνθρωπος, από 40-45 χρονών σήμερα, που να μην έχει τραγουδήσει το “Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω”. Κι όμως, αυτό το τραγούδι, με τόση επιτυχία που είχε, που το 'ξερε όλη η Ελλάδα, δεν έγινε δίσκος. Στην Αμερική γραμμοφωνήθηκε, εδώ όμως όχι. Ήτανε πολλά -δηλαδή τα αίτια- αλλά ας τα αφήσουμε… Μόνο πριν από 2-3 χρόνια, έβαλα εγώ έναν, για πρώτη φορά και το είπε στο δίσκο. Ο Νταλάρας λέει ότι θα το τραγουδήσει τώρα, γιατί του αρέσει πολύ και το ‘χει μάθει καλά και το λέει. Είμαι υπερήφανος πολύ που εγώ έχω γράψει τον Ύμνο της Κατοχής, και όπως δεν ξεχνιέται ποτέ η Κατοχή, έτσι δεν ξεχνιέται και ο “Σαλταδόρος” που βγήκε μέσα απ’ αυτή».

Φταίει το εμπορικό-εφευρετικό δαιμόνιο των ΕΛΛΗΝΩΝ , γιατί ως γνωστό,τις ρεζέρβες τις μοσχοπουλούσαν,για να φτιαχθούν σόλες παπουτσιών.

ΟΚ αποστομοτικο αρκετα.Εχεις απολυτο δικιο

Το αν οι σαλταδόροι βοηθούσαν ή όχι τους πεινασμένους της Κατοχής, με κουραμάνες ή λάστιχα για τα παπούτσια τους δεν συνάγεται με τίποτα από τους καταγεγραμμένους στίχους, είτε του Κατσαρού είτε του ίδιου του Γενίτσαρη. Για το αν η επιδίωξη του καλού ντυσίματος ή της τσίκας είναι επιβίωση, σε μια στιγμή που η συντριπτική πλειοψηφία πεινάει, το αφήνω στην κρίση όλων μας.

Συγνώμη Ελένη, αλλά τα πράγματα πρέπει να λέγονται με το όνομά τους.

Το να θεωρήσουμε τους στίχους του τραγουδιού δημοσιογραφική καταγραφή είναι αφελές και μεγάλο λάθος ώστε να βγάλουμε συμπέρασμα χωρίς λάθη.Δεν νομίζω οτι είναι και η καλύτερη δυνατή λύση μιας και οι σαλταδόροι δεν είχαν αυτήν τη δράση.Κυρίως να κάνουν λαθρεμπόριο δηλαδή.Το να φτιάχνεις σόλα για να βάλεις κάτι στο πόδι σου φαντάζομαι ναι είναι λογικό αλλά για λαθρεμπόριο δεν έχω ακούσει κάτι.Μην διαστρεβλώνουμε…