Νίκο δεν ξέρω ποιος είναι.
Φοβάμαι πως κανείς δεν ξέρει… (ίσως, πολλά υποσχόμενος καλλιτέχνης που όμως τελικά, δεν τίμησε την υπόσχεση…)
Δλδ και ο νταλαρας ρεμπετης ειναι. Αφου ειναι γιος του ρεμπετη λουκα νταραλα, παιζει και μπουζουκι και μπαγλαμα, εχει κανει και δυο δισκους με ρεμπετικα, και ποσους αλλους αργοτερα απο ζωντανες εμφανισεις, παντα στο προγραμμα του λεει ρεμπετικα…
Ενδιαφέρον: σπάνιο εκείνη την εποχή ν’ ακουστεί μια φωνή τόσο ευνοϊκή ακόμη και για τα ευθέως υποκοσμικά τραγούδια. Αλλά και για τους ίδιους τους φορείς τους:
Μάρκος Βαμβακάρης. Εις την φυλακήν όπου τον έφερε κάποια ατυχία…
Βέβαια το πολύ το γέλιο είναι στην υπογραφή του συντάκτη: Ι. Μεταξάς!!
Μάλιστα. Οπότε προκύπτει από όλα αυτά ότι η λέξη ρεμπέτικο όχι απλώς ήταν εν χρήσει την εποχή της ακμής του ρεμπέτικου, αλλά σήμαινε και το ίδιο που εννοούμε τώρα, δηλαδή ονομασία του εν λόγω μουσικού είδους. Απλώς, ίσως όχι ως η μοναδική ονομασία του.
Μια άλλη σκέψη τώρα:
Αυτο το κείμενο που ανέβασε ο Φώτης (Ο ΤΥΠΟΣ 1936), με την ευνοϊκή του αντιμετώπιση προς το ρεμπέτικο και τους ίδιους τους ρεμπέτες, είναι βέβαια η εξαίρεση. Τα πολλά, τα καταδικαστικά, τα έχουμε δει υποθέτω όλοι. Έχετε παρατηρήσει να λείπει κάτι χαρακτηριστικό που θα αναμενόταν να το λένε όλοι αυτοί οι πολέμιοι;
Συνήθως όταν μια μουσική της μόδας θεωρείται κακή και επικίνδυνη, το σλόγκαν είναι να προστατέψουμε τους νέους μας. Οι μεγαλύτερες γενιές, είτε είναι γονείς είτε και όχι, ανησυχούν για τον κατήφορο της νεολαίας. Στην Αμερική τέτοιου είδους φιλολογία πρέπει να υπήρχε από τις αρχές του 20ού αιώνα με την πρώιμη τζαζ. Σήμερα το αντίστοιχο τάργκετ γκρουπ της σωτηρίας πιάνει κι από ηλικίες δημοτικού, αλλά το στάνταρ είναι οι έφηβοι μέχρι και λίγο μετά την εφηβεία.
Στον χώρο του τότε αντιρεμπετισμού δε νομίζω να έχω δει τέτοια συγκεκριμένη εστίαση στους νέους. Διορθώστε με αν μου διαφεύγει κάτι σημαντικό, αλλά φαίνεται σαν η «απειλή» να είχε εξαπλωθεί διαμιάς σε όλα τα ηλικιακά στρώματα (ίσως όχι γέρους βέβαια, αλλά πάντως και ενηλίκους) - ή μήπως μόνο στους ενηλίκους;
Ε, φυσικό! Το ρεμπέτικο δεν είχε για target group τη νεολαία! Άλλοι το ακούγανε…
Διαθέτομεν και ρεμπέτικο άνευ εισαγωγικών και μάλιστα από το 1933 (ίσως να είναι και η πρώτη δημοσιογραφική ονομαστί αναφορά στο είδος):
[«[…] εμφάνισιν ευτυχούς κέντρου της Δραπετσώνας, όπου τα ατρόμητα χασαπάκια απλώνουν το ζουνάρι τους και ζουν μέσα εις την ειδυλλιακήν ατμόσφαιραν των τεχνητών παραδείσων {…} Ευρισκόμεθα λοιπόν εις τον τεκέν με όλα τα απαιτούμενα κομφόρ {…} τραγούδι βραχνόν, υποβλητικό, ρεμπέτικο, συνοδεύει τον χορόν: Άντε γύρω γύρω μπαγλαμάδες/και στη μέση οι λουλάδες!» (Δ. Ψαθάς, «Ο τεκές», Η Φωνή του Λαού 9/7/1933)
Και το μπαγλαμαδάκι είναι σε εισαγωγικά, μάλλον είναι οι “άγνωστες” λέξεις που πραγματεύεται. Εξάλλου στην προτελευταία παράγραφο βγάζει τα εισαγωγικά.
Εντάξει, ναι, αλλά αυτό δεν λέει και πολλά. Ο καθένας έχει τη δική του οπτική, διαφορετική από άλλους. Ούτε και αν κάποιος καθίσει και βγάλει στατιστική «τόσες εμφανίσεις της λέξης, τόσες φορές χωρίς, τόσες με εισαγωγικά άρα γνωστή η λέξη ή άγνωστη η λέξη, ούτε και έτσι βγαίνει σίγουρο συμπέρασμα (εκτός κι αν το αποτέλεσμα είναι 999 προς 1). Αν βέβαια, αργότερα, στους ουρανούς, συναντήσουμε και τον Ι. Μεταξά και τον Δημήτρη Ψαθά και όλους όσους θα αναζητήσουμε και το συζητήσουμε, τότε ναι, θα βγεί κάποια άκρη. Τί να την κάνεις όμως, που εκεί πάνω δεν υπάρχει φόρουμ…
Δεν έγινε αντιληπτό το χιούμορ, οπότε ας συγκρατήσουμε το “1933 (ίσως να είναι και η πρώτη δημοσιογραφική ονομαστί αναφορά στο είδος)”, -όσοι από μας τουλάχιστον δεν το γνώριζαν
Σπάνιο ίσως, αλλά από μια κάπως αντίστροφη οπτική, μπορεί να θεωρηθεί και ενδεικτικό για τον - από κοσμική αστική σκοπιά - περιορισμό του «ρεμπέτικου» στον συγκεκριμένο κύκλο του φυλακισμένου, του βαρυποινίτη, των παλιών ισοβιτών που πήραν τον τίτλο του συνθέτη και του συγγραφέα, του κατά κύριο λόγο παλιού κατάδικου Μάρκου (και όχι κατά κύριο λόγο μεροκαματιάρη στα σφαγεία), και όλων των λοιπών (Τούντας, Καρύπης, Νταλκάς, Προβατίδης, Νώντας, Κυριακός, Νούρος, Μπαϊντερλής) που - όπως υπονοείται - από φυλακόβιοι όλοι αυτοί «απειλούνται να γίνουν πλούσιοι» από το ρεμπέτικο, που επίσης το στίγμα του δίνεται με τους στίχους που επιλέγονται: βαγόνια λίρες, κοκαΐνες και νταμίρες, κάθε είδους αργιλέ κλπ.
Δε θα περίμενα εν μέσω μεταξικής δικτατορίας να επιλεχτεί φερ’ ειπείν από τα τραγούδια του Τούντα η μπολσεβίκα, αλλ’ από την άλλη στην πραγματικότητα δεν με παραξενεύει η επιλογή που γίνεται εντός της ίδιας περιόδου (με λογοκρινόμενο και αυτολογοκρινόμενο τύπο), όταν πια υπάρχει και ευρύτητα θεματολογίας στη ρεμπέτικη δισκογραφία, να ταυτιστεί το ρεμπέτικο με αυτά που ταυτίζεται στην παρουσίαση αυτή:
Με δυο λόγια όχι «άρωμα του μαχαλά», όχι δηλαδή λαϊκό τραγούδι, αλλά οριοθέτησή του στα όρια της φυλακής και της νταμίρας.
Τηρουμένων των αναλογιών, η ίδια «στρατηγική» εκ μέρους της σόου μπίζνες ξανασυναντιέται τη δεκαετία του 60, όταν μάλλον πολύ πιο επίμονα και μεθοδικά γίνεται η προσπάθεια ταύτισης, της μουσικής που εξέφραζε τη νεολαιίστικη διαμαρτυρία, με τα κάθε είδους ναρκωτικά, μαύρο, μαριχουάνα, πρέζα, ελεσντί κλπ, με ένα είδος υποβολής συγκεκριμένου λάιφστάιλ, που ίσως ένα πρώιμο δείγμα της βλέπουμε και στο άρθρο αυτό της 4-10-1936.
Για να ’μια πιο ξεκάθαρος το πρόβλημά μου δε βρίσκεται στην ενασχόληση μ’ ένα μέρος της λαϊκής ζωής (όπως είναι η φυλακή, τα ναρκωτικά κλπ), το πρόβλημά μου βρίσκεται στην ταύτιση της λαϊκής έκφρασης μ’ αυτό το συγκεκριμένο μέρος, έτσι ώστε ως αποτέλεσμα να χάνει το χαρακτήρα της ως λαϊκής στην ολότητά της και να απομένει σαν κάτι το βολικά διαφορετικό, που η «μόδα» μπορεί να του δώσει μαζικά καταναλωτικά χαρακτηριστικά με αντίστοιχο οικονομικό όφελος.
Ίσα-ίσα λοιπόν, νομίζω ότι ένας σημαντικός λόγος της επιμονής των δημιουργών στη λαϊκότητα του έργου τους και στον όρο «λαϊκό τραγούδι» είναι ακριβώς αυτή η αντίστροφη τάση ιδεολογικής απογύμνωσης του τραγουδιού από την καθολική του λαϊκότητα, κι ο περιορισμός του σε αυτά τα χαρακτηριστικά, για τον οποίο περιορισμό το «ρεμπέτικο» με την εννοιολογική αμφισημία του θα ήταν κατάλληλος όρος. Αντίθετα, ο αδιάσειστος όρος «λαϊκό τραγούδι» δεν προσφερόταν για κάτι τέτοιο.
Κατά τα άλλα νομίζω πως το ότι:
αυτό δεν αποτελεί παρά την αντίστροφη όψη της κυρίαρχης ιδεολογίας. Η μια όψη λειτουργεί σαν εξαρτημένο αντανακλαστικό της άλλης, κάτι παρόμοιο με αυτό που θα λέγαμε σήμερα «κοινωνικό αυτοματισμό».
(Και μια που ο λόγος για την τζαζ, είναι και κάπως διασκεδαστικό το ότι μετά από όλα αυτά ο αρθρογράφος επιχαίρει για το ότι «το παρήγορον είναι ότι κατά τα τελευταία χρόνια εξωστρακίσθησαν από τας εμπνεύσεις και τας εκτελέσεις των μουσικών μας τα βαρβαρόηχα τραγούδια των νέγρων της Αμερικής»).
Τέλος κάτι πιο «φιλολογικό»: Όταν ο συντάκτης του - με τον τρόπο του - σημαντικού αυτού ιστορικού τεκμηρίου, κάνει λόγο για κυκλοφορία του ρεμπέτικου «εις την πόλιν, εις τα απόκεντρα αρχικώς, τις προπολεμικές λαϊκές ταβέρνες», με τον όρο «προπολεμικές» μάλλον πρέπει να καταλάβουμε την περίοδο πριν τη δεκαετία 1912-1922 (από τους Βαλκανικούς πολέμους έως τη μικρασιατική καταστροφή).
Πέραν τούτου, νομίζω ότι αυτή η αποστροφή είναι και η μόνη, μέσα στην όλη παρουσίαση, που μπορεί τουλάχιστον να υποβάλει και μια διαφορετική προσέγγιση του ρεμπέτικου - λαϊκού τραγουδιού από αυτήν που ακολουθεί στη συνέχεια του άρθρου.
Φοβερή τοποθέτηση, μπράβο ρε Άγη! Πυκνή, παρ’ ότι είναι συνάμα και εκτενής.
Βασικά έχεις δίκιο. Ωστόσο εγώ προσωπικά, υποκειμενικά, ίσως και συναισθηματικά, τοποθετώ το κέντρο του ρεμπέτικου φαινομένου ακριβώς στα τραγούδια που μιλάνε για ό,τι ήταν μέχρι τότε εντελώς ανείπωτο σε τραγούδια: τα ναρκωτικά, τα υποκοσμιλίκια, τη φυλακή κλπ. Ναι, ρεμπέτικο δεν είναι μόνο αυτά, αυτά όμως είναι μόνο ρεμπέτικο. Ενώ ο έρωτας ή τα βάσανα της ζωής ή οι χαρές της ζωής κλπ. εκφράζονται και με άλλου είδους τραγούδια. (Έστω κι αν κάποιες θεματικές όπως π.χ. τα μαναβάκια/χασαπάκια/σωφεράκια/μπαρμπεράκια είναι και πάλι αποκλειστικότητα του ρεμπέτικου.)
Καταρχήν έχεις δίκιο κι εσύ. Όμως μετά από αυτήν την (ανάμεσα σε άλλες) αφετηρία, η θεματολογία αυτή γνώρισε και μια επιτηδευμένη ώθηση από το εμπορικό κύκλωμα, σε βαθμό που να εντάσσονται σε αυτήν, “με το ζόρι” κατά κάποιο τρόπο, ακόμα και τραγούδια που προσπαθούσαν να χαράξουν μια διαφορετική κατεύθυνση.
Έχω στο νου μου τραγούδια όπως πχ το προσφυγάκι, που σύμφωνα με την Αγγέλα οι στίχοι του Παπάζογλου έλεγαν:
Εγώ δεν το βάνω κάτω… αχ το λέω / κι ας με διώξαν απ’ τη Σμύρνη, το καμμένο / πότε γέλιο πότε δάκρυ, μη καρδιά μου κάνεις κράτει / και να λες αμάν… ωχ αμάν αμάν.
για να γίνουν όμως μέσα από τα φίλτρα της δισκογραφικής βιομηχανίας (αντί για: δεν το βάνω κάτω… μη καρδιά μου κάνεις κράτει): και το ρίχνω στο μεθύσι και φουμάρω και χασίσι … κι όλο λιώνω.
Γνωστή νομίζω και η ιστορία, πάλι με τον Παπάζογλου (τα παραδείγματα με τον Παπάζογλου είναι τα πιο γνωστά, μάλλον για το λόγο ότι αυτός διατήρησε σε όλα τα επίπεδα τις αντιστάσεις του), που όταν τους πήγε κάποια τραγούδια, του ζήτησαν να τους ξαναπάει “ένα σαν το ‘αργιλέ μου παινεμένε’” (που προσωπικά το θεωρώ από τα πιο ωραία και σπουδαία και καθαρά αυτής της θεματολογίας), κι εκείνος τους πήγε την πλήρη του “αποδόμηση” και “αναίρεση”: τον “ξεμάγκα”.
Από τότε που το “πληροφορήθηκα” δεν μπορώ ν’ ακούσω το ένα χωρίς να βάλω στο νου μου το άλλο, όπως πχ δεν μπορώ ν’ ακούσω του Τσιτσάνη το “κάτσε ν’ ακούσεις μια πενιά” χωρίς να θυμηθώ το δίδυμό του - για μένα - “Παίξε Χρήστο το μπουζούκι”. Νομίζω πως “ζεύγη” σαν κι αυτά εκφράζουν στην πληρότητά της τη σχετική θεματολογία, ή ακόμα και του Μάρκου το “ώρες με θρέφει ο λουλάς” που ανάμεσα σ’ όλο τον κύκλο του αυτής της θεματολογίας τής δίνει μια διάσταση πέρα από κάθε “γραφικότητα” που θα μπορούσε να υποβάλει ο κοσμικός τύπος στο κοινό που απευθυνόταν.
Με άλλα λόγια, εκτός από την “επιτηδευμένη” εμπορική ώθηση αυτής της θεματολογίας, η “γραφική”, “κοσμική” της προσέγγιση ταυτόχρονα την αλλοιώνει.
Από την άλλη, ναι μεν:
όμως το θέμα βρίσκεται στην ιδιαίτερη λαϊκή οπτική πάνω ακριβώς στα θέματα που εκφράζονται και από διαφορετικές οπτικές. Σ’ αυτά ακριβώς νομίζω πως συντελείται μ’ όλη της την αιχμή η ιδεολογική “τριβή” και αυτή ακριβώς είναι η λιγότερο επιθυμητή για την κυρίαρχη ιδεολογία.
Αν και έχουν γραφτεί λίγο πολύ όλα παραπάνω ας αφήσω και ένα άρθρο του ερευνητή Κώστα Βλησίδη που επιβεβαιώνει το 1912 ως το πρώτο έτος που γίνεται αναφορά της λέξης “Ρεμπέτικο”
Πόσο μάλλον, που ο χαρακτηρισμός «ρεμπέτικο» σε στιχούργημα του 1912 ενδεχομένως να αποτελεί κρίσιμο κλειδί όσον αφορά τη βαθύτερη κατανόηση της «διαντίδρασης» και αμοιβαίου επηρεασμού λόγιων και λαϊκών πολιτισμικών μορφωμάτων. Δεδομένου ότι -υπό τα έως πριν δεδομένα- είχε πιθανολογηθεί πως ο όρος «ρεμπέτικο», όπως τέθηκε για πρώτη φορά σε ετικέτα δίσκου γραμμοφώνου περί το 1912, υπήρξε εν κενώ επινόηση των δισκογραφικών εταιριών, τώρα, υπό το φως των νέων δεδομένων, ευλόγως υποστηρίξιμο μοιάζει το αντίθετο, δηλ. ότι οι εταιρίες το πιθανότερο είναι να δανείστηκαν τον όρο από τη δημόσια σφαίρα (της Σμύρνης οπωσδήποτε) όπου βρισκόταν σε μερική ή γενικότερη χρήση.
Εδώ το πλήρες άρθρο:
Τη διαδικασία να τεκμηριώνεται η πρώτη γραπτή (ή μάλλον έντυπη, αν μιλάμε για πρόσφατους αιώνες) εμφάνιση μιας λέξης, και αργότερα να καταρρίπτεται από την ανεύρεση μιας ακόμη παλιότερης που ο πρώτος δεν την είχε εντοπίσει, την έχω παρακολουθήσει αρκετές φορές.
Φυσικά έχει μεγάλο ενδιαφέρον και σημασία για όσους αγαπούν και μελετούν τις λέξεις. Ωστόσο στην περίπτωσή μας περισσότερα διδάχτηκα από τα ευρήματα που τεκμηριώνουν το πότε η λέξη ρεμπέτικο άρχισε [όχι να εμφανίζεται γενικώς αλλά] να χρησιμοποιείται με την έννοια που ξέρουμε και σήμερα.
Ας τα έχουμε εδώ συνοψισμένα:
Τον όρο «ρεμπέτικο», όσον αφορά δισκογραφημένα αστικολαϊκά άσματα, τον (πρωτο)συναντάμε:
- σε ετικέτες δίσκων περί το 1912 («Απονιά»)
- σε καταλόγους εταιριών το 1927
- στην Έκθεση INNES το 1930
- σε διαφήμιση καταστήματος γραμμοφώνων στον Τύπο το 1931
- σε δημοσιογραφική αναφορά το 1933
- σε στίχους δισκογραφημένων τραγουδιών (π.χ. «Είμαι μπεκρού» 1933)
Το έχουμε πει πολλές φορές σ’ αυτή τη σελίδα, να το ξαναθυμίσω: είμαστε ένας χώρος συζητήσεων, όχι πληροφόρησης. Αυτή είναι η δύναμή μας, σε σχέση με το υπόλοιπο διαδίκτυο γενικά. Είναι ελάχιστοι οι χώροι όπου βρίσκει ένας επισκέπτης του διαδικτύου ένα χώρο συζητήσεων όπου κατατίθενται απόψεις, αντικρούονται, γίνεται μία εποικοδομητική ζύμωση και βγαίνουν ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Το «πέταγμα πάνω στο τραπέζι» ασχολίαστα ενός βίντεο, μιας εικόνας, μιας πληροφορίας έστω, δεν υποβοηθά το σκοπό μας ως σελίδα, να προωθούμε δηλαδή τη γόνιμη ανταλλαγή απόψεων. Παρακαλούμε τον αγαπητό φίλο michael palmo να μας γνωστοποιήσει τον λόγο για τον οποίο ανέβασε το πιο πάνω υλικό στο νήμα με τον συγκεκριμένο τίτλο.
Να «κοσκινιστεί» πάραυτα το φόρουμ, ώστε να διαχωριστεί η ήρα (πληροφόρηση) από το στάρι (συζήτηση)
Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν.
Εγώ ούτε την ίδια την πληροφορία δεν κατάλαβα.
Εντάξει, το 1939 λεγόταν και η λέξη «λαϊκό». Μα δε συζητάμε αυτό, αυτό ήταν εξαρχής δεδομένο.
Εκτός αν υπάρχει κάτι παραπάνω που πρέπει να καταλάβω, οπότε συντάσσομαι με τον Νίκο: Μιχάλη, τι;
Αγαπητέ μου Άνθιμε, κοσκίνισμα μπορεί να υπάρξει μόνο στο αλώνι, όπου στάρι και ήρα ανάγκη πάσα να ξεχωρίσουν πράγματι, μιας και εμείς οι άνθρωποι στάρι θέλουμε, όχι ήρα. Όμως εδώ δεν είμαστε αλώνι, χώρος συζητήσεων είμαστε (και όχι πληροφόρησης, σ’ αυτό επιμένω), και στοχεύουμε μέσω των συζητήσεων να παραχθεί χρήσιμη πληροφορία που όλοι μας την έχουμε ανάγκη.
Έτσι, δυσί πράγμασιν ενασχολείσθαι δυνάμεθα, και να συζητάμε δηλαδή, αλλά και να παράγεται πληροφορία χρήσιμη.