Ανακάλυψα πρόσφατα παλαιότερη εργασία μου με αυτόν τον τίτλο. Καθώς έχω την εντύπωση ότι γράφτηκε μεν, πριν μπόλικα χρονάκια, αλλά δεν δημοσιεύτηκε κάπου, την ανεβάζω εδώ:
[ Πότε πρωτοεμφανίζεται η λέξη Ρεμπέτικο;
Η ετυμολογία της λέξης Ρεμπέτης και των παραγώγων της έχει βέβαια προβληματίσει όλους μας, αλλά περίπου έχουμε βαρεθεί να το ψάχνουμε, αφού άκρη δεν βγαίνει. Δεν θα μπω στη σίγουρα άκαρπη διαδικασία «να προσθέσω και εγώ το πετραδάκι μου» αν και κάτι έχω να προσθέσω, όχι όμως ετυμολογικό, που η σειρά του θα έρθει λίγο παρακάτω. Αλλά ας ξεκινήσω με τη θέση που θέλω να σχολιάσω, και που δεν είναι ακριβώς ετυμολόγηση:
Τον Νοέμβριο του 2006 δημοσιεύτηκε ένα άρθρο του Πάνου Σαββόπουλου, που έδωσε και τον τίτλο στο σχετικό βιβλιαράκι:
Περί της λέξεως «ρεμπέτικο» το ανάγνωσμα… και άλλα.
Δημοσιεύτηκε από τις εκδόσεις Οδός Πανός (Γιώργος Χρονάς) μαζί με άλλα κείμενα του συγγραφέα. Όπως ο ίδιος λέει πρόκειται για επανεξέταση, με κάποιες συμπληρώσεις, του αρχικού άρθρου με τον ίδιο τίτλο, που είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Οδός Πανός» τον Ιανουάριο του ίδιου έτους.
Στο άρθρο του αυτό (εγώ θα συμβουλευτώ τη δεύτερη, συμπληρωμένη έκδοση) ο Σαββόπουλος κάνει κάποιες σκέψεις και καταλήγει σε κάποια συμπεράσματα, σχετικά με τη «δημιουργία» των λέξεων Ρεμπέτικο, Ρεμπέτης κλπ. και τη σημασία που τους αποδόθηκε. Ξεκινάει με τη διαπίστωση ότι «η λέξη ‘ρεμπέτικο’ δεν πέρασε ποτέ στη συνθηματική γλώσσα της μαγκιάς, δηλαδή στην αργκό της» . Στη συνέχεια, συνέλεξε και παραθέτει δεκαπέντε τουλάχιστον εκδοχές για την προέλευση / ετυμολογία της λέξης και τη σημασία της, από αυταπόδεικτα γελοίες ως σοβαρές, αλλά για εκείνον (και για εμένα) όχι αρκετά πειστικές. Διαπιστώνει επίσης ότι «η πρώτη εμφάνιση της λέξης ‘ρεμπέτικο’ έγινε κάπου μεταξύ 1910 και 1913 στις ετικέτες δύο δίσκων γραμμοφώνου», αλλά το είδος της μουσικής των δίσκων αυτών ήταν καθαρά ελαφρό, επιθεωρησιακού ύφους, χωρίς καμμία σχέση με αυτό που σήμερα έχει επικρατήσει να ονομάζουμε ρεμπέτικο. Και τα δύο κομμάτια είχαν ηχογραφηθεί στην Κων/λη. Πρόκειται για τους δίσκους «Απονιά», τραγούδι από δημοφιλή επιθεώρηση της Σμύρνης της εποχής, μάλλον με σμυρναίικο μουσικό σύνολο και για το σήμερα πασίγνωστο «Τικ Τακ» με τον (Πολίτη) Γιάγκο Ψαμμαθιανό. Να σημειωθεί ότι για το «Τικ Τακ» το γεγονός έχει επισημάνει προγενέστερα και ο Κουνάδης και μάλιστα, προέταξε το κομμάτι στην περίφημη, να μην την πω ιστορική, συναυλία στο Παλλάς στις 23/3/1992. Αυτός μάλιστα ήταν και ο λόγος που έγινε στη συνέχεια δημοφιλές το κομμάτι.
Με αυτό δεδομένο, ο Σαββόπουλος προβληματίζεται για τους λόγους που οδήγησαν στη συγκεκριμένη χρήση, για πρώτη μάλιστα φορά, του συγκεκριμένου προσδιορισμού σε δίσκους. Καταλήγει στην υπόθεση ότι οι υπεύθυνοι των δύο εταιριών (που μπορεί να ήταν και ένα μόνο πρόσωπο, αφού μιλάμε για την ίδια πόλη και την ίδια εποχή) έψαχναν για έναν «όρο» που να θύμιζε κάτι σαν το γαλλικό «μποέμ» που ήταν πολύ της μόδας ως όρος σε αντίστοιχα τραγουδάκια της Ευρώπης, αλλά όχι αρκούντως «ελληνικό». Δημιούργησαν λοιπόν τη λέξη Ρεμπέτικο. Για τη δημιουργία της λέξης, λέει ο Σαββόπουλος, ο «νονός» βοηθήθηκε / καθοδηγήθηκε από τα γενικώς γνωστά ρέμβω, ρέμβομαι / ρέμπομαι, που σημαίνουν (μεταξύ άλλων πάντως, τονίζω εγώ) και κάτι σαν «ζω μποέμικα». Έτσι γεννήθηκε η λέξη «Ρεμπέτικο» και από εκεί και πέρα πήρε πια το δρόμο της. Τη βρίσκουμε σποραδικά σε περιοδικά της εποχής, αργότερα σε κάποια, όχι πολλά είναι η αλήθεια, δισκογραφημένα τραγούδια της ελληνικής ή ελληνοστοχεύουσας παραγωγής και σιγά σιγά η λέξη διαδίδεται, σε βαθμό μάλιστα που να «αναγκάζει» και κάποιους τραγουδοποιούς να την χρησιμοποιήσουν κάποιες λίγες φορές, ίσως παρά την δική τους ενδόμυχη θέληση.
Για να δούμε, λοιπόν: έτσι ακριβώς είναι;
Για το ότι δεν πέρασε ο όρος Ρεμπέτικο τόσο εύκολα και αυθόρμητα στη δισκογραφία θα συμφωνήσω. Ακόμα και σήμερα ερίζουμε σχετικά. Τα στατιστικά στοιχεία που παραθέτει ο Σαββόπουλος αποδεικνύουν ότι πολύ λίγες είναι οι αναφορές στη λέξη, τόσο σε προσδιορισμούς ετικέτας δίσκου όσο και στα ίδια τα κείμενα των τραγουδιών. Έχω την εντύπωση πως αν είχαμε και μία στατιστική για τη συχνότητα εμφάνισης της λέξης Μάγκας στα κείμενα, θα ήταν σαφώς συχνότερη η παρουσία της από το Ρεμπέτης. Για την «πρώτη εμφάνιση» της λέξης Ρεμπέτικο, όμως;
Αν ανατρέξουμε στο Νέαρχο Γεωργιάδη αλλά και γενικότερα στη ζωή της Σμύρνης πριν την καταστροφή, όπως την δίνει ο Α. Καλυβιώτης θα δούμε ότι ήδη από τις αρχές του αιώνα ο όρος «ρεμπέτικα τραγούδια» έχει περάσει στην καθημερινή ζωή της Σμύρνης της εποχής. Ο μεν Γεωργιάδης αναφέρει το «Σεργιάνι στην παλιά Σμύρνη» του Σωκράτη Προκοπίου και τα σμυρναίικα ρεμπέτικα που «μυρίζουν μαχαλά τση Σμύρνης», ο δε Καλυβιώτης παραθέτει και συγκεκριμένους στίχους από τον ίδιο συγγραφέα (περιγραφή από ένα λαϊκό γλέντι Καθαρής Δευτέρας στη Σμύρνη) :
Τα τουμπελέκια δεν αργούν, κιθάρες, μαντολίνα,
κόψες, σαντούρια και βιολιά –δε λείπουνε κι εκείνα-…
κι ο φωνογράφος κάποτε, με μια βραχνή φωνή
σκορπάει τα μεράκια του απ’ το φαρδύ χωνί,
και τότες παίρνει πια φωτιά, που φτάνει κι ως τα νέφη
της εξοχής το πατιρντί, το γλέντι και το κέφι…
Αρχίζουν τον καρσιλαμά –χορεύει εκεί όποιος θέλει
Κάθε χορό κεμπάρικο – γερλίσιο- τσιφτέ – τέλι,
ζεϊμπέκικο, χασάπικο, χτυπάνε τσουπανάκια,
και ξεχειλά τόση χαρά που σβήνει τα μεράκια…
…Οι αμανέδες αντηχούν, τραγούδια και καντάδες,
που τραγουδούν ούλοι μαζί με τσι τραγουδιστάδες.
Δε λείπουν τα ρεμπέτικα, πόχομε τόσο πλούτο
και που μυρίζουν μαχαλά τση Σμύρνης σαν ετούτο:
Δεν σου τώπα μια μες στην Αρμενιά
δεν σου τώπα δυο μες στο μπαρμπεριό
δεν σου τώπα τρεις να μην παντρευτείς
Βέβαια, ο Προκοπίου δημοσιεύει το βιβλίο του σχετικά αργά, το 1941. Δεν μπορούμε να ξέρουμε πότε ακριβώς έγραψε τα στιχάκια και για πόσες ίσως δεκαετίες βρίσκονταν στα συρτάρια του πριν δοθούν για δημοσίευση, αλλά πρέπει περίπου στις αρχές του 20ού αιώνα να αναφέρεται, όπως και ο Καλυβιώτης παρατηρεί. Ακριβώς δηλαδή τη στιγμή που ηχογραφούνται και ετικετογραφούνται οι δύο δίσκοι που παραθέτει ο Σαββόπουλος. Μόνο που, το γνωστό τραγουδάκι «δεν σου το ΄πα μια…» δεν είναι ελαφρό ή επιθεωρησιακό, αλλά παραδοσιακό της Μικρασίας. Ο Προκοπίου όμως, μας το «παραδίδει» για ρεμπέτικο και το συνδέει μάλιστα με τση μαχαλάδες τση Σμύρνης, δηλαδή με λαϊκές καταστάσεις. Μου είναι δύσκολο λοιπόν να υποθέσω πως η έννοια του «ρεμπέτικου τραγουδιού» δεν είχε ακόμα διαμορφωθεί στη Σμύρνη κατά την αρχή του αιώνα, στην οποία και αναφέρεται ο Προκοπίου. Θα μπορούσε κάποιος να θεωρήσει ότι ο συγγραφέας ίσως σκέπτεται «αναδρομικά», μεταφέροντας έναν όρο που κυκλοφορούσε ήδη στην αρχή της δεκαετίας του 40 στην Αθήνα, στη Σμύρνη των αρχών του αιώνα. Αλλά, όπως και ο Σαββόπουλος αποδεικνύει, ο προσδιορισμός Ρεμπέτικο για τα τραγούδια της ελληνικής (και έντονα «πειραιώτικης» πλέον) δισκογραφίας δεν ήταν αρκετά διαδεδομένος. Και ακόμη περισσότερο, η σίγουρα ισχυρή νοσταλγία του Προκοπίου για την πατρίδα του μάλλον σε αληθινές και ισχύουσες στην εποχή τους εκφράσεις θα τον «έσπρωχνε», παρά σε μεταφύτευση μεταγενέστερων αθηναϊκών όρων, αμφιλεγόμενων μάλιστα.
Όμως υπάρχει και άλλη, αδιαμφισβήτητη μαρτυρία, που προέρχεται από πολύ προγενέστερη εποχή και ακριβώς για αυτό έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία:
«Ρεμπέτα: Ούτως ονομάζουσιν οι νυκτοκλέπται το σύνολον των νυκτοκλεπτών.» (σ. 11)
και παρακάτω, στο ίδιο:
«… οι νέοι δεν αργούν να συγκαταλεχθώσιν εις τας τάξεις της Ρεμπέτας» (σ. 63)
(από το «Μηνάς Δ. Χαμουδόπουλος, Οι μυστηριώδεις νυκτοκλέπται, Σμύρνη 1871 »
Βλέπουμε εδώ ότι σε μία έκδοση του (ύστερου) 19ου αιώνα όχι μόνο γίνεται χρήση μιάς λέξης που χωρίς αμφιβολία υπήρχε, αλλά η λέξη αυτή αποδίδεται από έναν λόγιο σαφώς στον «υπόκοσμο» της εποχής ή έστω σε τμήμα του. Η Ρεμπέτα, με κεφαλαίο μάλιστα, σαφέστατα παραπέμπει σε ομάδα, σε «κάστα», σε συμμορία. Μάλιστα φαίνεται πως έχει ήδη διαμορφώσει και τους «νόμους» της, τους κανόνες της, βάσει των οποίων π.χ. καινούργιοι νυκτοκλέπται, τα φιντάνια ας πούμε, οφείλουν (όπως και κάθε άλλος «εργαζόμενος»), να πυκνώσουν τις τάξεις του «σωματείου» τους και έτσι να το ισχυροποιήσουν. Οργανωμένη κατάσταση δηλαδή, που θα πρέπει να χρειάστηκε και κάποιο χρονικό διάστημα μέχρι να οργανωθεί και το όνομά της να γίνει γνωστό και στους λογίους. Άρα, η δημιουργία της λέξης ή η χρήση της με αυτή την έννοια πρέπει να τοποθετηθεί ακόμα νωρίτερα από το 1871 όπου καταγράφεται. Και βεβαίως, από τη στιγμή που αποδεδειγμένα υπάρχει η λέξη Ρεμπέτα και προσδιορίζεται με αρκετή σαφήνεια το τι σημαίνει και σε ποιους περίπου αναφέρεται, αναμενόμενο είναι να δημιουργηθούν αμέσως και τα παράγωγά της: ο ανήκων στον υπόκοσμο θα ονομαστεί ρεμπέτης, τα τραγούδια που τραγουδάει θα ονομαστούν ρεμπέτικα.
Ξαναερχόμαστε τώρα στο θέμα μας: ο «νονός» των δισκογραφικών εταιριών τι ακριβώς παραστάσεις είχε στο μυαλό του, όταν επέλεξε να προσθέσει στον τίτλο των τραγουδιών τον προσδιορισμό Ρεμπέτικο; Με δεδομένη τη σημασία της λέξης, που αποκλείεται να μην την είχε και εκείνος ξανακούσει, πόσο μάλλον που περισσότερο Σμυρνιός θα πρέπει να ήταν, παρά Πολίτης, φαίνεται λίγο σόλοικο να τη συνδέσει με το γαλλικό boheme, που οπωσδήποτε δεν προϋποθέτει υπόκοσμο. Όμως, μη μας διαφεύγει το σημαντικό στοιχείο ότι και στις δύο περιπτώσεις των δίσκων πρόκειται για τραγούδια όχι του υποκόσμου, με την αρνητική έννοια, αλλά για αστικά τραγούδια του κεφιού και της ανεμελιάς μάλλον. Εδώ λοιπόν μπορεί ενδεχομένως να έκανε την υπέρβαση, μαζί και το τόλμημα να αποδώσει αυτόν τον χαρακτηρισμό, με τους σκοπούς που και ο Σαββόπουλος αναφέρει: προώθηση των κομματιών στην αγορά ως μποέμικων και γλεντζέδικων, κάτι που πουλάει. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι στη Σμύρνη (και μάλλον και στην Πόλη) ο προσδιορισμός Ρεμπέτικο αποδιδόταν περισσότερο σε τραγούδια λαϊκά, παραδοσιακά, παρά σε τραγούδια των καθωσπρέπει αστών. Δεν έκαναν επομένως τίποτα παραπάνω οι άνθρωποι που προσδιόρισαν τι θα γράφει η ετικέτα του δίσκου, παρά να υιοθετήσουν μία ήδη υπάρχουσα λέξη, τροποποιώντας όμως κάπως τη σημασία της.
Αλλά αμέσως έρχεται το επόμενο ερώτημα: οι δίσκοι αυτοί δεν ήταν οι πρώτοι που ηχογραφήθηκαν για την ελληνόφωνη αγορά της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Προηγήθηκαν κάποιες (λίγες) εκατοντάδες ηχογραφήσεων, που περιελάμβαναν πολλά είδη μουσικής: και επιθεωρησιακά ή οπερετικά αλλά και λαϊκά και παραδοσιακά. Γιατί λοιπόν ο προσδιορισμός Ρεμπέτικο δεν εμφανίστηκε νωρίτερα; Γιατί δεν αποδόθηκε σε παραδοσιακά ή λαϊκά τραγούδια; Για τις ηχογραφήσεις παραδοσιακών ή λαϊκών κομματιών (όπως το «δεν σου το ΄πα μια…») ο προσδιορισμός Ρεμπέτικο, που θα ταίριαζε όπως είδαμε, δεν αποδόθηκε μάλλον για λόγους «αυτολογοκρισίας»: δεν θα ήταν επιδιωκόμενο, οι αστοί που θα αγόραζαν τα κομμάτια να ταυτιστούν με τους παρακατιανούς «νυκτοκλέπτας». Έτσι, δεν έμενε παρά να συμβεί κάποτε το «τόλμημα» για το οποίο μιλήσαμε: Η Απονιά και το Τικ Τακ δεν φοβόντουσαν να «κακοχαρακτηριστούν». Μπορούσαν οι αστοί να τα προμηθευτούν άφοβα, έστω και με το χαρακτηρισμό Ρεμπέτικο.
Παραμένει όμως μυστήριο αυτό που ο Σαββόπουλος (επαρκώς) αποδεικνύει, ότι δηλαδή ο προσδιορισμός Ρεμπέτικο στη δισκογραφία (αναφορά της λέξης στην ετικέτα) ελάχιστα χρησιμοποιήθηκε και μάλιστα, ακόμα λιγότερο για κομμάτια που σήμερα θα τα εντάσσαμε στα ρεμπέτικα. Ειδικά για τη χρήση της λέξης από τους ίδιους τους «ρεμπέτες» (της σημερινής έννοιας της λέξης) οι αναφορές είναι απειροελάχιστες.
Καταλήγοντας, μπορούμε να πούμε ότι η θέση του Σαββόπουλου για «τεχνητή δημιουργία» της λέξης Ρεμπέτικο σίγουρα δεν στέκει: αποδεδειγμένα η λέξη καταγράφεται κάποιες δεκαετίες πριν. Αυτό όμως που μας προσέφερε ο Σαββόπουλος (και ο Κουνάδης βέβαια) είναι πολύ ενδιαφέρον. Μία λέξη που σήμαινε «λαϊκό τραγουδιστικό δημιούργημα» χρησιμοποιήθηκε για κάποιο άλλο είδος μουσικής. Όμως, η παράδοση αποδεικνύεται ισχυρή: δεν παρασύρεται από τέτοιες ενέργειες και δεν πέρασε η λέξη σε χρήση για ελαφρά και «μποέμικα» τραγούδια της μεσοαστικής τάξης. Αυτό που μένει είναι να ψάξουμε πώς, από τη συγκεκριμένη χρήση, έφτασε η λέξη να σημαίνει αυτό που σημαίνει σήμερα, παραμερίζοντας μάλιστα τους προσδιορισμούς Μάγκικο, Αλάνικο, κουτσαβάκικο κλπ.
i Πάνος Σαββόπουλος, Περί της λέξεως «ρεμπέτικο» το ανάγνωσμα… και άλλα, Περιοδικό και εκδόσεις Οδός Πανός, Αθήνα 2006, σ. 11
ii ό. π. σ. 14 κ. ε.
iii Νέαρχος Γεωργιάδης, Δόμηση και αποδόμηση των όρων στο ελληνικό τραγούδι, Διαδικτυακό περιοδικό Κλίκα, τεύχος 1, Μάιος 2005.
iv Αριστομένης Καλυβιώτης, Σμύρνη, η μουσική ζωή 1900 – 1922, Αθήνα 2002.
v Σωκράτης Προκοπίου, Σεργιάνι στην παλιά Σμύρνη, Αθήνα 1941 και επανέκδοση 1949.
vi Αναφορά στους «Νυκτοκλέπτες» του Χαμουδόπουλου στο «Παν. Μουλάς, Ο χώρος του εφήμερου, Αθήνα 2007, σ. 186.» ]