Πιο σωστό είναι, κατά τη δική μου άποψη, να διαχωριστούν τα δύο λήμματα: η φράση «Αμάν έσκερ σεκερίμ» σημαίνει Έλεος, μελαχρινή ζαχαρένια μου. Το αμάν σίγουρα υπάρχει ήδη ως λήμμα, ας προστεθούν και τα άλλα δύο που όμως θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και μόνα τους, δεν είναι μία λέξη.
Υ.γ. Στο δικό μου λεξικό (Κέντρο Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμού, Αθήνα 2000) το λήμμα esmer αποδίδεται ως μαυριδερός, μελαχρινός, μελαψός, σκοτεινόχρωμος.
Δε νομίζω ότι λέει αμάν σ’ εκείνο το σημείο. Αλλά και αν λέει, γιατί να το θεωρήσουμε ως «έλεος» κι όχι σαν το απλό ελληνικό αμάν όπως σε άπειρα τραγούδια;
Ναι, δεν είναι μία λέξη. Ούτε καν στερεότυπη έκφραση (δηλαδή λέξεις που να πηγαίνουν πάντα μαζί). Είναι απλώς μια φράση στα τούρκικα.
Θα έλεγα όμως ότι το «τι λέει εκεί;» είναι μία απορία. Δε νομίζω ότι μπορώ να τεκμηριώσω επιστημονικά το αίτημά μου, οπότε αν δεν πείθει ας μείνουν ξεχωριστά.
Μη συγχέουμε. Άλλο το τι σημαίνει μια λέξη του ελληνικού λεξιλογίου κι άλλο το τι σημαίνει η αρχική ξένη λέξη από την οποία προέρχεται. Όποιος δεν ξέρει τι σημαίνει «αμάν» στα ελληνικά, δε θα ανοίξει ούτε τουρκοελληνικό ούτε αραβοελληνικό λεξικό, όπως δε θα ανοίξει και ελληνικό ετυμολογικό λεξικό. Θα ανοίξει ελληνικό ερμηνευτικό, π.χ. Λεξικό της κοινής νεοελληνικής ή https://christikolexiko.academyofathens.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=2&catid=2, όπου μπορεί βέβαια να βρει και πληροφορίες για την προέλευση της λέξης και τη σημασία της στην αρχική γλώσσα, αλλά σε σαφώς διακριτή ενότητα του λήμματος.
Βέβαια η περίπτωση όπου μέσα σε ελληνικό τραγούδι έχουμε ολόκληρη φράση ή στίχο / στίχους σε άλλη γλώσσα είναι διαφορετική.
Αν όμως, πρώτον, ξέρει τί σημαίνει “αμάν” στα ελληνικά και δεύτερον, το φέρει η τύχη να συνειδειτοποιήσει ότι η λέξη αμάν, στα αραβικά και στα τουρκικά, σημαίνει Έλεος, ε, θα το λάβει υπόψιν…Οπότε και μπορεί (κάτι που στη δική μου περίπτωση συνέβη) να μη νοιώσει την ανάγκη να ανατρέξει σε πηγές της ελληνικής γραμματείας, ερμηνευτικών λεξικών συμπεριλαμβανομένων.
Και είναι πολύ απαραίτητο; Ένα επιφώνημα είναι από τις πιο δύσκολες έννοιες στο να περιγραφούν μ’ έναν ορισμό, ενώ από την άλλη όλοι το καταλαβαίνουμε. Ούτε και νομίζω να σημαίνει κάτι άλλο στα ρεμπέτικα τραγούδια απ’ ό,τι σε άλλα πλαίσια. Δε λέω για τις ετυμολογικές πληροφορίες, αυτές είναι το εύκολο.
Υπάρχει βέβαια η ιδιαίτερη χρήση του ως τσακίσματος εκτός του κυρίως στίχου (τα ‘χουν και τα θυμιάζουνε, βρ’ αμάν αμάν, δεν ξέρουν να τα φάνε), αλλά αυτή δεν αφορά τόσο ένα γλωσσάρι όσο ίσως μια μελέτη για τη μετρική του ρεμπέτικου.
Υπάρχει το «αμάν», σωστά θυμάται ο Νίκος, ως φράση μαζί με το «αντάμ».
Θεωρώ και εγώ πως πρέπει να υπάρχουν στο Γλωσσάρι ξεχωριστά ως λήμματα τα «εσμέρ» και «σεκερίμ».
Και να προστεθούν και αυτές οι ερμηνείες στα τουρκικά που αφορούν στο «εσμέρ».
Είχα την εντύπωση πως το μαύρο χρώμα/ ο μελαχρινός κ.λπ. αποδιδόταν στα τουρκικά με το «kara" και θεώρησα πως το «εσμέρ» (*) σήμαινε πιο συγκεκριμένα, «καστανός».
[* Πρόσφατα μια κομπανία στο συγκεκριμένο σημείο έλεγε και επαναλάμβανε «εσμέν»…
Γι αυτό και σκέφτηκα να προστεθεί στο Γλωσσάρι.]
Χα! Το «Αντάμ αμάν» μου θύμισε κάποιες πολύ παλιές συζητήσεις, όπου παλιό και στην εποχή του διακεκριμένο μέλος είχε βρεί ετυμολόγηση της έκφρασης: Όλοι αντάμα καθισμένοι, τραγουδάμε αμανέ.