Έτσι και άνοιξε αυτό το θέμα, δεν θα κλείσει αλλά, το χειρότερο είναι ότι άκρη δεν πρόκειται να βρεθεί και ο φουκαράς ο άταστος θα μείνει με τις απορίες.
Βέβαια, ο Διόνυσος δεν εννοεί ημερομηνία (και ώρα…) αλλά πραγματικά, υπάρχει κάποιο χρονικό όριο. Δεν είναι μόνο ότι άλλαξε η σύνθεση της ορχήστρας, το κοινό και ένα σωρό άλλα πράγματα: και πριν από το τέλος της δεκαετίας ΄50, όπου μάλλον θα συμφωνήσουμε ότι οι αλλαγές είχαν πλέον γίνει πολλές και σε πολλά επίπεδα, οι ίδιοι οι συντελεστές του αστικού λαϊκού τραγουδιού “λαϊκό” το ονόμαζαν. Ο Πετρόπουλος όμως, βασιζόμενος στη διάλεξη Χατζηδάκι, μας “έμαθε” να το λέμε ρεμπέτικο. Αλλά, εμείς οι ίδιοι αρχίσαμε (αργότερα πλέον) να συνειδητοποιούμε ότι από την εποχή Καζαντζίδη και μετά, κάπου δεν στέκει η χρήση της λέξης ¨ρεμπέτικο" και εμείς, οι ακροατές του σήμερα, ονομάσαμε σήμερα τα αστικά λαϊκά τραγούδια από (χοντρικά) το ΄60 και πέρα “λαϊκά”, ξεχωρίζοντάς τα από τα “ρεμπέτικα”. Σταματάω εδώ γιατί η κουβέντα δεν πρόκειται να τελειώσει.
Παραθέτω μόνο, για λόγους αναφοράς, μία παράγραφο από την πρώτη μου εργασία, το 1972, με τίτλο “Το ελληνικό Λαϊκό Τραγούδι”, σημειώνοντας πως η μόνη βιβλιογραφική αναφορά τότε ήταν το βιβλίο του Πετρόπουλου, στην πρώτη έκδοση που κατεσχέθη από τη χούντα και που με είχε σε μεγάλο βαθμό επηρρεάσει*:
“Χρησιμοποίησα ως τώρα τον ορισμό “λαϊκό τραγούδι”. Είναι μιά ονομασία που, όσο νάναι, έχει επικρατήσει και προσδιορίζει με αρκετή σαφήνεια το είδος του τραγουδιού που διαπραγματευόμαστε σήμερα. Ποιό σωστό όμως θα ήταν να χρησιμοποιήσω τον όρο “ρεμπέτικο”, μιά και έτσι ονόμαζαν τούτα τα τραγούδια οι ίδιοι οι δημιουργοί τους σε παλιότερα χρόνια.”
Αν κανείς παραβλέψει τα λάθη από την τότε απειρία μου, δεν θα του ξεφύγει ωστόσο ότι η κοινωνία της εποχής των αρχών της δεκαετίας ΄70 ονόμαζε “λαϊκό” αυτό το είδος που σήμερα λέγεται ρεμπέτικο.
*
στο μεταξύ, ευτυχώς, την επιρροή αυτή την απέβαλα…