Το πράγμα έχει απασχολήσει και την ομογένεια της Αμερικής:
Διχάζει η πατρότητα της “Αντρονίκης”, ενός δημοφιλούς λαϊκού άσματος
«Εθνικός Κήρυκας» της Νέας Υόρκης 20/4/2014
Διαπράχθηκε άγριο έγκλημα για… λόγους τιμής. Ο Βαγγέλης σκότωσε την αδελφή του, την Αντρονίκη, γιατί πήγε στο καφενείο και έπαιζε χαρτιά με έναν άνδρα, πίνοντας, παράλληλα και ναργιλέ.
Αυτή είναι μια συγκλονιστική ιστορία που περιγράφεται σε παραδοσιακό τραγούδι, η προέλευση του οποίου προκαλεί τις τελευταίες μέρες έριδες
σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αρκετοί υποστηρίζουν ότι πρόκειται για παραδοσιακό κυπριακό τραγούδι, άλλοι θεωρούν ότι έχει προέλευσή του την Ρόδο, άλλοι μιλούν για τη Θράκη, ενώ υπάρχουν και εκείνοι που αναφέρουν την Πάτρα.
Βρήκαμε το τραγούδι στο youtube, με εκτελεστή την γνωστή Ελληνίδα ερμηνεύτρια παραδοσιακών τραγουδιών, την Μάρθα Φριντζήλα. Το τραγούδι περιγράφεται ως «παραδοσιακό κυπριακό τραγούδι με την θεϊκή φωνή της Μάρθας».
Η Βιβή Γ. Κανελλάτου, εθνομουσικολόγος με ειδίκευση τη διδασκαλία τραγουδημάτων, που ανήκουν στον Ελληνικό μουσικό αστικό και λαϊκό πολιτισμό σε προσωπική της ιστοσελίδα στο ίντερνετ υποστηρίζει ότι το συγκεκριμένο τραγούδι υπό τον τίτλο «η Αντρονίκη» είναι «τραγούδι αφηγηματικό με προέλευση από την Κύπρο». Παραθέτει μάλιστα και τους στίχους του τραγουδιού προσαρμοσμένους από την κυπριακή διάλεκτο στην πανελλήνια δημοτική. Είναι οι ακόλουθοι:
Εμάθατε τι γίνει σε μέρη ελληνικά,/ντύθηκε η Αντρονίκη ρούχα ευρωπαϊκά.
Φορεί τα παντελόνια και πάει στον καφενέ,/του καφετζή προστάζει καφέ και (ν)αργιλέ.
Τραβά και ʽνα τραπέζι και ένα μάτσο χαρτιά,/κι αρχίνησε να παίζει μʼ έναν παλικαρά.
Δυο φίλοι τʼ αδερφού της την (ε)γνωρίσανε,/πηγαίνουν στο Βαγγέλη του το μηνύσανε.
Τʼ άκουσε ο Βαγγέλης πολύ (ε)θύμωσε,/επήγε από το σπίτι καλά αρματώθηκε.
Πιάνει ευθύς την στράτα (δρόμο) και πάει στον καφενέ,/βρίσκει την Αντρονίκη φουμάρει (ν)αργιλέ.
Κρίμα σου Αντρονίκη την τέχνη που ʽπιασες,/όλη τη γενεά μας εσύ (ε)ντρόπιασες.
Άφησʼ με βρε Βαγγέλη να παίξω τα χαρτιά,/μʼ αυτό το παλικάρι αφού με αγαπά.
Τραβάει το πιστόλι την πυροβόλησε,/απʼ το δεξί βυζί της η σφαίρα πέρασε.
Σέρνει και το μαχαίρι από τη θήκη του,/την έσφαξε αμέσως την Αντρονίκη του.
Την ώρα που την ʽβγαζαν από το σπίτι της,/όλοι τους (ε)θρηνούσαν τα μαύρα φρύδια της.
Και σαν την (ε)περνούσαν από τα μαγαζιά,/όλοι τους (ε)θρηνούσαν την τόση ομορφιά.
Και σαν την (ε)περνούσαν από τον καφενέ,/έσπασαν τα φλιτζάνια που ʽπιναν τον καφέ.
Κι όταν την κατεβάζανʼ μέσα στο μνήμα της,/δυο φίλοι τʼ αδερφού της είχαν το κρίμα της.
Με παραλλαγές, μικρές ή και μεγαλύτερες παρουσιάζεται το συγκεκριμένο τραγούδι, με την εκδοχή ότι δεν είναι κυπριακό. Ο Γιάννης Κλαδάκης, από τη Ρόδο το ερμηνεύει ως παραδοσιακό τραγούδι της Ρόδου. Σε εξειδικευμένο ιστοχώρο αναφέρεται ότι «οι άνθρωποι σε κάθε τόπο, προσάρμοζαν το ίδιο τραγούδι σε παρόμοια περιστατικά της περιοχής τους».
Ο Μιχάλης Τερλικκάς, ερευνητής – ερμηνευτής παραδοσιακής μουσικής της Κύπρου, έδωσε στον «Εθνικό Κήρυκα» τη δική του εκδοχή. Άκουσε για πρώτη φορά το συγκεκριμένο τραγούδι από Κύπριο λαϊκό ποιητάρη Ανδρέα Μαππούρα, ο οποίος γεννήθηκε στην Αραδίππου στις 18/12/1918 και πέθανε στις 16/3/1997. Στη συνέχεια το άκουσα και από πολλούς ηλικιωμένους σε διάφορες παραλλαγές.
Σύμφωνα με τον κ. Τερλικκά, «το αφηγηματικό αυτό τραγούδι, αναφέρεται σε μια πραγματική ιστορία που συνέβη στον ελλαδικό χώρο στα τέλη του 19ου ή στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο τόπος μαρτυρείται από τις διάφορες παραλλαγές. Μία παραλλαγή λέει: «Εμάθετε τι ʼγίνην στης Πόλης τα χωριά…», μια άλλη: «Εμάθετε τι ʼγίνην στης Πάτρας τα χωριά…». Η παραλλαγή της «Αντρονίκης» την οποία ερμηνεύει ο κ. Τερλικάς αναφέρεται αόριστα, «Εμάθετε τι ʼγίνην σε μέρη ελληνικά…».
Ο κ. Τερλικκάς αναφέρεται και στη χρονική περίοδο αλλά και στο μέρος όπου έλαβε χώρα η ιστορία της Αντρονίκης. Λέει ο κ. Τερλικκάς: «Aπό τις αφηγήσεις πολλών ηλικιωμένων οι οποίοι το άκουσαν από τις μανάδες ή τις γιαγιάδες τους, οι οποίες με τις σειρά τους το είχαν ακούσει από τους ποιητάρηδες της εποχής, το τραγούδι τοποθετείται γύρω στο 1930. Έχοντας λοιπόν υπʼ όψιν το γεγονός ότι συνήθως οι ποιητάρηδες έκαναν τραγούδια συγκλονιστικά γεγονότα της επικαιρότητας υποκαθιστώντας κατά κάποιο τρόπο τα μέσα ενημέρωσης που την εποχή εκείνη ήταν υποτυπώδη, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το γεγονός πρέπει να ήταν σχετικά πρόσφατο. Την υπόθεση αυτή ενισχύει και η ύπαρξη κατά την ίδια εποχή τραγουδιού με τον ίδιο τίτλο στην Μικρά Ασία το οποίο αφηγείται την ίδια ακριβώς ιστορία. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η μικρασιάτικη παραλλαγή δεν έχει την ίδια μελωδία με την κυπριακή, κάτι που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πιθανόν στην Κύπρο να μην έφτασε το τραγούδι, αλλά η ιστορία την οποία όπως φαίνεται πήρε κάποιος άγνωστος ποιητάρης της εποχής και την έκανε τραγούδι. Το πιθανότερο όμως, είναι να έφτασε στην Κύπρο σε μορφή στίχου, σε κάποια φυλλάδα και να το μελοποίησε σε αυτό το αφηγηματικό ύφος κάποιος κύπριος ποιητάρης, προσαρμόζοντάς το με τη διάλεκτο και κάνοντας τις δικές του μετατροπές στον στίχο. Είναι πάντως γεγονός ότι στις αρχές του περασμένου αιώνα ήταν πολύ διαδεδομένο και δημοφιλές στην Κύπρο, διότι σχεδόν όλοι οι ηλικιωμένοι με τους οποίους συνομίλησα το θυμούνταν με συγκίνηση».
(Τέλος του άρθρου)
Να και οι αυθεντικοί κυπριακοί στίχοι, όπως τους βρήκα στο Δίκτυο:
Εμαθετέ τι εγίνην στα μέρη της Ελλάς/Ντύθην η Αντρονίκη ρούχα Ευρωπαϊκά
Φορεί τα παντελόνια τσε πάει στον καφενέ/Τον καφετζήν προστάζει καφέ και ναργελέ
Ζητά τσε ενα τραπέζι τσε μιαν μάτσαν χαρτιά/τσι αρκίνησεν να παίζει μ’ έναν παλλήκαραν
Δυο φίλοι τʼ αδερφού της που την γνωρίζασιν /Πάσιν εις τον Βαγγέλη, τσι του το ειπασιν
τρεξε Βαγγελη τρεξε κατω στον καφενέ/Να δεις την Αντρονικην που πίνει ναργελέ
Βαγγέλης σαν τ’ ακούει πολλά θημώθηκεν /πιάννει τσε 'ναν μασιέριν τσι αναρματώθηκεν
Κρίμας σε Αντρονικη, κρίμας στο μπόι σου /Εντρόπιασες κι εμένα τσι ούλλον το σόι σου
άφες με ρε Βαγγέλη να παίξω τα χαρτιά/με τουτο το παλληκάριν αφούς με άγαπα
Τραβά τσε το μασιέριν απο την θήκην του /τσι έκοψεν τον λαιμόν της της Αντρονίκης του
Όταν την επερνούσαν από τον καφενέ/έσπαζαν τα φλυτζάνια που πίννασιν καφέν
τσι όταν την επαιρνούσαν απο τα σπίθκια της/μικροί μεγάλοι κλάψαν τα μαύρα φρύδια της
και όταν την κάτεβάσαν μεσά στο μνήμα της/δυο φίλοι του άδελφου της είχαν το κρίμαν της
Ιδού και παραλλαγή από την Αντίπαρο:
Η Ανδρονίκη
Τα μάθατε τι έγινε στης Πόλης τα στενά; /Εντύθηκε μια νέα, η κακούργα εις τα ευρωπαϊκά.
Τον εραστή της παίρνει, πάει στον καφενέ, /τον καφετζή διατάζʼ η κακούργα σουμάδα κι αργιλέ.
Οι φίλοι τʼ αδερφού της την εγνωρίσανε, /στον αδερφό της πάνε την κακούργα, τη μαρτυράνε.
Τι κάθεσαι, Βαγγέλη, δεν πας στον καφενέ /να δεις την αδερφή σου, την κακούργα πώς πίνει αργιλέ.
Σηκώνεται ο Βαγγέλης, πάει στον καφενέ, /βλέπει την αδερφή του την κακούργα, που πίνει αργιλέ.
Άντε, βρε Αντρονίκη, πάμε στο σπίτι μας, /το μάθαν οι γονείς μας, καημός και λύπη μας.
Ώρα καλή, Ανδρονίκη, πούνʼ το ρολόι σου; /Ρεζίλεψες εμένα κι όλο το σόι σου.
Άσʼ με, Βαγγέλη, άσʼ με τον αργιλέ να πιω /με τον Πετροπουλάκη, το νέο που αγαπώ.
Απʼ τα μαλλιά την άρπαξε και χάμω την πετάει. /Βγάζει μαχαίρι κοφτερό και την καρδιά τρυπάει.
Όταν την επερνούσαν από τον καφενέ, /στρέψαν τα φλιτζανάκια και χύναν τον καφέ.
Όταν την επερνούσαν απʼ τη μάνα της, /μικροί, μεγάλοι κλαίγαν την ομορφάδα της.