Παπάζογλου - Τσιτσάνης

Είναι γνωστός ο θαυμασμός του Τσιτσάνη προς τον Βαγγέλη Παπάζογλου. ʼλλωστε με τον Παπάζογλου έπαιζε ο Μαργαρώνης, κι ο Τσιτσάνης έγινε φίλος με την κόρη του Βαγγελιώ, που με τη σειρά της του συνέστησε τη φίλη της Μαρίκα Νίνου κ.λ. κ.λ.

Ακούστε λοιπόν το:
“Σα φουμάρω τσιγαρλίκι” του Παπάζογλου (παίζει κι ο Μαργαρώνης)
κι αμέσως ύστερα το¨
“Τα καβουράκια” (παίζει πιάνο η Βαγγελιώ) του Τσιτσάνη.

Μιλάμε δηλαδή γιά… νότα-νότα!

Οσο για τα “Καβουράκια”, η ιστορία έχει συνέχεια, είναι και γνωστή και την μισο-παραδέχεται ο Τσιτσάνης σε συνομιλία του με τον Χατζηδουλή.
Εκεί, ο βλάχος, αφού μας εξηγεί επι μακρόν το πόσο “ψείρας” είναι με το στίχο και το “πόσο πολύ τις ψάχνει τις λέξεις”, πετάει και τα εξής:

“Είχα”, λεει, “την έμπνευση να κάνω ένα τραγούδι που να έχει σχέση με την παραλία, τα καβουράκια και τα τοιαύτα. Η έμπνευση ήλθε από ένα παλιό τραγουδάκι με παρόμοια θεματολογία (σημ: γράφω από μνήμης, αλλά πρέπει να ήταν του Παπάζογλου ή του Τούντα). ΠΗΓΑ ΛΟΙΠΟΝ ΣΤΗΝ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ (συνεχίζει ο βλάχος) και της ανέθεσα την συγγραφή των στίχων. Μετά από λίγο καιρό μου φέρνει κάτι που ελάχιστα έμοιαζε με αυτό που της ζήτησα. Ετσι ‘το πήρα επάνω μου’ το θέμα και έγραψα αυτό που όλοι ξέρετε και όλοι αγαπήσατε. Για του λόγου το αληθές, έχω κρατήσει το χαρτί της ώστε να λυθεί οποιαδήποτε μελλοντική παρεξήγηση”.

Σημείωση: Αν διαβάσετε στο βιβλίο του Χατζηδουλή την εκδοχή της Ευτυχίας, θα δείτε ότι το μόνο δημιουργικό που έκανε ο Βλάχος είναι να αναδιατάξει τις λέξεις. Κατά τα άλλα, το μοντέλο που πούλησε δίσκους: “καβουράκια - μαμά καβουρίνα” το είχε ΗΔΗ συλλάβει η Ε.Π.
Να που πάνω στην έπαρσή του ο Βλάχος, έβαλε τα χέρια του και έβγαλε τα μάτια του.

Αυτά και χωρίς να θέλω να υποτιμήσω την συνεισφορά του. Εμένα έτσι κι αλλοιώς μ’ αρέσει ακόμα και σαν μπουζουξής, οπότε δεν κινδυνεύω να χαρακτηρισθώ εμπαθής.

Καλα ολα αυτα ΚΚ,
αλλα αυτο το Βλαχος συνεχεια…
κατανταει ενοχλητικο.
ενταξει, το ξερουμε οτι ειχε αυτο το παρατσουκλι,
δεν ειναι αναγκη να μας το θυμιζεις σε καθε σου προταση. ουτε ο πιο κολητος του να σουνα.

(φιλικα και χωρις καμια εμπαθεια).

Symfwnw gia to vlahos. Alla nomizw gia orismenous apo emas afto einai kati to kainourgio. Einai logw katagoghs? tropwn? pou to eihe to paratsakoukli?

Mporei kapoios na mas to xedialinei?

Το “βλάχος” του το βγάλαν επειδή ήταν από τα Τρίκαλα, κι οι άλλοι ήθελαν να είναι ή Αθηναίοι, ή Πειραιώτες, ή Σμυρνιοί… Το παρατσούκλι που ο ίδιος προτιμούσε ήταν “τσίλιας”.

Πάντως πρέπει να προσυπογράψω στον Κώστα, και όπως και νάχουν τα πράγματα, ο Β.Τ. είναι ΜΕΓΑΛΟΣ, ΜΕΓΙΣΤΟΣ θα έλεγα, ανεξάρτητα από τις μικρές ή μεγαλύτερες… “ατασθαλίες” του, που άλλωστε χαρακτηρίζουν και όλη τη μεταβατική περίοδο από τ’ ανώνυμα ως τα… ονομαστικά δικαιώματα της ΑΕΠΙ και βάλε.

Όσο γιά το ΜΕΓΙΣΤΟΣ, δε σημαίνει πως δεν βάζω δίπλα του (τουλάχιστον) τον Μάρκο, τον Χατζηχρήστο, τον Περιστέρη, τον Τούντα, τον Παπάζογλου, και (ίσως-ίσως) τον Παπαϊωάννου. Η υπεροχή του Τσιτσάνη δίπλα σ’ όλους αυτούς, οφείλεται στην ποσότητα των τραγουδιών που έγραψε.

Και συμπληρώνω Κώστα Φ.: οφείλεται όχι μόνο στην ποσότητα των τραγουδιών που έγραψε ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ στίχων και σύνθεσης (με εξαίρεση κάποιες μάπες της δεκαετίας '60).
Είναι, νομίζω, εκτός συναγωνισμού οι προεισαγωγές, οι εισαγωγές και τα ταξίμια του σε πάρα πολλά από τα τραγούδια του. Επίσης, το ύφος του, οι μελωδίες που δημιούργησε, η αρτιότητα των στίχων, οι συγχορδίες, η σωστή επιλογή ερμηνευτών, η τελειότητα εκτέλεσης, κλπ, κλπ.
Δεν είναι τυχαίο που ο Β.Τ. συμμετείχε ως εκτελεστής ή/και ως διευθυντής λαϊκής ορχήστρας στις μεγαλύτερες επιτυχίες άλλων συναδέλφων του, πέρα από τις δικές του.
Δεν είναι επίσης τυχαίο που ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΗΤΣΑΚΗΣ, ένας από τους μεγαλύτερους δημιουργούς του μεταπολεμικού λαϊκού μας τραγουδιού και από τους πλέον παραγωγικούς και εμπορικούς λαϊκούς συνθέτες γράφει στην αυτοβιογραφία του για τον Τσιτσάνη: “Το μπουζούκι (για την ύπαρξή του) το μάθαμε από τον Βαμβακάρη, ενώ για να το παίζουμε το μάθαμε από τον Τσιτσάνη”.
(Από μνήμης γράφω τα λόγια του. Το νόημα πάντως είναι αυτό).

  • Επομένως, δεν είναι καθόλου παράλογο που ο Τσίλιας όταν άκουγε τον διαχωρισμό μεταξύ λαϊκού και έντεχνου λαϊκού γινότανε έξω φρενών και δίκαια διαμαρτυρότανε λέγοντας: “Δηλαδή αυτοί είναι έντεχνοι και 'μεις …άτεχνοι!!!”.

Τώρα, όσον αφορά το παρατσούκλι “Βλάχος”, του έμεινε όχι μόνο εξ’ αιτίας της καταγωγής του από επαρχία γενικά (Τρίκαλα), αλλά και λόγω (κυρίως νομίζω) της προφοράς του που ήτανε χαρακτηριστική Θεσσαλιώτικη, ας πούμε “βλάχικη”, την οποία ποτέ δεν απέβαλε στη ζωή του, παρόλο που ζούσε στην Αθήνα από το 1946. Μια προσεκτική ακρόαση τραγουδιών του, που ερμηνεύει μόνος του ή ως πρώτη φωνή, φανερώνουν αυτή τη βλάχικη προφορά (για παράδειγμα, ξανακούστε προσεκτικά το “Ο μάγκας κάνει δυο δουλειές”, κ.α).
Πάλι ο Γ. Μητσάκης στην αυτοβιογραφία του λέει σε κάποιο σημείο χαρακτηριστικά (από μνήμης περίπου τα λόγια του): "Είναι γνωστό πως ο Τσιτσάνης ήτανε “σφιχτός”, δηλ. τσιγγούνης. Κάποτε σ’ ένα καφενείο που καθήσαμε οι δυό μας, από τη τσιγγουνιά του, προφασιζόμενος πως τον πονάει το στομάχι, παρήγγειλε στο γκαρσόνι με την χαρακτηριστική προφορά του: “Φέρει μας πιδί μου μιά λιμουνάδα μι δυό πουτήρια, συ παρακαλώ!!!”.

Σ.Π.

Ένα πολύ ωραίο τραγούδι του Τσιτσάνη που πατάει πάνω σε τραγούδι του Βαγγέλη Παπάζογλου είναι το "Γλέντα με φως μου γλέντα με" .Στο ρεφρέν είναι σχεδόν ίδιο με το "Βάλε με στην αγκαλιά σου".

Η συνομιλία, στην οποία αναφέρεται ο χρήστης Kostas tm, δεν έγινε με τον Χατζηδουλή.

Αφορά συνέντευξη για την εφημερίδα “Τα Νέα”, που πήρε ο Γιώργος Λιάνης από τον Βασίλη Τσιτσάνη και δημοσιεύτηκε στις 18/5/1977.

Αφορμή για την συνέντευξη, που ίσως την ζήτησε ο ίδιος ο Τσιτσάνης και είχε τίτλο “Θέλουν να με «Θάψουν»”, ήταν αφιέρωμα της ΕΡΤ στην Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου λίγες μέρες πριν.

Στο αφιέρωμα αυτό, γίνονταν λόγος για συγκεκριμένα τραγούδια του Β.Τσιτσάνη στα οποία τους στίχους φέρεται να έγραψε η Ε.Παπαπγιαννοπούλου.

Ανάμεσα στα τραγούδια αυτά ήταν και “Τα καβουράκια”.

Ο Τσιτσάνης σε αυτή την συνομιλία με τον Λιάνη δεν κάνει αναφορά στον Παπάζογλου ή στον Τούντα.

Αναφέρεται στον Γιώργο Μπάτη και στο τραγούδι, που σύμφωνα με τον Τσιτσάνη το τραγουδούσε μέχρι το 1948 στις Τζιτζιφιές και είχε τους παρακάτω στίχους:

Κάτω στο γιαλό στην άμμο
κάναν τα καβούρια γάμο
και παντρεύανε το σπάρο
με τον κοκοβιό κουμπάρο

Νύφη κάναν τι σαρδέλα
σαν την όμορφη κοπέλα
και καλέσαν το γιοφάρι
το γενναίο παλληκάρι

Πάνω σε αυτούς τους στίχους ο Τσιτσάνης ζήτησε, πάντα σύμφωνα με τον ίδιο, από την Ευ.Παπαγιαννοπούλου να του γράψει κάτι αντίστοιχο με τη χιουμοριστική της φαντασία.

Τι παρέδωσε η Παπαγιαννοπούλου στον Τσιτσάνη;

Στη φωλιά τους την καινούρια
καθισμένα δυο καβούρια
ορφανά και πληγωμένα
όλο κλαίνε τα καϋμένα

Η μαμά η καβουρίνα
το γλεντάει στην ΑΘήνα
και όλο κλαίνε τα καβούρια
στη φωλιά τους την καινούρια.

Τι πέρασε στην δισκογραφία;

Στου γιαλού τα βοτσαλάκια, κάθονται δυο καβουράκια
έρμα, παραπονεμένα κι όλο κλαίνε τα καημένα!
Κι η μαμά τους, η κυρία καβουρίνα,
πάει τσάρκα με τον σπάρο στην Αθήνα!

Κι όλο κλαίνε τα καβουράκια,
στου γιαλού, στου γιαλού τα βοτσαλάκια!

Πάει ο κάβουρας το βράδυ, βρίσκει το τσαρδί ρημάδι
ψάχνει για τη φαμελιά του και τραβάει τα μαλλιά του!
Βάζει πλώρη κούτσα-κούτσα στη Ραφήνα,
να πετύχει την κυρία καβουρίνα.

Κι όλο κλαίνε τα καβουράκια,
στου γιαλού, στου γιαλού τα βοτσαλάκια!

Το ξημέρωμα ροδίζει και ο κάβουρας γυρίζει,
δίχως τη συμβία πάλι, κούτσα-κούτσα στ’ ακρογιάλι!

Με το σπάρο τον ξενύχτη στην Αθήνα,
παίζει τώρα στα ρηχά η καβουρίνα!
Κι όλο κλαίνε τα καβουράκια,
στου γιαλού, στου γιαλού τα βοτσαλάκια!

Ο Τσιτσάνης αναφέρει ότι το ηχογράφησε πρώτη φορά με την φωνή της Σωτηρίας Μπέλου, αλλά δεν έγινε επιτυχία.

Το ξαναέγραψα με την Μαρίκα Νίνου σε έξι μήνες γιατί το πίστευα το τραγούδι αυτό

Ο Τσιτσάνης στην συνομιλία του με τον Λιάνη αφήνει να εννοηθεί ότι η συγκεκριμένη εκπομπή ήταν “δάχτυλος” του Ηλία Πετρόπουλου με τον οποίο ήταν σε μεγάλη κόντρα, ήδη από το 1973. Ότι αυτός έβαλε τους συγγενείς της Ευ. Παπαγιαννοπούλου, να στραφούν εναντίον του Τσιτσάνη και να διεκδικήσουν ποσοστά από τα τραγούδια αυτά.

Άνθρωποι της κουλτούρας στην Αθήνα και το Παρίσι ένα σκοπό έχουν τάξει: Να με παρουσιάσουν εκμεταλλευτή, να με καταργήσουν με το έτσι από στιχουργό.

Στο δημοσίευμα, παρουσιάζεται έγγραφο της Columbia, στο οποίο ο Τσιτσάνης φαίνεται να λαμβάνει όλο το ποσοστό για τα στιχουργικά δικαιώματα που ήταν 16,66%.

Περισσότερα για “Τα καβουράκια” του Β.Τσιτσάνη σε μελλοντικό αφιέρωμα.

3 «Μου αρέσει»

Μωρέ μπράβο κουράγιο! Ανέβηκε όλη την ανηφόρα απ’ το Φάληρο, έ;

στη Ραφήνα τραγουδάει η Νίνου. Εμ! Η Αθήνα, ρηχά δεν έχει (ούτε βαθειά, βεβαίως….). (*)

(*) την πάτησε προπολεμικά με την Παραγουάη, έμαθε όμως!

1 «Μου αρέσει»

Πάντως η αρχή της μελωδίας προέρχεται από ένα άλλο τραγούδι, που είχα βρει εδώ σε άλλη συζήτηση αλλά δεν το θυμάμαι πια. Είναι του Βαμβακάρη, και νομίζω είχαν δημοσιευτεί και στοιχεία που έδειχναν ότι ο Τσιτσάνης το δήλωνε ευθέως. (Καλά, δεν είναι και καμιά τόσο δύσκολη έμπνευση μια φράση που ουσιαστικά ανεβαίνει τις 4 βαθμίδες από κάτω 5η μέχρι τονική του Ραστ/Ματζόρε…)

Σωστά Νίκο. Έκανα ένα βιαστικό κλόπι-ράιτ από το sealabs και εκεί γράφει Αθήνα αντί για Ραφήνα.

Και η ετικέτα από την πρώτη εκτέλεση. Συμμετέχουν Μπίνης, Μπέλλου, Τσιτσάνης, Τατασόπουλος.

Ηχογραφήθηκε σύμφωνα με τον Ορδουλίδη (που ακολουθεί πιστά τον Ch.Howard) στις 7/3/1952.

Στα αρχεία της ΕΜΙ ο Τσιτσάνης φαίνεται σαν συνθέτης και στιχουργός.

2 «Μου αρέσει»