Περί Διαγραμμάτου

Χαιρετώ το υψηλής μουσικο-κριτικής στάθμης πλήθος(!) -καιρό είχα να δω κόσμο εδώ-, φιλόμουσους φιλοσόφους, φιλάρετους φιλέλληνες και φιλαλήθεις φίλους. (Κάτι από ΤΑΒΕΡΝΑ ΤΑ 5Φ θυμίζει το παραπάνω).

Παρακολουθώ τρείς μέρες τώρα, την κουβέντα σας και τολμώ να πώ, εκπλήσομαι από τις κατευθύνσεις που κάθε φορά παίρνει. Ξεκίνησε από ένα σχόλιο του Αρη, και μέχρι στιγμής έχει καταφέρει ο ΚΚ(ΤΜ) να διερευνήσει μη-φιλοσοφικά «το κατά πόσον το προσωπικό αισθητήριο και η ιδιαίτερη οπτική γωνία που αντιλαμβάνεται ο καθένας μας τα φυσικά φαινόμενα (μεταξύ των οποίων και την καλλιτεχνική δημιουργία), αποτελούν την μοναδική αλήθεια»…Εύγε!

Θά ΄θελα κι εγώ με τη σειρά μου να σχολιάσω το θέμα στη λογική που επέβαλλε ο ΚΚ(ΤΜ), και να αναφερθώ στο ζήτημα του προσωπικού αισθητηρίου και της ιδιαίτερης οπτικής γωνίας που αντιλαμβάνεται ο καθένας μας τα φυσικά φαινόμενα― της προσωπικής μας κρίσης πιό απλά.
Εδώ λοιπόν, έρχονται να παίξουν σημαντικό ρόλο τα προσωπικά βιώματα και το μορφωτικό επίπεδο που ανέφερε ο Μιχάλης. Η απάντηση «Το κρίνω από το πόσο μου αρέσει» στο ζήτημα που έθεσε ο ΚΚ(ΤΜ) πιστεύω οτι φιλτράρεται μέσα από τα προσωπικά μας κριτήρια τα οποία πλάθονται μέρα με τη μέρα και πλάθουν τη προσωπική μας αλήθεια και πραγματικότητα. Το οτι ο Θεοδωράκης είχε βγεί στους δρόμους κάποτε, φαίνεται από το έργο του που πλημμυρίζει εξέγερση, αντίσταση και βαθειά γνώση της ιστορίας αυτού του τόπου (τακ-τακ εσύ/τακ-τακ κι εγώ). Από την άλλη, ο συνάδελφός του Νικολόπουλος, ζεί μια άλλη πιο «χειροπιαστή» πραγματικότητα -να 'ναι άραγε αποθημένο προσωπικό ή ολόκληρης της γενιάς του;- η οποία τον εξωθεί στο να προσπαθεί να γράψει όλο και πιό πιασάρικα -αν μου επιτρέπετε- τραγούδια (καράβι το φεγγάρι/στο στρώμα κύλησε - σ.σ. κι αυτός στα …τάληρα).
Ετσι λοιπόν φίλοι μου πιστεύω οτι συγκρίνοντας τις δύο παραπάνω περιπτώσεις βλέπουμε οτι και οι δύο προσωπικότητες έχουν πετύχει τους προσωπικούς τους στόχους επιτυχώς. Και οι δύο είναι μουσικοσυνθέτες, και μάλιστα ταλέντα στο δικό του όμως χώρο ο καθένας τους!
Μένει τώρα σε εμάς τους υπόλοιπους που ανοίξαμε αυτήν την ωραιότατη κουβέντα, να διαλέξουμε -με βάση πάντα την προσωπική μας αλήθεια και πραγματικότητα- σε ποιανού τον όμο να σκύψουμε. Μόνο η ψυχούλα μας ορίζει αυτή μας την πρόθεση και δημιουργεί αυτή μας τη διάθεση… Είναι ζήτημα προτεραιοτήτων του καθένα μας. Είναι ζήτημα προσωπικών βιωμάτων και μορφωτικού επιπέδου αν μπορούμε να βρούμε το κρυμένο νόημα στο όνομα της ποιητικής συννεφούλας του Νιόνιου ή αν αρκούμαστε σε «αβάσταχτα ελαφρά» σουξέ.

Μαζί σου, λοιπόν, ΚΚ(ΤΜ) ως προς το «τα κριτήριά μας είναι κάπως ευρύτερα και (τι να κάνουμε;) περιέχουν και λιγουλάκι σκέψη». Και για να ελαφρύνω (λίγο άκόμα) κάπως το κλίμα, με αφορμή αυτό το «κάτσε εδώ που κάθεσαι - καλά είσαι» τολμώ να σας πω ένα παραμυθάκι -κάτι σαν παραβολή- για να κλείσω.

Κάποτε ζούσε ενα μικρό χελιδόνι κάπου στην Ελληνική ύπαιθρο, το οποίο ήταν κάπως διαφορετικό από τα άλλα. Είχε άλλες συνήθειες, πήγαινε συνεχώς μόνο του και ξεκομμένο από το υπόλοιπο σμήνος που πετούσε σε κύκλους γύρω απ τις καμινάδες του χωριού. Αψηφούσε τους κυνδίνους που του επεσήμαιναν συνεχώς οι γονείς του και έκανε πάντα αυτό που του ψυθίριζε η ψυχούλα του.

Μια μέρα κάπου στο Σεπτέμβρη, εκεί επάνω στα σύρματα που είχαν μαζευτεί τα υπόλοιπα χελιδόνια για να αποδημίσουν, αυτό πήρε την απόφαση να μην το κουνήσει απο τον τόπο του, παρά τα έντονα παρακαλητά των γονιών του.
Ετσι, μέσα σε λίγες ημέρες, απόμεινε το μοναδικό χελιδόνι ανάμεσα στους σπουργίτες και τα άλλα πουλιά της περιοχής. Η απόφασή του όχι μόνο δεν τον ενόχλησε, παρά του φάνηκε και πολύ ορθότερη, αφού μέρα με τη μέρα έβλεπε και καινούργια πράγματα να αλλάζουν γύρω του. Εβλεπε τα δέντρα να αλλάζουν χρώματα, να χάνουν τα φύλλα τους, το τοπίο να αλλάζει συνεχώς και αυτό ήταν μια μαγεία.

Οι μέρες όμως πέρασαν γρήγορα και έπιασαν ξαφνικά τα κρύα κάνοντας το χελιδόνι να ξανασκεφτεί την απόφασή του. Ετσι, μια μέρα που έπιασε να χιονίζει, δεν άντεξε άλλο. Είπε να φύγει έστω και αργά, αφού η ώρα που θα πέθαινε, το έβλεπε και το ίδιο, πως πλησίαζε. Αρχισε λοιπόν να πετάει προς το Νοτιά. Το χιόνι όμως του πάγωσε τα φτερά και έπειτα από λίγο άρχισε να στροβιλίζεται σε μια φοβερή πτώση. Πέφτει λοιπόν μέσα από μια καμινάδα σε έναν σταύλο και σωριάζεται μέσα σε μια μπάλα άχυρο.

Εκεί, λοιπόν, που κοίτονταν ετοιμοθάνατο, πλησιάζει μια αγελάδα και τον χέζει από την καρυφή μέχρι τα νύχια. Σε λίγο, αφού ζεστάθηκε, συνήλθε, άνοιξε πάλι τα μάτια του, και προσπαθώντας να καταλάβει που βρέθηκε, βγάζει το κεφάλι του στην επιφάνεια. Λίγο πιο πέρα, περνούσε μια γάτα η οποία βλέποντας το χελιδόνι μόνο και αβοήθητο, ορμάει με τη μια και τον κάνει μια μπουκιά.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 1:
Οποιος σε έχει χεσμένο, δεν είναι απαραίτητα εχθρός σου.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 2:
Οποιος σε βγάζει από τα σκατά, δεν είναι απαραίτητα φίλος σου.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ 3:
Αν σου αρέσει να είσαι μέσα στα σκατά, κάτσε εδώ που κάθεσαι - καλά είσαι!

Καλημέρα σε όλους.

Ας αρχίσω με μια προσωπική παρατήρηση που είναι ταυτόχρονα η απάντηση στην ερώτηση του ʼρη στο ΥΓ 1 του τελευταίου μηνύματός του: Αυστριακός είμαι, νομικός το επάγγελμα (χωρίς καμία επαγγελματική σχέση με την Ελλάδα), και τα ελληνικά τα έμαθα (και βέβαια τα μαθαίνω ακόμα) ως χόμπυ. Γι’ αυτό το λόγο το ότι θα βρίσκετε κάμποσα γραμματικά λάθη και κάποιες εκφραστικές αδεξιότητες σε κάθε μου μήνυμα είναι αναπόφευκτο. Χρειάζομαι λοιπόν την επιείκειά σας όσον αφορά στα γλωσσικά ελαττώματα των μηνυμάτων μου. Ελπίζω όμως πως πετυχαίνω στην προσπάθειά μου να διατυπώσω τις σκέψεις μου με κατανοητό τρόπο.

Στον ʼρη θα ήθελα να ευχαριστήσω για την διευκρίνισή του (επίσης στο ΥΓ) πως η έκφραση μιας διαφορετικής γνώμης δε σημαίνει προσωπική επίθεση εναντίον του άλλου. Χάρη σ’ αυτήν την διευκρίνιση δεν δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν τα σχόλια ένος ξένου και “μη ειδικού” στον χώρο της ελληνικής μουσικής είναι καθόλου επιθυμητά στη συζήτησή σας.

Επίσης οι συμπληρωματικές σημειώσεις του ʼρη σχετικά με την τηλεοπτική εμφάνιση του Νικολόπουλου βοήθησαν στο να καταλάβω καλύτερα πώς έβγαλε (ο ʼρης) κάποια συμπεράσματα. Πολύ περισσότερα δε θα μπορεσούμε να πούμε πια γι’ αυτό το (ενδιαφέρον κατά τη γνώμη μου) θέμα επειδή κάτι τέτοιο θα χρειαζόταν την παρακολούθηση της συγκεκριμένης εκπομπής.

Γενικά θα ήθελα να πω ότι τα κείμενά σας (ισχύει και για τον ʼρη όσο και για τον Κώστα [ελπίζω πως κι εσύ δεν έχεις αντίρρηση για την προσφώνηση στον ενικό]) έχουν φτάσει τέτοια “ύψη” που φοβάμαι πως δεν μπορώ να συνεισφέρω κάτι ανάλογο επειδή μου λείπουν οι φιλοσοφικές γνώσεις (δεν υστερείτε από τους “εκπροσώπους της ελληνικής διανόησης” στο “Δίφωνο”).
Ας διατυπώσω μερικές απλές σκέψεις μόνο:

Ελάχιστα (ανύπαρκτα θα έλεγα μάλιστα) είναι τα ελληνικά λαϊκά τραγούδια που δε μου αρέσουν καθόλου, που τα θεωρώ άσχημα λοιπόν. Είναι ένα είδος μουσικής που μου αρέσει γενικά (και επιτρέψτε μου να χρησιμοποιήσω τώρα την έννοια “λαϊκό τραγούδι” τόσο αόριστα για να μην ξεφύγουμε από την ουσία συζητώντας μόνο για ορισμούς). Στη χειρότερη περίπτωση κάποια λαϊκά τραγούδια (ή κάποιες μορφές λαϊκών τραγουδιών) με αφήνουν αδιάφορο. Μέσα σε αυτό το γενικό πλαίσιο τα γούστα μου μπορεί βέβαια να αλλάξουν. Να αλλάξουν δηλαδή με την πάροδο του χρόνου, με την εκάστοτε ψυχική μου διάθεση, ίσως με τον συγκεκριμένο τόπο που βρίσκομαι όταν ακούω το τραγούδι και με μια σειρά από άλλους παράγοντες ακόμα. Για κάτι τέτοιο δε φταίει όμως το συγκεκριμένο τραγούδι - “φταίω” εγώ ο ίδιος.

Συγκεκριμένο παράδειγμα: Διαπίστωσα ότι τον Πάριο πριν από μερικά χρόνια τον άκουσα πιο συχνά και με περισσότερο ενθουσιασμό απ’ ό,τι το κάνω τα τελευταία χρόνια. Γιατί; ΌΧΙ γιατί ανκάλυψα πως δεν είναι καλός τραγουδιστής ή πως τα κομμάτια του είναι άσχημα, αλλά γιατί παλιότερα είχα περισσότερη “ρομαντική διάθεση” απ’ ό,τι έχω στα τελευταία χρόνια και μια τέτοια διάθεση είναι (για μένα τουλάχιστον) η απαραίτητη “κεραία” για να “πιάσω” τον Πάριο (τη φωνή του, τα τραγούδια του) με τον εντονότερο, βαθύτερο δυνατό τρόπο. Και σήμερα ακόμα μου αρέσουν πολλά (παλιά και καινούργια) τραγούδια του, αλλά δε με αγγίζουν τόσο βαθιά όσο θα μπορούσαν. Για λόγους, όμως, που δεν έχουν σχέση με την (“αντικειμενική”) ποιότητα του έργου αλλά μόνο με τον εαυτό μου.

Και όσα είπα τώρα για τον Πάριο ισχύουν για πολλά άλλα ονόματα και τραγούδια. Με το ρεμπέτικο λ.χ. με συνδέει το γεγονός ότι μερικά κλασσικά κομμάτια αυτού του είδους ήταν (μαζί με ορισμένα “έντεχνα”, “ελαφρά” κλπ.) από τα πρώτα μου ακούσματα στον χώρο της ελληνικής μουσικής (στα τέλη της δεκαετίας του ’70 περίπου). Επρόκειτο για μια τελείως καινούργια για μένα μουσική εμπειρία. Ενθουσιάστηκα με “Φραγκοσυριανή”, “Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά”, “Συννεφιασμένη Κυριακή”, “Είμαστε αλάνια” κλπ.κλπ. Με τον καιρό, σταδιακά, ανακάλυψα ότι άλλα - πιο σύγχρονα - είδη της ελληνικής λαϊκής μουσικής πολλές φορές “με εκφράζουν” και με αγγίζουν πιο πολύ από το ρεμπέτικο. Για διάφορους λόγους, π.χ.: την πιο “πλούσια”, “έγχρωμη” ενορχήστρωση (σε σύγκριση με πολλά ρεμπέτικα στην αυθεντική τους εκτέλεση τουλάχιστον), τις πιο μελωδικές φωνές των “μοντέρνων” τραγουδιστών (σε σύγκριση με τους ρεμπέτες), αργότερα (όταν άρχισα να καταλαβαίνω σιγά σιγά και κάποιους στίχους) σίγουρα και για το λόγο πως διαπίστωσα ότι πολλά από τα πιο καινούργια τραγούδια αντικατοπτρίζουν περισσότερο τη δική μου ζωή απ’ ό,τι το κάνουν αρκετά ρεμπέτικα (λ.χ. το “Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά” που βέβαια δεν έχει καμία σχέση με τη δική μου ζωή, όπως ούτε και με εκείνη ενός σημερινού Έλληνα φαντάζομαι). Αλλά τονίζω ότι αυτό δεν σημαίνει πως το ρεμπέτικο έπαψε να μου αρέσει. Απλώς το ακούω πιο σπάνια και με περισσότερη “συναισθηματική απόσταση” απ’ ό,τι παλιότερα και απ’ ό,τι τραγούδια λ.χ. του Νικολόπουλου ή ας πούμε του Αντώνη Βαρδή (άλλος ένας καταπληκτικός συνθέτης κατά τη γνώμη μου).

Όσα έγραψα ήταν και η προσπάθεια μιας (αποσπασματικής τουλάχιστον) απάντησης στις παρατηρήσεις του Κώστα περί αλλαγής γούστου, ανάπτυξη διαφορετικής γούστου κλπ.κλπ. Μπορεί το γούστο να παίρνει διαφορετική μορφή, όχι όμως σε τέτοιο βαθμό που να μη μου αρέσει πια κάτι που παλιότερα το άκουγα με έστω περισσότερο ενθουσιασμό.

Και αυτό με ξαναγυρίζει στα παραδείγματα που ανέφερε ο ʼρης: Η “ποιότητα” ενός τραγουδιού (είτε η υποτιθέμενη “αντικειμενική”, ούτε η υποκειμενική) δεν μετριέται βέβαια σαν την θερμοκρασία με το θερμόμετρο:
Μου αρέσει πολύ το “Σαββατόβραδο” του Θεοδωράκη, μου αρέσει πολύ το “Ένα σφάλμα έκανα” του Δερβενιώτη και δεν θα μπορούσα (και δεν θα ήθελα επιπλέον) να προσδιορίσω ποιο από τα δυο μου αρέσει περισσότερο, ούτε αν τα θεωρώ καλύτερα ή χειρότερα από το “Όλες του κόσμου οι Κυριακές”. Συναισθηματικά περισσότερο δεμένος είμαι ίσως με το τελευταίο. Ευτυχώς το ένα (τραγούδι) δεν αποκλείει το άλλο: Μπορείς να αγαπήσεις και τα τρία (και βέβαια πολλά άλλα ακόμα) ταυτόχρονα. (Ξέχασα να αναφέρω: Λίγο-πολύ τα ίδια ισχύουν και για την θαυμάσια “Πιρόγα” αν και γενικά δεν είμαι οπαδός της μουσικής του Μικρούτσικου.)

Πιο απλά είναι τα πράγματα με το “Kuro Siwa” του Μικρούτσικου: Κι αυτό δεν το θεωρώ άσχημο τραγούδι (βλ. όσα έγραψα πιο πάνω για το “γενικό πλαίσιο” στην οποία κινείται για μένα το λαϊκό) αλλά τουλάχιστον σε σύγκριση με τα τρία-τέσσερα τραγούδια που μόλις ανέφερα το θεωρώ (όσο για το τι αξία έχει υποκειμενικά για μένα) ασήμαντο. Για τα “Παιδιά της Σαμαρίνας” δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη γιατί δεν το γνωρίζω (τουλάχιστον ο τίτλος δε μου λέει τίποτα).

Αρκετά έγραψα και γι’ αυτό ας σταματήσω εδώ, έστω κι αν δεν ασχολήθηκα με όλα τα ζητήματα για τα οποία μιλούσατε στα μηνύματά σας, λ.χ. τα συγκεκριμένα κριτήρια που αναφέρει ο Κώστας στο τέλος του μηνύματός του. Φαντάζομαι πως θα υπάρξει ευκαιρία να επανέλθουμε σ’ αυτά αργότερα.

Michael

ΥΓ: Μόλις τώρα είδα το καινούργιο μήνυμα του Kosta Douga, δεν το έχω διαβάσει ακόμα ως το τέλος, αλλά αν δεν κάνω λάθος με τα όσα γράφει για το “Μένει τώρα σε εμάς … να διαλέξουμε -με βάση πάντα την προσωπική μας αλήθεια και πραγματικότητα- σε ποιανού τον όμο να σκύψουμε. Μόνο η ψυχούλα μας ορίζει αυτή μας την πρόθεση και δημιουργεί αυτή μας τη διάθεση…” κλπ. εννοεί ακρίβως ό,τι προσπαθήσα να περιγράψω κι εγώ με τα πιο πάνω συγκεκριμένα παραδείγματα “Πάριος” και “ρεμπέτικα”.

Αυστριακός; Αααα…!
Αρης

Μόλις διάβασα το εξής σχόλιο στο περιοδικό “rom”
http://www.rom.gr/rom14/goldera.htm
Γράφει η Στέλλα Βλαχογιάννη:

“Μέσα σε όλους τους ‘έντεχνους’ θα καρπίσει και ένα αυθεντικά λαϊκό ταλέντο: ο Χρήστος Νικολόπουλος, που θα συνεχίσει επάξια την ιστορία του καλού λαϊκού τραγουδιού που ξεκινάει από τον Τσιτσάνη και μάλλον τελειώνει στο Νικολόπουλο ­δεν έχει φανεί κάτι άλλο τόσο σπουδαίο μέχρι στιγμής σε αυτό το είδος. Πολυγραφότατος, έχει συχνά μελοποιήσει στίχους ασήμαντους, αλλά από τις μελωδίες του δεν πετάς σχεδόν τίποτα. Ολόκληρη ιστορία.”

Για κοίτα πόσο διαφορετικές απόψεις έχουν οι άνθρωποι για καλλιτέχνες και το έργο τους!

Michael

Ποια είναι αυτή η Στέλλα Βλαχογιάννη ρε παιδιά;
Αρης

Την ίδια εποχή στις γυναικείες φωνές ανατέλλει η Βίκυ Μοσχολιού. Περίπτωση. Θα ξεκινήσει με Ξαρχάκο και θα τραγουδήσει τα πάντα. Υπέροχα και μετριότατα τραγούδια. Όλα θα αγιάζονται με τη φωνή της. Θα κάνει καριέρα και στα κέντρα, αλλά κλασική δεν έγινε από αυτά.”.
Ξεκίνησε και έγινε γνωστή (αν όχι διάσημη) απ’ τα κέντρα, με το μεγάλο Ζαμπέτα. Αλλά αυτό για τη Σ.Βλαχογιάννη είναι λεπτομέρεια…

Μέγας σταρ στου σκεπτόμενους έφηβους αλλά μέχρι εκεί”.
Μία και μοναδική σειρά για το Β.Παπακωνσταντίνου και μάλιστα περιέχοντας σοβαρές υπόνοιες μομφής!!!

Λοιπόν, δε συνεχίζω γιατί θα γράψω αντι-άρθρο, πράγμα αντιδεοντολογικό για το επάγγελμά μου. Θα πω μόνο τα εξής “γενικά”.
Τρία πράγματα ξεχωρίζουν στα ευρείας κυκλοφορίας περιοδικά (τα βάζω όλα σ’ ένα τσουβάλι, όχι γιατί είναι ίδια, αλλά γιατί δεν είναι του παρόντος μια ακόμη ανάλυση):

  1. Το χαρτί υπερπολυτελείας.
  2. Η ημιμάθεια του 90% του συντακτικού δυναμικού τους.
  3. Η δουλοπρέπειά τους στο κατεστημένο.

Το πρώτο δε χρειάζεται εξήγηση.
Στο δεύτερο να συμπληρώσω ότι καμιά φορά οι ανακρίβειες που γράφονται δεν είναι πάντα απόρροια άγνοιας, αλλά συνειδητή διαστρέβλωση ή παράλειψη.
Για το τρίτο να δώσω ένα παράδειγμα:
Απ’ τη μια μεριά, μια σειρά αναφοράς στον Παπακωνσταντίνου, ερμηνευτή ολόκληρου πακέτου πανέμορφων τραγουδιών μεγάλων συνθετών μας (βγάλτε τους προσωπικούς του δίσκους απέξω), γιατί ο Βασίλης και δυο-τρεις άλλοι δεν έγιναν ένα με το σύστημα και συμμετέχουν που και που σε καμιά διαμαρτυρία “σκεπτόμενων” αντιφρονούντων.
Απ’ την άλλη, ολόκληρη αναφορά στην ψόφια τραγουδίστρια(:wink: που προσπαθούν με το ζόρι να κάνουν σταρ.
Αν τα παραπάνω φαίνονται σε κάποιους αναρχοκομμουνιστικά… τί να κάνουμε, απόψεις είναι αυτές.
Αρης

Η Στέλλα Βλαχογιάννη είναι μέλος της ομάδας των συντακτών του “Διφώνου”, και τα δύο άρθρα της στο “rom” μού θύμισαν έντονα τη “φιλοσοφία” που προβάλλει το “Δίφωνο” σε κάθε του τεύχος.

Δεν ανέφερα, όμως, τα όσα είπε η κυρία Βλαχογιάννη για τον Νικολόπουλο ώστε να την παρουσιάσω ως “αυθεντία” που κι αυτή έχει λίγο πολύ την ίδια άποψη με μένα για τον εν λόγω συνθέτη. Απλώς ήθελα να δείξω πως υπάρχουν -σχεδόν διαμετρικά - αντίθετες γνώμες για τον ίδιο καλλιτέχνη. Και κάθε γνώμη προβάλλεται σαν να ήταν η μία και μοναδική αλήθεια.

Και να συμπληρώσω το εξής, μόνο για να διευκρινίσω τη δική μου θέση:
Σε πολλά σημεία του συγκεκριμένου άρθρου δεν συμφωνώ καθόλου με τη Σ. Βλαχογιάννη (βλ. “φιλοσοφία” του “Διφώνου”). Τη γνώμη της για τη Μοσχολιού και το Νικολόπουλο, όμως, τη συμμερίζομαι σχεδόν απόλυτα. (Μόνο που βέβαια για μένα ΔΕΝ πρόκειται “συχνά” για … “στίχους ασήμαντους” που έχει μελοποιήσει ο Νικολόπουλος, και στο - δευτερεύουσας σημασίας, όπως νομίζω - ζήτημα περί κέντρων στην περίπτωση της Μοσχολιού δεν έχω τις γνώσεις να σχηματίσω γνώμη.)

Michael