Άκουσα ένα τραγούδι στο ράδιο. Μου φάνηκε καινούργια κυκλοφορία, αλλά τελικά είδα ότι στο ΥΤ υπάρχει από το 2012. Μαρία Αναματερού, «Ο σκοπός του καπετάν Σιδερή»:
Ο σκοπός του καπετάν Σιδερή είναι παραδοσιακός της Πάτμου.
Η Μαρία Αναματερού είναι μια ευπρεπής αλλά αδιάφορη παρουσία στον χώρο του νησιώτικου τραγουδιού. Είναι από τη Νάξο, όπου υπάρχει πλούσια και παλιά παράδοση ελεεινής κακοποίησης της ντόπιας μουσικής φλέβας. Οι δικές της εκτελέσεις (κυρίως των αξώτικων, απεραθίτικων μάλιστα, δευτερευόντως και άλλων νησιώτικων) αντιστέκονται με σθένος σ’ όλο τον χείμαρρο σκυλάδικης ακαλαισθησίας. Από την άλλη όμως τούς λείπει όλο το νεύρο και η γνήσια φρεσκάδα του πραγματικού παραδοσιακού νησιώτικου, αντίθετα υπηρετούν μια αισθητική μάλλον ελαφροέντεχνη.
Έχει σταθερό της συνεργάτη τον Θεολόγο Μιχελή, ένα πολύ δυνατο βιολί από την Πάτμο.
Ο λόγος που έψαξα το τραγούδι στο ΥΤ ήταν η εντυπωσιακή δυσαρμονία ανάμεσα στην ερμηνεία της Αναματερού στο κυρίως κομμάτι, και στο βιολί του γυρίσματος στο φινάλε.
Οι μαντινάδες είναι περιπαιχτικές. Ήταν ένας ναυτικός, ο καπετάν Σιδερής, που, αντί να τα καταφέρει σαν θαλασσόλυκος στη μάχη του με τη θάλασσα, ηττήθηκε και γύρισε πίσω βρεγμένος και με ζημιές στο σκάφος του, αλλά επιμένει με παλικαρίσιο (; ) πείσμα. Και, μάλλον, οι συχωριανοί του του βγάλανε το τραγούδι, όπως συνηθίζεται στα 12νησα. Η περιπαθής και ατμοσφαιρική ερμηνεία της Αναματερού, όπως και η αέρινη ενορχήστρωση, αδειάζουν εντελώς το τραγούδι από αυτό το σκωπτικό πνεύμα του. Γύρω στο 3:15 όμως τα λόγια τελειώνουν, ο ρυθμός επιταχύνεται, και έρχεται ένα εκπληκτικό, άγριο, αλλά και μαστορικό «λυροτσάμπουνο» από το βιολί του Μιχελή. Λυροτσάμπουνο λένε στην Πάτμο τη μίμηση της τσαμπούνας από το βιολί, μια ιδιαίτερη τεχνική που απαντά στα περισσότερα νησιά (αλλά συνήθως με το όνομα «τσαμπούνα»).
Σε μια κουλτουριάρικη ανάγνωση, από αυτό το σόλο θα μπορούσε κανείς να βγάλει και την αγριότητα της θάλασσας και τη σκληρή ειρωνεία προς τον αντιήρωα του τραγουδιού. Σε μια πιο στρέιτ ανάγνωση, ακούμε απλώς αληθινό πατινιώτικο βιολί, με όλο το χρώμα και το ήθος της τοπικής παράδοσης, και με υψηλότατο επίπεδο παιξίματος.
Είτε έτσι είτε αλλιώς, επιβεβαιώνεται η δυσαρμονία που έλεγα: το βιολί στο τέλος είναι απολύτως εντός θέματος, όλο το υπόλοιπο είναι απολύτως εκτός.
Στην ανάρτηση του ΥΤ διαβάζω «Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Αναματερού». Αυτό σαφέστατα δεν ισχύει, δεν ξέρω όμως αν πρέπει να χρεωθεί στην εταιρεία της Αναματερού ή απλώς στον ιδιώτη γιουτουμπίστα που το ανέβασε. Η παλιότερη ηχογράφηση του κομματιού πρέπει μάλλον να είναι των Καραμπεσίνηδων, αν και δε βρήκα πότε κυκλοφόρησε. Σ’ αυτήν φαίνεται να έχουν στηριχτεί οι πολυάριθμες πρόσφατες επανεκτελέσεις από πολλούς και διάφορους επαγγελματίες του νησιώτικου, αν και οι Αγαθονησιώτες Γιαμαίοι και ο Πατινιώτης Γαμπιεράκης πιθανόν να το ήξεραν ούτως ή άλλως ως προφορική παράδοση.
Μια άλλη ηχογράφηση αναφοράς είναι η καταγραφή από ντόπιους Πατινιώτες στον δίσκο «Τραγούδια και σκοποί της Πάτμου», που εικάζω ότι πρεπει να βγήκε γύρω στα τέλη '90 ή αρχές 2000 (πάντως τον έχω σε βινύλιο, αυτό είναι μια ένδειξη). Αυτή η εκτέλεση μάλλον δεν υπάρχει στο ΥΤ. Στιχουργικά ταυτίζεται με των Καραμπεσίνηδων, μελωδικά όμως έχει κάποιες χαρακτηριστικές αποκλίσεις που δείχνουν ότι μάλλον οι ντόπιοι το ήξεραν επειδή ήταν ντόπιοι κι όχι από τον δίσκο (παρόλο που, γενικά, κάτι τέτοιο δε θα ήταν διόλου απίθανο): σαν ντόπια προφορική παράδοση η μελωδία μπορεί να είναι κι έτσι και αλλιώς, ενώ για όσους τη μαθαίνουν δισκογραφικά έχει μια παγιωμένη μορφή.
Τόσο στις Καραμπεσίνηδες όσο και στον δίσκο της Πάτμου οι εκτελέσεις χαρακτηρίζονται έντονα από την παρουσία της τσαμπούνας, που και στις δύο όμως απαντά σε ασυνήθιστη ενορχήστρωση. Στις Καραμπεσίνηδες δεν ξέρω ποιος παίζει, κατά πάσα πιθανότητα ο Θεολόγος Γρύλλης: Πατινιώτης τσαμπουνιέρης, ο ένας από τους μοναδικούς 2-3 εκείνα τα χρόνια που είχε βγει σε δίσκους, συναυλίες και εκπομπές, ανάμεσα σε εκατοντάδες τσαμπουνιέρηδες που έπαιζαν μόνο σε γλέντια του χωριού τους και κατ’ εξαίρεση σε καταγραφές, όπως ακριβώς ο Μιχάλης Γρύλλης που παίζει στον δίσκο της Πάτμου. Πιθανολογώ τον Θ. Γρύλλη διότι:
α) Ξέρω τον ήχο του. Αν δεν ήταν αυτός, θα ήταν ο Αντώνης Σπανός από τους Φούρνους, που ακουγόταν σχεδόν ίδιος. Αυτοί οι δύο ήταν οι μόνοι εκείνα τα χρόνια που θα μπορούσαν να προσκληθούν σε ηχογράφηση των Καραμπεσίνηδων.
β) Το κομμάτι είναι της Πάτμου, άρα πιο πιθανό είναι να έπαιζε αυτός, που είναι από την Πάτμο.
γ) Το έχει ξαναβγάλει ο ίδιος σε προσωπικό του δίσκο, σε μάλλον θλιβερή εκτέλεση, με τη Μαρίνα Βασιλάκη να τραγουδάει και τον ίδιο να υπογράφει στίχους και μουσική.
Εν πάση περιπτώσει, όποιος κι αν έπαιξε τσαμπούνα, είναι φανερό ότι σ’ αυτόν κλείνει το μάτι ο Θ. Μιχελής με το τσαμπουνίστικο σόλο του βιολιού του. Τώρα: έχει στον νου του την εκτέλεση των Καραμπεσίνηδων ή την άλλη; Των Καραμπεσίνηδων είναι σίγουρα πιο γνωστή (ομολογώ ότι εγώ δεν την ήξερα, αλλά αυτό δεν αναιρεί το ότι πρόκειται για κορυφαία ονόματα στην πρώιμη ιστορία του δισκογραφημένοιυ νησιώτικου). Αλλά και ο άλλος δίσκος, όσο κι αν πανελληνίως πέρασε μάλλον απαρατήρητος, αποκλείεται να ήταν άγνωστος σ’ έναν βιολιτζή από την Πάτμο, ίσα ίσα που σίγουρα θα ήξερε και προσωπικά τους συμμετέχοντες.
Άρα και οι δύο ηχογραφήσεις είναι εξίσου πιθανό να αποτελούν το πρότυπο ετούτης.
Πάντως, όσο κι αν ανέφερα ότι ο δίσκος της Πάτμου πανελληνίως πέρασε μάλλον απαρατήρητος, ξέρω και κάποιους που τον άκουσαν: εκεί βρίσκεται η ηχογράφηση «Λέρικος», που τη διασκεύασαν εκπληκτικά οι Mode Plagal στον τρίτο τους δίσκο το 2001. Έχω εκεί μια σύντομη εξήγηση του γιατί αποκλείεται οι Mode Plagal να το έμαθαν από οπουδήποτε αλλού παρά μόνο από τη συγκεκριμένη ηχογράφηση.
Άλλωστε, εκεί λίγο πριν και λίγο μετά το 2000 είχαν βγει πολλοί δίσκοι καθαρά τοπικού ενδιαφέροντος, επιτόπιες καταγραφές της παραδοσιακής μουσικής κάποιου μικρού τόπου σε έκδοση, συχνά, του τοπικού πολιτιστικού συλλόγου, που μπορεί να μην μπήκαν -προφανώς!- στα τσαρτ, ωστόσο δεν τους άκουσαν μόνο οι ντόπιοι. Πρωτεργάτρια στην άντληση υλικού και έμπνευσης από τέτοιους δίσκους υπήρξε η Μάρθα Φριντζήλα: Στην ίδια κατηγορία με τον δίσκο της Πάτμου ανήκει ένας από τη Λέρο, απ’ όπου ξεσήκωσε τη «Βάρκα μου μπογιατισμένη», και όπου περιλαμβάνονται επίσης το «Άρωμα» και ο «Σκοπός της αυγής» που κι αυτά έχουν βγει τελευταία σε αλλεπάλληλες επανεκτελέσεις. Από το Καστελόριζο, επίσης είχε βγει την ίδια περίοδο ένας δίσκος απ’ όπου προέρχεται το «Πέτρος και Παύλος», με τον ιντριγκαδόρικο ρυθμό του, που κι αυτό το διασκεύασε η Φριντζήλα, όπως και κάποια τραγούδια της Καρπάθου από δίσκους του Μιχάλη Ζωγραφίδη.
Μόνο που βρίσκω ότι σε γενικές γραμμές η ισορροπία μεταξύ κατανόησης και σεβασμού στο αυθεντικό, αφενός, και δημιουργικής διασκευής αφετέρου είναι σε πολύ καλύτερο επίπεδο στη Φριντζήλα απ’ ότι στην Αναματερού. Τους Mode Plagal δε θα τους έβαζα στη σύγκριση, η προσέγγισή τους είναι τελείως σούι γκένερις.
Για να επανέλθουμε στον καπετάν Σιδερή:
Είναι γνωστό (πλέον!) παραδοσιακό της Πάτμου. Στον ίδιο σκοπό λέγονται διάφορα στιχάκια, αλλά πάντοτε σχετικά με τον ίδιο τον καπετάν Σιδερή και την ιστορία του. Ο Θεολόγος Γρύλλης, ο Πατινιώτης τσαμπουνιέρης που προανέφερα, καταθέτει ότι ο μεν καπετάν Σιδερής ο ίδιος, ως πραγματικό πρόσωπο, ήταν ο παππούς του, ο σκοπός όμως ήταν παλιότερος και ήρθε στην Πάτμο από την Αστυπαλιά. Πράγματι, στην Αστυπαλιά εντοπίζεται ένας σκοπός (εδώ σε καταγραφή του 1970 από τη Δ. Σαμίου) που, αν και δεν συμπίπτει νότα προς νότα, ωστόσο είναι ο ίδιος σε παραλλαγή. Βέβαια κατά τη γνώμη μου αυτό δεν επαρκεί για να δεχτούμε ότι ο πατινιώτικος σκοπός είναι οπωσδήποτε δάνειο από την Αστυπαλιά, απλώς ότι ο Γρύλλης τον είχε ακούσει και στην Αστυπαλιά. Προσωπικά θεωρώ ότι πρόκειται για έναν σκοπό που εντοπίζεται σε πολλά νησιά, πάντα ως ντόπιος, πάντα σε παραλλαγές που μερικές μάλιστα απέχουν τόσο πολύ από μερικές άλλες ώστε αν δεν υπήρχαν και οι ενδιάμεσες δε θα μπορούσε να γίνει η ταύτιση, και που η γνωστότερη πανελληνίως εκδοχή του είναι αυτή του σκυριανού «Μανώλαρου». (Επίσης: Ματινάδα Ανάφης, Παριανός Καλύμνου κ.ά.)